Πέμπτη 9 Ιουνίου 2016

Η εκπαίδευση στα Βυζαντινά χρόνια. Ο συνδετικός κρίκος του αρχαίου με το νεότερο Ελληνισμό
Λεωνίδας Ν. Λυμπέρης
1. Εισαγωγή
Η εργασία μας αυτή έχει ως αντικείμενο την εκπαίδευση στα χρόνια του Βυζαντίου. Η παιδεία και η αγωγή, ο τρόπος δηλαδή διαπαιδαγώγησης των νέων, σχηματοποιούνται πάντα στο πλαίσιο της εκάστοτε πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας, αποτελώντας την αντανάκλαση των ιδανικών και των προβληματισμών της.
Θεωρούμε σημαντικό να μελετήσουμε το βυζαντινό εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο λειτούργησε επί έντεκα αιώνες περίπου, κληρονομώντας, όπως είναι φυσικό, την ελληνιστική παράδοση. Το Βυζάντιο αποτελεί σημαντικό ιστορικό σταθμό στην πορεία του ελληνικού έθνους, καθώς προβάλλεται ως ο συνδετικός κρίκος του αρχαίου με το νεότερο Ελληνισμό, ο οποίος και διατηρεί απαρασάλευτη την ιστορική του συνέχεια. Ακόμη, το Βυζάντιο ελκύει το ενδιαφέρον των κοινωνικών επιστημόνων διεθνώς, διότι αποτέλεσε το πιο μακροχρόνιο κέντρο διεθνούς ισχύος κι επιρροής στην ιστορία του δυτικού πολιτισμού (Παπασωτηρίου, 2000).
Στο πρώτο μέρος θα αναφερθούμε στην αξία που είχε η μόρφωση στη βυζαντινή κοινωνία και στη φιλοσοφία και στις στοχοθεσίες που επεδίωκαν, μέσα από την εκπαίδευση, το κράτος και η εκκλησία.
Στη συνέχεια θα παρακολουθήσουμε τους κύκλους σπουδών στο βυζαντινό εκπαιδευτικό σύστημα, παρουσιάζοντας την προπαιδεία (στοιχειώδη εκπαίδευση) και την εγκύκλιο παιδεία (μέση εκπαίδευση). Θα εξετάσουμε ακόμη πώς αντιμετώπιζαν τη μόρφωση των κοριτσιών στο Βυζάντιο και θα παραθέσουμε ονόματα γυναικών που διακρίθηκαν για την ευρύτατη πνευματική τους καλλιέργεια.
Θα αναφερθούμε στη συνέχεια στη γραφική ύλη και στα συγγράμματα που χρησιμοποιούσαν.
Θα περιγράψουμε τα Βυζαντινά Σχολεία και τον τρόπο λειτουργίας τους. Ακολούθως θα παρουσιάσουμε το πρότυπο του καλού δασκάλου και τις παιδαγωγικές του πρακτικές.
Θα παρακολουθήσουμε στη συνέχεια τον τρίτο κύκλο σπουδών στην ανώτερη εκπαίδευση με τις σχολές και τα πανεπιστήμια που λειτουργούσαν.
Θα παρουσιάσουμε την πνευματική ζωή του Βυζαντίου και μερικούς από τους πολυμαθείς και δραστήριους πνευματικούς ανθρώπους της εποχής εκείνης.
Κλείνουμε με κάποια συμπεράσματα τόσο για τη συμβολή των Βυζαντινών μέσα από την εκπαίδευση στη διάσωση της κλασικής κληρονομιάς, όσο και στην προσφορά μεγάλου αριθμού έργων των Βυζαντινών στον πολιτισμό μας, στον Ευρωπαϊκό πολιτισμό.
2. Η αξία της μόρφωσης στα Βυζαντινά χρόνια
Στο Βυζάντιο η καλή μόρφωση ήταν μεγάλη αξία για κάθε πολίτη. Η αγωγή θεωρούνταν ως «τέχνη τεχνών και επιστήμη των επιστημών», η δε εκπαίδευση «των παρ’ ημίν αγαθόν το πρώτον». Εγκωμίαζαν αυτούς πού το πνεύμα τους ήταν καλλιεργημένο και είχαν πολλές γνώσεις. Τους αμαθείς συνεχώς τους κορόιδευαν.
Γι’ αυτό το λόγο οι γονείς παροτρύνονταν να εκπαιδεύουν τα παιδιά τους, δεν είναι όμως και λίγες οι περιπτώσεις παιδιών που εκφράζουν παράπονα κατά των γονιών τους, επειδή δεν τα εκπαίδευσαν. Το ρήμα «εκπαιδεύω» στα βυζαντινά χρόνια λεγόταν ανάγω και η εκπαίδευση αναγωγή. Αυτός που δε διέθετε εκπαίδευση ονομαζόταν ανάγωγος και ο αγράμματος λεγόταν αναλφάβητος (Κουκουλές Φ., 1948). Την απαιδευσία, την έλλειψη πνευματικής καλλιέργειας, τη θεωρούσαν ατύχημα και συμφορά. Μέσα από την εκπαίδευση το κράτος φρόντιζε να μορφώσει τους λειτουργούς του και η εκκλησία αντίστοιχα τους κληρικούς της (Angold M., 1997). Αυτό που διαφαίνεται επίσης είναι ότι ένα ποσοστό ανθρώπων που δεν εντάσσονται ούτε στη μία ούτε στην άλλη κατηγορία επεδίωκαν τη μόρφωση αφιλοκερδώς, χωρίς δηλαδή να αποβλέπουν στο οικονομικό κέρδος. Διαφαίνεται βέβαια και ο βαθμός της μόρφωσης ή της αμάθειας των μαζών, αυτών που δεν εμφανίζονται ποτέ στο προσκήνιο της ιστορίας.
Στο Βυζάντιο, η φοίτηση στο σχολείο ήταν προαιρετική. Φοιτούσαν δηλαδή στο σχολείο μόνο όσοι ήθελαν και μπορούσαν. Υπήρχαν μόνο ιδιωτικά σχολεία και γι΄ αυτό η εκπαίδευση ήταν προνόμιο των λίγων. Στα πολυπληθέστερα στρώματα του λαού οι περισσότεροι ήταν αναλφάβητοι. Υπήρχαν και αρκετοί που ήξεραν ανάγνωση και γραφή. Οι πραγματικά μορφωμένοι όμως ήταν λίγοι και ακόμη λιγότεροι αυτοί που κέρδιζαν όσα χρειάζονταν για να ζήσουν χάρη στην παιδεία και στις γνώσεις που είχαν αποκτήσει από τα σχολεία (δάσκαλοι, νοτάριοι, γιατροί, κληρικοί, αξιωματούχοι του παλατιού και εισπράκτορες των φόρων).
3. Κύκλοι σπουδών
Το βυζαντινό εκπαιδευτικό σύστημα, τόσο στη δομή όσο και στην οργάνωσή του, κληρονόμησε και συνέχισε την ελληνιστική παράδοση σχεδόν χωρίς διαφοροποιήσεις. Καθ' όλη τη μακρά διάρκεια του Βυζαντίου παρέμεινε περίπου το ίδιο, αναδεικνύοντας βέβαια η εκπαίδευση και τα τοπικά της χαρακτηριστικά. Αποτελείτο από τρεις κύκλους σπουδών:
Την προπαιδεία ή ιερά γράμματα (στοιχειώδη εκπαίδευση), την οποία αναλάμβανε κυρίως η Εκκλησία διδάσκοντας από μικρή ηλικία στα παιδιά τα ιερά γράμματα κι έχοντας ως βάση τη θρησκευτική διαπαιδαγώγηση, έχοντας όμως σημαντικό ρόλο και στις άλλες βαθμίδες της εκπαίδευσης.
Την εγκύκλιο παιδεία (μέση εκπαίδευση), για την οποία ενδιαφερόταν περισσότερο η Πολιτεία, αφού από εκεί θα έβγαιναν καταρτισμένα στελέχη για να υπηρετήσουν τις ανάγκες της διοίκησης του κράτους. Την ανώτερη εκπαίδευση, για την οποία μεριμνούσαν και την ενίσχυαν οικονομικά η Εκκλησία και η Πολιτεία. Ο αυτοκράτορας είχε άμεσο έλεγχο των λειτουργιών του πανεπιστημίου τόσο όσον αφορά την υλικοτεχνική υποδομή όσο και τα θέματα προσωπικού και φοιτητών.
4. Η Στοιχειώδης Εκπαίδευση
Η προπαιδεία αντιστοιχούσε στο σημερινό δημοτικό και διαρκούσε τρία ως τέσσερα χρόνια. Τα παιδιά συνήθως πήγαιναν στο σχολείο ανάμεσα στα έξι και τα οχτώ χρόνια . Παρακολουθούσαν το πρόγραμμα διδασκαλίας από το πρωί μέχρι το απόγευμα. Το Ψαλτήρι αποτελούσε βασικό βιβλίο διδασκαλίας. Διδάσκονταν Ανάγνωση, Γραφή,
Γραμματική ή «το ελληνίζειν την γλώσσαν» και Αριθμητική από το Γραμματιστή, δηλαδή το δάσκαλο των πρώτων γραμμάτων, ο οποίος δε διέθετε αρκετά τυπικά προσόντα. Μαζί του τα παιδιά μάθαιναν να διαβάζουν συλλαβές και σιγά – σιγά κείμενα που θα έπρεπε να τα γράφουν ασφαλτί, δηλαδή χωρίς λάθη. Παροιμιώδης ήταν η αυστηρότητα του δασκάλου και οι ατέλειωτες επαναλήψεις και αποστηθίσεις (Mango C., 1988). Ο δάσκαλος έπρεπε να είναι διδακτικός, να έχει δηλαδή τη διδακτική ικανότητα ή το χάρισμα. Ακόμη να προχωρεί τη διδασκαλία από τα ευκολότερα στα δυσκολότερα, από τα γνωστά στα άγνωστα, προσθέτοντας τις νέες γνώσεις με μικρά βήματα και όχι συσσωρευμένα, ώστε να μπορούν οι μαθητές να κατανοούν και να απομνημονεύουν, αφού προηγουμένως βεβαιωθεί ότι γνωρίζουν τα παλαιότερα γνωστικά αντικείμενα. Η διδασκαλία έπρεπε να προκαλεί ευχαρίστηση στους μαθητές. Χαρακτηριστικό του καλού δασκάλου ήταν, όταν οι μαθητές δεν κατανοούσαν κάτι, να επανέρχεται σ’ αυτό για να το ερμηνεύσει και να συμβουλεύσει τους απρόσεχτους μαθητές. Έτσι το ερμηνεύω έφτασε να σημαίνει σε μεταγενέστερους αιώνες συμβουλεύω (Κουκουλές Φ., 1948).
Από τα χρόνια της αρχαιότητας έως και τους πρώτους βυζαντινούς αιώνες επικρατούσε η μεγαλογράμματη γραφή: κεφαλαία γράμματα, χαραγμένα ή γραμμένα ξεχωριστά το ένα από το άλλο, χωρίς τόνους, πνεύματα και σημεία στίξης. Στα τέλη όμως του 8ου αιώνα εμφανίζεται η μικρογράμματη γραφή, η οποία χρειάζεται λιγότερο χώρο, κι έτσι τα βιβλία έγιναν μικρότερα και πιο ευκολοδιάβαστα. Εξέλιξη της μικρογράμματης γραφής αποτελεί η γραφή που χρησιμοποιούμε σήμερα. Στην αριθμητική, δηλαδή το «ψηφίζειν», μετρούσαν με τα δάχτυλά τους ή χρησιμοποιούσαν μικρές πέτρες, για να κάνουν τις τέσσερις πράξεις: επισώρευσιν (πρόσθεση), αφαίρεσιν, πολλαπλασιασμόν και επιμερισμόν (διαίρεση).
Τα σχολικά προγράμματα και οι σχολικές μέθοδοι έμειναν αμετάβλητα σε ολόκληρη τη βυζαντινή περίοδο. Ως αίθουσες διδασκαλίας χρησίμευαν δωμάτια που βρίσκονταν κοντά σε ναούς, όπως επίσης και οικήματα κοντά σε μοναστήρια. Η μέριμνα γι’ αυτά τα σχολεία, τα οποία λειτουργούσαν και σε μικρά χωριά, επαφίετο στις κατά τόπους εκκλησιαστικές αρχές και στις κοινότητες (Μιχαήλ Α., 1999).
5. Η Εγκύκλιος Εκπαίδευση
Ο δεύτερος κύκλος, η εγκύκλιος παιδεία αντιστοιχούσε με το σημερινό γυμνάσιο και λύκειο. Παρείχετο κυρίως από ιδιωτικούς δασκάλους, οι οποίοι διατηρούσαν και σχολεία. Διαρκούσε τουλάχιστον τέσσερα χρόνια και χωριζόταν σε δύο κύκλους. Στον πρώτο, περιλαμβάνονταν η γραμματική, η ρητορική και η φιλοσοφία – η τριτύς των μαθημάτων - ενώ στον δεύτερο η αριθμητική, η μουσική, η γεωμετρία και η αστρονομία: η τετρακτύς. Η εκπαιδευτική αυτή αντίληψη ανάγεται στην κλασική Ελλάδα, καθώς και τα επτά αυτά μαθήματα απαριθμούνται ως τα ενδιαφέροντα του σοφιστή Ιππία (τέλη 5ου π.Χ. αιώνα). Αλλά και ο Πλάτων στην Πολιτεία (βιβλίο VI 521), απαριθμεί τις τέσσερις επιστήμες της τετρακτύος. Δηλαδή, γράφει «η φρούρηση της Πόλεως γίνεται από εκείνους που έχουν εκπαιδευτεί πολύ καλά δια της μουσικής, αριθμητικής, γεωμετρίας και αστρονομίας» (Μιχαήλ Α., 1999).
Οι σπουδές γύρω από τη Γραμματική βασίζονταν σε παλαιότερα συγγράμματα των Ελλήνων προγόνων ή σε μεταγενέστερες επεξεργασίες αυτών. Την πρώτη θέση κατείχε το εγχειρίδιο «Τέχνη Γραμματική», του γραμματικού Διονυσίου του Θρακός. Έζησε το 2ο αιώνα π.Χ. και το βιβλίο στηριζόταν στις έρευνες των Στωικών στον τομέα της γραμματικής. Το βιβλίο αυτό μάλιστα τον 5ο αιώνα μ.Χ. μεταφράστηκε στα αρμενικά και διασκευάστηκε στη συριακή γλώσσα. Κράτησε τη σημασία και τη θέση του ως σχολικό βιβλίο μέχρι το 18ο αιώνα (Μιχαήλ Α., 1999).
Η Ρητορική, για την οποία οι Βυζαντινοί είχαν ιδιαίτερη εκτίμηση, ήταν ένα μάθημα που δίδασκε τη σωστή δομή του λόγου και την καλή και επιδέξια χρήση της γλώσσας. Ήταν απαραίτητη γνώση τόσο για τους κληρικούς, που θα κήρυτταν το θείο λόγο από τον άμβωνα, όσο και για τους πολιτικούς-διπλωμάτες, που θα έπρεπε να πείθουν στις διαπραγματεύσεις τους και τους δικηγόρους, για να είναι πειστικοί στα δικαστήρια.
Η Φιλοσοφία ήταν το επιστέγασμα της εγκύκλιας μόρφωσης. Σ’ αυτή διδάσκονταν η Λογική, η Ηθική, η Δογματική και η Μεταφυσική. Στη Φιλοσοφία ανήκαν τα Μαθηματικά ή αλλιώς η «Μαθηματική επιστήμη» και η τετρακτύς: η Αριθμητική, η Μουσική, η Γεωμετρία και η Αστρονομία. Η διδασκαλία των Μαθηματικών βασιζόταν στην Αριθμητική του Πυθαγόρα και του Διόφαντου, καθώς και στη Γεωμετρία του Ευκλείδη. Επίσης αγαπούσαν ιδιαίτερα την Αστρονομία. Για τη διδασκαλία της χρησιμοποιούσαν τα Φαινόμενα, ένα ποίημα του Aράτου, το οποίο αναφερόταν στους αστερισμούς και στην πρόβλεψη του καιρού. «Άλλες πληροφορίες θα σου δώσει το φεγγάρι σαν έχει σχήμα μισοφέγγαρου και άλλες όταν είναι ολόγιομο. Αν το φεγγάρι είναι λεπτό και διαυγές την τρίτη μέρα του μήνα, τότε θα έχουμε καλό καιρό. Αν όμως είναι λεπτό και κατακόκκινο, τότε θα έχουμε αέρα» (Μαρκόπουλος Θ., 1999).
Ως αναγνωστικά χρησιμοποιούσαν τα Ομηρικά έπη (Βάλτερ Ζ., 1988), κυρίως την Ιλιάδα (και σήμερα χρησιμοποιείται στο Γυμνάσιο). Η παιδεία τους, κατά το Μέγα Βασίλειο, όφειλε να στηρίζεται στον Όμηρο, τον «διδάσκαλο των αρετών (Ράνσιμαν Σ.,2000)). Και τους άλλους ποιητές τούς διάβαζαν και τούς μάθαιναν, κανένας όμως δεν είχε την ανώτατη αυτή θέση που διατήρησε ως το τέλος ο Όμηρος. Μάθαιναν ακόμη ολόκληρη τη Βίβλο. Τα παιδιά αποστήθιζαν αποσπάσματα ή έγραφαν κείμενα που τους υπαγόρευε ο Γραμματικός, δηλαδή ο δάσκαλος του δευτεροβάθμιου σχολείου, ο οποίος ήταν πιο καταρτισμένος και πιο καλοπληρωμένος (Mango C., 1988). Στο πρόγραμμα υπήρχαν μόνιμα οι ίδιες εννέα τραγωδίες, οι αποκαλούμενες και βυζαντινές τραγωδίες, επειδή διδάσκονταν στα βυζαντινά σχολεία: οι Πέρσες, ο Προμηθέας Δεσμώτης και οι Επτά επί Θήβας του Αισχύλου, ο Αίας, η Ηλέκτρα και ο Οιδίπους Τύραννος του Σοφοκλή, η Εκάβη, ο Ορέστης και οι Φοίνισσες του Ευριπίδη. Στην ύλη περιλαμβάνονταν επίσης τρεις κωμωδίες του Αριστοφάνη (Πλούτος, Νεφέλες και Βάτραχοι) καθώς και αποσπάσματα άλλων αρχαίων ελλήνων συγγραφέων.
Παράλληλα με τα μαθήματα αυτά έδιναν στο παιδί και θρησκευτική μόρφωση. Τα θρησκευτικά όμως τα δίδασκαν χωριστά και οι δάσκαλοι ήταν κληρικοί. Ο Όμηρος και η Βίβλος είναι οι κυριότερες πηγές νύξεων και παραπομπών στη βυζαντινή λογοτεχνία.

6. Η μόρφωση των γυναικών στο Βυζάντιο
Τα σχολεία στο Βυζάντιο δεν ήταν μεικτά, απαγορευόταν να φοιτούν μαζί αγόρια και κορίτσια. Κατά κανόνα τα κορίτσια δεν είχαν την ίδια εκπαίδευση με τα αγόρια, αφού σύμφωνα με πολλούς ιστορικούς δεν υπήρχαν σχολεία γυναικών. Συνήθως όμως τα κορίτσια, όπως άλλωστε και τα αγόρια των πλουσίων οικογενειών, διδάσκονταν στο σπίτι, από ιδιωτικούς δασκάλους. Οι γυναίκες δεν μπορούσαν να πάνε σε Πανεπιστήμιο. Παρ’ όλες αυτές τις δυσκολίες, συναντούμε πολλές φωτισμένες γυναίκες με ευρύτατη πνευματική καλλιέργεια όπως: Η Υπατία (370-415 μ.Χ.) στην Αλεξάνδρεια, φαινόμενο μοναδικό πανεπιστήμονος γυναίκας, η Πουλχερία, η αδερφή του Θεοδοσίου Β΄, και η σύζυγός του Αθηναΐδα-Ευδοκία, κόρη του Αθηναίου φιλοσόφου
Λεοντίου (Ε΄ αιώνος), η οποία είχε σπουδάσει όλες τις επιστήμες, έγραφε ποιήματα και έβγαζε λόγους, συνετέλεσε δε και στη σύνταξη των νόμων του, η ποιήτρια Κασσιανή (Θ΄ αιώνα), σπουδαία υμνωδός της Ορθόδοξης Εκκλησίας, που η απάντησή της της κόστισε ένα θρόνο, η μεγάλη ιστορικός Άννα η Κομνηνή, συγγραφέας του ιστορικού έργου
«Αλεξιάς», όπου περιγράφει την αρχή της βυζαντινής παρακμής και τη γένεση του νεότερου ελληνισμού, ενώ ταυτόχρονα καταδεικνύει τις βαθύτατες σχέσεις του ύστερου Βυζαντίου με την αρχαία ελληνική παράδοση. Ήταν ερασιτέχνης γιατρός που γνώριζε τόσα πολλά για την ιατρική, όσα κι ένας επαγγελματίας γιατρός. Υπήρχαν βέβαια και άλλες γυναίκες με επιστημονική κατάρτιση που εργάζονταν καταξιωμένες δίπλα στους άνδρες συναδέλφους τους.
7. Γραφική Ύλη και Συγγράμματα
Τα παιδιά έγραφαν με στύλον ή γραφείον, που είχε μυτερή ακίδα στο ένα άκρο, ώστε τα γράμματα να χαράσσονται εύκολα και πεπλατυσμένη στο άλλο για να σβήνουν. Έγραφαν πάνω σε ξύλινες πινακίδες, τα σχεδάρια, που τις κουβαλούσαν στο μάρσιπο, δηλαδή στην τσάντα τους.
Τα μεγαλύτερα παιδιά άρχιζαν να γράφουν πάνω σε μικρά κομμάτια παπύρου με πένα. Ο πάπυρος όμως ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητο υλικό και γι’ αυτό μετά τον 6ο αιώνα, αντικαταστάθηκε σταδιακά από την περγαμηνή, που κατασκευαζόταν από δέρματα μικρών ζώων, ήταν πιο ανθεκτική και η επιφάνειά της ήταν λεία και γυαλιστερή. Έγραφαν με ένα ειδικά ξυσμένο καλάμι τον κάλαμον, που το βουτούσαν σε μελάνι, μαύρο συνήθως. Το χαρτί, αν και ήταν από παλιά γνωστό, άρχισε να χρησιμοποιείται, εισαγόμενο από την Κίνα, τον 11ο αιώνα. Από τον 13ο αιώνα μπόρεσαν οι Βυζαντινοί να παράγουν οι ίδιοι όσο χαρτί χρειάζονταν.
Τα χειρόγραφα τυλίγονταν σε κυλίνδρους μέχρι που εφευρέθηκε το βιβλίον. Τα πρώτα βιβλία λέγονταν κώδικες κι αποτελούνταν από μερικά διπλωμένα φύλλα. Όταν ο αριθμός των διπλωμένων φύλλων ήταν 3 ή 6, τότε λέγονταν τετράδια. Με τη συρραφή πολλών τετραδίων γίνονταν τα βιβλία. Για εξώφυλλα χρησιμοποιούσαν συνήθως πλάκες ξύλινες. Όταν όμως ένα βιβλίο προοριζόταν για λειτουργική χρήση σε μια εκκλησία ή ήταν παραγγελία κάποιου πλουσίου, τότε το εξωτερικό κάλυμμα το έκαναν από κάποιο πολύτιμο υλικό, π.χ. ελεφαντοστό, χρυσάφι ή ασήμι. Τα βιβλία ήταν πολύ ακριβά, τα θεωρούσαν μάλιστα είδος πολυτελείας. Ένας τόμος μεσαίου μεγέθους κόστιζε όσο το μισό του ετήσιου εισοδήματος ενός πολύ καλά αμειβόμενου δημοσίου υπαλλήλου. Έτσι οι περισσότεροι δεν αποκτούσαν σε ολόκληρη τη ζωή τους πάνω από είκοσι βιβλία. Γι΄ αυτό συνήθιζαν να δανείζονται τακτικά ο ένας από τον άλλον. Υπήρχαν όμως και μερικοί που είχαν καταφέρει με πολλές θυσίες, να συγκροτήσουν μεγάλες προσωπικές βιβλιοθήκες, όπως ο μητροπολίτης Καισαρείας Αρέθας, η Θεοδώρα Καντακουζηνή καθώς και ο πατριάρχης Φώτιος.
8. Τα Βυζαντινά Σχολεία
Τα σχολεία για τα μεγαλύτερα παιδιά στεγάζονταν σε κτίρια στο κέντρο της πόλης. Ήταν συνήθως μικρά, συχνά χωρίς παράθυρα. Στις αίθουσες υπήρχε «ο διδασκαλικός θρόνος», δηλαδή η έδρα λίγο πιο ψηλά. Δεν υπήρχαν θρανία. Λίγοι τυχεροί κάθονταν σε ξύλινες ψηλές καρέκλες, τις αναβάθρες ή σε σκίμποδες, δηλαδή σκαμνάκια. Οι υπόλοιποι βολεύονταν στο πάτωμα ή χρησιμοποιούσαν κατεργασμένα δέρματα ζώων, τις διφθέρες ή προβιές. Στην αίθουσα υπήρχε το αναλόγιο, πάνω στο οποίο τοποθετούσαν τα βιβλία για να τα παίρνουν οι μαθητές και να διαβάζουν. Στους τοίχους διάβαζε κανείς επιγραφές με τους τίτλους όπως: «Θεόν φοβού», «Γονείς τίμα».
Δεν υπήρχε βέβαια Ωρολόγιο Πρόγραμμα ούτε συγκεκριμένη ημερομηνία για την έναρξη των μαθημάτων. Αυτό που καθόριζε την αρχή της σχολικής χρονιάς ήταν η δυνατότητα των γονιών να πληρώσουν τα απαραίτητα δίδακτρα, καθώς τα σχολεία ήταν ιδιωτικά και το κόστος τους δυσβάστακτο για τις περισσότερες οικογένειες.
Αρκετά σχολεία ιδρύθηκαν με αυτοκρατορική πρωτοβουλία. Οι μαθητές ήταν κυρίως ορφανά παιδιά, προερχόμενα μάλιστα από πολλές διαφορετικές εθνότητες της αυτοκρατορίας. Ακόμη κάθε Επισκοπή συντηρούσε δικά της εκκλησιαστικά σχολεία. Επίσης πολλά μοναστήρια, ακολουθώντας τα διδάγματα του Αγίου Βασιλείου, όχι μόνο ίδρυσαν βιβλιοθήκες και εργαστήρια αντιγραφής, αλλά και συντηρούσαν λόγιους μοναχούς που μελετούσαν τα κείμενα των μοναστηριακών βιβλιοθηκών και δίδασκαν τους άλλους μοναχούς.
Τα παιδιά πήγαιναν στο σχολείο με τα καθημερινά τους ρούχα. Έτρωγαν εκεί στο διάλειμμα και το μεσημέρι. Το φαγητό τους ήταν ψωμί, τυρί και συχνά παστό ψάρι. Οι μαθητές από τις επαρχίες, που είχαν έρθει στην πρωτεύουσα για να σπουδάσουν, έμεναν στο σχολείο, ενώ οι υπόλοιποι επέστρεφαν το απόγευμα στα σπίτια τους.
9. Οι δάσκαλοι
Τα σχολεία διηύθυναν οι μαΐστορες που δίδασκαν μόνο στις μεγαλύτερες τάξεις. Μια ομάδα προχωρημένων μαθητών αναλάμβανε τη διδασκαλία των μικρότερων τάξεων, πάντα υπό την καθοδήγηση του μαΐστορα. Δάσκαλοι και μαθητές μελετούσαν τα κείμενα, τα αντέγραφαν και τα σχολίαζαν. Οι Βυζαντινοί εκτιμούσαν ιδιαίτερα την αρχαία πνευματική τους κληρονομιά, γι’ αυτό και τη διέσωσαν. Μεταξύ των διδασκόντων υπήρχε αυστηρή ιεραρχία: Πρώτος ήταν ο διδάσκαλος και ακολουθούσε ο παιδευτής. Για να ανέβει κάποιος στην ιεραρχία, έπρεπε να ψηφίσουν όλοι, δάσκαλοι και μαθητές, ενώ το διορισμό υπέγραφε ο ίδιος ο αυτοκράτορας.
Σύμφωνα με την Άννα Κομνηνή στην Αλεξιάδα, «Το εκπαιδευτήριο το διευθύνει ένας δάσκαλος. Γύρω του στέκονται τα παιδιά, απασχολημένα σοβαρά άλλα με ερωτήσεις γραμματικές και άλλα με τη συγγραφή των λεγόμενων σχεδών. Εκεί μπορείς να δεις και Λατίνο να εκπαιδεύεται και Σκύθη να μαθαίνει ελληνικά και Ρωμαίο να μελετά τα συγγράμματα των Ελλήνων και τον αγράμματο Έλληνα να μαθαίνει τα σωστά ελληνικά».
Ο καλός δάσκαλος φρόντιζε και για τη σταδιοδρομία των μαθητών του μετά την αποφοίτησή τους, κάτι που αποτελούσε την καλύτερη διαφήμιση για ένα σχολείο. Πολλοί νεαροί απόφοιτοι έβρισκαν δουλειά ως υπάλληλοι του κράτους, χάρη στις θερμές συστατικές επιστολές των δασκάλων προς κάποιον αξιωματούχο.
Παρά το σημαντικό εκπαιδευτικό έργο που προσέφεραν, οι δάσκαλοι δεν έπαιρναν την ανάλογη αμοιβή. Συχνά υποχρεώνονταν να γράφουν επιστολές ζητώντας τα οφειλόμενα ή κατέφευγαν στα δικαστήρια. Το πενιχρό εισόδημα των δασκάλων κάποιες φορές αναλάμβανε να συμπληρώσει το Πατριαρχείο με βοήθημα σε είδος, συνήθως αλεύρι, που ονομαζόταν ευλογία ή αρτίδιον.
Η παρακολούθηση των μαθημάτων ήταν υποχρεωτική, αλλά φαίνεται πως και τότε μερικοί μαθητές έκαναν σκασιαρχείο. Μια συνηθισμένη τιμωρία ήταν να μείνουν νηστικοί στο διάλειμμα. Πολύ συχνά έτρωγαν ξύλο. "Ο μη δαρείς ου παιδεύεται" έλεγαν τότε, δηλαδή "Όποιος δε δαρθεί δε μαθαίνει γράμματα". Κάποτε έπαιρναν και αποβολή από το σχολείο και όλα αυτά με την απόλυτη έγκριση των γονιών τους (Baynes N. & Moos H., 1988). Όμως η σχέση δασκάλου – μαθητή ήταν, πάνω απ’ όλα, σχέση αγάπης και σεβασμού.
10. Η Ανώτερη Εκπαίδευση
Την ανώτερη εκπαίδευση την παρείχαν ρήτορες ή σοφιστές αλλά μόνο στις μεγάλες πόλεις. Ο ρήτορας ή σοφιστής κατείχε μια καθιερωμένη έδρα και διοριζόταν από την τοπική βουλή, απ’ όπου και αμειβόταν, ή εργαζόταν ιδιωτικά και ζούσε από τα δίδακτρα. Οι περισσότεροι σπουδαστές προέρχονταν από ευκατάστατες οικογένειες, αφού οι νέοι που επεδίωκαν να σπουδάσουν έπρεπε να ταξιδέψουν πολύ και να δαπανήσουν πολλά χρήματα γι’ αυτόν το σκοπό (Mango C., 1988).
Ο κύκλος σπουδών στην ανώτερη εκπαίδευση διαρκούσε περίπου πέντε χρόνια. Κύρια αντικείμενα της ανώτερης εκπαίδευσης αποτελούσαν η Ρητορική καθώς και η Φιλοσοφία που περιλάμβανε αυτό που σήμερα ονομάζουμε θετικές επιστήμες.
Πολλές πόλεις της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, πριν ακόμη ιδρυθεί το πρώτο Πανεπιστήμιο στην Κωνσταντινούπολη, ήταν φημισμένες για τις ανώτερες σχολές τους, όπως η Αθήνα για την Ακαδημία της, που υπήρξε σπουδαία Φιλοσοφική σχολή, η Αλεξάνδρεια για το Μουσείο της, όπου διδάσκονταν η Φιλοσοφία, τα Μαθηματικά και η Ιατρική, η Πέργαμος για την Ιατρική της κ.λ.π. Αξιόλογα πνευματικά κέντρα υπήρχαν επίσης στη Συρία, όπως η Βηρυτός με την περίφημη Νομική σχολή, που ο μέγας ρήτορας Λιβάνιος την ονόμαζε «Μητέρα των Νόμων», η Αντιόχεια και η Έδεσσα με τις Θεολογικές σχολές και η Γάζα της Παλαιστίνης με τη φημισμένη σχολή Ρητόρων και Ποιητών, που συνέβαλαν ιδιαίτερα στην πρόοδο της σκέψης και της φιλολογίας της εποχής εκείνης.
Η Πατριαρχική Σχολή και το Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης, το Πανεπιστήμιο της Μαγναύρας και η ίδρυση τρίτου Πανεπιστημίου στην Κωνσταντινούπολη φανερώνουν ακόμη την πνευματική άνθηση του
Βυζαντίου.
Το «Πανδιδακτήριο» της Κωνσταντινούπολης ήταν το πρώτο κρατικό
Πανεπιστήμιο. Το ίδρυσε το έτος 425, ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Β΄ ο Μικρός. Στο Πανδιδακτήριο διδάσκονταν η φιλολογία, η ρητορική και το ρωμαϊκό δίκαιο, η γραμματική και η φιλοσοφία, όχι όμως και η Θεολογία, η οποία διδασκόταν στην Πατριαρχική Σχολή.
Το Πανδιδακτήριο της Μαγναύρας ήταν το πνευματικό ίδρυμα που πήρε το όνομά του από τα ανάκτορα της Μαγναύρας, όπου εγκαταστάθηκε. Σπουδαίες πνευματικές μορφές της εποχής συνδέθηκαν με το ίδρυμα αυτό, όπως ο Λέων ο μαθηματικός και φιλόσοφος, που διετέλεσε διευθυντής του, ο Πατριάρχης Φώτιος που -πιθανότατα- δίδαξε εκεί και ο Κωνσταντίνος Κύριλλος -απόστολος των Σλάβων.

11. Η πνευματική ζωή στο Βυζάντιο
Η πνευματική ζωή του Βυζαντίου έφτασε στο απόγειό της από τον 9ο μέχρι τον 12ο αιώνα. Μερικοί από τους πολυμαθέστατους και δραστήριους πνευματικούς ανθρώπους της εποχής εκείνης ήταν: Ο Πατριάρχης Φώτιος, ο οποίος συγκέντρωσε τα 279 ελληνικά χειρόγραφα της Βιβλιοθήκης του. Οι Θεσσαλονικείς αδελφοί Κύριλλος και Μεθόδιος πρωτεργάτες στον εκχριστιανισμό και στον πολιτισμικό εκβυζαντινισμό των Σλάβων (Γλύκατζη-Αλβελέρ Ε.,2009). Ο θείος και υπουργός τού Μιχαήλ Γ’, ο καίσαρ Βάρδας, ο οποίος ίδρυσε ένα νέο κρατικό πανεπιστήμιο στη Μαγναύρα. Ο Κωνσταντίνος Ζ΄ ο Πορφυρογέννητος, επί του οποίου η αυλή ήταν σχεδόν μια ακαδημία, όπου όλοι μελετούσαν ιστορία. Ο λόγιος αυτός βασιλέας, συνεχίζοντας με ζήλο την πολιτιστική παράδοση αναδιοργάνωσε το Πανεπιστήμιο της Μαγναύρας, ανακαίνισε το Πανδιδακτήριο και προσέφερε υλική και ηθική ενίσχυση σε διδάσκοντες και σπουδαστές. Ο Μιχαήλ Ψελλός, ο οποίος πέρα από τη μελέτη του Πλάτωνα, πρωτοτύπησε στη μελέτη της ανθρώπινης φύσης και τους κανόνες της επικοινωνίας (Angold M., 1997). Ο Αρέθας «ο Πατρεύς» (γεννήθηκε μετά τα μέσα του 9ου αιώνα) διέσωσε πολλά έργα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων.
Ένας από τους πιο μεγάλους δασκάλους και ο γνωστότερος ίσως μαθηματικός του Βυζαντίου ήταν ο Λέων ο Φιλόσοφος ή
Μαθηματικός. Οι επιδόσεις του στην Άλγεβρα θεωρούνται ακόμη και σήμερα πρωτοποριακές. Υπό τη διεύθυνσή του λειτούργησε το Πανδιδακτήριο, εγκατεστημένο στο ανάκτορο της Μαγναύρας και ο ίδιος δίδαξε σ’ αυτό την τετρακτύ. Στον Λέοντα οφείλεται, ανάμεσα στ’ άλλα, μία από τις σημαντικότερες επινοήσεις της βυζαντινής εποχής, ο οπτικός τηλέγραφος. Ο Λέων κατασκεύασε δύο τέλεια συγχρονισμένα ρολόγια. Τοποθέτησε το ένα στο φρούριο του Λούλου, κοντά στην Ταρσό, και το άλλο στο ηλιακόν του Φάρου, στην Κωνσταντινούπολη. Ανάμεσα στα δύο ρολόγια υπήρχε μια σειρά από επτά φρυκτωρίες, δηλαδή πύργους όπου άναβαν φωτιές. Όλο το σύστημα αποτελούσε έναν οπτικό τηλέγραφο, που μπορούσε να μεταδώσει δώδεκα διαφορετικά μηνύματα, τα οποία αντιστοιχούσαν σε κάθε ώρα του ρολογιού. Για παράδειγμα, ώρα δώδεκα = αραβική επίθεση, ώρα μία = πυρκαγιά κλπ. Έτσι, αν γινόταν αραβική επίθεση στα σύνορα της Κιλικίας, η πρώτη φρυκτωρία άναβε στις δώδεκα ακριβώς και, χάρη στον τέλειο συγχρονισμό που είχε επινοήσει ο Λέων, το μήνυμα έφτανε σε μία ώρα στο παλάτι.
12. Συμπεράσματα
Η Βυζαντινή αυτοκρατορία στάθηκε για μια ολόκληρη χιλιετία το σταυροδρόμι ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση. Στα μεγάλα πνευματικά κέντρα της (Κωνσταντινούπολη, Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια, Αθήνα, Θεσσαλονίκη…), οι μαθητές και οι σπουδαστές μελετούσαν, κοντά σε ονομαστούς δασκάλους, την ελληνική γραμματεία, αντιγράφοντας και σχολιάζοντας έργα που έτσι διασώθηκαν και παραδόθηκαν έως εμάς. Τα έργα της αρχαίας Ελλάδας, η παράδοση των αρχαίων Ελλήνων, διασώθηκαν και έφτασαν ως τη νεώτερη Ευρώπη, την Ευρώπη της Αναγέννησης, βασικά μέσω του Βυζαντίου. Αυτό οφείλεται κατά πολύ στη γλωσσική συνέχεια, αλλά και στην αδιάλειπτη δράση των αντιγραφέων, βιβλιοθηκάριων, φιλολόγων και συγγραφέων του Βυζαντίου. Χωρίς αυτούς δεν θα μας είχαν απομείνει παρά ίχνη ελάχιστα μιας απέραντης κληρονομιάς. Βέβαια υπήρξαν κι άλλοι όπως μωαμεθανοί λόγιοι, Σύριοι, Ιρανοί, Αρμένιοι, Γεωργιανοί, οι οποίοι μετέφρασαν αρχαία ελληνικά κείμενα κι έκαναν έτσι να φτάσουν ως τη Δύση κάποια σημαντικά κείμενα, που μόνο απ’ τις μεταφράσεις τους είναι γνωστά.
Πέρα από το μεγάλο επίτευγμά τους να διασώσουν την κλασική κληρονομιά, οι Βυζαντινοί προσέφεραν στον πολιτισμό μας, στον Ευρωπαϊκό πολιτισμό, μεγάλο αριθμό έργων, τα πιο πολλά θρησκευτικά, που εξακολουθούν ν’ αναγνωρίζονται σαν ακρογωνιαίοι λίθοι της ευρωπαϊκής σκέψης.
13. Βιβλιογραφία
ANGOLD M., (19972), Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία από το 1025 έως το 1204, μια πολιτική ιστορία, (μτφ. Καργιανιώτη Ευαγγελίας), Αθήνα, Εκδόσεις Παπαδήμα.
ΒΑΛΤΕΡ Ζ., (1988), Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο, στον αιώνα των Κομνηνών (1081-1180), (μτφ. Παναγιώτου Κ.), Αθήνα, Εκδόσεις
Παπαδήμα.
BAYNES N., MOSS H., (19885), Βυζάντιο Εισαγωγή στο Βυζαντινό
Πολιτισμό, (μτφ. Σακκά Δημητρίου), Αθήνα, Εκδόσεις Παπαδήμα.
ΒΑΡΜΑΖΗ Β., (1981), Ελλάδα Ιστορία και Πολιτισμός, Τόμος 4ος, Αθήνα, Μαλλιάρης Παιδεία.
BERNSTEIN S., PIERRE M., (1997), Ιστορία της Ευρώπης, Τόμος 1ος, Από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στα Ευρωπαϊκά κράτη, 5ος – 18ος αιώνας, (μτφ. Δημητρακόπουλου Αναστάσιου), Αθήνα, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια.
ΓΛΥΚΑΤΖΗ – ΑΛΒΕΛΕΡ Ε., (2009), Γιατί το Βυζάντιο, Αθήνα,
Ελληνικά Γράμματα.
ΚΑΡΑΜΠΕΛΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ, (2006), Το 1204 και η διαμόρφωση του νεώτερου ελληνισμού, Αθήνα, Εναλλακτικές εκδόσεις.
ΚΟΥΚΟΥΛΕΣ Φ., (1948), Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, Τόμος Α΄, Εν Αθήναις.
LEMERLE P., (1985), Ο πρώτος Βυζαντινός Ουμανισμός, (μτφ.
Νυσταζοπούλου – Πελεκίδου Μαρίας), Αθήνα, Μορφωτικό
Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.
MANGO C., (1988), Βυζάντιο η Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, (μτφ.
Τσουγκαράκη Δημήτρη), Αθήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.
ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ Θ., (1999), Στους δρόμους του Βυζαντίου 3, Στο σχολείο …με χαρτί και καλαμάρι, Αθήνα, Καλειδοσκόπιο. ΜΙΧΑΗΛ Α., (1999), Βυζάντιο και Ελλάδα, Αθήνα, Νέα Θέσις.
ΠΑΠΑΣΩΤΗΡΙΟΥ Χ., (2000), Βυζαντινή υψηλή στρατηγική: 6ος – 11ος αιώνας Αθήνα, Εκδόσεις Ποιότητα.
ΡΑΝΣΙΜΑΝ Σ., (2000),Το Βυζάντιο κι εμείς, Πηγή: www.flash.gr
ΡΑΝΣΙΜΑΝ Σ.,(2004), Βυζαντινός Πολιτισμός, (μτφ. Δετζώρτζη
Δέσποινας), Αθήνα, Γαλαξίας – Ερμείας.
TAMARA T., βυζαντινολόγος, (2006), Ο Δημόσιος και ιδιωτικός βίος των Βυζαντινών, (μτφ. Φ. Κ. Βώρου), Αθήνα, Εκδόσεις Παπαδήμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου