Κυριακή 19 Ιουνίου 2016

Β. Τα αφεντικά μου
Στην αρχή το αφεντικό δε μου έδινε τίποτα σαν αμοιβή. Μάθαινα την τέχνη ντε! Αργότερα άρχισε να μου δίνει ένα τάλιρο τη βδομάδα! Όμως παρ’ όλα αυτά η αναμονή για το βράδυ του Σαββάτου ήταν γλυκιά. Δε βγήκε τζάμπα η παροιμία:
«Σάββατο να ‘ναι μάστορα κι ας είναι και χίλιες ώρες.»
Με το σχόλασμα έπαιρνα έναν κορνέ από το γαλακτο-ζαχαροπλαστείο Κ. Καρτάλη και Δημητριάδος. Μιάμιση δραχμή. Τον έτρωγα σιγά- σιγά μέχρι να φτάσω στην τουλούμπα της πλατείας του Δημοτικού Θεάτρου Εκεί έπινα αρκετό νερό. Στην άδεια αλάνα κάνανε πιάτσα τα μακρυκάρα για τις βαριές μεταφορές. Νωρίς το απόγευμα της Κυριακής σινεμαδάκι στο ΣΤΑΡ , απέναντι από τη σιδηρουργία Σταματόπουλου, όπου δούλευε χρόνια πολλά ο Πατέρας. Μια περιπέτεια ή μια κωμωδία με τους ήρωες της εποχής. Ταρζάν, Ζορό, Χοντρός-Λιγνός, Άμποτ και Κοστέλο, κ. ά.
Κάθε φορά που άναβαν τα φώτα αγώνας να βρούμε τρόπο να μείνουμε και στην άλλη προβολή. Υπάλληλοι του κινηματογράφου έλεγχαν τους αριθμούς κι έβγαζαν με το ζόρι όσους το είχαν δει.
Σύντομα έχασα το ενδιαφέρον για τη ραπτική. Το αφεντικό κρατούσε τα μυστικά της τέχνης λες κι ήταν κρατικά μυστικά. Εκεί που μαλώσαμε οριστικά ήταν με την πρωινή εφημερίδα. Δε μ’ άφηνε να την πιάσω στα χέρια μου και εγώ αναζητούσα τρόπους να γίνω λαθραναγνώστης. Το αφεντικό αργότερα έλεγε στον γαμπρό μου
«Ο Λευτεράκης δεν έκανε για ράφτης. Αυτός θέλει ειδήσεις και γράμματα».
Κάποια στιγμή η απόφαση ωρίμασε μέσα μου.
«Να φύγω, να φύγω… θα φύγω!»
Όταν το είπα στο σπίτι όμως είδα ξινισμένα μούτρα
«Τώρα, τι θα κάνεις;»
Έπιασα δουλειά στο μεγαλομπακάλικο της γειτονιάς. Ήταν θα έλεγα ένα πρώιμο σουπερμάρκετ. Πουλούσε τα πάντα. Ακάθαρτο πετρέλαιο για τις γκαζιέρες, καθαρό για τις λάμπες. Τσιμέντα για το συνοικισμό που έφερναν μετά από παραγγελία τα κάρα από το τσιμεντάδικο Όλυμπος στην Αγριά. Έφτιαχνε τόνους ελιές σ’ όλες τις ποικιλίες που κατέβαζαν αγρότες παραγωγοί από τα Μελισσιάτικα. Ατέλειωτες ώρες έχω φάει μ’ ένα ξυραφάκι να χαράζω ελιές για την ποικιλία ξιδάτες. Μηχανή που καβούρντιζε και άλεθε καφέ. Μηχάνημα να κόβει σε λεπτές φέτες τα σαλάμια και την μορταδέλα. Το αφεντικό είχε τραβηχτεί στην άκρη, λόγω της ηλικίας του, και το μαγαζί το διηύθυνε ο δεύτερος του γιος, ο Τάκης.
Άνθρωπος με προοδευτική αντίληψη και γούστο. Έβαζε στο μαγαζί όλη τη ποικιλία των προϊόντων που είχαν τα καταστήματα χοντρικής πώλησης -εδώδιμα κι αποικιακά -της κάτω πόλης. Μεγάλη ποικιλία τυριών, δεκάδες είδη με τουρσιά, αγαπημένο και φτηνό είδος της εποχής, κονσέρβες με κρέατα, παστές σαρδέλες και άλλα ψάρια, αλλαντικά που δεν είχα ξαναδεί, ούτε δοκιμάσει. Δε λέω για τα όσπρια, τα ρύζια και τα ζυμαρικά. Τότε δεν ήταν συσκευασμένα. Σειρά τα τσουβάλια και η σέσουλα γέμιζε ανάλογα τις χαρτοσακούλες. Ζυγαριές που κάθε τόσο έλεγχε και σφράγιζε η Αγορανομία. Μαζί με τον Τάκη έμαθα τη δουλειά, αλλά και λαδώθηκε το άντερό μου, Όμως επέστρεψε από το στρατό ο μεγάλος αδελφός Νίκος και ο Τάκης έφυγε για τη δική του θητεία.
Με το νέο αφεντικό δεν τα πήγα καλά. Συνέχεια γκρίνια και μουρμούρα! Όταν ερχόταν η Μάνα μου για ψώνια ερχόταν απειλητικός από πάνω μου, μην τον κλέψω στο ζύγι. Από το φόβο των Ιουδαίων μπορεί και να την αδικούσα. Έλεγχα όμως επισταμένως το απαραίτητο τεφτέρι μας για διπλοχρεώσεις, άθλημα στο οποίο διακρίθηκε με ικανοποιητικές επιδόσεις τα επόμενα χρόνια.
Δεν ήξερε τα κατατόπια και για ένα διάστημα ήμουν αναντικατάστατος. Το αφεντικό, λαγωνικό, δραχμοφονιάς, έγινε ανυπόφορος. Μπήκαμε στη καθημερινή ρουτίνα.
Άρχισε να με τρώει μια νέα σκέψη: Να συνεχίσω το σχολείο. Είχα χάσει την επαφή με τα μαθήματα, σχεδόν δύο χρόνια κι έπρεπε να ξαναπιάσω πάλι το νήμα. Οι εισαγωγικές στο γυμνάσιο τότε δεν ήταν παίξε-γέλασε Προμηθεύτηκα μερικά μεταχειρισμένα βιβλία της έκτης δημοτικού και αγόρασα ένα βοηθητικό.
« Πώς να πετύχετε στο γυμνάσιο»
Όταν κάποια στιγμή έκανα τον Πατέρα κοινωνό του νέου πόθου μου αυτός μου απάντησε με βάση αυτά που ήξερε
«Καλά, εσύ δεν τέλειωσες το σχολείο;»
«Ναι, αλλά θέλω να πάω παραπάνω»
« Κάνε ό,τι θέλεις. Μόνο μη ζητήσεις λεφτά. Ξέρεις την κατάσταση»
(Συνέχεια αύριο)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου