Δευτέρα 20 Ιουνίου 2016

Ιωακείμ Βαλαβάνης
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ιωακείμ Βαλαβάνης (1858–1921)
τσιγκογραφία, πηγή: Κωνσταντίνος Σκόκος, Εθνικόν Ημερολόγιον (Αθήνα, 1897), σ. 290, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια (τμ. #6, σ. 509) — Παύλος Δρανδάκης, χ.χ.
Ο Ιωακείμ Βαλαβάνης (1858–1921) ήταν Καππαδόκης λόγιος και δάσκαλος της Μεγάλης του Γένους Σχολής. Γεννήθηκε το 1858 στο Αραβάνι της Καππαδοκίας και πέθανε το 1921 στην Κωνσταντινούπολη σε ηλικία 63 ετών. Υπήρξε από τους σημαντικότερους συλλέκτες «ζώντων μνημείων» της ιδιαίτερης πατρίδας του στα τέλη του 19ου αιώνα. Βραβεύτηκε δύο φορές από τον Ελληνικό Φιλολογικό Σύλλογο Κωνσταντινουπόλεως για το εκπαιδευτικό και το συλλεκτικό έργο του.
Νεανικά χρόνια και σπουδές
Η οικογένειά του ήταν φτωχή. Ο πατέρας του, Δημήτρης Μπαλαμπάν, μετέφερε ψάρια από μια λίμνη κοντά στο Ικόνιο στο Μεταλλείο του Ταύρου (Μπουγάμαντεν) και τα πουλούσε στους μεταλλωρύχους. Είχε μεγάλη αγάπη για την παιδεία και φρόντισε να μάθουν γράμματα όλα τα παιδιά του, ακόμα και οι κόρες του, πράγμα ασυνήθιστο για την εποχή του.[1] Ο Ιωακείμ Βαλαβάνης πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο Μεταλλείο του Ταύρου της Καππαδοκίας και ύστερα πήγε στην Κωνσταντινούπολη για να μάθει την τέχνη του πηγαδά. Τον ενδιέφεραν όμως πιο πολύ οι σπουδές, κι έτσι πήρε μέρος σε ένα διαγωνισμό που είχε προκηρύξει ο πατριάρχης Ιωακείμ Β΄ για μια υποτροφία στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, όπου ήρθε πρώτος.[2] Ακολούθησαν σπουδές Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου κατάφερε να κερδίσει και άλλη υποτροφία, και το 1889 ανακηρύχθηκε διδάκτωρ Φιλοσοφίας. Παράλληλα με τις σπουδές εργάστηκε στην Αθήνα ως διορθωτής, ενώ έδινε και συνεργασίες σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά, και ιδιαίτερα στον Παρνασσό, δημοσιεύοντας μελέτες και μεταφράσεις.
Εκπαιδευτικό έργο
Μετά το τέλος των σπουδών του ο Ιωακείμ Βαλαβάνης δίδαξε σε ιδιωτικά σχολεία στην Αθήνα και στην Κωνσταντινούπολη (Ζωγράφειο Γυμνάσιο, Ελληνογαλλικό Λύκειο Χατζηχρήστου, Ιωακείμειο Παρθεναγωγείο), όπου φαίνεται ότι επέστρεψε λίγο πριν από το 1890. Την ίδια χρονιά παντρεύτηκε την αδελφή του Κ. Γεράρδου, ιδιοκτήτη της πολίτικης εφημερίδας Ταχυδρόμος, Πολυξένη Γεράρδου, με την οποία απέκτησαν πέντε παιδιά. Το 1891 δημοσίευσε τα Μικρασιατικά (Αθήνα, Αδελφών Περρή), στα οποία περιγράφονται τα αραβανιώτικα και καππαδόκικα ήθη και τα έθιμα. Το 1903 διορίστηκε καθηγητής στη Μεγάλη του Γένους Σχολή. Στην Κωνσταντινούπολη δημοσιεύει το Αναγνωσματάριον εκ του Ηροδότου, για το οποίο βραβεύτηκε από τον Ελληνικό Φιλολογικό Σύλλογο Κωνσταντινουπόλεως στον Καραπάνειο αγώνα το 1894, τη Νεοελληνική κιβωτό, τρίτομη ανθολόγηση έργων νέων Ελλήνων πεζογράφων και ποιητών και τα Απανθίσματα ελληνικών γραμμάτων, που περιέχουν την Κύρου Ανάβασι και τα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα, την προς Δημόνικον παραίνεσι του Ισοκράτη, τον Επιτάφιο του Λυσία και τον Αρεοπαγητικό του Ισοκράτη. Αργότερα, το 1919, αναφέρεται ότι επιδίωξε να διοριστεί καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά ο Ελευθέριος Βενιζέλος, σε προσωπική συνάντηση μαζί του, τον απέτρεψε από το να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη, που «θα κατελαμβάνετο υπό της Ελλάδος».[3]
Εργογραφία
1889 Η αλληλογραφία παρά τοις Μικρασιανοίς
• 1889 Η καμπάνα του χωριού μου
• 1891 Μικρασιατικά
• 1895 Νεοελληνική κιβωτός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου