Το δίλημμα
(ένα φανταστικό σενάριο)
Βρισκόταν σε απελπιστική κατάσταση. Το τραγικό γεγονός ήταν πως ήξερε ποιοι
κρύβονταν πίσω από τις πρόσφατες τρομοκρατικές επιθέσεις. Ποια ήταν τα χέρια που χειρίστηκαν τα όπλα κι αφαίρεσαν τις ζωές των δυο ανθρώπων. Ήξερε πρόσωπα και πράγματα. Διευθύνσεις κατοικιών, αποθήκη υλικού και όλα τα συναφή. Μέχρι μια φάση ήταν κι αυτός, χωμένος μέχρι το λαιμό, στο στενό πυρήνα της οργάνωσης. Έλαβε ενεργό μέρος σε μια σειρά από ενέργειες στην προηγούμενη περίοδο, αλλά καθώς ο χρόνος προχωρούσε συνειδητοποίησε ότι ανάμεσα στα μέλη της οργάνωσης άρχιζε με αυξανόμενο ρυθμό να επικρατεί ένας άκρατος ριζοσπαστισμός που απαιτούσε όλο και πιο σοβαρές και ριψοκίνδυνες δράσεις. Το αναπόφευκτο ήρθε από μόνο του.
Ενώ εξ αρχής είχε συμφωνηθεί από όλους ότι δεν θα βάψουν τα χέρια τους με αίμα, στο τέλος ο προσυμφωνημένος αυτός όρος ξεπεράστηκε εκ των πραγμάτων. Βεβαίως αφορμή και βοήθεια έδωσαν περιστατικά αυταρχισμού της ίδιας της κρατικής εξουσίας. Για λόγους δικαιοσύνης όμως πρέπει όμως να ειπωθεί ότι αυτά δεν οφειλόταν σε επίσημη πολιτική γραμμή και πρόθεση. Γιατί άλλωστε αυτοί που κατέχουν την εξουσία και ήδη νέμονται τον πλούτο, να δημιουργούν αιτίες άσκοπων και ζημιογόνων αναταραχών; Αυτό δεν είναι ένα λογικό ερώτημα; Κυρίως ήταν οι ανεύθυνες πράξεις αναρμόδιων παραγόντων, ήταν το έλλειμμα εκπαίδευσης τους και γενικότερα η εξόφθαλμη υστέρηση των οργάνων της αστυνομίας στο κεφάλαιο της βασικής εκπαίδευσης.
Αλλά γι’ αυτόν ο όρος «όχι αίμα» ήταν ένα αξεπέραστο όριο των αρχών του, της εν γένει ανατροφής του και γιατί όχι και των πολιτικών του απόψεων. Εδώ οι κοινωνίες, υπενθύμισε στον εαυτό του, δώσανε πολύχρονες μάχες για την κατάργηση της θανατικής ποινής και στην μεγάλη πλειοψηφία των κρατών κατοχυρώθηκε και νομοθετικά αυτή η άποψη εμείς θα την επαναφέρουμε; Με βάση ποια αρχή αναγορεύουμε τον εαυτό μας ως υπέρτατο κριτή των πάντων; Από πού αρύουμε το δικαίωμα να αποφασίζουμε για τη ζωή ή το θάνατο ενός ανθρώπου;
«Όχι, παρακαλώ δε θα πάρω».
Τα βρόντηξε κι έφυγε.
Η ιδέα κάποια στιγμή πέρασε σαν αστραπή μέσα απ’ το μυαλό. Κι ο φόβος εισχώρησε αμείλικτος εντός του. Όπως αυτός ήξερε για τους παλιούς του συντρόφους το ίδιο ίσχυε όμως και με εκείνους. Κι αυτοί ήξεραν πως ήξερε. Είναι γνωστό ότι οι εσωτερικές διενέξεις σ’ αυτούς τους χώρους εμπεριέχουν έναν ιδιαίτερο φανατισμό και τα αντίποινα μπορεί να είναι οδυνηρά. Μήπως λοιπόν αυτός θα μπορούσε να είναι ο μελλοντικός τους στόχος; Αδιέξοδο!
Ποιο ήταν το καθήκον του σαν πολίτη αυτής της χώρας; Καταλάβαινε τη λύσσα στην οποία είχαν φτάσει και τα επόμενα βήματα θα ήταν κι άλλα θανατερά χτυπήματα. Πώς θα τους σταματούσε; Ήξερε ότι η δική του άμεση παρεμβολή για να τους πείσει να σταματήσουν θα ήταν ατελέσφορη και γιατί όχι επικίνδυνη. Βεβαίως μια καταγγελία ακόμα και ανώνυμη θα έλυνε οριστικώς το πρόβλημα. Όμως υπήρχε κι ο συνειδησιακός παράγοντας. Είχε το ηθικό δικαίωμα να γίνει ο σπιούνος της υπόθεσης; Αλλά και σαν πολίτης είχε το ίδιο δικαίωμα να επιτρέψει την εκτέλεση ενός ακόμα στυγερού εγκλήματος; Το δίλημμα ήταν οδυνηρό και απαιτούσε πρωτοβουλία εκ μέρους του.
Μέρες τώρα παιδευόταν με τέτοιου είδους ερωτήματα και καθώς ο χρόνος προχωρούσε η ψυχολογική πίεση γινόταν όλο και πιο ενοχλητική. Έπρεπε να φτάσει σε μια λύση. Η κάθαρση του δράματος ήταν αναγκαία. Η φυγή μακριά από τη χώρα ενώ θα τον προστάτευε σαν άτομο και θα του εξασφάλιζε την ατομική του ακεραιότητα δεν θα έλυνε το πρόβλημα. Δεν ήταν μόνο πολιτικές οι αναστολές του. Δε διαφωνούσε μόνο σ’ αυτό το επίπεδο. Ήταν κι η αρχέγονη τάση του ανθρώπου για την αποφυγή της «αμαρτίας» με τη γενικότερη κι όχι μόνο τη στενή θρησκευτική σημασία της.
Η λύτρωση έπρεπε να έχει και το αρμόζον προσωπικό τίμημα. Την τιμωρία της προσωπικής του συμμετοχής. Ενώ διαφωνούσε με τις εξελίξεις είχε συμβάλει κι αυτός- σε πρώτη φάση- στο άνοιγμα του ασκού του Αιόλου. Είχε ένα μερίδιο ευθύνης και έπρεπε να υποστεί τις συνέπειες των πράξεων του. Έτσι έφτασε στη Σολομώντεια, κατά την άποψή του λύση, που όμως κι αυτή εμπεριείχε την προφανή αντίφασή της.
Κάθισε και κατέγραψε σε χαρτί ό,τι ήξερε με το νι και με το σίγμα. Ονόματα, σπίτια, την διαδοχική σειρά των ενεργειών μέχρι εκεί που ήξερε λόγω της προσωπικής του συμμετοχής, τις εικασίες του για τη συνέχεια. Έβαλε το χαρτί σ’ ένα φάκελο και τον έστειλε στην εισαγγελία. Πριν το γράμμα φτάσει κι αρχίσουν οι αναπόφευκτες εξελίξεις έγινε εκουσίως θύμα ενός θανατηφόρου αυτοκινητιστικού δυστυχήματος.
Οι αδιέξοδες ενέργειες έχουν και τις αδιέξοδες λύσεις.
Ιανουάριος 2009
(ένα φανταστικό σενάριο)
Βρισκόταν σε απελπιστική κατάσταση. Το τραγικό γεγονός ήταν πως ήξερε ποιοι
κρύβονταν πίσω από τις πρόσφατες τρομοκρατικές επιθέσεις. Ποια ήταν τα χέρια που χειρίστηκαν τα όπλα κι αφαίρεσαν τις ζωές των δυο ανθρώπων. Ήξερε πρόσωπα και πράγματα. Διευθύνσεις κατοικιών, αποθήκη υλικού και όλα τα συναφή. Μέχρι μια φάση ήταν κι αυτός, χωμένος μέχρι το λαιμό, στο στενό πυρήνα της οργάνωσης. Έλαβε ενεργό μέρος σε μια σειρά από ενέργειες στην προηγούμενη περίοδο, αλλά καθώς ο χρόνος προχωρούσε συνειδητοποίησε ότι ανάμεσα στα μέλη της οργάνωσης άρχιζε με αυξανόμενο ρυθμό να επικρατεί ένας άκρατος ριζοσπαστισμός που απαιτούσε όλο και πιο σοβαρές και ριψοκίνδυνες δράσεις. Το αναπόφευκτο ήρθε από μόνο του.
Ενώ εξ αρχής είχε συμφωνηθεί από όλους ότι δεν θα βάψουν τα χέρια τους με αίμα, στο τέλος ο προσυμφωνημένος αυτός όρος ξεπεράστηκε εκ των πραγμάτων. Βεβαίως αφορμή και βοήθεια έδωσαν περιστατικά αυταρχισμού της ίδιας της κρατικής εξουσίας. Για λόγους δικαιοσύνης όμως πρέπει όμως να ειπωθεί ότι αυτά δεν οφειλόταν σε επίσημη πολιτική γραμμή και πρόθεση. Γιατί άλλωστε αυτοί που κατέχουν την εξουσία και ήδη νέμονται τον πλούτο, να δημιουργούν αιτίες άσκοπων και ζημιογόνων αναταραχών; Αυτό δεν είναι ένα λογικό ερώτημα; Κυρίως ήταν οι ανεύθυνες πράξεις αναρμόδιων παραγόντων, ήταν το έλλειμμα εκπαίδευσης τους και γενικότερα η εξόφθαλμη υστέρηση των οργάνων της αστυνομίας στο κεφάλαιο της βασικής εκπαίδευσης.
Αλλά γι’ αυτόν ο όρος «όχι αίμα» ήταν ένα αξεπέραστο όριο των αρχών του, της εν γένει ανατροφής του και γιατί όχι και των πολιτικών του απόψεων. Εδώ οι κοινωνίες, υπενθύμισε στον εαυτό του, δώσανε πολύχρονες μάχες για την κατάργηση της θανατικής ποινής και στην μεγάλη πλειοψηφία των κρατών κατοχυρώθηκε και νομοθετικά αυτή η άποψη εμείς θα την επαναφέρουμε; Με βάση ποια αρχή αναγορεύουμε τον εαυτό μας ως υπέρτατο κριτή των πάντων; Από πού αρύουμε το δικαίωμα να αποφασίζουμε για τη ζωή ή το θάνατο ενός ανθρώπου;
«Όχι, παρακαλώ δε θα πάρω».
Τα βρόντηξε κι έφυγε.
Η ιδέα κάποια στιγμή πέρασε σαν αστραπή μέσα απ’ το μυαλό. Κι ο φόβος εισχώρησε αμείλικτος εντός του. Όπως αυτός ήξερε για τους παλιούς του συντρόφους το ίδιο ίσχυε όμως και με εκείνους. Κι αυτοί ήξεραν πως ήξερε. Είναι γνωστό ότι οι εσωτερικές διενέξεις σ’ αυτούς τους χώρους εμπεριέχουν έναν ιδιαίτερο φανατισμό και τα αντίποινα μπορεί να είναι οδυνηρά. Μήπως λοιπόν αυτός θα μπορούσε να είναι ο μελλοντικός τους στόχος; Αδιέξοδο!
Ποιο ήταν το καθήκον του σαν πολίτη αυτής της χώρας; Καταλάβαινε τη λύσσα στην οποία είχαν φτάσει και τα επόμενα βήματα θα ήταν κι άλλα θανατερά χτυπήματα. Πώς θα τους σταματούσε; Ήξερε ότι η δική του άμεση παρεμβολή για να τους πείσει να σταματήσουν θα ήταν ατελέσφορη και γιατί όχι επικίνδυνη. Βεβαίως μια καταγγελία ακόμα και ανώνυμη θα έλυνε οριστικώς το πρόβλημα. Όμως υπήρχε κι ο συνειδησιακός παράγοντας. Είχε το ηθικό δικαίωμα να γίνει ο σπιούνος της υπόθεσης; Αλλά και σαν πολίτης είχε το ίδιο δικαίωμα να επιτρέψει την εκτέλεση ενός ακόμα στυγερού εγκλήματος; Το δίλημμα ήταν οδυνηρό και απαιτούσε πρωτοβουλία εκ μέρους του.
Μέρες τώρα παιδευόταν με τέτοιου είδους ερωτήματα και καθώς ο χρόνος προχωρούσε η ψυχολογική πίεση γινόταν όλο και πιο ενοχλητική. Έπρεπε να φτάσει σε μια λύση. Η κάθαρση του δράματος ήταν αναγκαία. Η φυγή μακριά από τη χώρα ενώ θα τον προστάτευε σαν άτομο και θα του εξασφάλιζε την ατομική του ακεραιότητα δεν θα έλυνε το πρόβλημα. Δεν ήταν μόνο πολιτικές οι αναστολές του. Δε διαφωνούσε μόνο σ’ αυτό το επίπεδο. Ήταν κι η αρχέγονη τάση του ανθρώπου για την αποφυγή της «αμαρτίας» με τη γενικότερη κι όχι μόνο τη στενή θρησκευτική σημασία της.
Η λύτρωση έπρεπε να έχει και το αρμόζον προσωπικό τίμημα. Την τιμωρία της προσωπικής του συμμετοχής. Ενώ διαφωνούσε με τις εξελίξεις είχε συμβάλει κι αυτός- σε πρώτη φάση- στο άνοιγμα του ασκού του Αιόλου. Είχε ένα μερίδιο ευθύνης και έπρεπε να υποστεί τις συνέπειες των πράξεων του. Έτσι έφτασε στη Σολομώντεια, κατά την άποψή του λύση, που όμως κι αυτή εμπεριείχε την προφανή αντίφασή της.
Κάθισε και κατέγραψε σε χαρτί ό,τι ήξερε με το νι και με το σίγμα. Ονόματα, σπίτια, την διαδοχική σειρά των ενεργειών μέχρι εκεί που ήξερε λόγω της προσωπικής του συμμετοχής, τις εικασίες του για τη συνέχεια. Έβαλε το χαρτί σ’ ένα φάκελο και τον έστειλε στην εισαγγελία. Πριν το γράμμα φτάσει κι αρχίσουν οι αναπόφευκτες εξελίξεις έγινε εκουσίως θύμα ενός θανατηφόρου αυτοκινητιστικού δυστυχήματος.
Οι αδιέξοδες ενέργειες έχουν και τις αδιέξοδες λύσεις.
Ιανουάριος 2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου