Μια αναδρομή της εκπαίδευσης
Σε όλες τις κοινωνίες η συμβίωση των μελών τους εξαρτάται αρχικά από τη ρύθμιση των σχέσεων των ατόμων με σκοπό την αποφυγή συγκρούσεων και στη συνέχεια από την τακτική επανάληψη ορισμένων ενεργειών – λειτουργιών όπως για παράδειγμα η αγωγή των παιδιών, που είναι δεσμευτικές για τη συμπεριφορά των ατόμων. Το σχολείο καθίσταται ένας κοινωνικός θεσμός στο πλαίσιο του οποίου έχει ανατεθεί δεσμευτικά η μέριμνά του να οικειοποιηθεί η νέα γενιά μέσω προγραμματισμένης εκπαιδευτικής διαδικασίας τα πολιτιστικά και κοινωνικά επιτεύγματα της κοινωνικής ομάδας που ανήκει. Στις σύγχρονες μετα-βιομηχανικές κοινωνίες που στηρίζονται στην επιστημονική γνώση και τεχνολογία, η μετάδοση των πολιτιστικών στοιχείων δε σημαίνει στατική αναπαραγωγή γνώσεων – στάσεων αλλά κριτική ικανότητα για αναθεώρηση της προηγούμενης γνώσης που οδηγεί σε επιστημονική πρόοδο.
Στην προβιομηχανική πατριαρχική κοινωνία οι οικογένειες παρήγαγαν τα αναγκαία για την επιβίωσή τους και κατανάλωναν τα αγαθά της παραγωγής τους. Το παιδί γεννιόταν και ερχόταν σε επαφή (κοινωνική) με όλα τα μέλη της οικογένειας – όχι με το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο – όπου αποκτούσε τον κοινωνικό του ρόλο (καθορισμένες προσδοκίες και στερεότυπα). Στο κλειστό αυτό οικονομικό σύστημα (επανάληψη των ίδιων επαγγελματικών ασχολιών από πατέρα σε γιο), ο τόπος εργασίας αποτελούσε ή ήταν κοντά στον τόπο κατοικίας. Κάτω από αυτές τις συνθήκες –όπου δε χρειαζόταν μαζική εκπαίδευση – η μόρφωση-αγωγή αφορούσε τα υψηλά κοινωνικά στρώματα που θα ασκούσαν αργότερα ηγετικό ρόλο στην πολιτική, στρατιωτική ή οικονομική ζωή, ενώ τα χαμηλά στρώματα περιορίζονταν σε θρησκευτικές μόνο υποχρεώσεις.
Με τη βιομηχανική επανάσταση, η παραγωγή και οικονομία από σημείο αναφοράς την οικογένεια μεταβιβάστηκε στην μαζικοποίηση της παραγωγής προϊόντων στα εργοστάσια. Η οικογένεια έγινε πυρηνική, η γυναίκα εισήλθε στην απασχόληση, το παιδί – το οποίο από συμμετέχων στην παραγωγή μετατρέπεται σε καταναλωτή – έπρεπε να προετοιμαστεί για την ευρύτερη κοινωνική του ένταξη και το νέο καπιταλιστικό σύστημα που με τη σύσταση ενός ενιαίου – εθνικού κράτους έπρεπε να φροντίσει άμεσα ή έμμεσα για την πολιτισμική, κοινωνική και εκπαιδευτική συνοχή και ομοιογένεια του ευρύτερου πληθυσμού. Η νέα οικονομική κατάσταση απαιτούσε κατανομή της εργασίας, εξειδικευμένες γνώσεις και ικανότητες από τα άτομα που συμμετείχαν στην παραγωγή. Η δημιουργία ανάλογου εκπαιδευτικού συστήματος (σχολείου) κρίθηκε αναγκαία, απευθυνόταν σε όλους τους πολίτες και αποτελούσε υποχρέωση του εθνικού κράτους.
Από τις αρχές του 19ου αιώνα το σχολείο αποτέλεσε ένα κοινωνικό υποσύστημα, μια οργανωμένη κοινωνική ενότητα με προσδιορισμένες νομικά οργανωτικές – διοικητικές λειτουργίες (εκπαιδευτική ιεραρχία, τάξεις, αναλυτικά προγράμματα, κανόνες, περιορισμοί), με συγκεκριμένες κοινωνικές απαιτήσεις (σχολική και ατομική αγωγή, κοινωνικοποίηση, μόρφωση, μάθηση) και με προκαθορισμένους ρόλους (διοικητικές υπηρεσίες, δάσκαλοι, μαθητές, ενδοσχολική επικοινωνία).
Από τις αρχές του 20ου αιώνα το σχολείο προσανατολίστηκε στα ενδιαφέροντα και στις εμπειρίες των παιδιών, στην ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας του παιδιού και στη βελτίωση σχέσης δασκάλου – μαθητή ενώ μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο τονίζεται η συμβολή του σχολείου στην οικονομική ανάπτυξη και η διασφάλιση της εκπαιδευτικής ισότητας και δικαιοσύνης.
Ωστόσο μετά το 1960 ως σήμερα το σχολείο αμφισβητείται έντονα για το σύστημα γνώσεων και αξιών που καλλιεργεί, για την αναπαραγωγή μιας κοινωνικής ανισότητας, για την παρακώλυση της πρωτοβουλίας και δημιουργικότητας στην τεχνολογική εποχή, για τις συγκρούσεις ρόλων και προσδοκιών και για την ποιότητα της κοινωνικοποίησης που παρέχει σε σχέση με άλλες εξωσχολικές εστίες κοινωνικοποίησης.[..]
(ΧΟΥΡΔΑΚΗΣ Α., ΘΕΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ
Σε όλες τις κοινωνίες η συμβίωση των μελών τους εξαρτάται αρχικά από τη ρύθμιση των σχέσεων των ατόμων με σκοπό την αποφυγή συγκρούσεων και στη συνέχεια από την τακτική επανάληψη ορισμένων ενεργειών – λειτουργιών όπως για παράδειγμα η αγωγή των παιδιών, που είναι δεσμευτικές για τη συμπεριφορά των ατόμων. Το σχολείο καθίσταται ένας κοινωνικός θεσμός στο πλαίσιο του οποίου έχει ανατεθεί δεσμευτικά η μέριμνά του να οικειοποιηθεί η νέα γενιά μέσω προγραμματισμένης εκπαιδευτικής διαδικασίας τα πολιτιστικά και κοινωνικά επιτεύγματα της κοινωνικής ομάδας που ανήκει. Στις σύγχρονες μετα-βιομηχανικές κοινωνίες που στηρίζονται στην επιστημονική γνώση και τεχνολογία, η μετάδοση των πολιτιστικών στοιχείων δε σημαίνει στατική αναπαραγωγή γνώσεων – στάσεων αλλά κριτική ικανότητα για αναθεώρηση της προηγούμενης γνώσης που οδηγεί σε επιστημονική πρόοδο.
Στην προβιομηχανική πατριαρχική κοινωνία οι οικογένειες παρήγαγαν τα αναγκαία για την επιβίωσή τους και κατανάλωναν τα αγαθά της παραγωγής τους. Το παιδί γεννιόταν και ερχόταν σε επαφή (κοινωνική) με όλα τα μέλη της οικογένειας – όχι με το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο – όπου αποκτούσε τον κοινωνικό του ρόλο (καθορισμένες προσδοκίες και στερεότυπα). Στο κλειστό αυτό οικονομικό σύστημα (επανάληψη των ίδιων επαγγελματικών ασχολιών από πατέρα σε γιο), ο τόπος εργασίας αποτελούσε ή ήταν κοντά στον τόπο κατοικίας. Κάτω από αυτές τις συνθήκες –όπου δε χρειαζόταν μαζική εκπαίδευση – η μόρφωση-αγωγή αφορούσε τα υψηλά κοινωνικά στρώματα που θα ασκούσαν αργότερα ηγετικό ρόλο στην πολιτική, στρατιωτική ή οικονομική ζωή, ενώ τα χαμηλά στρώματα περιορίζονταν σε θρησκευτικές μόνο υποχρεώσεις.
Με τη βιομηχανική επανάσταση, η παραγωγή και οικονομία από σημείο αναφοράς την οικογένεια μεταβιβάστηκε στην μαζικοποίηση της παραγωγής προϊόντων στα εργοστάσια. Η οικογένεια έγινε πυρηνική, η γυναίκα εισήλθε στην απασχόληση, το παιδί – το οποίο από συμμετέχων στην παραγωγή μετατρέπεται σε καταναλωτή – έπρεπε να προετοιμαστεί για την ευρύτερη κοινωνική του ένταξη και το νέο καπιταλιστικό σύστημα που με τη σύσταση ενός ενιαίου – εθνικού κράτους έπρεπε να φροντίσει άμεσα ή έμμεσα για την πολιτισμική, κοινωνική και εκπαιδευτική συνοχή και ομοιογένεια του ευρύτερου πληθυσμού. Η νέα οικονομική κατάσταση απαιτούσε κατανομή της εργασίας, εξειδικευμένες γνώσεις και ικανότητες από τα άτομα που συμμετείχαν στην παραγωγή. Η δημιουργία ανάλογου εκπαιδευτικού συστήματος (σχολείου) κρίθηκε αναγκαία, απευθυνόταν σε όλους τους πολίτες και αποτελούσε υποχρέωση του εθνικού κράτους.
Από τις αρχές του 19ου αιώνα το σχολείο αποτέλεσε ένα κοινωνικό υποσύστημα, μια οργανωμένη κοινωνική ενότητα με προσδιορισμένες νομικά οργανωτικές – διοικητικές λειτουργίες (εκπαιδευτική ιεραρχία, τάξεις, αναλυτικά προγράμματα, κανόνες, περιορισμοί), με συγκεκριμένες κοινωνικές απαιτήσεις (σχολική και ατομική αγωγή, κοινωνικοποίηση, μόρφωση, μάθηση) και με προκαθορισμένους ρόλους (διοικητικές υπηρεσίες, δάσκαλοι, μαθητές, ενδοσχολική επικοινωνία).
Από τις αρχές του 20ου αιώνα το σχολείο προσανατολίστηκε στα ενδιαφέροντα και στις εμπειρίες των παιδιών, στην ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας του παιδιού και στη βελτίωση σχέσης δασκάλου – μαθητή ενώ μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο τονίζεται η συμβολή του σχολείου στην οικονομική ανάπτυξη και η διασφάλιση της εκπαιδευτικής ισότητας και δικαιοσύνης.
Ωστόσο μετά το 1960 ως σήμερα το σχολείο αμφισβητείται έντονα για το σύστημα γνώσεων και αξιών που καλλιεργεί, για την αναπαραγωγή μιας κοινωνικής ανισότητας, για την παρακώλυση της πρωτοβουλίας και δημιουργικότητας στην τεχνολογική εποχή, για τις συγκρούσεις ρόλων και προσδοκιών και για την ποιότητα της κοινωνικοποίησης που παρέχει σε σχέση με άλλες εξωσχολικές εστίες κοινωνικοποίησης.[..]
(ΧΟΥΡΔΑΚΗΣ Α., ΘΕΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου