Α π ο π ε ι ρ α . . . α κ τ ι ν ο γ ρ α φ ι α ς
Η ανέχεια των παιδικών χρόνων στένεψε εξαρχής τον χαρακτήρα μου, τον έκανε παραπονιάρη και του περιόρισε το εύρος των γνώσεων και άρα των ενδιαφερόντων. Αυτό είναι ένα αφετηριακό αρνητικό δεδομένο. Οι σκληρές συνθήκες της εποχής συνδυασμένες με τη ειδική ατμόσφαιρα της γειτονιάς μου σφυρηλάτησαν έναν ανθεκτικό μεν χαρακτήρα, για να αντέχει στις υλικές δυσκολίες που έτσι κι αλλιώς υπήρχαν αλλά τον άφησαν εκτός από μια μεγάλη και χρήσιμη γκάμα ανθρώπινων ενδιαφερόντων ενώ συγχρόνως τον φιλοδώρησαν με μια σειρά κόμπλεξ και αναστολές που τον συντρόφευσαν σ’ όλη την υπόλοιπη διάρκεια της ζωής του.
Ιδιαίτερα με ενδιέφεραν οι άνθρωποι, η ιστορία και οι περιπέτειές τους. Τα αντικείμενα, οι τεχνικές κατασκευές, ο τρόπος λειτουργίας τους, ποτέ δεν συγκέντρωσαν το ιδιαίτερο ενδιαφέρον μου. Παρατηρούσα τον υλικό κόσμο με τη γενική ματιά, σαν αυτό που λέμε διαγώνιο διάβασμα. Μ’ άρεσε ένα όμορφο τοπίο, αλλά δεν συγκέντρωνα το ενδιαφέρον μου σε λεπτομέρειες της μορφής αυτού του πράγματος. Όλο αυτό θα το έβαζα κάτω από τον εξής τίτλο:
Πλήρης έλλειψη καλλιτεχνικής φλέβας!
Τα χέρια μου δεν είχαν την παραμικρή δεξιοτεχνία στις οποιασδήποτε κατασκευές και όταν μια τέτοια κατασκευή ερχόταν ενώπιόν μου δεν μου ξυπνούσε κανένα ενδιαφέρον για τις δομές της και τη λογική της λειτουργίας της. Αν έχωνα το χέρι μου το πιθανότερο αποτέλεσμα θα ήταν να την καταστρέψω. Αυτό ήταν ένα μεγάλο μειονέκτημα που επίσης με συντρόφευσε στη ζωή μου.
Είναι χαρακτηριστική η αφοσίωση και η αγάπη πολλών άλλων για τις μηχανές κάθε μορφής για τα τεχνικά τους δεδομένα, τα αυτοκίνητα, τα μοντέλα. Όλες αυτές οι συζητήσεις που πολλές φορές είναι έντονες και μακρόχρονες προσωπικά τις αντιμετώπιζα με συγκατάβαση, αλλά στην ουσία με άφηναν παντελώς αδιάφορο. Έτσι εξηγείται που δεν έδειξα ποτέ ενδιαφέρον να μάθω οδήγηση, να γνωρίζω τη λειτουργία των πολυποίκιλων ηλεκτρονικών συσκευών, να μείνω τόσο πίσω γενικά στη τεχνολογία. Όλα αυτά, παρά το γεγονός ότι σπούδασα Φυσική και έπρεπε λογικά να είμαι μέσα στα πράγματα.
Είναι ευκαιρία είναι εδώ να ομολογήσω κάτι. Από πολύ νωρίς λάτρεψα τα Μαθηματικά, ένιωσα τη χαρά να λύνω δύσκολα προβλήματα και κατά ένα ασαφή στην αρχή τρόπο είχα την αίσθηση της λογικής ακολουθίας και ενότητας που αυτά παρουσιάζουν. Μαθηματικός ξεκίνησα να γίνω, στη σχολή αυτή έδωσα εξετάσεις. Στο Φυσικό έδωσα συμπληρωματικά με το τότε υπάρχον σύστημα εξετάσεων από λόγους ανασφάλειας. Το γεγονός ότι «παρασύρθηκα» από συμβουλές τρίτων να πάω στο Φυσικό, ενώ είχα πετύχει και στο Μαθηματικό, είναι ένα από τα πολλά λάθη της ζωής μου για το οποίο αποκλειστικά υπεύθυνος είμαι εγώ. Όμως δεν το ομολόγησα ποτέ στους μαθητές μου, θα ήταν παιδαγωγικά απαράδεκτο κάτι τέτοιο. Στην αρχή του πρώτου έτους σπουδών, μου πέρασε από το μυαλό να δώσω πάλι εξετάσεις, αυτή τη φορά στη Φιλολογία, πράγμα όμως που δεν το έκανα. Όταν λίγο αργότερα άρχισα να ασχολούμαι με τα πολιτικά ήθελα να σπουδάσω Οικονομία. Όλα αυτά δείχνουν και τα στοιχεία της αστάθειας του χαρακτήρα μου, αλλά όμως λίγο-πολύ έτσι δεν είναι όλοι οι άνθρωποι; Τουλάχιστον ας το υποθέτω, ότι έτσι είναι για να παρηγορηθώ.
Ένα άλλο από τα χαρακτηριστικά του χαρακτήρα μου- που αναγνώρισα έγκαιρα- είναι η κόντρα και η αντίδρασή μου στην οποιαδήποτε πίεση ή απόπειρα επιβολής με τη βία προθέσεών κάποιων τρίτων χωρίς τη δική μου συγκατάβαση. Τότε από μέσα μου ξεπηδούσε ένα δογματικό πείσμα, μια ανυποχώρητη αντίδραση, που πολλές φορές με οδηγούσε στο αντίθετο άκρο. Ένα από τα πρώτα επεισόδια που θυμάμαι είναι ο πόλεμος που άνοιξα με έναν από τους δασκάλους μου που επιχείρησε με το ζόρι να με κάνει να γράψω με το δεξί χέρι. Δεν του πέρασε όμως, παρά τον απάνθρωπο τρόπο με τον οποίο επιχείρησε να μου το επιβάλλει. Παρατεταμένη τέτοια πίεση για ιδεολογικούς και πολιτικούς λόγους υπέστην και στο στρατό, αλλά και εκεί στύλωσα τα πόδια και μόνο αυτό το δυνατό πείσμα με κράτησε όρθιο, ανυποχώρητο και συνεπή στην τότε πολιτική μου θέση. Τελικά μη νομίζετε ότι ένα τέτοιο δογματικό πείσμα είναι πάντα για καλό, στις συνθήκες όμως της εποχής ήταν θα έλεγα η μοναδική διέξοδος. Σήμερα δε διαθέτω αυτήν την ικανότητα. Στην ευγενική και ανθρώπινη συμπεριφορά αντίθετα ήμουν συγκαταβατικός έως ευκολόπιστος.
Στις παιδικές παρέες, μου άρεσε να έχω τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Δε νομίζω ότι επέβαλα με το ζόρι αυτόν το ρόλο, απλώς η πληθωριστική έτσι κι αλλιώς παρουσία μου έκανε το φαινόμενο αυτό εκ των πραγμάτων αντικειμενικό. Το ίδιο συνεχίστηκε και στο σχολείο, αλλά εκεί υπήρχε το αβαντάζ ότι ήμουν αρκετές φορές ο καλύτερος μαθητής στη τάξη και τότε αυτό είχε τη σημασία του, αφού ο καλός μαθητής ήταν σημείο αναφοράς στο σχολείο και γενικής παραδοχής στην κοινωνία, σε αντίθεση με τη σημερινή αντίληψη κατά την οποία ο καλός μαθητής αντιμετωπίζεται υποτιμητικά ως σπασίκλας ή βλίτο.
Για πολλά χρόνια βρισκόμουν στο επίκεντρο των εξελίξεων, είχα πολλές γνωριμίες, παρέες με ποικιλία ενδιαφερόντων, ικανότητα προσέγγισης, ευκολία δημιουργίας φιλικών σχέσεων με διάφορους ανθρώπους, φιλίες σ’ όλους τους χώρους, δραστηριότητα έντονη και πολύπλευρη. Το πράγμα αυτό φάνηκε ανάγλυφα στην περίοδο που ασχολήθηκα με τον συνδικαλισμό- τον αθώο συνδικαλισμό εκείνης της εποχής- και τιμήθηκα με την ψήφο της πλειοψηφίας του εκλογικού σώματος. Εν τούτοις τα τελευταία χρόνια έχει συμβεί μια πλήρης ανατροπή, αφού χρόνο με το χρόνο περιορίζω τους δεσμούς μου με παλαιές γνωριμίες και αρχίζω να εμφανίζω σιγά-σιγά φαινόμενα αγοραφοβίας.
Παρά τη σκληρότητα του περιβάλλοντος που μεγάλωσα, από μέσα μου ήμουν ευκολοσυγκίνητος, πολλές φορές σε βαθμό τέτοιο ώστε να το κρύβω μη τυχόν και παρεξηγηθώ. Σε έργα που έβλεπα στον κινηματογράφο το κλάμα έπεφτε στην κάθε αδικία όπου γινόταν, ιδιαίτερα στο καημένο το κορίτσι που συνήθως αφηνόταν μόνο κι έρημο στους πέντε δρόμους. Όταν ερχόταν η ώρα του διαλείμματος και ανάβανε τα φώτα έσκυβα προς τα κάτω να μη φανεί το κλαμένο μου πρόσωπο Το γνώρισμα αυτό γίνεται όλο και πιο έντονο καθώς περνάει ο χρόνος. Το δάκρυ είναι έτοιμο στις παρυφές των ματιών μου και με το παραμικρό κυλάει στο μάγουλο.
Μένω με την ικανοποίηση ότι δεν εξαργύρωσα κάποια πράγματα, που άλλοι νωρίς στήθηκαν στο «ταμείο» να πάρουν την ανταμοιβή τους. Αν έχεις διάθεση να προσφέρεις κάτι είναι γιατί μέσα σου υπάρχει ένα περίσσευμα αγάπης και το δίνεις με θετική ψυχική διάθεση και αλτρουϊσμό, χωρίς να ζητάς οποιαδήποτε ανταμοιβή. Τι νόημα θα είχε τότε η λέξη προσφορά! Το χειρότερο όλων είναι ότι αρκετοί εξόφλησαν στο ταμείο ανύπαρκτες προσφορές και μ’ έναν οργανωμένο, αλλά και ιδιαίτερα θρασύ, τρόπο οικοδόμησαν ψεύτικες ιστορίες, επιβεβαιώνοντας ο ένας το ψεύδος του άλλου, καλυπτόμενοι πίσω από καλά προετοιμασμένους μύθους.
Ας πάει στο διάολο, μωρέ! Είναι η μόνη ανισορροπία που συμβαίνει γύρω μας; Το ερώτημα και η αγωνία μου είναι μήπως με αυτόν τον τρόπο καταγράφτηκε όλη η προηγούμενη ιστορία μας, μήπως οι ήρωες που λατρεύουμε έχουν τελικά πήλινα πόδια. Να σας ομολογήσω κάτι; Αυτή η ανασφάλεια δε μ’ αρέσει! Πρέπει, σχεδόν αναγκαστικά, να δεχτούμε- θέλουμε δε θέλουμε - κάποια πράγματα, ως σταθερά. Δε γίνεται διαφορετικά. Χρειάζεται να υπάρχουν πρότυπα. Έτσι νιώθω και αυτό νομίζω.
Η ανέχεια των παιδικών χρόνων στένεψε εξαρχής τον χαρακτήρα μου, τον έκανε παραπονιάρη και του περιόρισε το εύρος των γνώσεων και άρα των ενδιαφερόντων. Αυτό είναι ένα αφετηριακό αρνητικό δεδομένο. Οι σκληρές συνθήκες της εποχής συνδυασμένες με τη ειδική ατμόσφαιρα της γειτονιάς μου σφυρηλάτησαν έναν ανθεκτικό μεν χαρακτήρα, για να αντέχει στις υλικές δυσκολίες που έτσι κι αλλιώς υπήρχαν αλλά τον άφησαν εκτός από μια μεγάλη και χρήσιμη γκάμα ανθρώπινων ενδιαφερόντων ενώ συγχρόνως τον φιλοδώρησαν με μια σειρά κόμπλεξ και αναστολές που τον συντρόφευσαν σ’ όλη την υπόλοιπη διάρκεια της ζωής του.
Ιδιαίτερα με ενδιέφεραν οι άνθρωποι, η ιστορία και οι περιπέτειές τους. Τα αντικείμενα, οι τεχνικές κατασκευές, ο τρόπος λειτουργίας τους, ποτέ δεν συγκέντρωσαν το ιδιαίτερο ενδιαφέρον μου. Παρατηρούσα τον υλικό κόσμο με τη γενική ματιά, σαν αυτό που λέμε διαγώνιο διάβασμα. Μ’ άρεσε ένα όμορφο τοπίο, αλλά δεν συγκέντρωνα το ενδιαφέρον μου σε λεπτομέρειες της μορφής αυτού του πράγματος. Όλο αυτό θα το έβαζα κάτω από τον εξής τίτλο:
Πλήρης έλλειψη καλλιτεχνικής φλέβας!
Τα χέρια μου δεν είχαν την παραμικρή δεξιοτεχνία στις οποιασδήποτε κατασκευές και όταν μια τέτοια κατασκευή ερχόταν ενώπιόν μου δεν μου ξυπνούσε κανένα ενδιαφέρον για τις δομές της και τη λογική της λειτουργίας της. Αν έχωνα το χέρι μου το πιθανότερο αποτέλεσμα θα ήταν να την καταστρέψω. Αυτό ήταν ένα μεγάλο μειονέκτημα που επίσης με συντρόφευσε στη ζωή μου.
Είναι χαρακτηριστική η αφοσίωση και η αγάπη πολλών άλλων για τις μηχανές κάθε μορφής για τα τεχνικά τους δεδομένα, τα αυτοκίνητα, τα μοντέλα. Όλες αυτές οι συζητήσεις που πολλές φορές είναι έντονες και μακρόχρονες προσωπικά τις αντιμετώπιζα με συγκατάβαση, αλλά στην ουσία με άφηναν παντελώς αδιάφορο. Έτσι εξηγείται που δεν έδειξα ποτέ ενδιαφέρον να μάθω οδήγηση, να γνωρίζω τη λειτουργία των πολυποίκιλων ηλεκτρονικών συσκευών, να μείνω τόσο πίσω γενικά στη τεχνολογία. Όλα αυτά, παρά το γεγονός ότι σπούδασα Φυσική και έπρεπε λογικά να είμαι μέσα στα πράγματα.
Είναι ευκαιρία είναι εδώ να ομολογήσω κάτι. Από πολύ νωρίς λάτρεψα τα Μαθηματικά, ένιωσα τη χαρά να λύνω δύσκολα προβλήματα και κατά ένα ασαφή στην αρχή τρόπο είχα την αίσθηση της λογικής ακολουθίας και ενότητας που αυτά παρουσιάζουν. Μαθηματικός ξεκίνησα να γίνω, στη σχολή αυτή έδωσα εξετάσεις. Στο Φυσικό έδωσα συμπληρωματικά με το τότε υπάρχον σύστημα εξετάσεων από λόγους ανασφάλειας. Το γεγονός ότι «παρασύρθηκα» από συμβουλές τρίτων να πάω στο Φυσικό, ενώ είχα πετύχει και στο Μαθηματικό, είναι ένα από τα πολλά λάθη της ζωής μου για το οποίο αποκλειστικά υπεύθυνος είμαι εγώ. Όμως δεν το ομολόγησα ποτέ στους μαθητές μου, θα ήταν παιδαγωγικά απαράδεκτο κάτι τέτοιο. Στην αρχή του πρώτου έτους σπουδών, μου πέρασε από το μυαλό να δώσω πάλι εξετάσεις, αυτή τη φορά στη Φιλολογία, πράγμα όμως που δεν το έκανα. Όταν λίγο αργότερα άρχισα να ασχολούμαι με τα πολιτικά ήθελα να σπουδάσω Οικονομία. Όλα αυτά δείχνουν και τα στοιχεία της αστάθειας του χαρακτήρα μου, αλλά όμως λίγο-πολύ έτσι δεν είναι όλοι οι άνθρωποι; Τουλάχιστον ας το υποθέτω, ότι έτσι είναι για να παρηγορηθώ.
Ένα άλλο από τα χαρακτηριστικά του χαρακτήρα μου- που αναγνώρισα έγκαιρα- είναι η κόντρα και η αντίδρασή μου στην οποιαδήποτε πίεση ή απόπειρα επιβολής με τη βία προθέσεών κάποιων τρίτων χωρίς τη δική μου συγκατάβαση. Τότε από μέσα μου ξεπηδούσε ένα δογματικό πείσμα, μια ανυποχώρητη αντίδραση, που πολλές φορές με οδηγούσε στο αντίθετο άκρο. Ένα από τα πρώτα επεισόδια που θυμάμαι είναι ο πόλεμος που άνοιξα με έναν από τους δασκάλους μου που επιχείρησε με το ζόρι να με κάνει να γράψω με το δεξί χέρι. Δεν του πέρασε όμως, παρά τον απάνθρωπο τρόπο με τον οποίο επιχείρησε να μου το επιβάλλει. Παρατεταμένη τέτοια πίεση για ιδεολογικούς και πολιτικούς λόγους υπέστην και στο στρατό, αλλά και εκεί στύλωσα τα πόδια και μόνο αυτό το δυνατό πείσμα με κράτησε όρθιο, ανυποχώρητο και συνεπή στην τότε πολιτική μου θέση. Τελικά μη νομίζετε ότι ένα τέτοιο δογματικό πείσμα είναι πάντα για καλό, στις συνθήκες όμως της εποχής ήταν θα έλεγα η μοναδική διέξοδος. Σήμερα δε διαθέτω αυτήν την ικανότητα. Στην ευγενική και ανθρώπινη συμπεριφορά αντίθετα ήμουν συγκαταβατικός έως ευκολόπιστος.
Στις παιδικές παρέες, μου άρεσε να έχω τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Δε νομίζω ότι επέβαλα με το ζόρι αυτόν το ρόλο, απλώς η πληθωριστική έτσι κι αλλιώς παρουσία μου έκανε το φαινόμενο αυτό εκ των πραγμάτων αντικειμενικό. Το ίδιο συνεχίστηκε και στο σχολείο, αλλά εκεί υπήρχε το αβαντάζ ότι ήμουν αρκετές φορές ο καλύτερος μαθητής στη τάξη και τότε αυτό είχε τη σημασία του, αφού ο καλός μαθητής ήταν σημείο αναφοράς στο σχολείο και γενικής παραδοχής στην κοινωνία, σε αντίθεση με τη σημερινή αντίληψη κατά την οποία ο καλός μαθητής αντιμετωπίζεται υποτιμητικά ως σπασίκλας ή βλίτο.
Για πολλά χρόνια βρισκόμουν στο επίκεντρο των εξελίξεων, είχα πολλές γνωριμίες, παρέες με ποικιλία ενδιαφερόντων, ικανότητα προσέγγισης, ευκολία δημιουργίας φιλικών σχέσεων με διάφορους ανθρώπους, φιλίες σ’ όλους τους χώρους, δραστηριότητα έντονη και πολύπλευρη. Το πράγμα αυτό φάνηκε ανάγλυφα στην περίοδο που ασχολήθηκα με τον συνδικαλισμό- τον αθώο συνδικαλισμό εκείνης της εποχής- και τιμήθηκα με την ψήφο της πλειοψηφίας του εκλογικού σώματος. Εν τούτοις τα τελευταία χρόνια έχει συμβεί μια πλήρης ανατροπή, αφού χρόνο με το χρόνο περιορίζω τους δεσμούς μου με παλαιές γνωριμίες και αρχίζω να εμφανίζω σιγά-σιγά φαινόμενα αγοραφοβίας.
Παρά τη σκληρότητα του περιβάλλοντος που μεγάλωσα, από μέσα μου ήμουν ευκολοσυγκίνητος, πολλές φορές σε βαθμό τέτοιο ώστε να το κρύβω μη τυχόν και παρεξηγηθώ. Σε έργα που έβλεπα στον κινηματογράφο το κλάμα έπεφτε στην κάθε αδικία όπου γινόταν, ιδιαίτερα στο καημένο το κορίτσι που συνήθως αφηνόταν μόνο κι έρημο στους πέντε δρόμους. Όταν ερχόταν η ώρα του διαλείμματος και ανάβανε τα φώτα έσκυβα προς τα κάτω να μη φανεί το κλαμένο μου πρόσωπο Το γνώρισμα αυτό γίνεται όλο και πιο έντονο καθώς περνάει ο χρόνος. Το δάκρυ είναι έτοιμο στις παρυφές των ματιών μου και με το παραμικρό κυλάει στο μάγουλο.
Μένω με την ικανοποίηση ότι δεν εξαργύρωσα κάποια πράγματα, που άλλοι νωρίς στήθηκαν στο «ταμείο» να πάρουν την ανταμοιβή τους. Αν έχεις διάθεση να προσφέρεις κάτι είναι γιατί μέσα σου υπάρχει ένα περίσσευμα αγάπης και το δίνεις με θετική ψυχική διάθεση και αλτρουϊσμό, χωρίς να ζητάς οποιαδήποτε ανταμοιβή. Τι νόημα θα είχε τότε η λέξη προσφορά! Το χειρότερο όλων είναι ότι αρκετοί εξόφλησαν στο ταμείο ανύπαρκτες προσφορές και μ’ έναν οργανωμένο, αλλά και ιδιαίτερα θρασύ, τρόπο οικοδόμησαν ψεύτικες ιστορίες, επιβεβαιώνοντας ο ένας το ψεύδος του άλλου, καλυπτόμενοι πίσω από καλά προετοιμασμένους μύθους.
Ας πάει στο διάολο, μωρέ! Είναι η μόνη ανισορροπία που συμβαίνει γύρω μας; Το ερώτημα και η αγωνία μου είναι μήπως με αυτόν τον τρόπο καταγράφτηκε όλη η προηγούμενη ιστορία μας, μήπως οι ήρωες που λατρεύουμε έχουν τελικά πήλινα πόδια. Να σας ομολογήσω κάτι; Αυτή η ανασφάλεια δε μ’ αρέσει! Πρέπει, σχεδόν αναγκαστικά, να δεχτούμε- θέλουμε δε θέλουμε - κάποια πράγματα, ως σταθερά. Δε γίνεται διαφορετικά. Χρειάζεται να υπάρχουν πρότυπα. Έτσι νιώθω και αυτό νομίζω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου