Δευτέρα 20 Ιουνίου 2016

Γ. Τα αφεντικά μου
Τα επόμενα χρόνια φρόντιζα μόνος μου για τα έξοδα που δημιούργησα με το σχολείο. Πήγα στο σχολείο γνωρίζοντας ότι η εναλλακτική λύση ήταν χειρότερη. Έτσι έγινα καλός μαθητής. Η Νέα Ιωνία δεν είχε δικό της γυμνάσιο. Υπήρχε μόνο ένα παράρτημα του 2ου γυμνασίου του Βόλου που είχε τις τέσσερις πρώτες τάξεις. Εισαγωγικές εξετάσεις έδωσα σε ένα κτήριο της οδού Γαλλίας, πίσω από τα δικαστήρια. Όταν άρχισαν τα μαθήματα ξαναβρέθηκα στα παλαιά λημέρια. Το παράρτημα στεγαζόταν στο σχολικό συγκρότημα του 7ου -8ου δημοτικού. Αυτά μέχρι τους σεισμούς, που έφεραν τα πάνω κάτω.
Ας επιστρέψουμε στο αρχικό θέμα.
Λόγω του σχολείου δε μπορούσα να είμαι σταθερός και μόνιμος υπάλληλος σε μια δουλειά. Έγινα εποχιακός εργαζόμενος και άρα άλλαξα αρκετές δουλειές και γνώρισα πολλά αφεντικά. Τα Σαββατοκύριακα, τις γιορτές, αλλά κυρίως το καλοκαίρι. Αρκεί να εύρισκα μια απασχόληση.
«Καλά πώς εύρισκες τις δουλειές;»
Τις περισσότερες φορές πήγαινα συστημένος. Αλλά έχω χρησιμοποιήσει και τη μέθοδο ρωτώντας πόρτα-πόρτα.
« Θέλετε μικρό; Ζητάτε υπάλληλο;»
Δούλεψα ως μικρός σε κουρείο, σε μανάβικο, σε τσαγκάρικο, υπάλληλος σε ποτοποιείο, σε βενζινάδικο, σε καθαριστήριο ρούχων, σε γαζωτή που έφτιαχνε φόντια, σε φαρμακείο, σε κατάστημα με γεωργικά φάρμακα γκαρσόνι σε καφενείο, σε τσιπουράδικο, λαντζιέρης στον Λούκουλο, φορτοεκφορτωτής στα ψυγεία της ΕΨΑ και άλλες δουλειές που μου διαφεύγουν τώρα.
Κάθε αφεντικό είχε τα δικά του χαρακτηριστικά. Εδώ θέλω να αναφερθώ σε μερικά αξιοσημείωτα επεισόδια, αλλά κυρίως να φέρω στη μνήμη μου τις δικές μου αντιδράσεις.
Για τον κυρ- Μήτσο στο τσιπουράδικο αναφέρομαι στο αφήγημα «το μαλακό υπογάστριο» και διατηρώ γι’ αυτόν όμορφες αναμνήσεις.* Στα γεωργικά φάρμακα δούλεψα περίπου σαράντα μέρες.
Ήταν σε κεντρικό σημείο της πόλης, σε μια στοά της Ιάσωνος, κάτω από το πιο φημισμένο εκείνη την εποχή ξενοδοχείο της πόλης**. Εκείνη την περίοδο το μαγαζί είχε διαφημιστεί στόμα με στόμα, όπως συνήθως γινόταν τότε, πως είχε το καλύτερο εντομοκτόνο. Έτσι καθημερινά πάνω από εκατό άτομα έμπαιναν στο μαγαζί ζητώντας το μαγικό φακελάκι. Τι ήταν αυτό; Ένα κουτάκι με γεωργικό φάρμακο- μάλλον παραθείο- ανακατευόταν με τρεις γεμάτες σέσουλες ουδέτερη σκόνη- μάλλον ταλκ. Το μίγμα μοιραζόταν σε 100 φακελάκια που έφευγαν με μεγάλη ευκολία Αυτό δε σκότωνε μόνο έντομα. Μπορούσε να σκοτώσει και άνθρωπο.
Στη δουλειά πήγα συστημένος από τον αδελφό μου Νίκο που είχε φιλικές σχέσεις με το αφεντικό. Αυτός είχε κάτι ιδιωτικές παρτίδες έξω από την πόλη και κάθε μέρα εξαφανιζόταν για πολλές ώρες αφήνοντάς με απόλυτο κυρίαρχο του χώρου. Ήρθε το πρώτο Σάββατο και δε μου έδωσε φράγκο. Έκανα τα παράπονα στον αδελφό μου και αυτός μου είπε.
«Κάνε υπομονή, θα σε πληρώσει το άλλο!»
Έκανα υπομονή, αλλά όταν και το άλλο Σάββατο δε μέτρησε φράγκο μ’ έζωσαν τα φίδια. Την Κυριακή σκέφτηκα κι αποφάσισα πως θα πάρω τα χρωστούμενα. Τη Δευτέρα άρχισα να φτιάχνω το γνωστό μίγμα, αλλά αντί για τρεις σέσουλες με ταλκ έβαλα τέσσερις. Ο έλεγχος μπορούσε να γίνει στα κουτάκια με το φάρμακο. Αντί για 100 φακελάκια τη φορά έβγαλα πάνω από 120. Με την πώλησή τους τσέπωνα τη διαφορά. Τότε δεν έκανα σύνθετους συλλογισμούς. Στη σκέψη μου κυριαρχούσε η αυτονόητη επιθυμία: Να πάρω τα λεφτά που δικαιούμαι! Βεβαίως ήταν κλοπή, αλλά με εύλογη δικαιολογία.
Εκ των υστέρων σκεπτόμενος και άλλες δικαιολογίες θα μπορούσα να ισχυριστώ ότι ήταν μια «οικολογική προσφορά», αφού το αραιωμένο μίγμα ήταν λιγότερο επικίνδυνο και η συνολική ποσότητα του φαρμάκου που θα διαχεόταν στο περιβάλλον πιο περιορισμένη. Στο μήνα μου έδωσε κάτι ψίχουλα, αλλά με αυτά που υπεξαίρεσα ήταν μια δίκαιη και λογική κατά την άποψή μου αμοιβή. Σε λίγες μέρες, χωρίς εξηγήσεις, του είπα πως φεύγω. Χωρίσαμε οριστικά τα τσανάκια μας.
(Συνέχεια αύριο)
* θα το ανεβάσω αργότερα
** Το ΠΑΛΑΣ
Γ. Τα αφεντικά μου
Τα επόμενα χρόνια φρόντιζα μόνος μου για τα έξοδα που δημιούργησα με το σχολείο. Πήγα στο σχολείο γνωρίζοντας ότι η εναλλακτική λύση ήταν χειρότερη. Έτσι έγινα καλός μαθητής. Η Νέα Ιωνία δεν είχε δικό της γυμνάσιο. Υπήρχε μόνο ένα παράρτημα του 2ου γυμνασίου του Βόλου που είχε τις τέσσερις πρώτες τάξεις. Εισαγωγικές εξετάσεις έδωσα σε ένα κτήριο της οδού Γαλλίας, πίσω από τα δικαστήρια. Όταν άρχισαν τα μαθήματα ξαναβρέθηκα στα παλαιά λημέρια. Το παράρτημα στεγαζόταν στο σχολικό συγκρότημα του 7ου -8ου δημοτικού. Αυτά μέχρι τους σεισμούς, που έφεραν τα πάνω κάτω.
Ας επιστρέψουμε στο αρχικό θέμα.
Λόγω του σχολείου δε μπορούσα να είμαι σταθερός και μόνιμος υπάλληλος σε μια δουλειά. Έγινα εποχιακός εργαζόμενος και άρα άλλαξα αρκετές δουλειές και γνώρισα πολλά αφεντικά. Τα Σαββατοκύριακα, τις γιορτές, αλλά κυρίως το καλοκαίρι. Αρκεί να εύρισκα μια απασχόληση.
«Καλά πώς εύρισκες τις δουλειές;»
Τις περισσότερες φορές πήγαινα συστημένος. Αλλά έχω χρησιμοποιήσει και τη μέθοδο ρωτώντας πόρτα-πόρτα.
« Θέλετε μικρό; Ζητάτε υπάλληλο;»
Δούλεψα ως μικρός σε κουρείο, σε μανάβικο, σε τσαγκάρικο, υπάλληλος σε ποτοποιείο, σε βενζινάδικο, σε καθαριστήριο ρούχων, σε γαζωτή που έφτιαχνε φόντια, σε φαρμακείο, σε κατάστημα με γεωργικά φάρμακα γκαρσόνι σε καφενείο, σε τσιπουράδικο, λαντζιέρης στον Λούκουλο, φορτοεκφορτωτής στα ψυγεία της ΕΨΑ και άλλες δουλειές που μου διαφεύγουν τώρα.
Κάθε αφεντικό είχε τα δικά του χαρακτηριστικά. Εδώ θέλω να αναφερθώ σε μερικά αξιοσημείωτα επεισόδια, αλλά κυρίως να φέρω στη μνήμη μου τις δικές μου αντιδράσεις.
Για τον κυρ- Μήτσο στο τσιπουράδικο αναφέρομαι στο αφήγημα «το μαλακό υπογάστριο» και διατηρώ γι’ αυτόν όμορφες αναμνήσεις.* Στα γεωργικά φάρμακα δούλεψα περίπου σαράντα μέρες.
Ήταν σε κεντρικό σημείο της πόλης, σε μια στοά της Ιάσωνος, κάτω από το πιο φημισμένο εκείνη την εποχή ξενοδοχείο της πόλης**. Εκείνη την περίοδο το μαγαζί είχε διαφημιστεί στόμα με στόμα, όπως συνήθως γινόταν τότε, πως είχε το καλύτερο εντομοκτόνο. Έτσι καθημερινά πάνω από εκατό άτομα έμπαιναν στο μαγαζί ζητώντας το μαγικό φακελάκι. Τι ήταν αυτό; Ένα κουτάκι με γεωργικό φάρμακο- μάλλον παραθείο- ανακατευόταν με τρεις γεμάτες σέσουλες ουδέτερη σκόνη- μάλλον ταλκ. Το μίγμα μοιραζόταν σε 100 φακελάκια που έφευγαν με μεγάλη ευκολία Αυτό δε σκότωνε μόνο έντομα. Μπορούσε να σκοτώσει και άνθρωπο.
Στη δουλειά πήγα συστημένος από τον αδελφό μου Νίκο που είχε φιλικές σχέσεις με το αφεντικό. Αυτός είχε κάτι ιδιωτικές παρτίδες έξω από την πόλη και κάθε μέρα εξαφανιζόταν για πολλές ώρες αφήνοντάς με απόλυτο κυρίαρχο του χώρου. Ήρθε το πρώτο Σάββατο και δε μου έδωσε φράγκο. Έκανα τα παράπονα στον αδελφό μου και αυτός μου είπε.
«Κάνε υπομονή, θα σε πληρώσει το άλλο!»
Έκανα υπομονή, αλλά όταν και το άλλο Σάββατο δε μέτρησε φράγκο μ’ έζωσαν τα φίδια. Την Κυριακή σκέφτηκα κι αποφάσισα πως θα πάρω τα χρωστούμενα. Τη Δευτέρα άρχισα να φτιάχνω το γνωστό μίγμα, αλλά αντί για τρεις σέσουλες με ταλκ έβαλα τέσσερις. Ο έλεγχος μπορούσε να γίνει στα κουτάκια με το φάρμακο. Αντί για 100 φακελάκια τη φορά έβγαλα πάνω από 120. Με την πώλησή τους τσέπωνα τη διαφορά. Τότε δεν έκανα σύνθετους συλλογισμούς. Στη σκέψη μου κυριαρχούσε η αυτονόητη επιθυμία: Να πάρω τα λεφτά που δικαιούμαι! Βεβαίως ήταν κλοπή, αλλά με εύλογη δικαιολογία.
Εκ των υστέρων σκεπτόμενος και άλλες δικαιολογίες θα μπορούσα να ισχυριστώ ότι ήταν μια «οικολογική προσφορά», αφού το αραιωμένο μίγμα ήταν λιγότερο επικίνδυνο και η συνολική ποσότητα του φαρμάκου που θα διαχεόταν στο περιβάλλον πιο περιορισμένη. Στο μήνα μου έδωσε κάτι ψίχουλα, αλλά με αυτά που υπεξαίρεσα ήταν μια δίκαιη και λογική κατά την άποψή μου αμοιβή. Σε λίγες μέρες, χωρίς εξηγήσεις, του είπα πως φεύγω. Χωρίσαμε οριστικά τα τσανάκια μας.
(Συνέχεια αύριο)
* θα το ανεβάσω αργότερα
** Το ΠΑΛΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου