Μέρος 1ο Ελληνική Μακεδονική Γή:
Βλάστη Κοζάνης. Η πατρίδα επιφανών ανδρών και εθνικών ευεργετών. Τόπος καταφυγής και αφετηρία Μοσχοπολιτών. Από Wikipedia
Εισαγωγή:
Α. Η Μοσχόπολη
(αλβανικά: Voskopoja) ήταν μεγάλο εμπορικό και πολιτιστικό κέντρο του 18ου αιώνα στην Βαλκανική χερσόνησο. Βρίσκεται δυτικά της Κορυτσάς στην σημερινή νοτιοανατολικήΑλβανία (Βόρεια Ήπειρος). Τον 18ο αιώνα η πόλη αναπτύχθηκε σε ένα από τα κύρια αστικά κέντρα των Βαλκανίων. Λόγω της συμβολής της πόλης στον Νεοελληνικό Διαφωτισμό η πόλη αναφέρεται στην εποχή της ακμής της και ως «Νέα Αθήνα» ή «Νέος Μυστράς».
Ως το τέλος του 17ου αιώνα η Μοσχόπολη ήταν ένας μικρός οικισμός, όμως παρουσίασε αλματώδη οικονομική και πνευματική ανάπτυξη από τον επόμενο αιώνα. Την περίοδο της μεγάλης ακμής της πόλης, τη δεκαετία του 1730, ο πληθυσμός της είχε φτάσει τις 60.000. Μάρτυρες της ακμής της είναι οι επιβλητικοί ναοί του Αγίου Νικολάου (1721), του Αγίου Αθανασίου (1721) και των Ταξιαρχών (1722) που κοσμούνται από πολλές και αξιόλογες αγιογραφίες.
Η πόλη υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα βλαχόφωνα κέντρα, με κύρια ενασχόληση το εμπόριο, την κτηνοτροφία, την κατεργασία μαλλιού, ταπητουργίας και ανάπτυξη βυρσοδεψίας. Περίφημη ήταν η πόλη και για την σιδηρουργία, την αργυροχοΐα και την χαλκουργική της. Πολλοί Μοσχοπολίτες έμποροι στη Βενετία, στη Βιέννη, στην Οδησσό, την Κωνσταντινούπολη και άλλα σημαντικά κέντρα της εποχής ενίσχυσαν οικονομικά την πατρίδα τους και συντέλεσαν στην ίδρυση σχολείου, περίπου το 1700. Το σχολείο, με την ονομασία, «Ελληνικόν Φροντιστήριο» εξελίχθηκε σε σημαντικό εκπαιδευτικό κέντρο της περιοχής, το 1744 αναβαθμίστηκε από δωρεές και μετονομάστηκε σε «Νέα Ακαδημία».
Εκεί δημιουργήθηκε και το δεύτερο τυπογραφείο στον χώρο του υπόδουλου ελληνισμού (μετά από αυτό της Κωνσταντινούπολης), το 1731, με πρωτοβουλία του ιερομόναχου Γαβριήλ Κωνσταντινίδη. Επίσης τυπώθηκε και το πρώτο τετράγλωσσο λεξικό (Ελληνικής, Αλβανικής, Βλάχικης και Βουλγάρικης γλώσσας).
Η πόλη μνημονεύεται και στην «Νεωτερική Γεωγραφία», γνωστό περιηγητικό έργο του 18ου αιώνα των Δανιήλ Φιλιππίδη και Γρηγόριου Κωνσταντά για την ακμή που σημείωνε στον τομέα του πολιτισμού και του εμπορίου.
Το 1769 λόγω της συμμετοχής της πόλης στην προετοιμασία της εξέγερσης του 1770 (Ορλωφικά), η πόλη υπέστη λεηλασίες από μουσουλμάνους Αλβανούς (Τουρκαλβανούς). Σημαντικές καταστροφές έγιναν και από τα στρατεύματα του Αλή Πασά το 1788, που κατόπιν διαταγής του, καταστράφηκαν πολύτιμοι πολιτιστικοί θησαυροί της πόλης.
Η Μοσχόπολη δεν μπόρεσε να ανακτήσει την παλιά της δόξα, συνέχιζε να υπάρχει όμως ως οικισμός μικρότερης εμβέλειας.
Οι κάτοικοί της κατέφυγαν σε περιοχές της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας. Πολλοί άλλοι Μοσχοπολίτες μετά την καταστροφή της πόλης τους διακρίθηκαν ως έμποροι, ως τραπεζίτες και ως βιοτέχνες στην Ουγγαρία και την Αυστρία και συνέχισαν την παράδοση των προγόνων τους σε έργα ευποιίας με γενναίες δωρεές και την χρηματοδότηση κοινωφελών ελληνικών ιδρυμάτων (όπως η οικογένεια Σίνα).
Το 1916 ομάδα Αλβανών ατάκτων λεηλάτησε την πόλη κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Β. Η Βλάστη
(παλαιότερες ονομασίες: Μπλάτσι] ή Βλάτσι, Μπλάτζι (1830), Μπλάτζη (1858), Βλάτζη (1860) και Βλάτση, αλλά πιθανότατα και Βλάττη) είναι ορεινό χωριό του νομού Κοζάνης. Υπήρξε ένα από τα σημαντικά προπύργια του Ελληνισμού κι ένα από τα μεγαλύτερα κεφαλοχώρια της Δυτικής Μακεδονίας.
Υπάρχουν ενδείξεις ότι ήδη από τη βυζαντινή περίοδο στην τοποθεσία που στις μέρες μας βρίσκεται το χωριό της Βλάστης προϋπήρχε κάποιος οικισμός.[εκκρεμεί παραπομπή] Η ανάπτυξη της ξεκινά τον 15ο αιώνα, όταν μετά την εγκατάσταση Tούρκων Kονιάρων στην κοιλάδα των Kαϊλαρίων (Πτολεμαΐδας) οι χριστιανικοί πληθυσμοί που ζούσαν εκεί αναγκάστηκαν να μετοικήσουν στα ορεινά τμήματα της περιοχής, καθώς αυτά ήταν περισσότερο απρόσιτα στους κατακτητές.
Σημείο-σταθμό στην ανάπτυξη της Βλάστης αποτελούν τα τέλη του 18ου αιώνα. Μετά τα Ορλωφικά (1770 μ.Χ.) και τη λεηλασία της Μοσχόπολης, η οποία μέχρι τότε αποτελούσε ανθηρό κέντρο της περιοχής, ένας μεγάλος αριθμός Βορειοηπειρωτών Βλάχων προσφύγων συγκεντρώνεται στο χωριό της Βλάστης.
Η ενδυνάμωση του ντόπιου πληθυσμού είχε ως αποτέλεσμα μία σημαντική ώθηση στην ανάπτυξη και την πρόοδο του οικισμού.
Λόγω της μορφολογίας του εδάφους (ορεινά εδάφη και πλούσιων λιβάδια), οι κάτοικοι της Βλάστης ασχολήθηκαν κυρίως με την κτηνοτροφία. Παράλληλα, ανέπτυξαν και επαγγέλματα σχετικά με την κτηνοτροφία, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη της τυροκομίας, της υφαντουργίας και του εμπορίου.
Επίσης, αρκετοί κάτοικοι έγιναν ξυλουργοί, κτίστες, αρχιτέκτονες, ζωγράφοι, χρυσοχόοι, ραφτάδες κ.α.
Έτσι, μέχρι το 19ο αιώνα ο κάποτε οικισμός της Βλάστης έχει μετατραπεί σε μία σημαντική κωμόπολη: ο πληθυσμός της εκείνη την περίοδο έχει ξεπεράσει τους έξι χιλιάδες κατοίκους. Κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821, σπουδαίο ρόλο έπαιξαν οι Βλαστιώτες οπλαρχηγοί Ιωάννης Φαρμάκης, και Δημήτριος Καραμήτσος.
Η ακμή της Βλάστης διαρκεί μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα. Οι σημαντικές εξελίξεις της εποχής (Μακεδονικός Αγώνας, Βαλκανικοί Πόλεμοι και Α' Παγκόσμιος Πόλεμος) είχαν σαφείς αρνητικές επιπτώσεις στην πορεία του χωριού.
Η σταδιακή μείωση του πληθυσμού ολοκληρώνεται στα χρόνια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς το χωριό καίγεται από τους Γερμανούς κατακτητές.
Βλάστη Κοζάνης. Η πατρίδα επιφανών ανδρών και εθνικών ευεργετών. Τόπος καταφυγής και αφετηρία Μοσχοπολιτών. Από Wikipedia
Εισαγωγή:
Α. Η Μοσχόπολη
(αλβανικά: Voskopoja) ήταν μεγάλο εμπορικό και πολιτιστικό κέντρο του 18ου αιώνα στην Βαλκανική χερσόνησο. Βρίσκεται δυτικά της Κορυτσάς στην σημερινή νοτιοανατολικήΑλβανία (Βόρεια Ήπειρος). Τον 18ο αιώνα η πόλη αναπτύχθηκε σε ένα από τα κύρια αστικά κέντρα των Βαλκανίων. Λόγω της συμβολής της πόλης στον Νεοελληνικό Διαφωτισμό η πόλη αναφέρεται στην εποχή της ακμής της και ως «Νέα Αθήνα» ή «Νέος Μυστράς».
Ως το τέλος του 17ου αιώνα η Μοσχόπολη ήταν ένας μικρός οικισμός, όμως παρουσίασε αλματώδη οικονομική και πνευματική ανάπτυξη από τον επόμενο αιώνα. Την περίοδο της μεγάλης ακμής της πόλης, τη δεκαετία του 1730, ο πληθυσμός της είχε φτάσει τις 60.000. Μάρτυρες της ακμής της είναι οι επιβλητικοί ναοί του Αγίου Νικολάου (1721), του Αγίου Αθανασίου (1721) και των Ταξιαρχών (1722) που κοσμούνται από πολλές και αξιόλογες αγιογραφίες.
Η πόλη υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα βλαχόφωνα κέντρα, με κύρια ενασχόληση το εμπόριο, την κτηνοτροφία, την κατεργασία μαλλιού, ταπητουργίας και ανάπτυξη βυρσοδεψίας. Περίφημη ήταν η πόλη και για την σιδηρουργία, την αργυροχοΐα και την χαλκουργική της. Πολλοί Μοσχοπολίτες έμποροι στη Βενετία, στη Βιέννη, στην Οδησσό, την Κωνσταντινούπολη και άλλα σημαντικά κέντρα της εποχής ενίσχυσαν οικονομικά την πατρίδα τους και συντέλεσαν στην ίδρυση σχολείου, περίπου το 1700. Το σχολείο, με την ονομασία, «Ελληνικόν Φροντιστήριο» εξελίχθηκε σε σημαντικό εκπαιδευτικό κέντρο της περιοχής, το 1744 αναβαθμίστηκε από δωρεές και μετονομάστηκε σε «Νέα Ακαδημία».
Εκεί δημιουργήθηκε και το δεύτερο τυπογραφείο στον χώρο του υπόδουλου ελληνισμού (μετά από αυτό της Κωνσταντινούπολης), το 1731, με πρωτοβουλία του ιερομόναχου Γαβριήλ Κωνσταντινίδη. Επίσης τυπώθηκε και το πρώτο τετράγλωσσο λεξικό (Ελληνικής, Αλβανικής, Βλάχικης και Βουλγάρικης γλώσσας).
Η πόλη μνημονεύεται και στην «Νεωτερική Γεωγραφία», γνωστό περιηγητικό έργο του 18ου αιώνα των Δανιήλ Φιλιππίδη και Γρηγόριου Κωνσταντά για την ακμή που σημείωνε στον τομέα του πολιτισμού και του εμπορίου.
Το 1769 λόγω της συμμετοχής της πόλης στην προετοιμασία της εξέγερσης του 1770 (Ορλωφικά), η πόλη υπέστη λεηλασίες από μουσουλμάνους Αλβανούς (Τουρκαλβανούς). Σημαντικές καταστροφές έγιναν και από τα στρατεύματα του Αλή Πασά το 1788, που κατόπιν διαταγής του, καταστράφηκαν πολύτιμοι πολιτιστικοί θησαυροί της πόλης.
Η Μοσχόπολη δεν μπόρεσε να ανακτήσει την παλιά της δόξα, συνέχιζε να υπάρχει όμως ως οικισμός μικρότερης εμβέλειας.
Οι κάτοικοί της κατέφυγαν σε περιοχές της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας. Πολλοί άλλοι Μοσχοπολίτες μετά την καταστροφή της πόλης τους διακρίθηκαν ως έμποροι, ως τραπεζίτες και ως βιοτέχνες στην Ουγγαρία και την Αυστρία και συνέχισαν την παράδοση των προγόνων τους σε έργα ευποιίας με γενναίες δωρεές και την χρηματοδότηση κοινωφελών ελληνικών ιδρυμάτων (όπως η οικογένεια Σίνα).
Το 1916 ομάδα Αλβανών ατάκτων λεηλάτησε την πόλη κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Β. Η Βλάστη
(παλαιότερες ονομασίες: Μπλάτσι] ή Βλάτσι, Μπλάτζι (1830), Μπλάτζη (1858), Βλάτζη (1860) και Βλάτση, αλλά πιθανότατα και Βλάττη) είναι ορεινό χωριό του νομού Κοζάνης. Υπήρξε ένα από τα σημαντικά προπύργια του Ελληνισμού κι ένα από τα μεγαλύτερα κεφαλοχώρια της Δυτικής Μακεδονίας.
Υπάρχουν ενδείξεις ότι ήδη από τη βυζαντινή περίοδο στην τοποθεσία που στις μέρες μας βρίσκεται το χωριό της Βλάστης προϋπήρχε κάποιος οικισμός.[εκκρεμεί παραπομπή] Η ανάπτυξη της ξεκινά τον 15ο αιώνα, όταν μετά την εγκατάσταση Tούρκων Kονιάρων στην κοιλάδα των Kαϊλαρίων (Πτολεμαΐδας) οι χριστιανικοί πληθυσμοί που ζούσαν εκεί αναγκάστηκαν να μετοικήσουν στα ορεινά τμήματα της περιοχής, καθώς αυτά ήταν περισσότερο απρόσιτα στους κατακτητές.
Σημείο-σταθμό στην ανάπτυξη της Βλάστης αποτελούν τα τέλη του 18ου αιώνα. Μετά τα Ορλωφικά (1770 μ.Χ.) και τη λεηλασία της Μοσχόπολης, η οποία μέχρι τότε αποτελούσε ανθηρό κέντρο της περιοχής, ένας μεγάλος αριθμός Βορειοηπειρωτών Βλάχων προσφύγων συγκεντρώνεται στο χωριό της Βλάστης.
Η ενδυνάμωση του ντόπιου πληθυσμού είχε ως αποτέλεσμα μία σημαντική ώθηση στην ανάπτυξη και την πρόοδο του οικισμού.
Λόγω της μορφολογίας του εδάφους (ορεινά εδάφη και πλούσιων λιβάδια), οι κάτοικοι της Βλάστης ασχολήθηκαν κυρίως με την κτηνοτροφία. Παράλληλα, ανέπτυξαν και επαγγέλματα σχετικά με την κτηνοτροφία, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη της τυροκομίας, της υφαντουργίας και του εμπορίου.
Επίσης, αρκετοί κάτοικοι έγιναν ξυλουργοί, κτίστες, αρχιτέκτονες, ζωγράφοι, χρυσοχόοι, ραφτάδες κ.α.
Έτσι, μέχρι το 19ο αιώνα ο κάποτε οικισμός της Βλάστης έχει μετατραπεί σε μία σημαντική κωμόπολη: ο πληθυσμός της εκείνη την περίοδο έχει ξεπεράσει τους έξι χιλιάδες κατοίκους. Κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821, σπουδαίο ρόλο έπαιξαν οι Βλαστιώτες οπλαρχηγοί Ιωάννης Φαρμάκης, και Δημήτριος Καραμήτσος.
Η ακμή της Βλάστης διαρκεί μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα. Οι σημαντικές εξελίξεις της εποχής (Μακεδονικός Αγώνας, Βαλκανικοί Πόλεμοι και Α' Παγκόσμιος Πόλεμος) είχαν σαφείς αρνητικές επιπτώσεις στην πορεία του χωριού.
Η σταδιακή μείωση του πληθυσμού ολοκληρώνεται στα χρόνια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς το χωριό καίγεται από τους Γερμανούς κατακτητές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου