Πρόλογος (4)
……..Η προσπάθεια μου αυτή με βοήθησε τα μέγιστα στο τρίτο εγχείρημα μελέτης, που έκανα και που αφορούσε τα φροντιστήρια στην Ελλάδα. Την ιστορία και τους ανθρώπους τους. Ήταν ο χώρος εργασίας μου. Ήξερα πολύ καλά με τι κόπο έβγαζα τα χρήματα με τα οποία ζούσα την οικογένειά μου. Ένιωθα έντονα το αίσθημα της ανασφάλειας που πάντα με κρατούσε σε εγρήγορση και προσαρμογή σε κάθε αλλαγή ενός περαστικού και σχετικά αδαούς για τη θέση υπουργού Παιδείας. Ήμασταν σε συνεχή έλεγχο της εφορίας με τη γνωστή σε κάθε έναν Έλληνα που δεν είναι διορισμένος στο δημόσιο συμπεριφορά του εφοριακού και τις απαιτήσεις του πάνω στον ιδρώτα του «κακού ιδιώτη». Με ωράρια εργασίας θανατερά. Σκέφτομαι πόσοι συνάδελφοι μου δεν πρόλαβαν να φτάσουν στο νήμα της σύνταξης….
Αλλά να το ξεκαθαρίσω μη γίνει παρεξήγηση. Αυτή η δουλειά ήταν επιλογή μου. Δε μου επιβλήθηκε από τα πράγματα. Εγώ τη διάλεξα! Είναι γνωστό ότι μπορούσα να διοριστώ στη δημόσια εκπαίδευση σε πολλές ευκαιρίες. Πρώτον με την παλαιά επετηρίδα- λίστα αναμονής. Δεύτερον, μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, με τον «ευεργετικό» νόμο για τους αντιστασιακούς της επταετίας με αναγνώριση κιόλας χρόνων προϋπηρεσίας. Είχα κι άλλες δελεαστικές προτάσεις που τις απέρριψα μέσα στην ανένδοτη αντίληψή μου ότι δε θα πάρω δραχμή για κάτι που ήταν καθήκον μου να κάνω. Είναι ευχαριστημένος και χαρούμενος γιατί αυτό το τήρησα μέχρι κεραίας.
Με ανεπτυγμένη την γλυκιά αρρώστια του συλλέκτη μάζευα από νωρίς κάθε τι σχετικό. Με βοήθησαν κι άλλοι άνθρωποι για τον εμπλουτισμό των στοιχείων, αλλά γι αυτά θα είμαι αναλυτικότερος στο κυρίως κείμενο. Όλα ξεκίνησαν από την πίκρα που ένιωθα σαν άτομο, από την ευκολία που άσχετοι κι αποτυχόντες του επαγγέλματος έριχναν με περισσή ευκολία τις κατάρες τους στον «επάρατο θεσμό της παραπαιδείας» Κι αυτό όταν κι όποτε εξασφάλιζαν το σίγουρο λιμάνι της μονιμότητας στο ανεξέλεγκτο δημόσιο. Άκουγα από συνδικαλιστικά στόματα και διάβαζα εύκολα μηδενιστικά κείμενα για το δικό μου επάγγελμα, ενώ αγίαζαν τη δική τους ανευθυνότητα. Όχι! Μ’ έπιασε το πείσμα, έπρεπε να απαντήσω! Αυτή ήταν η αφορμή, μα στην πορεία ανιχνεύοντας όλο και πιο βαθιά τις περασμένες δεκαετίες για τον κλάδο ανακάλυψα φλέβα χρυσού
Το 2005 δημοσιεύτηκε η πρώτη έκδοση του βιβλίου «Τα φροντιστήρια στην Ελλάδα. Ιστορία και οι άνθρωποι». Μετά την παρουσίαση που έγινε στα γραφεία της ΟΕΦΕ, έδωσα την υπόσχεση ότι θα επανέλθω δριμύτερος. Πράγματι όλα τα εργάσιμα πρωινά του 2007 τα έφαγα σε δυο βιβλιοθήκες. Τη Δημοτική βιβλιοθήκη στο σταθμό Λαρίσης και τη βιβλιοθήκη της Βουλής στο παλαιό Καπνεργοστάσιο της Λένορμαν. Τη επόμενη χρονιά τυπώθηκε διευρυμένη η έκδοση σε δυο τόμους με χρονικό διαχωρισμό από το 1860 έως το 1940 ο πρώτος τόμος κι ο δεύτερος από την κατοχή μέχρι τις μέρες μας. Ισχυρίζομαι ότι στο θέμα άνοιξα δρόμους κι έδωσα μια νέα εικόνα για το επάγγελμά μου. Έτσι έχω στον τομέα αυτό μια προσωπική περηφάνεια. Από τότε μπήκαν και μπαίνουν συνεχώς κι άλλα ιστορικά στοιχεία στο θέμα. Είμαι ανακουφισμένος για τη συνέχεια γιατί τη συνέχιση του ερευνητικού έργου την ανέλαβε με θέρμη, ζήλο κι αφοσίωση ένας συνάδελφος φροντιστής από τη Θεσσαλονίκη, ο Γιώργος Κωνσταντάρας
……..Η προσπάθεια μου αυτή με βοήθησε τα μέγιστα στο τρίτο εγχείρημα μελέτης, που έκανα και που αφορούσε τα φροντιστήρια στην Ελλάδα. Την ιστορία και τους ανθρώπους τους. Ήταν ο χώρος εργασίας μου. Ήξερα πολύ καλά με τι κόπο έβγαζα τα χρήματα με τα οποία ζούσα την οικογένειά μου. Ένιωθα έντονα το αίσθημα της ανασφάλειας που πάντα με κρατούσε σε εγρήγορση και προσαρμογή σε κάθε αλλαγή ενός περαστικού και σχετικά αδαούς για τη θέση υπουργού Παιδείας. Ήμασταν σε συνεχή έλεγχο της εφορίας με τη γνωστή σε κάθε έναν Έλληνα που δεν είναι διορισμένος στο δημόσιο συμπεριφορά του εφοριακού και τις απαιτήσεις του πάνω στον ιδρώτα του «κακού ιδιώτη». Με ωράρια εργασίας θανατερά. Σκέφτομαι πόσοι συνάδελφοι μου δεν πρόλαβαν να φτάσουν στο νήμα της σύνταξης….
Αλλά να το ξεκαθαρίσω μη γίνει παρεξήγηση. Αυτή η δουλειά ήταν επιλογή μου. Δε μου επιβλήθηκε από τα πράγματα. Εγώ τη διάλεξα! Είναι γνωστό ότι μπορούσα να διοριστώ στη δημόσια εκπαίδευση σε πολλές ευκαιρίες. Πρώτον με την παλαιά επετηρίδα- λίστα αναμονής. Δεύτερον, μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, με τον «ευεργετικό» νόμο για τους αντιστασιακούς της επταετίας με αναγνώριση κιόλας χρόνων προϋπηρεσίας. Είχα κι άλλες δελεαστικές προτάσεις που τις απέρριψα μέσα στην ανένδοτη αντίληψή μου ότι δε θα πάρω δραχμή για κάτι που ήταν καθήκον μου να κάνω. Είναι ευχαριστημένος και χαρούμενος γιατί αυτό το τήρησα μέχρι κεραίας.
Με ανεπτυγμένη την γλυκιά αρρώστια του συλλέκτη μάζευα από νωρίς κάθε τι σχετικό. Με βοήθησαν κι άλλοι άνθρωποι για τον εμπλουτισμό των στοιχείων, αλλά γι αυτά θα είμαι αναλυτικότερος στο κυρίως κείμενο. Όλα ξεκίνησαν από την πίκρα που ένιωθα σαν άτομο, από την ευκολία που άσχετοι κι αποτυχόντες του επαγγέλματος έριχναν με περισσή ευκολία τις κατάρες τους στον «επάρατο θεσμό της παραπαιδείας» Κι αυτό όταν κι όποτε εξασφάλιζαν το σίγουρο λιμάνι της μονιμότητας στο ανεξέλεγκτο δημόσιο. Άκουγα από συνδικαλιστικά στόματα και διάβαζα εύκολα μηδενιστικά κείμενα για το δικό μου επάγγελμα, ενώ αγίαζαν τη δική τους ανευθυνότητα. Όχι! Μ’ έπιασε το πείσμα, έπρεπε να απαντήσω! Αυτή ήταν η αφορμή, μα στην πορεία ανιχνεύοντας όλο και πιο βαθιά τις περασμένες δεκαετίες για τον κλάδο ανακάλυψα φλέβα χρυσού
Το 2005 δημοσιεύτηκε η πρώτη έκδοση του βιβλίου «Τα φροντιστήρια στην Ελλάδα. Ιστορία και οι άνθρωποι». Μετά την παρουσίαση που έγινε στα γραφεία της ΟΕΦΕ, έδωσα την υπόσχεση ότι θα επανέλθω δριμύτερος. Πράγματι όλα τα εργάσιμα πρωινά του 2007 τα έφαγα σε δυο βιβλιοθήκες. Τη Δημοτική βιβλιοθήκη στο σταθμό Λαρίσης και τη βιβλιοθήκη της Βουλής στο παλαιό Καπνεργοστάσιο της Λένορμαν. Τη επόμενη χρονιά τυπώθηκε διευρυμένη η έκδοση σε δυο τόμους με χρονικό διαχωρισμό από το 1860 έως το 1940 ο πρώτος τόμος κι ο δεύτερος από την κατοχή μέχρι τις μέρες μας. Ισχυρίζομαι ότι στο θέμα άνοιξα δρόμους κι έδωσα μια νέα εικόνα για το επάγγελμά μου. Έτσι έχω στον τομέα αυτό μια προσωπική περηφάνεια. Από τότε μπήκαν και μπαίνουν συνεχώς κι άλλα ιστορικά στοιχεία στο θέμα. Είμαι ανακουφισμένος για τη συνέχεια γιατί τη συνέχιση του ερευνητικού έργου την ανέλαβε με θέρμη, ζήλο κι αφοσίωση ένας συνάδελφος φροντιστής από τη Θεσσαλονίκη, ο Γιώργος Κωνσταντάρας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου