Μνήμη Αλέξη Δημαρά: Για μια μεταρρύθμιση που δεν έγινε
του Βαγγέλη Καραμανωλάκη
Κάθε εποχή και οι άνθρωποί της· σκέφτομαι τον Αλέξη Δημαρά, που χάσαμε ξαφνικά την προηγούμενη εβδομάδα. Ποια άλλη από τη μειλίχια μορφή του μπορεί να εικονογραφήσει καλύτερα την ιστορία της εκπαίδευσης και την εκπαιδευτική πολιτική στη μεταπολίτευση; Όχι μόνο γιατί όλα αυτά τα χρόνια, από το 1974 και μετά, πρωτοστάτησε στις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, σταθερός σύμβουλος σε ώτα μη ακουόντων συνήθως υπουργών Παιδείας. Ούτε πάλι για τους θεσμούς που οργάνωσε ή συνετέλεσε στην ίδρυσή τους, για την τυπική και άτυπη μαθητεία κοντά του ενός μεγάλου αριθμού νέων ερευνητών. Αλλά κυρίως γιατί, όπως ορθά επισημαίνουν ο Παναγιώτης Κιμουρτζής και ο Αντώνης Χουρδάκης, στο αποχαιρετιστήριο κείμενο της Ελληνικής Εταιρείας Ιστορικών της Εκπαίδευσης, ο Δημαράς υπήρξε ο «γενάρχης του πεδίου της ιστορίας της ελληνικής εκπαίδευσης».
Σπάνια άνθρωπος του σιναφιού μας πρόσφερε τόσο απλόχερα τις γνώσεις και τη βοήθεια του στους νεότερους, συνομιλώντας διαρκώς μαζί τους, στηρίζοντας με το κύρος του ατομικές πρωτοβουλίες και συλλογικά εγχειρήματα. Συνδυάζοντας την ανάγκη για την επιστημονική γνώση αλλά και για την εκπαιδευτική αλλαγή, ο Δημαράς υπερασπίστηκε τις απόψεις του με σθένος και προσωπική τιμιότητα, τέτοια που σε έκανε πάντα να τον σέβεσαι ακόμη και εάν διαφωνούσες με τις επιλογές του. Σε όλη τη δημόσια παρουσία του έγραφε και έπραττε επιχειρώντας κάθε φορά να προωθήσει τη μεταρρύθμιση, εκείνη που δεν έγινε, στην οποία πίστεψε όσο τίποτε άλλο. Μια μεταρρύθμιση για την οποία μίλησε ήδη από το πρώτο του έργο, την δίτομη ανθολογία του 1973 με τον τόσο χαρακτηριστικό και οικείο πια τίτλο: Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε.Σπάνια έργο επηρέασε την ιστορία ενός γνωστικού πεδίου τόσο πολύ όσο η ανθολογία την ιστορία της εκπαίδευσης: έδωσε νόημα και υπόσταση σε μια υπόθεση που ως τότε περιπλανιόταν ανάμεσα σε μια συμβαντολογική αφήγηση, επικεντρωμένη κυρίως στο έργο μεγάλων παιδαγωγών, και στην ανάδειξη της εθνικόφρονος διαχρονικής πορείας της ελληνικής εκπαίδευσης. Ο Δημαράς συγκρότησε για πρώτη φορά ένα συνεκτικό έργο, έργο αναφοράς, με το οποίο επιχείρησε να ερμηνεύσει την ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης συγκριτικά, στο πλαίσιο των ευρύτερων πολιτικών και κοινωνικών αλλαγών, στη βάσανο της συνεχούς διασταύρωσης των εκπαιδευτικών σχεδίων με τις σύγχρονές τους πραγματικότητες. Για πρώτη φορά συγκρότησε μια ενιαία αφήγηση για την εκπαίδευση αλλά και για την ίδια την έννοια της μεταρρύθμισης, βασισμένη σε γνωστές και άγνωστες πηγές και με έντονη την ιστορικότητα. Από τις απαρχές του ελληνικού κράτους έως τη δεκαετία του 1960, μέσα από τη μελέτη μιας σειράς μεταρρυθμιστικών επεισοδίων, ανέδειξε το δίπολο μεταρρύθμιση-αντιμεταρρύθμιση, εντάσσοντάς το στις κοινωνικές συγκρούσεις, συνδέοντάς το με την άνοδο της αστικής τάξης και το κίνημα του δημοτικισμού. Μέσα από το σχήμα του, ο Αλέξης Δημαράς νοηματοδότησε τη συνολική διαδρομή των εκπαιδευτικών πραγμάτων, δημιουργώντας ένα σχήμα όχι μόνο για την κατανόηση της εκπαιδευτικής ιστορίας αλλά γενικότερα της ιστορίας του ελληνικού κράτους. Γιατί, αλήθεια, ήταν πάνω απ’ από όλα ένας ιστορικός, ο οποίος δεν έχανε από το νου του, όσο κι αν το δικό του τιμάριο ήταν η εκπαίδευση, τη συνολική έκταση. Στοίχιζε όλα όσα είχαν γίνει πίσω από μια μεγάλη απουσία, εκείνη της μεταρρύθμισης, ξαναδιαβάζοντας την ιστορία ως μια μάχη όσων τη θέλησαν και όσων την πολέμησαν με όλα τα μέσα, ανάμεσα σε προοδευτικές και συντηρητικές δυνάμεις. Δεν ήταν ο μόνος. Την ίδια εποχή, εκεί στα τέλη της δικτατορίας, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, έλληνες ιστορικοί θα επιχειρούσαν να ξαναδιαβάσουν την ιστορία σε μια προσπάθεια κατανόησής του «πώς φτάσαμε ως εδώ», αναζητώντας τις δυνάμεις που στήριξαν τις μεταρρυθμίσεις, κατά κύριο λόγο φιλοευρωπαϊκές και εκσυγχρονιστικές αλλά και εκείνες τις δυνάμεις που τις αντιπάλεψαν, εκκλησία, καθαρευουσιάνοι, συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις σε μια αέναη διαμάχη. Διαμάχη που έμοιαζε να κουβαλά τον απόηχο των συγκρούσεων των διαφωτιστικών με τους φιλοπατριαρχικούς κύκλους, όπως τις είχε αντιληφθεί ο πατέρας του, ο Κ. Θ. Δημαράς, από τον 18ο αιώνα, δημιουργώντας μια μακρά γενεαλογία. Δεν ήταν άλλωστε και τυχαίες οι εκδόσεις στις οποίες κυκλοφόρησε η Μεταρρύθμιση (στη Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη του «Ερμή» με πρωτεργάτη τον Άλκη Αγγέλου και συνεργάτες όπως ο Φίλιππος Ηλιού, και η Ρένα Σταυρίδη Πατρικίου) ούτε οι ιστορικοί με τους οποίους ο Δημαράς συνομίλησε: ο Βασίλης Κρεμμυδάς, η Άννα Φραγκουδάκη και μια ολόκληρη ομάδα διανοουμένων, που από τη δεκαετία του 1970 επιχείρησε να ερμηνεύσει και κυρίως να αλλάξει την ελληνική κοινωνία μέσα από την ανάγνωση του παρελθόντος της.
Πώς προσεγγίζουμε, σήμερα, σαράντα χρόνια μετά, αυτό το έργο; Ποια ήταν τελικά η ιδεατή μεταρρύθμιση, πόσο θα μπορούσε να αλλάξει την ελληνική κοινωνία; Πώς ξαναγυρνάμε σήμερα στα κείμενα αυτά, όταν λέξεις όπως εκσυγχρονισμός, εξευρωπαϊσμός ακόμη και η ίδια η μεταρρύθμιση έχουν φθαρεί από την πολιτική τους χρήση ή την κρίση των σχέσεων με την Ευρώπη; Και, τελικά, ποιες ήταν οι επιπτώσεις αυτών των μεταρρυθμίσεων όταν εφαρμόστηκαν, όπως λ.χ. η καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας, οι οποίες αποτέλεσαν για πολλά χρόνια κινητήρια δύναμη κοινωνικών και εκπαιδευτικών αγώνων; Αν για πολλά χρόνια οι έννοιες και τα αιτήματα υπήρξαν αυτονόητα, πώς τις ξαναορίζουμε σήμερα, πως επανοικειοποιούμαστε το περιεχόμενό τους;
Σ’ αυτή τη συζήτηση θα μας λείψει η φυσική παρουσία και οι συμβολές του Αλέξη Δημαρά. Μα θα μας συντροφεύει το έργο του, που, όπως συμβαίνει με τα έργα όλων των σημαντικών ιστορικών, θα αποτελέσει πηγή για έμπνευση αλλά και βάση για τον αναστοχασμό των μεθοδολογικών εργαλείων και των βασικών εννοιών μας που συγκροτήθηκαν και με τη δική του ευεργετική παρουσία.
του Βαγγέλη Καραμανωλάκη
Κάθε εποχή και οι άνθρωποί της· σκέφτομαι τον Αλέξη Δημαρά, που χάσαμε ξαφνικά την προηγούμενη εβδομάδα. Ποια άλλη από τη μειλίχια μορφή του μπορεί να εικονογραφήσει καλύτερα την ιστορία της εκπαίδευσης και την εκπαιδευτική πολιτική στη μεταπολίτευση; Όχι μόνο γιατί όλα αυτά τα χρόνια, από το 1974 και μετά, πρωτοστάτησε στις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, σταθερός σύμβουλος σε ώτα μη ακουόντων συνήθως υπουργών Παιδείας. Ούτε πάλι για τους θεσμούς που οργάνωσε ή συνετέλεσε στην ίδρυσή τους, για την τυπική και άτυπη μαθητεία κοντά του ενός μεγάλου αριθμού νέων ερευνητών. Αλλά κυρίως γιατί, όπως ορθά επισημαίνουν ο Παναγιώτης Κιμουρτζής και ο Αντώνης Χουρδάκης, στο αποχαιρετιστήριο κείμενο της Ελληνικής Εταιρείας Ιστορικών της Εκπαίδευσης, ο Δημαράς υπήρξε ο «γενάρχης του πεδίου της ιστορίας της ελληνικής εκπαίδευσης».
Σπάνια άνθρωπος του σιναφιού μας πρόσφερε τόσο απλόχερα τις γνώσεις και τη βοήθεια του στους νεότερους, συνομιλώντας διαρκώς μαζί τους, στηρίζοντας με το κύρος του ατομικές πρωτοβουλίες και συλλογικά εγχειρήματα. Συνδυάζοντας την ανάγκη για την επιστημονική γνώση αλλά και για την εκπαιδευτική αλλαγή, ο Δημαράς υπερασπίστηκε τις απόψεις του με σθένος και προσωπική τιμιότητα, τέτοια που σε έκανε πάντα να τον σέβεσαι ακόμη και εάν διαφωνούσες με τις επιλογές του. Σε όλη τη δημόσια παρουσία του έγραφε και έπραττε επιχειρώντας κάθε φορά να προωθήσει τη μεταρρύθμιση, εκείνη που δεν έγινε, στην οποία πίστεψε όσο τίποτε άλλο. Μια μεταρρύθμιση για την οποία μίλησε ήδη από το πρώτο του έργο, την δίτομη ανθολογία του 1973 με τον τόσο χαρακτηριστικό και οικείο πια τίτλο: Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε.Σπάνια έργο επηρέασε την ιστορία ενός γνωστικού πεδίου τόσο πολύ όσο η ανθολογία την ιστορία της εκπαίδευσης: έδωσε νόημα και υπόσταση σε μια υπόθεση που ως τότε περιπλανιόταν ανάμεσα σε μια συμβαντολογική αφήγηση, επικεντρωμένη κυρίως στο έργο μεγάλων παιδαγωγών, και στην ανάδειξη της εθνικόφρονος διαχρονικής πορείας της ελληνικής εκπαίδευσης. Ο Δημαράς συγκρότησε για πρώτη φορά ένα συνεκτικό έργο, έργο αναφοράς, με το οποίο επιχείρησε να ερμηνεύσει την ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης συγκριτικά, στο πλαίσιο των ευρύτερων πολιτικών και κοινωνικών αλλαγών, στη βάσανο της συνεχούς διασταύρωσης των εκπαιδευτικών σχεδίων με τις σύγχρονές τους πραγματικότητες. Για πρώτη φορά συγκρότησε μια ενιαία αφήγηση για την εκπαίδευση αλλά και για την ίδια την έννοια της μεταρρύθμισης, βασισμένη σε γνωστές και άγνωστες πηγές και με έντονη την ιστορικότητα. Από τις απαρχές του ελληνικού κράτους έως τη δεκαετία του 1960, μέσα από τη μελέτη μιας σειράς μεταρρυθμιστικών επεισοδίων, ανέδειξε το δίπολο μεταρρύθμιση-αντιμεταρρύθμιση, εντάσσοντάς το στις κοινωνικές συγκρούσεις, συνδέοντάς το με την άνοδο της αστικής τάξης και το κίνημα του δημοτικισμού. Μέσα από το σχήμα του, ο Αλέξης Δημαράς νοηματοδότησε τη συνολική διαδρομή των εκπαιδευτικών πραγμάτων, δημιουργώντας ένα σχήμα όχι μόνο για την κατανόηση της εκπαιδευτικής ιστορίας αλλά γενικότερα της ιστορίας του ελληνικού κράτους. Γιατί, αλήθεια, ήταν πάνω απ’ από όλα ένας ιστορικός, ο οποίος δεν έχανε από το νου του, όσο κι αν το δικό του τιμάριο ήταν η εκπαίδευση, τη συνολική έκταση. Στοίχιζε όλα όσα είχαν γίνει πίσω από μια μεγάλη απουσία, εκείνη της μεταρρύθμισης, ξαναδιαβάζοντας την ιστορία ως μια μάχη όσων τη θέλησαν και όσων την πολέμησαν με όλα τα μέσα, ανάμεσα σε προοδευτικές και συντηρητικές δυνάμεις. Δεν ήταν ο μόνος. Την ίδια εποχή, εκεί στα τέλη της δικτατορίας, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, έλληνες ιστορικοί θα επιχειρούσαν να ξαναδιαβάσουν την ιστορία σε μια προσπάθεια κατανόησής του «πώς φτάσαμε ως εδώ», αναζητώντας τις δυνάμεις που στήριξαν τις μεταρρυθμίσεις, κατά κύριο λόγο φιλοευρωπαϊκές και εκσυγχρονιστικές αλλά και εκείνες τις δυνάμεις που τις αντιπάλεψαν, εκκλησία, καθαρευουσιάνοι, συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις σε μια αέναη διαμάχη. Διαμάχη που έμοιαζε να κουβαλά τον απόηχο των συγκρούσεων των διαφωτιστικών με τους φιλοπατριαρχικούς κύκλους, όπως τις είχε αντιληφθεί ο πατέρας του, ο Κ. Θ. Δημαράς, από τον 18ο αιώνα, δημιουργώντας μια μακρά γενεαλογία. Δεν ήταν άλλωστε και τυχαίες οι εκδόσεις στις οποίες κυκλοφόρησε η Μεταρρύθμιση (στη Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη του «Ερμή» με πρωτεργάτη τον Άλκη Αγγέλου και συνεργάτες όπως ο Φίλιππος Ηλιού, και η Ρένα Σταυρίδη Πατρικίου) ούτε οι ιστορικοί με τους οποίους ο Δημαράς συνομίλησε: ο Βασίλης Κρεμμυδάς, η Άννα Φραγκουδάκη και μια ολόκληρη ομάδα διανοουμένων, που από τη δεκαετία του 1970 επιχείρησε να ερμηνεύσει και κυρίως να αλλάξει την ελληνική κοινωνία μέσα από την ανάγνωση του παρελθόντος της.
Πώς προσεγγίζουμε, σήμερα, σαράντα χρόνια μετά, αυτό το έργο; Ποια ήταν τελικά η ιδεατή μεταρρύθμιση, πόσο θα μπορούσε να αλλάξει την ελληνική κοινωνία; Πώς ξαναγυρνάμε σήμερα στα κείμενα αυτά, όταν λέξεις όπως εκσυγχρονισμός, εξευρωπαϊσμός ακόμη και η ίδια η μεταρρύθμιση έχουν φθαρεί από την πολιτική τους χρήση ή την κρίση των σχέσεων με την Ευρώπη; Και, τελικά, ποιες ήταν οι επιπτώσεις αυτών των μεταρρυθμίσεων όταν εφαρμόστηκαν, όπως λ.χ. η καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας, οι οποίες αποτέλεσαν για πολλά χρόνια κινητήρια δύναμη κοινωνικών και εκπαιδευτικών αγώνων; Αν για πολλά χρόνια οι έννοιες και τα αιτήματα υπήρξαν αυτονόητα, πώς τις ξαναορίζουμε σήμερα, πως επανοικειοποιούμαστε το περιεχόμενό τους;
Σ’ αυτή τη συζήτηση θα μας λείψει η φυσική παρουσία και οι συμβολές του Αλέξη Δημαρά. Μα θα μας συντροφεύει το έργο του, που, όπως συμβαίνει με τα έργα όλων των σημαντικών ιστορικών, θα αποτελέσει πηγή για έμπνευση αλλά και βάση για τον αναστοχασμό των μεθοδολογικών εργαλείων και των βασικών εννοιών μας που συγκροτήθηκαν και με τη δική του ευεργετική παρουσία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου