Ο Γεώργιος Καρτάλης
Όλα στο Βόλο θυμίζουν τους Καρτάληδες. Μεγάλη και ιστορική οικογένεια, σφράγισε την πόλη. Δήμαρχοι, βουλευτές, υπουργοί. Και η πόλη τους τίμησε. Κεντρικοί δρόμοι φέρουν τ’ όνομά τους: Κωνσταντίνος Καρτάλης, Ιωάννης Καρτάλης, Γεώργιος Καρτάλης.
Τον τελευταίο, πέρα από τους πασίγνωστους και αντικειμενικούς λόγους, τον αγαπώ και για ένα προσωπικό και αξέχαστο συμβάν.
Συνέβη στη περίοδο του 1952 στην προεκλογική συγκέντρωση του κόμματος της Ε.Π.Ε.Κ. στη Νέα Ιωνία. Στη συνοικία μας το κόμμα αυτό είχε σημαντική δύναμη γιατί ο αρχηγός του, ο Νικόλαος Πλαστήρας, ο μαύρος καβαλάρης, ήταν ο ήρωας των προσφύγων. Η συγκέντρωση γινόταν σε μια ταβέρνα στον κεντρικό δρόμο της συνοικίας, το «Φαρδύ». Παλαιότερα λεγόταν οδός Βασιλέως Παύλου. Όταν αργότερα έκλεισε η ταβέρνα και χτίστηκε το οικόπεδο από την αρχή, εκεί μετακόμισε το φαρμακείο του κ. Λεωνίδα Νησιώτη, όπου για ένα φεγγάρι αργότερα εργάστηκα, κυρίως την εποχή της Ασιατικής γρίπης.
Η συγκέντρωση ήταν το απόγευμα κι εγώ έντεκα στα δώδεκα χρονών αγόρι με κοντά παντελόνια, δεν έχανα με τίποτε τέτοια γεγονότα. Περίεργος, χωνόμουν μέσα σ’ όλα.
Ο Γεώργιος Καρτάλης, υπουργός των Οικονομικών στη Κυβέρνηση που αποχωρούσε μιλούσε παραθέτοντας μια σειρά αριθμών και εντυπωσίαζε το ακροατήριο με τις γνώσεις του. Τα περισσότερα δεν τα καταλάβαινα. Παρατηρούσα τους ανθρώπους, τις αντιδράσεις τους και χειροκροτούσα κι εγώ μαζί τους.
Κάποια στιγμή, κάτω από μια καρέκλα είδα ένα φάκελο. Έσκυψα με προσοχή, τον πήρα και τον έχωσα στην κωλοτσέπη. Αυτομάτως έχασα κάθε ενδιαφέρον για την εκδήλωση. Τώρα μ’ έκαιγε η περιέργεια να δω τι έχει ο φάκελος μέσα.
Διακριτικά βγήκα έξω, πέρασα το ζαχαροπλαστείο του Σαουλίδη, έστριψα στην Βασιλίσσης Φρειδερίκης και στο φούρνο του Ξάνθη πέρασα στο απέναντι πεζοδρόμιο. Δίπλα στο φούρνο ήταν το Γ΄ αστυνομικό τμήμα. Φοβήθηκα μήπως ο σκοπός-χωροφύλακας διαβάσει στα μάτια μου το «έγκλημα».
Χώθηκα στα στενά των προσφυγικών τετραγώνων και λίγο πριν βγω στην οδό Κρήτης, που ήταν το σπίτι μου, μέσα στο στενό του Σαββάκη, έβγαλα το φάκελο και τον άνοιξα.
Πάγωσε το αίμα μου! Τόσα λεφτά δεν είχα ξαναπιάσει στα χέρια μου. Κοίταξα πάνω-κάτω μη με πήρε κάνα μάτι κι έχωσα το φάκελο στον κόρφο. Φουλαριστός μπήκα στο σπίτι. Η Μάνα πάνω στη γκαζιέρα έβλεπε το φαγητό που έβραζε. Της το είπα κι αμέσως εκείνη έμπηξε μια φωνή.
- Αναστάαααση!
Ο Πατέρας ήταν στο διπλανό τσιπουράδικο. Κάθε απόγευμα που γύριζε από το εργοστάσιο κατέβαζε ένα εικοσπενταράκι* με λίγο μεζέ. Ένα αλμυρό, μια πιπεριά τουρσί, δύο θρούμπες. Έτσι για ν’ ανοίξει η όρεξη.
Ο Πατέρας έφτασε αμέσως.
« Τι είναι; Ετοιμάστηκε κιόλας το φαγητό;»
Η κυρά-Δέσποινα του έδωσε το φάκελο και του εξήγησε τι έγινε. Αυτός έβγαλε από το φάκελο τα λεφτά. Τα μέτρησε και τα ξαναμέτρησε με προσοχή.
«Τριακόσιες σαράντα χιλιάδες!!»
Μην τρομάζετε! Ακόμα ο Παπάγος δεν είχε γίνει κυβέρνηση. Ο Σπύρος Μαρκεζίνης δεν είχε κόψει τα μηδενικά. Ήταν δηλαδή 340 δραχμές κάτι λιγότερο από ένα σημερινό ευρώ. Τότε όμως ήταν σημαντικό ποσό.
Ο μπάρμπα -Αναστάσης, μετά από ένα μικρό δισταγμό, πήρε την απόφασή του.
« Δεν είναι από ντόπιο δικό μας. Το βδομαδιάτικο είναι 240 χιλιάδες. Θα έπεσαν από κάποιον που ήρθε από κάτω. Δεν θα πεθάνει από τη στεναχώρια του! Θα τα κρατήσουμε εμείς. Αλλά τσιμουδιά. Να μη μάθει κανείς τίποτα»
Πήγε στο συρτάρι κι έφερε τα τεφτέρια. 150 χιλιάδες στο μπακάλη, 100 χιλιάδες στο φούρναρη, 50 χιλιάδες στο μανάβη.
« Αύριο, κυρά, να πας να τα δώσεις. Να κατέβουν λίγο τα βερεσέδια»
Από τις σαράντα χιλιάδες που περίσσεψαν μου έδωσε τις είκοσι.
«Εσύ αύριο θα πας να πάρεις γλυκά. Όχι από του Σαουλίδη, του δικού μας ζαχαροπλάστη. Θα του μπουν ψύλλοι στ’ αυτιά. Το λαχείο τους έπεσε; θα πει. Θα πας κάτω στη πόλη.
Την άλλη μέρα το πρωί τρεχάτος πέρασα τη γέφυρα. Για ν’ αγοράσω γλυκά έφτασα Καρτάλη και Δημητριάδος. Πήρα τρεις κορνέδες, αρκετούς λουκουμάδες και λίγα κουρκουμπίνια Πολλές φορές τα έβλεπα στη βιτρίνα και τα λιμπιζόμουν. Πηγαίνοντας από παράδρομους γύρισα τροπαιοφόρος στο σπίτι. Γλυκάθηκε για τα καλά το στόμα μας. Περισσότερο όμως γλυκάθηκε η ψυχούλα μου.
Ό,τι έγινε, έγινε με τη δική μου συμβολή!
Ένας φουσκωμένος διάνος κυκλοφορούσε για μέρες μέσα στο σπίτι...
* 25 δράμια. Ακόμα βασίλευε η οκά που τα είχε τετρακόσια.
Όλα στο Βόλο θυμίζουν τους Καρτάληδες. Μεγάλη και ιστορική οικογένεια, σφράγισε την πόλη. Δήμαρχοι, βουλευτές, υπουργοί. Και η πόλη τους τίμησε. Κεντρικοί δρόμοι φέρουν τ’ όνομά τους: Κωνσταντίνος Καρτάλης, Ιωάννης Καρτάλης, Γεώργιος Καρτάλης.
Τον τελευταίο, πέρα από τους πασίγνωστους και αντικειμενικούς λόγους, τον αγαπώ και για ένα προσωπικό και αξέχαστο συμβάν.
Συνέβη στη περίοδο του 1952 στην προεκλογική συγκέντρωση του κόμματος της Ε.Π.Ε.Κ. στη Νέα Ιωνία. Στη συνοικία μας το κόμμα αυτό είχε σημαντική δύναμη γιατί ο αρχηγός του, ο Νικόλαος Πλαστήρας, ο μαύρος καβαλάρης, ήταν ο ήρωας των προσφύγων. Η συγκέντρωση γινόταν σε μια ταβέρνα στον κεντρικό δρόμο της συνοικίας, το «Φαρδύ». Παλαιότερα λεγόταν οδός Βασιλέως Παύλου. Όταν αργότερα έκλεισε η ταβέρνα και χτίστηκε το οικόπεδο από την αρχή, εκεί μετακόμισε το φαρμακείο του κ. Λεωνίδα Νησιώτη, όπου για ένα φεγγάρι αργότερα εργάστηκα, κυρίως την εποχή της Ασιατικής γρίπης.
Η συγκέντρωση ήταν το απόγευμα κι εγώ έντεκα στα δώδεκα χρονών αγόρι με κοντά παντελόνια, δεν έχανα με τίποτε τέτοια γεγονότα. Περίεργος, χωνόμουν μέσα σ’ όλα.
Ο Γεώργιος Καρτάλης, υπουργός των Οικονομικών στη Κυβέρνηση που αποχωρούσε μιλούσε παραθέτοντας μια σειρά αριθμών και εντυπωσίαζε το ακροατήριο με τις γνώσεις του. Τα περισσότερα δεν τα καταλάβαινα. Παρατηρούσα τους ανθρώπους, τις αντιδράσεις τους και χειροκροτούσα κι εγώ μαζί τους.
Κάποια στιγμή, κάτω από μια καρέκλα είδα ένα φάκελο. Έσκυψα με προσοχή, τον πήρα και τον έχωσα στην κωλοτσέπη. Αυτομάτως έχασα κάθε ενδιαφέρον για την εκδήλωση. Τώρα μ’ έκαιγε η περιέργεια να δω τι έχει ο φάκελος μέσα.
Διακριτικά βγήκα έξω, πέρασα το ζαχαροπλαστείο του Σαουλίδη, έστριψα στην Βασιλίσσης Φρειδερίκης και στο φούρνο του Ξάνθη πέρασα στο απέναντι πεζοδρόμιο. Δίπλα στο φούρνο ήταν το Γ΄ αστυνομικό τμήμα. Φοβήθηκα μήπως ο σκοπός-χωροφύλακας διαβάσει στα μάτια μου το «έγκλημα».
Χώθηκα στα στενά των προσφυγικών τετραγώνων και λίγο πριν βγω στην οδό Κρήτης, που ήταν το σπίτι μου, μέσα στο στενό του Σαββάκη, έβγαλα το φάκελο και τον άνοιξα.
Πάγωσε το αίμα μου! Τόσα λεφτά δεν είχα ξαναπιάσει στα χέρια μου. Κοίταξα πάνω-κάτω μη με πήρε κάνα μάτι κι έχωσα το φάκελο στον κόρφο. Φουλαριστός μπήκα στο σπίτι. Η Μάνα πάνω στη γκαζιέρα έβλεπε το φαγητό που έβραζε. Της το είπα κι αμέσως εκείνη έμπηξε μια φωνή.
- Αναστάαααση!
Ο Πατέρας ήταν στο διπλανό τσιπουράδικο. Κάθε απόγευμα που γύριζε από το εργοστάσιο κατέβαζε ένα εικοσπενταράκι* με λίγο μεζέ. Ένα αλμυρό, μια πιπεριά τουρσί, δύο θρούμπες. Έτσι για ν’ ανοίξει η όρεξη.
Ο Πατέρας έφτασε αμέσως.
« Τι είναι; Ετοιμάστηκε κιόλας το φαγητό;»
Η κυρά-Δέσποινα του έδωσε το φάκελο και του εξήγησε τι έγινε. Αυτός έβγαλε από το φάκελο τα λεφτά. Τα μέτρησε και τα ξαναμέτρησε με προσοχή.
«Τριακόσιες σαράντα χιλιάδες!!»
Μην τρομάζετε! Ακόμα ο Παπάγος δεν είχε γίνει κυβέρνηση. Ο Σπύρος Μαρκεζίνης δεν είχε κόψει τα μηδενικά. Ήταν δηλαδή 340 δραχμές κάτι λιγότερο από ένα σημερινό ευρώ. Τότε όμως ήταν σημαντικό ποσό.
Ο μπάρμπα -Αναστάσης, μετά από ένα μικρό δισταγμό, πήρε την απόφασή του.
« Δεν είναι από ντόπιο δικό μας. Το βδομαδιάτικο είναι 240 χιλιάδες. Θα έπεσαν από κάποιον που ήρθε από κάτω. Δεν θα πεθάνει από τη στεναχώρια του! Θα τα κρατήσουμε εμείς. Αλλά τσιμουδιά. Να μη μάθει κανείς τίποτα»
Πήγε στο συρτάρι κι έφερε τα τεφτέρια. 150 χιλιάδες στο μπακάλη, 100 χιλιάδες στο φούρναρη, 50 χιλιάδες στο μανάβη.
« Αύριο, κυρά, να πας να τα δώσεις. Να κατέβουν λίγο τα βερεσέδια»
Από τις σαράντα χιλιάδες που περίσσεψαν μου έδωσε τις είκοσι.
«Εσύ αύριο θα πας να πάρεις γλυκά. Όχι από του Σαουλίδη, του δικού μας ζαχαροπλάστη. Θα του μπουν ψύλλοι στ’ αυτιά. Το λαχείο τους έπεσε; θα πει. Θα πας κάτω στη πόλη.
Την άλλη μέρα το πρωί τρεχάτος πέρασα τη γέφυρα. Για ν’ αγοράσω γλυκά έφτασα Καρτάλη και Δημητριάδος. Πήρα τρεις κορνέδες, αρκετούς λουκουμάδες και λίγα κουρκουμπίνια Πολλές φορές τα έβλεπα στη βιτρίνα και τα λιμπιζόμουν. Πηγαίνοντας από παράδρομους γύρισα τροπαιοφόρος στο σπίτι. Γλυκάθηκε για τα καλά το στόμα μας. Περισσότερο όμως γλυκάθηκε η ψυχούλα μου.
Ό,τι έγινε, έγινε με τη δική μου συμβολή!
Ένας φουσκωμένος διάνος κυκλοφορούσε για μέρες μέσα στο σπίτι...
* 25 δράμια. Ακόμα βασίλευε η οκά που τα είχε τετρακόσια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου