ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΩΝ ΠΑΠΠΟΥΔΩΝ ΜΑΣ.ΑΦΗΓΕΙΤΑΙ Ο ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΣ ΠΑΠΑΠΟΛΥΖΟΣ
Α. Καταγωγή – Οικογενειακά στοιχεία
Με λένε Πολύκαρπο Παπαπολύζο. Είμαι 85 ετών και οι γονείς μου κατάγονταν από το Καταφύγι της Καρδίτσας. Οι γονείς μου ασχολούνταν με αγροτικές δουλειές. Αγαπούσα πολύ και τους δύο γονείς μου. Οι γονείς μου συμπεριφερόντουσαν σε εμένα και στα αδέρφια μου με αγάπη, αλλά και με αυστηρότητα...
Τα παιδικά, όπως και τα νεανικά μου χρόνια τα έζησα στο Καταφύγι. Όλα τα σπίτια εκεί ήταν χτισμένα από πέτρα. Οι δρόμοι ήταν με χώμα κι ο τόπος ήταν γεμάτος από δέντρα.
Γνωρίστηκα με τη γιαγιά σου στην Καρδίτσα και παντρευτήκαμε με προξενιό, όπως συνηθιζόταν εκείνα τα χρόνια. Είχα δύο αδέρφια και τρεις αδερφές. Κάπου-κάπου μαλώναμε μεταξύ μας τα αδέρφια και αυτό γινόταν για μικροδιαφορές που δημιουργούνταν.
Τα αγόρια τα επέτρεπαν να μένουν έξω από το σπίτι ως τις 10 το βράδυ, ενώ τα κορίτσια ήταν πιο περιορισμένα, έπρεπε μέχρι τις 7 το πολύ να είναι στο σπίτι. Όταν έλειπε η μητέρα, οι μεγαλύτεροι πρόσεχαν τα μικρότερα από τα αδέρφια τους.
Θα σου διηγηθώ τώρα, Πολύκαρπε, και μια αταξία μου. Κάποια μέρα οι γονείς μου, μου αναθέσανε να φυλάξω τα πρόβατά μας. Εγώ όμως διψώντας για παιχνίδι τα παράτησα και πήγα να παίξω. Για κακή μου τύχη όμως τα πρόβατα δεν έμειναν στον ίδιο τόπο που εγώ τα άφησα. Πήγανε σε ένα χωράφι με σιτάρι και κάνανε μεγάλη ζημιά. Αυτό που ακολούθησε με στεναχώρησε πολύ. Ο πατέρας με έδειρε και δε με άφησε να βγω από το σπίτι για λίγες μέρες. Οι γονείς μας δέρνανε τότε κάθε φορά που κάναμε καμιά ζημιά.
B. Σχολική ζωή
Πήγα στο σχολείο του χωριού μας μέχρι την Τετάρτη τάξη. Το σχολείο μας ήταν στην πλατεία του χωριού. Είχε δυο μεγάλες αίθουσες και ένα μεγάλο προαύλιο. Το σχολείο μου ήταν πολύ κοντά στο σπίτι μου και πήγαινα με τα πόδια. Είχε 70 μαθητές. Θυμάμαι που παίζαμε με τους συμμαθητές μου. Εγώ δε διάβαζα και πολύ, αν και οι δάσκαλοι μας δέρνανε κάθε φορά που πηγαίναμε αδιάβαστοι ή ατακτούσαμε.
Για μάθημα πηγαίναμε 6 ώρες την ημέρα, 4 ώρες το πρωί και δύο το απόγευμα. Τα μαθήματα ήταν παρόμοια με τα σημερινά του Δημοτικού. Είχαμε έναν δάσκαλο για όλες τις τάξεις. Οι δάσκαλοι ήταν πολύ αυστηροί τότε. Όποιον δε διάβαζε τον έδερναν στο χέρι με μια βέργα από χλωρό κλαρί. Γράφαμε σε πλάκα και τα βιβλία μας ήταν πολύ απλά, όχι σαν αυτά που έχετε σήμερα. Δυστυχώς δεν έχω κρατήσει κανένα από εκείνα τα βιβλία.
Στις γιορτές όλα τα παιδιά λέγαμε ποιήματα, αλλά καθώς πέρασαν τόσα πολλά χρόνια από τότε δε θυμάμαι πια κανένα για να σου πω.
Παρελάσεις στο χωριό μας, όπως και στα άλλα χωριά δεν γινόντουσαν.
Στο σχολείο πηγαίνανε όλα τα παιδιά στην αρχή, αλλά στη συνέχεια μερικά τα σταματούσαν οι γονείς τους και τα έπαιρναν μαζί τους να τους βοηθάνε στις αγροτικές δουλειές. Τα περισσότερα παιδιά απ’ όσα κατάφερναν να τελειώσουν το Δημοτικό, δεν προχωρούσαν σε ανώτερο σχολείο π.χ. Γυμνάσιο.
Οι γονείς μου δεν ξέρανε γράμματα. Εγώ ήθελα να σπουδάσω, όμως οι γονείς μου με σταμάτησαν για να τους βοηθάω στις δουλειές. Φτώχεια πολύ υπήρχε τότε και οι γονείς μας δεν είχαν να μας δώσουν για χαρτζιλίκι, γι’ αυτό παίρναμε κολατσιό από το σπίτι. Τα παιχνίδια μας ήταν μπάλα και διάφορα άλλα.
Στα μαθήματά μου δεν μπορούσε να με βοηθήσει κανένας, γιατί δεν ήξεραν γράμματα. Στον τόπο μας υπήρχε πολύ φτώχεια τότε και γι’ αυτό κάποια παιδιά πηγαίνανε σχεδόν ξυπόλητα στο σχολείο κι όλα φορούσαν παλιά ρούχα. Τσάντες δεν είχαμε και τα βιβλία τα παίρναμε στα χέρια. Για ξένες γλώσσες ούτε λόγος.
Γ. Παιχνίδια
Σαν παιδιά που ήμασταν παίζαμε μπάλα, κυνηγητό, κρυφτό, τσιλίκα και άλλα. Τη μπάλα τη φτιάχναμε μόνοι μας με πανιά που τα δέναμε μεταξύ τους.
Όταν σφάζαμε το γουρούνι, παίρναμε τη φούσκα του, τη φουσκώναμε και παίζαμε μ’ αυτή. Η τσιλίκα ήταν φτιαγμένη με ξύλα. Παίρναμε ένα μικρό ορθογώνιο ξύλο και ένα άλλο χοντρό που έμοιαζε με μπαστούνι. Ξύναμε το ορθογώνιο ξύλο στα πλάγια και το χτυπούσαμε με το άλλο στην άκρη του. Αυτό πεταγότανε στον αέρα και στη συνέχεια καθώς αυτό έπεφτε το χτυπούσαμε δυνατά με το άλλο και πεταγότανε μακριά. Νικητής αναδεικνυόταν εκείνος που θα κατάφερνε να το τινάξει πιο μακριά. Αγαπημένο παιχνίδι για μένα ήταν το ποδόσφαιρο. Χαρταετό δεν πετούσαμε τότε. Από τα παιχνίδια που έπαιζα με τα άλλα παιδιά περισσότερο φέρνω στη μνήμη μου τους τσακωμούς μας και το κυνηγητό.
Τα κορίτσια παίζανε σχεδόν τα ίδια παιχνίδια με εμάς. Μερικές φορές παίζαμε όλοι μαζί, αγόρια και κορίτσια, κρυφτό ή κυνηγητό. Μας άρεσε και να ζωγραφίζουμε, αλλά μόνο με το μολύβι, γιατί δεν είχαμε μπογιές. Άλλες φορές φτιάχναμε σπιτάκια, ανθρωπάκια και παίζαμε ή ακόμα και αυτοκινητάκια με σύρμα.
Ποδήλατα, πού να βρισκόντουσαν τότε… Ούτε πατίνι υπήρχε. Κάπου-κάπου πηγαίναμε στο δάσος για να βρούμε φωλιές ή κυνηγούσαμε πουλιά με τη σφεντόνα. Τα πουλιά τότε δεν τα βάζαμε σε κλουβιά. Για ψάρεμα πηγαίναμε εκεί κοντά στο ποτάμι του χωριού. Τα παγωτά και οι άλλες τέτοιου είδους απολαύσεις ήταν άγνωστες για μας τότε. Πόσο έχουν αλλάξει οι καιροί !...
Δ. Άλλα ενδιαφέροντα
Όταν είχαμε ελεύθερο χρόνο, πηγαίναμε και βοηθούσαμε τους γονείς μας στις δουλειές τους. Εφημερίδες και περιοδικά δεν υπήρχαν τότε στο χωριό μας. Τα βράδια οι γεροντότεροι μας λέγανε παλιές ιστορίες και παραμύθια. Τα πιο πολλά αναφέρονταν σε νεράιδες και ξωτικά. Μου άρεσε να περνώ τη μέρα μου στο δάσος ή στο βουνό.
Το αγαπημένο μου φαγητό ήταν το κρέας, εξ άλλου δεν το τρώγαμε και συχνά…
Τα κάλαντα τότε τα τραγουδούσαμε πηγαίνοντας παρέες παρέες από σπίτι σε σπίτι κι εκεί μας δίνανε πεντάρες, λουκάνικα, καρύδια … τα βράδια βρισκόμασταν όλα τα παιδιά στην πλατεία και παίζαμε ή λέγαμε ιστορίες. Αγαπούσαμε πάρα πολύ τα φρούτα κι όταν ωρίμαζαν, πού μας εύρισκες, πού μας έχανες πάντα έξω στα χωράφια ήμασταν να φάμε τους γλυκούς καρπούς κι αυτοί που είχαν τις ιδιοκτησίες να μας κυνηγούν συνεχώς.
Οι μεγαλύτεροι μας φερόντουσαν πάντα πολύ αυστηρά κι εμείς για να το ρίχνουμε και λιγάκι έξω κάναμε αγώνες στο τρέξιμο και στην πάλη ή λέγαμε ανέκδοτα, απ’ τα οποία όμως τώρα δε θυμάμαι κανένα για να σου πω.
Τις Κυριακές πηγαίναμε πάντα στην εκκλησία, που ήταν κάθε Κυριακή γεμάτη από κόσμο.
Ε. Κοινωνική – Πολιτιστική ζωή
Διασκεδάζαμε στις γιορτές και στα πανηγύρια, που τότε γίνονταν πολύ συχνά.
Στο πανηγύρι φορούσαμε τα καλά μας ρούχα και βγαίναμε στην πλατεία του χωριού. Εκεί οι μεγάλοι χόρευαν και εμείς τα παιδιά παίζαμε. Την ορχήστρα αποτελούσε το κλαρίνο, η κιθάρα, το βιολί και φυσικά ξεχώριζε ανάμεσα στα μουσικά όργανα η φωνή του τραγουδιστή ή της τραγουδίστριας. Στο πανηγύρι του χωριού μας, θυμάμαι, τραγουδούσε ο ξακουστός Γούλης, που ήταν ο καλύτερος τραγουδιστής.
Στις άλλες γιορτές μαζευόμασταν στα σπίτια, γλεντούσαμε και λέγαμε τραγούδια με το στόμα.
Με τους συγγενείς μας είχαμε πολλές σχέσεις και στις γιορτές πάντα ανταλλάσαμε επισκέψεις.
Μερικές φορές περαστικοί τσιγγάνοι έφερναν στο χωριό αρκούδα και την έβαζαν να χορέψει. Τρέχαμε τότε όλοι μικροί μεγάλοι να δούμε το θέαμα.
Μεταξύ μας χρησιμοποιούσαμε πολλά παρατσούκλια, τα οποία έχουν μείνει μέχρι τώρα. Μερικά από αυτά είναι : Κωστούλας (έτσι έλεγαν τον πατέρα μου), Πούλιος (έτσι φωνάζουν εμένα), Γούλης και άλλα.
Στ. Εμπειρίες από την καθημερινή ζωή
Το πρωί ξυπνούσαμε πάρα πολύ νωρίς και νωρίς πηγαίναμε το βράδυ για ύπνο. Ξυπνούσαμε με το λάλημα του κόκορα, έτσι καταλαβαίναμε και τι ώρα είναι. Την υπόλοιπη μέρα καταλαβαίναμε την ώρα απ’ τη θέση του ήλιου.
Διακοπές δεν πηγαίναμε ποτέ, γιατί πάντα είχαμε αγροτικές και κτηνοτροφικές δουλειές, αλλά δεν υπήρχαν και χρήματα. Ούτε στο σπίτι είχαμε δικό μας δωμάτιο, γιατί ήταν μικρό. Μικρό ήταν και το χωριό μας και φτωχό και για το λόγο αυτό πολλοί ήταν εκείνοι που έφευγαν για τα ξένα. Από την οικογένειά μου όμως δεν έφυγε κανένας.
Ο παππούς και η γιαγιά ζούσαν μαζί μας. Δεν έτρωγε όλη η οικογένεια μαζί κι αυτό γιατί δεν το επέτρεπαν οι δουλειές μας. Καθένας έτρωγε μόλις τελείωνε τη δουλειά που έκανε. Όταν οι γονείς μου πήγαιναν στα χωράφια, έπαιρναν μαζί τους ψωμί, τυρί, ελιές και κρεμμύδια. Και οι γυναίκες έτρεχαν τότε στις αγροτικές δουλειές. Τα φαγητά μας τα διατηρούσαμε με έναν διαφορετικό τρόπο απ’ ό τι σήμερα. Το κρέας το βάζαμε μέσα στο λίπος για να συντηρηθεί και στο τυρί βάζαμε πολύ αλάτι.
Για τα ψώνια πήγαιναν στο μπακάλη οι μεγάλοι. Τα κέρματα που χρησιμοποιούσαμε ήταν οι πεντάρες και οι δεκαρούλες.
Τότε δεν κάναμε μακρινά ταξίδια. Όταν πηγαίναμε κάπου, ας πούμε σε ένα γειτονικό χωριό, πηγαίναμε πάντα με το γάιδαρό μας. Τηλέφωνα δεν υπήρχαν στα σπίτια τότε. Το μοναδικό τηλέφωνο του χωριού ήταν στο καφενείο.
Αν αρρωστούσε κάποιος, η λύση ήταν οι πρακτικοί γιατροί του χωριού. Επίσης για τη θεραπεία κάποιων ασθενειών οι γυναίκες μαζεύανε βότανα.
Τα κορίτσια έπρεπε να ξέρουν να ράβουν και να κεντούν και για τις δουλειές αυτές κατάλληλες δασκάλες ήταν συνήθως οι μανάδες τους.
Κουρεία δεν υπήρχαν τότε. Υπήρχε μόνο κάποιος που ήξερε να κουρεύει και όποιος ήθελε να κουρευτεί πήγαινε ή στο καφενείο ή στο σπίτι του.
Στην Κατοχή και στον εμφύλιο πόλεμο τα πράγματα έγιναν πολύ πιο δύσκολα. Τραγικές ήταν οι συνθήκες της ζωής. Πολύς κόσμος πέθανε από την πείνα τότε…
Ζ. Συνθήκες ζωής
Για τη θέρμανση του σπιτιού είχαμε μόνο το τζάκι και για φωτισμό τις νύχτες τις λάμπες πετρελαίου. Στους δρόμους του χωριού δεν υπήρχε φωτισμός τότε.
Το πατρικό μου σπίτι ήταν διώροφο. Στον επάνω όροφο έμενε όλη η οικογένεια και ο κάτω όροφος ήταν αποθήκη. Ήταν χτισμένο από πέτρα και η σκεπή ήταν με κεραμίδια. Έτσι ήταν όλα τα σπίτια του χωριού. Είχαμε έναν μεγάλο κήπο τον οποίο περιποιούνταν και καλλιεργούσε η μητέρα μου και από εκεί εξασφαλίζαμε τα φρούτα και τα λαχανικά μας.
Είχαμε επίσης οικιακά ζώα : γάιδαρο, κατσίκα, πρόβατα, κότες, γουρούνι, αγελάδα, τα οποία φρόντιζαν και οι δύο γονείς μου και μερικές φορές και εγώ.
Μέσα στο σπίτι δεν υπήρχε βρύση και το νερό το παίρναμε από πηγές που υπήρχαν ή μέσα στο χωριό ή κοντά σε αυτό. Στις βρύσες αυτές οι γυναίκες έπλεναν και τα ρούχα ή κουβαλούσαν νερό με τις στάμνες στο σπίτι.
Στο σπίτι δεν υπήρχαν ηλεκτρικές συσκευές, αφού δεν υπήρχε και ηλεκτρικό ρεύμα. Το φαγητό μαγειρευόταν στο τζάκι και τα σκεύη ήταν χάλκινα. Το ψωμί το έφτιαχνε πάντα η μητέρα μου ή η γιαγιά μου.
Η τουαλέτα βρισκόταν έξω από το σπίτι και μπάνιο κάναμε δίπλα στο τζάκι και η μητέρα μας έριχνε νερό με το κανάτι μέσα σε μια λεκάνη. Χρησιμοποιούσαμε πράσινο σαπούνι. Τα ρούχα σιδερώνονταν με σίδερο, που ζεσταινόταν με κάρβουνα.
Τα χρόνια εκείνα δεν δίναμε ιδιαίτερη σημασία στο ντύσιμο κι έτσι δεν υπήρχε και ανταγωνισμός. Για τις γιορτές μόνο είχαμε από ένα καλό ντύσιμο Από εκείνα τα χρόνια μου λείπει η ξενοιασιά που υπήρχε. Αν μου ζητούσες να συγκρίνω τη σημερινή εποχή με εκείνη που έζησα τότε που ήμουνα παιδί, θα σου έλεγα πως εκείνη η εποχή ήταν καλύτερη παρά τη φτώχεια και την ανέχεια, γιατί τότε δεν υπήρχε άγχος, τρέξιμο, όπως σήμερα.
ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ «ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΩΝ ΠΑΠΠΟΥΔΩΝ ΜΑΣ» ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ/ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ ΤΟΥ 3ου ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΛΑΜΙΑΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ 2010, ΣΕ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΣΕΡ. ΚΑΚΟΥΡΑ – ΚΩΝ. ΜΠΑΛΩΜΕΝΟΥ
Α. Καταγωγή – Οικογενειακά στοιχεία
Με λένε Πολύκαρπο Παπαπολύζο. Είμαι 85 ετών και οι γονείς μου κατάγονταν από το Καταφύγι της Καρδίτσας. Οι γονείς μου ασχολούνταν με αγροτικές δουλειές. Αγαπούσα πολύ και τους δύο γονείς μου. Οι γονείς μου συμπεριφερόντουσαν σε εμένα και στα αδέρφια μου με αγάπη, αλλά και με αυστηρότητα...
Τα παιδικά, όπως και τα νεανικά μου χρόνια τα έζησα στο Καταφύγι. Όλα τα σπίτια εκεί ήταν χτισμένα από πέτρα. Οι δρόμοι ήταν με χώμα κι ο τόπος ήταν γεμάτος από δέντρα.
Γνωρίστηκα με τη γιαγιά σου στην Καρδίτσα και παντρευτήκαμε με προξενιό, όπως συνηθιζόταν εκείνα τα χρόνια. Είχα δύο αδέρφια και τρεις αδερφές. Κάπου-κάπου μαλώναμε μεταξύ μας τα αδέρφια και αυτό γινόταν για μικροδιαφορές που δημιουργούνταν.
Τα αγόρια τα επέτρεπαν να μένουν έξω από το σπίτι ως τις 10 το βράδυ, ενώ τα κορίτσια ήταν πιο περιορισμένα, έπρεπε μέχρι τις 7 το πολύ να είναι στο σπίτι. Όταν έλειπε η μητέρα, οι μεγαλύτεροι πρόσεχαν τα μικρότερα από τα αδέρφια τους.
Θα σου διηγηθώ τώρα, Πολύκαρπε, και μια αταξία μου. Κάποια μέρα οι γονείς μου, μου αναθέσανε να φυλάξω τα πρόβατά μας. Εγώ όμως διψώντας για παιχνίδι τα παράτησα και πήγα να παίξω. Για κακή μου τύχη όμως τα πρόβατα δεν έμειναν στον ίδιο τόπο που εγώ τα άφησα. Πήγανε σε ένα χωράφι με σιτάρι και κάνανε μεγάλη ζημιά. Αυτό που ακολούθησε με στεναχώρησε πολύ. Ο πατέρας με έδειρε και δε με άφησε να βγω από το σπίτι για λίγες μέρες. Οι γονείς μας δέρνανε τότε κάθε φορά που κάναμε καμιά ζημιά.
B. Σχολική ζωή
Πήγα στο σχολείο του χωριού μας μέχρι την Τετάρτη τάξη. Το σχολείο μας ήταν στην πλατεία του χωριού. Είχε δυο μεγάλες αίθουσες και ένα μεγάλο προαύλιο. Το σχολείο μου ήταν πολύ κοντά στο σπίτι μου και πήγαινα με τα πόδια. Είχε 70 μαθητές. Θυμάμαι που παίζαμε με τους συμμαθητές μου. Εγώ δε διάβαζα και πολύ, αν και οι δάσκαλοι μας δέρνανε κάθε φορά που πηγαίναμε αδιάβαστοι ή ατακτούσαμε.
Για μάθημα πηγαίναμε 6 ώρες την ημέρα, 4 ώρες το πρωί και δύο το απόγευμα. Τα μαθήματα ήταν παρόμοια με τα σημερινά του Δημοτικού. Είχαμε έναν δάσκαλο για όλες τις τάξεις. Οι δάσκαλοι ήταν πολύ αυστηροί τότε. Όποιον δε διάβαζε τον έδερναν στο χέρι με μια βέργα από χλωρό κλαρί. Γράφαμε σε πλάκα και τα βιβλία μας ήταν πολύ απλά, όχι σαν αυτά που έχετε σήμερα. Δυστυχώς δεν έχω κρατήσει κανένα από εκείνα τα βιβλία.
Στις γιορτές όλα τα παιδιά λέγαμε ποιήματα, αλλά καθώς πέρασαν τόσα πολλά χρόνια από τότε δε θυμάμαι πια κανένα για να σου πω.
Παρελάσεις στο χωριό μας, όπως και στα άλλα χωριά δεν γινόντουσαν.
Στο σχολείο πηγαίνανε όλα τα παιδιά στην αρχή, αλλά στη συνέχεια μερικά τα σταματούσαν οι γονείς τους και τα έπαιρναν μαζί τους να τους βοηθάνε στις αγροτικές δουλειές. Τα περισσότερα παιδιά απ’ όσα κατάφερναν να τελειώσουν το Δημοτικό, δεν προχωρούσαν σε ανώτερο σχολείο π.χ. Γυμνάσιο.
Οι γονείς μου δεν ξέρανε γράμματα. Εγώ ήθελα να σπουδάσω, όμως οι γονείς μου με σταμάτησαν για να τους βοηθάω στις δουλειές. Φτώχεια πολύ υπήρχε τότε και οι γονείς μας δεν είχαν να μας δώσουν για χαρτζιλίκι, γι’ αυτό παίρναμε κολατσιό από το σπίτι. Τα παιχνίδια μας ήταν μπάλα και διάφορα άλλα.
Στα μαθήματά μου δεν μπορούσε να με βοηθήσει κανένας, γιατί δεν ήξεραν γράμματα. Στον τόπο μας υπήρχε πολύ φτώχεια τότε και γι’ αυτό κάποια παιδιά πηγαίνανε σχεδόν ξυπόλητα στο σχολείο κι όλα φορούσαν παλιά ρούχα. Τσάντες δεν είχαμε και τα βιβλία τα παίρναμε στα χέρια. Για ξένες γλώσσες ούτε λόγος.
Γ. Παιχνίδια
Σαν παιδιά που ήμασταν παίζαμε μπάλα, κυνηγητό, κρυφτό, τσιλίκα και άλλα. Τη μπάλα τη φτιάχναμε μόνοι μας με πανιά που τα δέναμε μεταξύ τους.
Όταν σφάζαμε το γουρούνι, παίρναμε τη φούσκα του, τη φουσκώναμε και παίζαμε μ’ αυτή. Η τσιλίκα ήταν φτιαγμένη με ξύλα. Παίρναμε ένα μικρό ορθογώνιο ξύλο και ένα άλλο χοντρό που έμοιαζε με μπαστούνι. Ξύναμε το ορθογώνιο ξύλο στα πλάγια και το χτυπούσαμε με το άλλο στην άκρη του. Αυτό πεταγότανε στον αέρα και στη συνέχεια καθώς αυτό έπεφτε το χτυπούσαμε δυνατά με το άλλο και πεταγότανε μακριά. Νικητής αναδεικνυόταν εκείνος που θα κατάφερνε να το τινάξει πιο μακριά. Αγαπημένο παιχνίδι για μένα ήταν το ποδόσφαιρο. Χαρταετό δεν πετούσαμε τότε. Από τα παιχνίδια που έπαιζα με τα άλλα παιδιά περισσότερο φέρνω στη μνήμη μου τους τσακωμούς μας και το κυνηγητό.
Τα κορίτσια παίζανε σχεδόν τα ίδια παιχνίδια με εμάς. Μερικές φορές παίζαμε όλοι μαζί, αγόρια και κορίτσια, κρυφτό ή κυνηγητό. Μας άρεσε και να ζωγραφίζουμε, αλλά μόνο με το μολύβι, γιατί δεν είχαμε μπογιές. Άλλες φορές φτιάχναμε σπιτάκια, ανθρωπάκια και παίζαμε ή ακόμα και αυτοκινητάκια με σύρμα.
Ποδήλατα, πού να βρισκόντουσαν τότε… Ούτε πατίνι υπήρχε. Κάπου-κάπου πηγαίναμε στο δάσος για να βρούμε φωλιές ή κυνηγούσαμε πουλιά με τη σφεντόνα. Τα πουλιά τότε δεν τα βάζαμε σε κλουβιά. Για ψάρεμα πηγαίναμε εκεί κοντά στο ποτάμι του χωριού. Τα παγωτά και οι άλλες τέτοιου είδους απολαύσεις ήταν άγνωστες για μας τότε. Πόσο έχουν αλλάξει οι καιροί !...
Δ. Άλλα ενδιαφέροντα
Όταν είχαμε ελεύθερο χρόνο, πηγαίναμε και βοηθούσαμε τους γονείς μας στις δουλειές τους. Εφημερίδες και περιοδικά δεν υπήρχαν τότε στο χωριό μας. Τα βράδια οι γεροντότεροι μας λέγανε παλιές ιστορίες και παραμύθια. Τα πιο πολλά αναφέρονταν σε νεράιδες και ξωτικά. Μου άρεσε να περνώ τη μέρα μου στο δάσος ή στο βουνό.
Το αγαπημένο μου φαγητό ήταν το κρέας, εξ άλλου δεν το τρώγαμε και συχνά…
Τα κάλαντα τότε τα τραγουδούσαμε πηγαίνοντας παρέες παρέες από σπίτι σε σπίτι κι εκεί μας δίνανε πεντάρες, λουκάνικα, καρύδια … τα βράδια βρισκόμασταν όλα τα παιδιά στην πλατεία και παίζαμε ή λέγαμε ιστορίες. Αγαπούσαμε πάρα πολύ τα φρούτα κι όταν ωρίμαζαν, πού μας εύρισκες, πού μας έχανες πάντα έξω στα χωράφια ήμασταν να φάμε τους γλυκούς καρπούς κι αυτοί που είχαν τις ιδιοκτησίες να μας κυνηγούν συνεχώς.
Οι μεγαλύτεροι μας φερόντουσαν πάντα πολύ αυστηρά κι εμείς για να το ρίχνουμε και λιγάκι έξω κάναμε αγώνες στο τρέξιμο και στην πάλη ή λέγαμε ανέκδοτα, απ’ τα οποία όμως τώρα δε θυμάμαι κανένα για να σου πω.
Τις Κυριακές πηγαίναμε πάντα στην εκκλησία, που ήταν κάθε Κυριακή γεμάτη από κόσμο.
Ε. Κοινωνική – Πολιτιστική ζωή
Διασκεδάζαμε στις γιορτές και στα πανηγύρια, που τότε γίνονταν πολύ συχνά.
Στο πανηγύρι φορούσαμε τα καλά μας ρούχα και βγαίναμε στην πλατεία του χωριού. Εκεί οι μεγάλοι χόρευαν και εμείς τα παιδιά παίζαμε. Την ορχήστρα αποτελούσε το κλαρίνο, η κιθάρα, το βιολί και φυσικά ξεχώριζε ανάμεσα στα μουσικά όργανα η φωνή του τραγουδιστή ή της τραγουδίστριας. Στο πανηγύρι του χωριού μας, θυμάμαι, τραγουδούσε ο ξακουστός Γούλης, που ήταν ο καλύτερος τραγουδιστής.
Στις άλλες γιορτές μαζευόμασταν στα σπίτια, γλεντούσαμε και λέγαμε τραγούδια με το στόμα.
Με τους συγγενείς μας είχαμε πολλές σχέσεις και στις γιορτές πάντα ανταλλάσαμε επισκέψεις.
Μερικές φορές περαστικοί τσιγγάνοι έφερναν στο χωριό αρκούδα και την έβαζαν να χορέψει. Τρέχαμε τότε όλοι μικροί μεγάλοι να δούμε το θέαμα.
Μεταξύ μας χρησιμοποιούσαμε πολλά παρατσούκλια, τα οποία έχουν μείνει μέχρι τώρα. Μερικά από αυτά είναι : Κωστούλας (έτσι έλεγαν τον πατέρα μου), Πούλιος (έτσι φωνάζουν εμένα), Γούλης και άλλα.
Στ. Εμπειρίες από την καθημερινή ζωή
Το πρωί ξυπνούσαμε πάρα πολύ νωρίς και νωρίς πηγαίναμε το βράδυ για ύπνο. Ξυπνούσαμε με το λάλημα του κόκορα, έτσι καταλαβαίναμε και τι ώρα είναι. Την υπόλοιπη μέρα καταλαβαίναμε την ώρα απ’ τη θέση του ήλιου.
Διακοπές δεν πηγαίναμε ποτέ, γιατί πάντα είχαμε αγροτικές και κτηνοτροφικές δουλειές, αλλά δεν υπήρχαν και χρήματα. Ούτε στο σπίτι είχαμε δικό μας δωμάτιο, γιατί ήταν μικρό. Μικρό ήταν και το χωριό μας και φτωχό και για το λόγο αυτό πολλοί ήταν εκείνοι που έφευγαν για τα ξένα. Από την οικογένειά μου όμως δεν έφυγε κανένας.
Ο παππούς και η γιαγιά ζούσαν μαζί μας. Δεν έτρωγε όλη η οικογένεια μαζί κι αυτό γιατί δεν το επέτρεπαν οι δουλειές μας. Καθένας έτρωγε μόλις τελείωνε τη δουλειά που έκανε. Όταν οι γονείς μου πήγαιναν στα χωράφια, έπαιρναν μαζί τους ψωμί, τυρί, ελιές και κρεμμύδια. Και οι γυναίκες έτρεχαν τότε στις αγροτικές δουλειές. Τα φαγητά μας τα διατηρούσαμε με έναν διαφορετικό τρόπο απ’ ό τι σήμερα. Το κρέας το βάζαμε μέσα στο λίπος για να συντηρηθεί και στο τυρί βάζαμε πολύ αλάτι.
Για τα ψώνια πήγαιναν στο μπακάλη οι μεγάλοι. Τα κέρματα που χρησιμοποιούσαμε ήταν οι πεντάρες και οι δεκαρούλες.
Τότε δεν κάναμε μακρινά ταξίδια. Όταν πηγαίναμε κάπου, ας πούμε σε ένα γειτονικό χωριό, πηγαίναμε πάντα με το γάιδαρό μας. Τηλέφωνα δεν υπήρχαν στα σπίτια τότε. Το μοναδικό τηλέφωνο του χωριού ήταν στο καφενείο.
Αν αρρωστούσε κάποιος, η λύση ήταν οι πρακτικοί γιατροί του χωριού. Επίσης για τη θεραπεία κάποιων ασθενειών οι γυναίκες μαζεύανε βότανα.
Τα κορίτσια έπρεπε να ξέρουν να ράβουν και να κεντούν και για τις δουλειές αυτές κατάλληλες δασκάλες ήταν συνήθως οι μανάδες τους.
Κουρεία δεν υπήρχαν τότε. Υπήρχε μόνο κάποιος που ήξερε να κουρεύει και όποιος ήθελε να κουρευτεί πήγαινε ή στο καφενείο ή στο σπίτι του.
Στην Κατοχή και στον εμφύλιο πόλεμο τα πράγματα έγιναν πολύ πιο δύσκολα. Τραγικές ήταν οι συνθήκες της ζωής. Πολύς κόσμος πέθανε από την πείνα τότε…
Ζ. Συνθήκες ζωής
Για τη θέρμανση του σπιτιού είχαμε μόνο το τζάκι και για φωτισμό τις νύχτες τις λάμπες πετρελαίου. Στους δρόμους του χωριού δεν υπήρχε φωτισμός τότε.
Το πατρικό μου σπίτι ήταν διώροφο. Στον επάνω όροφο έμενε όλη η οικογένεια και ο κάτω όροφος ήταν αποθήκη. Ήταν χτισμένο από πέτρα και η σκεπή ήταν με κεραμίδια. Έτσι ήταν όλα τα σπίτια του χωριού. Είχαμε έναν μεγάλο κήπο τον οποίο περιποιούνταν και καλλιεργούσε η μητέρα μου και από εκεί εξασφαλίζαμε τα φρούτα και τα λαχανικά μας.
Είχαμε επίσης οικιακά ζώα : γάιδαρο, κατσίκα, πρόβατα, κότες, γουρούνι, αγελάδα, τα οποία φρόντιζαν και οι δύο γονείς μου και μερικές φορές και εγώ.
Μέσα στο σπίτι δεν υπήρχε βρύση και το νερό το παίρναμε από πηγές που υπήρχαν ή μέσα στο χωριό ή κοντά σε αυτό. Στις βρύσες αυτές οι γυναίκες έπλεναν και τα ρούχα ή κουβαλούσαν νερό με τις στάμνες στο σπίτι.
Στο σπίτι δεν υπήρχαν ηλεκτρικές συσκευές, αφού δεν υπήρχε και ηλεκτρικό ρεύμα. Το φαγητό μαγειρευόταν στο τζάκι και τα σκεύη ήταν χάλκινα. Το ψωμί το έφτιαχνε πάντα η μητέρα μου ή η γιαγιά μου.
Η τουαλέτα βρισκόταν έξω από το σπίτι και μπάνιο κάναμε δίπλα στο τζάκι και η μητέρα μας έριχνε νερό με το κανάτι μέσα σε μια λεκάνη. Χρησιμοποιούσαμε πράσινο σαπούνι. Τα ρούχα σιδερώνονταν με σίδερο, που ζεσταινόταν με κάρβουνα.
Τα χρόνια εκείνα δεν δίναμε ιδιαίτερη σημασία στο ντύσιμο κι έτσι δεν υπήρχε και ανταγωνισμός. Για τις γιορτές μόνο είχαμε από ένα καλό ντύσιμο Από εκείνα τα χρόνια μου λείπει η ξενοιασιά που υπήρχε. Αν μου ζητούσες να συγκρίνω τη σημερινή εποχή με εκείνη που έζησα τότε που ήμουνα παιδί, θα σου έλεγα πως εκείνη η εποχή ήταν καλύτερη παρά τη φτώχεια και την ανέχεια, γιατί τότε δεν υπήρχε άγχος, τρέξιμο, όπως σήμερα.
ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ «ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΩΝ ΠΑΠΠΟΥΔΩΝ ΜΑΣ» ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ/ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ ΤΟΥ 3ου ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΛΑΜΙΑΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ 2010, ΣΕ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΣΕΡ. ΚΑΚΟΥΡΑ – ΚΩΝ. ΜΠΑΛΩΜΕΝΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου