Οι «νευρομύθοι» στην εκπαίδευση
Το 43% των Ελλήνων εκπαιδευτικών πιστεύει πως ο άνθρωπος χρησιμοποιεί μόλις το 10% του εγκεφάλου του, ένας βαθμός αποδοχής που κατέταξε την Ελλάδα στην τελευταία θέση ανάμεσα σε πέντε χώρες, όπου έγινε η σχετική έρευνα για τους πιο διαδεδομένους «νευρομύθους».
«Ο άνθρωπος χρησιμοποιεί μόλις το 10% του εγκεφάλου του». «Κατά κανόνα, κάθε παιδί είναι είτε οπτικός, είτε ακουστικός, είτε κιναισθητικός τύπος, κάτι που σημαίνει πως αποδίδει καλύτερα όταν του παρέχονται ερεθίσματα τα οποία ταιριάζουν στο μαθησιακό του προφίλ». «Η κατανάλωση αναψυκτικών με ζάχαρη και σνακ μειώνει την προσοχή των μαθητών».
Αυτοί είναι μερικοί από τους «νευρομύθους» που έχουν σημαντική απήχηση σε εκπαιδευτικούς αρκετών χωρών, ανάμεσά τους και η Ελλάδα. Όπως έχει ορισθεί από τον ΟΟΣΑ, «νευρομύθος» είναι μια εσφαλμένη αντίληψη που δημιουργείται από παρανόηση, από λανθασμένη ανάγνωση ή λανθασμένη αναφορά σε επιστημονικά δεδομένα από τις έρευνες του εγκεφάλου. Εσφαλμένες αντιλήψεις που, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, επηρεάζουν τις εκπαιδευτικές πρακτικές των δασκάλων και των καθηγητών που τις ασπάζονται.
Πρόσφατο άρθρο του Paul Howard Jones από το University of Bristol, ο οποίος θεωρείται πρωτοπόρος σε θέματα εκπαίδευσης και νευροεπιστήμης, συγκρίνει τον βαθμό αποδοχής επτά διαδεδομένων «νευρομύθων» –ανάμεσα στους οποίους και οι παραπάνω– από εκπαιδευτικούς στην Ελλάδα, τη Βρετανία, την Τουρκία, την Κίνα και την Ολλανδία. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στα μέσα Οκτωβρίου στο περιοδικό Nature Reviews Neuroscience και βασίστηκε σε μελέτες που έγιναν επιμέρους σε κάθε χώρα. Όσον αφορά την Ελλάδα, η έρευνα πραγματοποιήθηκε από την κ. Κορίνα Δεληγιαννίδη, συνεργάτιδα του University of Bristol. «Τα στοιχεία προέκυψαν από ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα 217 δασκάλων και καθηγητών από διάφορες πόλεις και χωριά. Ήταν η πρώτη απόπειρα που έγινε ποτέ να μελετηθεί εμπειρικά η απήχηση αυτών των επιστημονικά αστήρικτων αντιλήψεων στην εγχώρια εκπαιδευτική κοινότητα», λέει η ίδια στην «Καθημερινή».
Από το άρθρο προκύπτει πως το 43% των Ελλήνων εκπαιδευτικών πιστεύει πως ο άνθρωπος χρησιμοποιεί μόλις το 10% του εγκεφάλου του, ένας βαθμός αποδοχής που κατέταξε, πάντως, την Ελλάδα στην τελευταία θέση ανάμεσα στις πέντε χώρες. Επιπλέον, το 74% δήλωσε πως πιστεύει ότι οι γνωσιακές διαφορές των παιδιών μπορούν να εξηγηθούν από την κυριαρχία του δεξιού ή του αριστερού ημισφαιρίου του εγκεφάλου, το 46% ότι συμφωνεί πως τα ζαχαρούχα ποτά μειώνουν την προσοχή, ενώ το 11% πως η ημερήσια κατανάλωση λιγότερων από 6-8 ποτηριών νερού την ημέρα μπορεί να συρρικνώσει τον εγκέφαλο.
Αναφορικά με τους τρεις παραπάνω «νευρομύθους», οι θετικές απαντήσεις έφεραν την Ελλάδα στην προτελευταία θέση. Αντίθετα, στη χώρα μας καταγράφηκε το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό (33%) αποδοχής της άποψης πως δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν με την εκπαίδευση τα γνωσιακά προβλήματα που σχετίζονται με αναπτυξιακές διαφορές στη λειτουργία του εγκεφάλου. «Από την άλλη πλευρά, είναι εντυπωσιακό πώς ορισμένοι “νευρομύθοι” είναι τόσο διαδεδομένοι σε χώρες με πολύ διαφορετικές κουλτούρες, όπως η πεποίθηση για τον οπτικό, ακουστικό και κιναισθητικό “τύπο μαθητή”», συμπληρώνει η κ. Δεληγιαννίδη. Μια πεποίθηση που το άρθρο δείχνει πως κυριολεκτικά «σαρώνει» παντού, καθώς το μικρότερο ποσοστό αποδοχής της ήταν 93% στις ΗΠΑ, ενώ στη χώρα μας άγγιξε το 96%.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, για τη μεγάλη αποδοχή πεποιθήσεων για τον εγκέφαλο που δεν έχουν επιστημονική θεμελίωση, ένας καθοριστικός παράγοντας είναι η ανεπαρκής «επικοινωνία» μεταξύ των εκπαιδευτικών, των νευροεπιστημόνων αλλά και των φορέων χάραξης πολιτικής. «Επίσης, η επικράτηση αυτή τονίζει ότι η γνώση από τις νευροεπιστήμες δεν εντάσσεται ικανοποιητικά στις σπουδές των εκπαιδευτικών, με αποτέλεσμα να μην έχουν επαρκή κριτική προσέγγιση των μη επιστημονικά αποδεδειγμένων πληροφοριών σχετικά με τη λειτουργία του εγκεφάλου», προσθέτει.
Σε πρακτικό επίπεδο, η συνέπεια είναι πως, ιδιαίτερα στο εξωτερικό, έχουν εμφανιστεί εμπορικά εκπαιδευτικά προγράμματα που προωθούνται ως «brain based», χωρίς όμως την ύπαρξη ισχυρών επιστημονικών ευρημάτων που να δικαιολογούν αυτό τον χαρακτηρισμό. «Παράλληλα, εκπαιδευτικοί που πραγματικά θέλουν να βοηθήσουν τους μαθητές τους δεν θα έχουν το προσδοκώμενο αποτέλεσμα εάν, για παράδειγμα, παρουσιάζουν πληροφορίες μόνο με οπτικό τρόπο στους “οπτικού τύπου” μαθητές και μόνο με ακουστικό στα παιδιά “ακουστικού τύπου”», σημειώνει η κ. Δεληγιαννίδη.
Η επιλογή των μεθόδων διδασκαλίας και ο ρόλος της νευροεπιστήμης
Γνωστός με το όνομα «Νευροεπιστήμη και εκπαίδευση», «Εκπαιδευτική νευροεπιστήμη», «Εγκέφαλος, νους και εκπαίδευση» ή διεθνώς «NeuroEducation», ο κλάδος ο οποίος μελετά τις εγκεφαλικές διεργασίες που εμπλέκονται στη διαδικασία της μάθησης βρίσκεται σε πολύ αρχικά στάδια. Εξίσου σε αρχικά στάδια βρίσκεται και η μελέτη των αντιλήψεων που έχουν οι εκπαιδευτικοί για τη λειτουργία του εγκεφάλου και πώς αυτές επηρεάζουν τις μεθόδους διδασκαλίας που επιλέγουν.
Για παράδειγμα, η έρευνα στην Ελλάδα έδειξε ότι οι εκπαιδευτικοί έχουν στην πλειονότητά τους διαφορετική άποψη απ’ ό,τι στις υπόλοιπες χώρες σχετικά με τη σχέση του εγκεφάλου και του νου. Πιο συγκεκριμένα, το 72% των Ελλήνων εκπαιδευτικών συμφώνησαν ότι ο νους είναι το αποτέλεσμα της ενέργειας του πνεύματος ή της ψυχής στον εγκέφαλο, μια άποψη που είχε μόλις 15% ποσοστό αποδοχής στη Βρετανία. «Ωστόσο, μένει να αποδειχθεί αν τέτοιες διαφορές είναι αποτέλεσμα πολιτισμικών παραγόντων όπως της θρησκείας και, ακόμη περισσότερο, αν επηρεάζουν τις εκπαιδευτικές πρακτικές», επισημαίνει η κ. Δεληγιαννίδη.
Πάντως, η «επικοινωνία» νευροεπιστήμης και εκπαίδευσης μπορεί να «ξορκίσει» ορισμένους μύθους.
Ενδεικτικά, στη χώρα μας παρατηρήθηκε μια πεποίθηση πως υπάρχει ένα βιολογικό όριο στις δυνατότητες κάθε μαθητή, η οποία συνδέεται με την αντίληψη ότι τα γονίδια συμβάλλουν στις ακαδημαϊκές επιδόσεις. «Ωστόσο, τα σύγχρονα ευρήματα έχουν δείξει ότι ο εγκέφαλος χαρακτηρίζεται από πλαστικότητα, κάτι που σημαίνει ότι η λειτουργία του και η συνδεσιμότητά του μπορούν να αλλάξουν. Ετσι, εάν δάσκαλοι και καθηγητές γνωρίζουν πως η εκπαιδευτική διαδικασία μπορεί να οδηγήσει στην αλλαγή του εγκεφάλου και να έχει θετική επιρροή σε όλους, τότε ίσως έχουν μεγαλύτερες προσδοκίες από τους μαθητές τους», τονίζει η επιστημονική συνεργάτις του Πανεπιστημίου του Μπρίστολ.
Παρόλο που η έρευνα έδειξε πως το πρόβλημα είναι υπαρκτό, το αισιόδοξο στοιχείο είναι πως οι εκπαιδευτικοί δείχνουν ενδιαφέρον για τα επιστημονικά ευρήματα γύρω από τη λειτουργία του εγκεφάλου και θέλουν να βελτιώσουν τις πρακτικές τους.
Πηγή
Το 43% των Ελλήνων εκπαιδευτικών πιστεύει πως ο άνθρωπος χρησιμοποιεί μόλις το 10% του εγκεφάλου του, ένας βαθμός αποδοχής που κατέταξε την Ελλάδα στην τελευταία θέση ανάμεσα σε πέντε χώρες, όπου έγινε η σχετική έρευνα για τους πιο διαδεδομένους «νευρομύθους».
«Ο άνθρωπος χρησιμοποιεί μόλις το 10% του εγκεφάλου του». «Κατά κανόνα, κάθε παιδί είναι είτε οπτικός, είτε ακουστικός, είτε κιναισθητικός τύπος, κάτι που σημαίνει πως αποδίδει καλύτερα όταν του παρέχονται ερεθίσματα τα οποία ταιριάζουν στο μαθησιακό του προφίλ». «Η κατανάλωση αναψυκτικών με ζάχαρη και σνακ μειώνει την προσοχή των μαθητών».
Αυτοί είναι μερικοί από τους «νευρομύθους» που έχουν σημαντική απήχηση σε εκπαιδευτικούς αρκετών χωρών, ανάμεσά τους και η Ελλάδα. Όπως έχει ορισθεί από τον ΟΟΣΑ, «νευρομύθος» είναι μια εσφαλμένη αντίληψη που δημιουργείται από παρανόηση, από λανθασμένη ανάγνωση ή λανθασμένη αναφορά σε επιστημονικά δεδομένα από τις έρευνες του εγκεφάλου. Εσφαλμένες αντιλήψεις που, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, επηρεάζουν τις εκπαιδευτικές πρακτικές των δασκάλων και των καθηγητών που τις ασπάζονται.
Πρόσφατο άρθρο του Paul Howard Jones από το University of Bristol, ο οποίος θεωρείται πρωτοπόρος σε θέματα εκπαίδευσης και νευροεπιστήμης, συγκρίνει τον βαθμό αποδοχής επτά διαδεδομένων «νευρομύθων» –ανάμεσα στους οποίους και οι παραπάνω– από εκπαιδευτικούς στην Ελλάδα, τη Βρετανία, την Τουρκία, την Κίνα και την Ολλανδία. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στα μέσα Οκτωβρίου στο περιοδικό Nature Reviews Neuroscience και βασίστηκε σε μελέτες που έγιναν επιμέρους σε κάθε χώρα. Όσον αφορά την Ελλάδα, η έρευνα πραγματοποιήθηκε από την κ. Κορίνα Δεληγιαννίδη, συνεργάτιδα του University of Bristol. «Τα στοιχεία προέκυψαν από ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα 217 δασκάλων και καθηγητών από διάφορες πόλεις και χωριά. Ήταν η πρώτη απόπειρα που έγινε ποτέ να μελετηθεί εμπειρικά η απήχηση αυτών των επιστημονικά αστήρικτων αντιλήψεων στην εγχώρια εκπαιδευτική κοινότητα», λέει η ίδια στην «Καθημερινή».
Από το άρθρο προκύπτει πως το 43% των Ελλήνων εκπαιδευτικών πιστεύει πως ο άνθρωπος χρησιμοποιεί μόλις το 10% του εγκεφάλου του, ένας βαθμός αποδοχής που κατέταξε, πάντως, την Ελλάδα στην τελευταία θέση ανάμεσα στις πέντε χώρες. Επιπλέον, το 74% δήλωσε πως πιστεύει ότι οι γνωσιακές διαφορές των παιδιών μπορούν να εξηγηθούν από την κυριαρχία του δεξιού ή του αριστερού ημισφαιρίου του εγκεφάλου, το 46% ότι συμφωνεί πως τα ζαχαρούχα ποτά μειώνουν την προσοχή, ενώ το 11% πως η ημερήσια κατανάλωση λιγότερων από 6-8 ποτηριών νερού την ημέρα μπορεί να συρρικνώσει τον εγκέφαλο.
Αναφορικά με τους τρεις παραπάνω «νευρομύθους», οι θετικές απαντήσεις έφεραν την Ελλάδα στην προτελευταία θέση. Αντίθετα, στη χώρα μας καταγράφηκε το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό (33%) αποδοχής της άποψης πως δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν με την εκπαίδευση τα γνωσιακά προβλήματα που σχετίζονται με αναπτυξιακές διαφορές στη λειτουργία του εγκεφάλου. «Από την άλλη πλευρά, είναι εντυπωσιακό πώς ορισμένοι “νευρομύθοι” είναι τόσο διαδεδομένοι σε χώρες με πολύ διαφορετικές κουλτούρες, όπως η πεποίθηση για τον οπτικό, ακουστικό και κιναισθητικό “τύπο μαθητή”», συμπληρώνει η κ. Δεληγιαννίδη. Μια πεποίθηση που το άρθρο δείχνει πως κυριολεκτικά «σαρώνει» παντού, καθώς το μικρότερο ποσοστό αποδοχής της ήταν 93% στις ΗΠΑ, ενώ στη χώρα μας άγγιξε το 96%.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, για τη μεγάλη αποδοχή πεποιθήσεων για τον εγκέφαλο που δεν έχουν επιστημονική θεμελίωση, ένας καθοριστικός παράγοντας είναι η ανεπαρκής «επικοινωνία» μεταξύ των εκπαιδευτικών, των νευροεπιστημόνων αλλά και των φορέων χάραξης πολιτικής. «Επίσης, η επικράτηση αυτή τονίζει ότι η γνώση από τις νευροεπιστήμες δεν εντάσσεται ικανοποιητικά στις σπουδές των εκπαιδευτικών, με αποτέλεσμα να μην έχουν επαρκή κριτική προσέγγιση των μη επιστημονικά αποδεδειγμένων πληροφοριών σχετικά με τη λειτουργία του εγκεφάλου», προσθέτει.
Σε πρακτικό επίπεδο, η συνέπεια είναι πως, ιδιαίτερα στο εξωτερικό, έχουν εμφανιστεί εμπορικά εκπαιδευτικά προγράμματα που προωθούνται ως «brain based», χωρίς όμως την ύπαρξη ισχυρών επιστημονικών ευρημάτων που να δικαιολογούν αυτό τον χαρακτηρισμό. «Παράλληλα, εκπαιδευτικοί που πραγματικά θέλουν να βοηθήσουν τους μαθητές τους δεν θα έχουν το προσδοκώμενο αποτέλεσμα εάν, για παράδειγμα, παρουσιάζουν πληροφορίες μόνο με οπτικό τρόπο στους “οπτικού τύπου” μαθητές και μόνο με ακουστικό στα παιδιά “ακουστικού τύπου”», σημειώνει η κ. Δεληγιαννίδη.
Η επιλογή των μεθόδων διδασκαλίας και ο ρόλος της νευροεπιστήμης
Γνωστός με το όνομα «Νευροεπιστήμη και εκπαίδευση», «Εκπαιδευτική νευροεπιστήμη», «Εγκέφαλος, νους και εκπαίδευση» ή διεθνώς «NeuroEducation», ο κλάδος ο οποίος μελετά τις εγκεφαλικές διεργασίες που εμπλέκονται στη διαδικασία της μάθησης βρίσκεται σε πολύ αρχικά στάδια. Εξίσου σε αρχικά στάδια βρίσκεται και η μελέτη των αντιλήψεων που έχουν οι εκπαιδευτικοί για τη λειτουργία του εγκεφάλου και πώς αυτές επηρεάζουν τις μεθόδους διδασκαλίας που επιλέγουν.
Για παράδειγμα, η έρευνα στην Ελλάδα έδειξε ότι οι εκπαιδευτικοί έχουν στην πλειονότητά τους διαφορετική άποψη απ’ ό,τι στις υπόλοιπες χώρες σχετικά με τη σχέση του εγκεφάλου και του νου. Πιο συγκεκριμένα, το 72% των Ελλήνων εκπαιδευτικών συμφώνησαν ότι ο νους είναι το αποτέλεσμα της ενέργειας του πνεύματος ή της ψυχής στον εγκέφαλο, μια άποψη που είχε μόλις 15% ποσοστό αποδοχής στη Βρετανία. «Ωστόσο, μένει να αποδειχθεί αν τέτοιες διαφορές είναι αποτέλεσμα πολιτισμικών παραγόντων όπως της θρησκείας και, ακόμη περισσότερο, αν επηρεάζουν τις εκπαιδευτικές πρακτικές», επισημαίνει η κ. Δεληγιαννίδη.
Πάντως, η «επικοινωνία» νευροεπιστήμης και εκπαίδευσης μπορεί να «ξορκίσει» ορισμένους μύθους.
Ενδεικτικά, στη χώρα μας παρατηρήθηκε μια πεποίθηση πως υπάρχει ένα βιολογικό όριο στις δυνατότητες κάθε μαθητή, η οποία συνδέεται με την αντίληψη ότι τα γονίδια συμβάλλουν στις ακαδημαϊκές επιδόσεις. «Ωστόσο, τα σύγχρονα ευρήματα έχουν δείξει ότι ο εγκέφαλος χαρακτηρίζεται από πλαστικότητα, κάτι που σημαίνει ότι η λειτουργία του και η συνδεσιμότητά του μπορούν να αλλάξουν. Ετσι, εάν δάσκαλοι και καθηγητές γνωρίζουν πως η εκπαιδευτική διαδικασία μπορεί να οδηγήσει στην αλλαγή του εγκεφάλου και να έχει θετική επιρροή σε όλους, τότε ίσως έχουν μεγαλύτερες προσδοκίες από τους μαθητές τους», τονίζει η επιστημονική συνεργάτις του Πανεπιστημίου του Μπρίστολ.
Παρόλο που η έρευνα έδειξε πως το πρόβλημα είναι υπαρκτό, το αισιόδοξο στοιχείο είναι πως οι εκπαιδευτικοί δείχνουν ενδιαφέρον για τα επιστημονικά ευρήματα γύρω από τη λειτουργία του εγκεφάλου και θέλουν να βελτιώσουν τις πρακτικές τους.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου