Κυριακή 28 Αυγούστου 2016

Τ ο μ α λ α κ ό υ π ο γ ά σ τ ρ ι ο (σε δυο συνέχειες)
(γραμμένο στις φυλακές Κορυδαλλού στις αρχές του 1973)
Εκείνη την εποχή ήμουν ο «μικρός» στο καφενείο της γειτονιάς. Το πρωί η κίνηση ήταν μικρή. Λίγοι καφέδες, κάνα χαρτί και τάβλι. Δεν κάνανε συγκέντρωση τίποτα τεμπέληδες. Το επάγγελμα αυτό ήταν στη γειτονιά μας πολυτέλεια.
Η συνοικία το πρωί σχεδόν άδειαζε. Άντρες, γυναίκες ακόμα και παιδιά, πριν ο ήλιος ξεμυτίσει γέμισαν τον κεντρικό δρόμο, το «Φαρδύ» όπως το λέγαμε, και ποδαρόδρομο περνούσαν τις γέφυρες του Κραυσίδωνα για να φτάσουν στις φάμπρικες και τις καπναποθήκες της κάτω πόλης. Για όλους, εδώ πάνω στο συνοικισμό, το μεροκάματο ήταν μαζί Θεός και Διάολος.
Έτσι πελάτες έμεναν κάτι μαγαζάτορες και μαστόροι από τα γύρω μαγαζιά, που το πρωί βαρούσαν μύγες. Δε λέω για τον μπακάλη ή τον φούρναρη που έπρεπε να είναι συνεχώς στο πόστο τους. Ήταν όμως ο διπλανός ψιλικατζής, ο φαναρτζής απέναντι, ο ποδηλατάς πιο πέρα κι ο ξυλάς που το καλοκαίρι με τις αναδουλειές κολλούσε μια επιγραφή ΠΟΛΗΤΕ ΠΑΓΟΣ κι έβγαζε το μεροκάματο.
Δεν ήθελαν παρακάλια για να στρωθούν. Στις οκτώ το πρωί να τους γύρω από το τρίποδο μεταλλικό τραπέζι. Αν ξέπεφτε κανένας πελάτης, τους άκουγες...
« Στάσου, κυρά-Στάσα μου. Ένα λεπτάκι κι έφτασα...»
Αυτές τις ώρες έκανα το καλύτερο χάζι δίπλα τους. Η δουλειά ήταν λίγη και μπορούσα να την αράξω για λίγο κοντά τους. Και λέω λίγο γιατί με την πρώτη στραβοριξιά εγώ ήμουν ο φταίχτης για όλα τα βάρητα του κόσμου...
« Ντρίτσα ρόδι... πάρε τα βρωμοπόδαρά σου»
« Άντε κατέβασε τη δραχμή του καφέ, ρε!»
Είχα και εγώ μια γλωσσίτσα ροδάνι. Αμέσως μου απαντούσε:
« Φύγε, ρε μόμολο, μη στο φέρω κολάρο...»
Μα εγώ εννιά έχει ο μήνας. Και δεν έφτανε αυτό. Έβαζα και το χεράκι μου να δείξω κάτι ο έξυπνος. Και τότε η σβερκιά έπεφτε σίγουρα.
Έτσι τρώγαμε το πρωινό. Το απόγευμα άρχιζε το νταραβέρι. Να ποτίσω την αυλή, να βάλω μια τάξη στα τραπέζια, τις αλατιέρες στη θέση τους. Το σούρουπο να είμαστε έτοιμοι για τους πελάτες.
Φορούσα μια ποδιά δεμένη στη μέση. Πάνω τις είχε όλες τις βρωμιές της ίριδας. Ένα μολύβι στ’ αυτί κι ένα μπλοκάκι στην τσέπη. Ήμουν πολυάσχολος. Είχα δέκα τραπέζια πάνω μου.
Το αφεντικό, ο κυρ-Μήτσος, πίσω από τον πάγκο ετοίμαζε τις παραγγελίες. Δούλευε με το δικό του τρόπο. Με το πάσο του θα έλεγε ένας τρίτος. Όμως δεν ήταν έτσι. Ο κυρ-Μήτσος μπορούσε και τη διπλή δουλειά να βγάλει χωρίς να χάσει εκείνο το ήρεμο, το ιεροτελεστικό του ύφος. Κι ένιωθε έτσι. Ήταν αφεντικό στη δουλειά του. Με όνομα πολύ ψηλά για το ντόπιο τσίπουρο, το τυρναβίτικο ούζο αλλά κυρίως για τα μεζελίκια του. Το χτυπημένο και ξεροψημένο στον ήλιο χταποδάκι που το έβαζε λίγο στη σχάρα να τσουρουφλιστεί και στη συνέχεια το περιέλουζε με ξύδι, γινόταν ένας μεζές ταμάμ με το τσίπουρο. Μεζές ξακουστός και στην κάτω πόλη. Δεν ήταν σπάνιο να έρχονται μουστερήδες και από κει.
Ο κυρ-Μήτσος ήταν ένας άνθρωπος ντόμπρος και σταράτος. Δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του. Είχε τον ντορό του κι όλα έπρεπε να γίνονται όπως αυτός πίστευε.
Αντρίκια και σωστά! Όμως εδώ μαζεύονταν κάθε καρυδιάς καρύδι και δεν ήταν εύκολο και μπορετό να χωρέσουν όλοι στα καλούπια του. Ο κυρ-Μήτσος το «ο πελάτης έχει πάντα δίκιο» το είχε πετάξει στα σκουπίδια. Τελικά έμεινε με αλώβητες τις αρχές, αλλά με λίγους πελάτες.
Η αξιοπρέπεια όμως έμεινε ολόκληρη αξιοπρέπεια.
Για να καταλάβετε, σας αναφέρω και τούτο το επεισόδιο. Ένα απόγευμα ήρθε στο καφενείο ένας μπασκίνας να πιει ένα γλυκύ βραστό. Μόλις μ’ έπιασε το μάτι του, μου έδωσε μια σφαλιάρα που μου ήρθε ο ουρανός σφοντύλι. Το γιατί ποτέ δεν το ξεκαθάρισα.
Μα ένας χωροφύλακας εκείνη την εποχή ήταν σωστός αφέντης στο χώρο του. Ιδιαίτερα στους μαγαζάτορες που μ’ ένα γράψιμο τους έκαιγε τη γούνα:
«Δεν άσπρισες χθες το πεζοδρόμιο», «Έριξες βρώμικα νερά στο δρόμο», «Έκλεισες δυο λεφτά αργότερα».
Χίλιες αφορμές μπορούσαν να βρεθούν ή και να εφευρεθούν για να πέσει το πρόστιμο. Είναι μεγάλο πράγμα η εξουσία στον άνθρωπο, φίλε μου! Του δίνει ένα μέτρο μπόι παραπάνω!
Τι ήταν όμως να μου δώσει το χαστούκι. Ο κυρ-Μήτσος έγινε θεριό ανήμερο. Κατακόκκινος, με τα χέρια στη μέση, του είπε γιομάτος θυμό:
« Άκουσε, χωροφύλακα. Εδώ δεν είναι δρόμος. Αν είσαι μεθυσμένος, τα ξερατά σου αλλού. Το παιδί είναι του μαγαζιού κι άμα το ξανακάνεις θα σε πετάξω έξω στο πι και φι»
Ο μπασκίνας ασυνήθιστος σε τέτοιο μπάσιμο έβαλε την ουρά στα σκέλια.
« Κυρ-Μήτσο δεν ήθελα να σε προσβάλω. Ο μπάσταρδος μου έβγαλε γλώσσα προχτές στη σκοπιά»
Εγώ γεμάτος λύσσα είχα λουφάξει ανίσχυρος σε μια γωνιά. Όμως τον κυρ-Μήτσο τον έβαλα μέσα στην καρδιά μου. Με στήριξε ό,τι και να πεις κι αυτό ήταν ήδη πολύ
Το βράδυ τα καραφάκια πηγαινοέρχονταν. Γύρω από τα τραπέζια άνοιγαν συζητήσεις για όλα τα πράγματα του κόσμου. Εμένα δε μου έμενε καιρός για σκέψη. Η δουλειά μ’ απορροφούσε. Ο κυρ-Μήτσος όμως –πώς τα κατάφερνε αλήθεια– είχε τ’ αυτί τεντωμένο σαν λαγωνικό κι άρπαζε από παντού κουβέντες.
Έξω από το μαγαζί είχε κρεμασμένες κάτι πελώριες κουδούνες. Άγνωστο πώς έπεσαν εδώ τέτοια πράγματα που θύμιζαν στάνη και βοσκούς. Μ’ ένα πολύπλοκο σύστημα –κορδόνι, κορδονάκι– μπορούσε να τα κανοναρχεί από μέσα.
Έτσι μόλις τ’ αυτί του άρπαζε κάνα χοντρό, τράβαγε τα κορδόνια κι η γειτονιά όλη γέμιζε με τα ντιγκ-νταγκ των κουδουνιών.
Οι νοικοκυρές στα διπλανά σπίτια τότε έλεγαν:
« Πάλι κάποιος λέει ψέματα. Τα κουδούνια ακούγονται»
Ο κυρ-Μήτσος μ’ ένα πρόσωπο γεμάτο ευχαρίστηση το χαιρόταν με τη ψυχή του. Εμένα δε μου άρεσε καθόλου τούτη η φάμπρικα. Γιατί μια φορά το τράβηξε και για τον Γέρο μου που κάτι είπε. Αυτό δε μου έφευγε με τίποτα.
Το βερεσέ ήταν κανόνας στη γειτονιά μας. Αλίμονο στο μαγαζί που δούλευε μόνο «τοις μετρητοίς». Όλοι οι πελάτες ήταν εργατιά που πιαναν στα χέρια τους λεφτά μόνο τ’ απόγευμα του Σαββάτου και σε μια ώρα –άντε στον μπακάλη, άντε στον φούρναρη, άντε στον έμπορα– δεν έμενε πεντάρα τσακιστή.
Ο κυρ-Μήτσος είχε έναν πρωτότυπο τρόπο να μην παγώνουν τα βερεσέδια. Τα έγραφε σ’ ένα πίνακα με τεμπεσίρι κι είχε περάσει πονηρά την άποψη πως δεν είναι αντρίκιο να είσαι κει πάνω. Άντε να κάνεις διαφορετικά.
Σαν περνούσε η ώρα έσπαγε η δουλειά. Έμεναν δυο-τρεις παρέες και τότε άραζα στην καρέκλα και τους άκουγα. Και τι δεν άκουγα!
Ε! λοιπόν σε μια τέτοια συζήτηση μια φράση ήρθε και μου κόλλησε σαν στρείδι στο μυαλό...
Το μαλακό υπογάστριο!
Δεν έπιασα πολλά. Για τον πόλεμο μιλούσαν. Αργότερα τα έφερα σε μια τάξη στο μυαλό μου.
Το μαλακό το καταλάβαινα. Να! Σαν βυζιά της Αργυρώς που τα έπιασα μια Κυριακή στο μπάνιο. Αυτά ήταν μαλακά. Είχαμε πάει οικογενειακώς. Η Αργυρώ άμαθη με τη θάλασσα φοβόταν το νερό, όπως ο διάολος το λιβάνι. Ιππότης από τα γεννοφάσκια του ο άντρας, ανέλαβα εγώ να της μάθω μπάνιο. Κι όπως την έπιασα, κατά λάθος –μάρτυράς μου η γλυκιά Μαγδαληνή– το χέρι μου κει που την κρατούσα, χώθηκε μες στον κόρφο της κάτω από το λεπτό κομπινεζόν. Ήταν δυο χρόνια μεγαλύτερή μου και η αφιλότιμη δεν έβγαλε μιλιά. Μου έριξε ένα βλέμμα γλαρό κι είπε:
« Βάστα με... Μη μ’ αφήσεις... βάστα με»
Μα και χωρίς να μου το πει εγώ θα την κράταγα μέχρι να λιποθυμήσω. Όμως η ευτυχία μου δεν κράτησε πολύ. Ένα κύμα ήρθε και της έκλεισε το στόμα. Σηκώθηκε όρθια και έβηχε, έβηχε συνέχεια να βγάλει την αλμύρα που κατάπιε.
Εγώ της έλεγα:
« Έλα μαρή πάλι. Έτσι θα μάθεις»
Μα αυτή τίποτα. Είχε μπει μέσα της ο φόβος. Αχ! Και να ήμουνα λίγο μεγαλύτερος, να την αρπάξω από τα μαλλιά και να την ανασκελώσω με το ζόρι. Μα ήμουν μικρός ο έρημος κι άμαθος με τη γυναίκα.
Το μαλακό το ήξερα λοιπόν. Δεν χωρούσε καμιά αμφιβολία. Ήταν σαν τα βυζιά της Αργυρώς. Όμως εκείνο το υπογάστριο δεν μου έλεγε τίποτα. Όχι πως ήμουν καμιά αγαθόπαπια. Το λεξιλόγιό μου, πλασμένο μέσα στους ζωντανούς κι επικίνδυνους δρόμους της γειτονιάς, είχε λέξεις που θα σόκαραν τον ίδιο το διάολο. Το υπογάστριο δεν άναβε κανένα λαμπάκι μέσα μου. Το γυρόφερνα από δω κι από κει μα τίποτα. Έμενε μια άγνωστη λέξη και δεν ρωτούσα αριστερά και δεξιά. Είχα και εγώ το εγωισμό μου. Έτσι αυτή η λέξη έμεινε μ’ ένα ερωτηματικό στο τέλος της σε μια γωνίτσα του μυαλού μου για να βγει πάλι με την πρώτη ευκαιρία….
συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου