Πενιχρή σοδιά (1) (Γράφτηκε τον Ιούνιο του 1978 )
σε δυο συνέχειες
1968 … Καιρός του σπείρειν...
Ώρες σιωπής, μέρες στεναγμών, μονοπάτια του χρόνου ανηφορικά. Αγκομαχητά μέσα στο παγερό σκοτάδι. Η καρδιά πρόθυμη για ένα μήνυμα. Το αυτί κολλημένο στο ραδιόφωνο ακούει τις σιγανές φωνές, τα φτωχά μηνύματα της Ευρώπης. Real Politic που πληγώνει. Ραντεβού ακρίβειας μέσα στη νύχτα.
-Οκτώμιση θα κατεβαίνω το αριστερό πεζοδρόμιο. Να είσαι στην ώρα σου. Αν δεν έρθω, την άλλη Τετάρτη στο ίδιο μέρος.
Ύστερα γρήγορο κρύψιμο στους τέσσερις τοίχους, ανταλλαγή μηνυμάτων, τα νέα καθήκοντα, άνοιγμα της καρδιάς.
- Το πανό να πέσει την παραμονή της δίκης. Μαζί με τις χειρόγραφες προκηρύξεις. Πρόσεξε! Το φυτίλι να σου δώσει χρόνο να εξαφανιστείς. Να δώσουμε αμέσως την είδηση. Θα είναι ένα μήνυμα πως ο αγώνας συνεχίζεται.
-Νιώθω μετέωρος. Του ζήτησα μια κάλυψη για το καινούργιο σπίτι. Ορίσαμε ραντεβού μα μ’ έστησε. Συνέβη τίποτα ή άλλαξε γνώμη; Χρειάζεται να βρω ένα σπίτι, δε βλέπω όμως φως...
-Πρέπει να δώσουμε νέα κατεύθυνση. Να εκμεταλλευθούμε τη δράση με «νόμιμους» ανθρώπους. Να φτιάξουμε επιτροπές μέσα στις σχολές. Αιτήματα κι αγώνας για τα προβλήματα του χώρου τους. Με τρόπο. Όχι κατευθείαν στο κλαρί. Ας φυτέψουμε το σπόρο για το αύριο.
-Αποκατέστησα την επαφή με τα κορίτσια. Ήταν απομονωμένα εδώ και έξη μήνες. Πείναγαν σου λέω. Δεν έχουν κι ένα ρούχο ν’ αλλάξουν. Τους έδωσα ότι μπορούσα. Πρέπει να τα δει λίγο ο ήλιος. Έχουν βγάλει σπυράκια στο πρόσωπο.
-Στο άλλο ραντεβού θα σου φέρω τον νέο «ΘΟΥΡΙΟ». Διακόσια κομμάτια. Στο ίδιο μέρος, την ίδια ώρα. Θα είναι τετρασέλιδος με προσωπογραφία του Ρήγα πάνω αριστερά.
Η ζωή συνεχίζεται αδιάφορη. Ερημιά μέσα στο πλήθος. Οι επιθυμίες ασυντόνιστες κυκλοφορούν σιωπηλά στους πολύβουους δρόμους, καταχωνιασμένες στα βάθη της καρδιάς. Στα γήπεδα κραυγές ακίνδυνες, διέξοδοι στη σιωπή...
Και η συζήτηση συνεχίζεται. Αρχίσουν τα ονειροπολήματα. Οι ήχοι στο δρόμο κοιμούνται.
-Θυμάσαι;...
Αναμνήσεις από καλύτερες μέρες. Ζεις με τον νου για ό,τι στερείσαι στην πραγματική ζωή. Σε στιγμές λιμού η ανάμνηση είναι σωσίβιο. Πράξη του ενστίκτου της αυτοσυντήρησης.
Μια παρτίδα χαρτιά. Χαράματα πια. Σιγανές φωνές μην ενοχλήσουμε αυτούς που κοιμούνται πίσω από το διπλανό τοίχο.
-Κοιταζόμασταν συνέχεια. Ένιωθα πως πρέπει να της μιλήσω. Η παρέλαση μόλις είχε τελειώσει κι αυτή περίμενε. Όμως δε βρήκα το θάρρος. Την έχασα! Πόσες ευκαιρίες έφυγαν σαν το νερό μέσα απ’ τα δάχτυλα.
Τη θυμάμαι ακόμα…
Οι ήχοι ξύπνησαν στο δρόμο μαζί με τα πρώτα αυτοκίνητα. Εμείς έχουμε κάνει τη νύχτα μέρα. Μες το δωμάτιο τις σιγανές φωνές τις κόβει ξαφνικά το κουδούνι της εξώπορτας. Κόβετε η ανάσα, παγώνει το αίμα. Μουγκαμάρα. Δεν περιμένουμε κανέναν. Φοβόμαστε πως ο τρελός χτύπος της καρδιάς θα φτάσει στο δρόμο… Όμως πρέπει να είναι κάτι άλλο. Η πείρα λέει πως οι λύκοι δε σε προειδοποιούν από την εξώπορτα. Σπάζουν τη πόρτα και να τους φάντης μπαστούνι μπροστά σου. Αν μ’ ακολούθησαν από το βράδυ δε θα μας χάριζαν μια ήσυχη νύχτα. Όχι. Περνάνε πελώρια τα δευτερόλεπτα. Κάποιος που θέλει να μπει στην πολυκατοικία, χτυπά αδιάκριτα τα κουδούνια.
-Έλεος, φίλε μου! Μας χρωστάς μια λαχτάρα!
Μέρες παρανομίας, μέρες ερημιάς. Αναζητάς ένα αποκούμπι. Ξεπεσμένοι Δον Κιχότες ενώ η ζωή συνεχίζεται. Ψάχνεις έναν άνθρωπο συντονισμένο μαζί σου. Στους γνωστούς προκαλείς αμηχανία ως και φόβο. Δεν τους πλησιάζεις πια.
-Μια είδηση... μια είδηση! Έλεος πια!
Οι εφημερίδες την άλλη μέρα γεμάτες με το γεγονός. Πηχυαίοι τίτλοι:
«Ο Θεός της Ελλάδος», «Απόπειρα δολοφονίας κατά του πρωθυπουργού», «Συνελήφθη ο λιποτάκτης υπολοχαγός Γεώργιος Παναγούλης» και από κάτω γυμνός με το πρόσωπο τεντωμένο ο Αλέκος.
Μου έρχεται να βάλω τις φωνές.
-Εεε!! δεν είναι ο Γιώργος. Κάνετε λάθος. Όμως σωπαίνω και κλείνομαι ξαναμμένος στο δωμάτιο.
Αλέκο σε θυμάμαι σαν σήμερα στο στρατόπεδο Μ. Αλεξάνδρου στην Αλεξανδρούπολη. Είχαμε χωρίσει στην Κόρινθο. Μπήκες σαν σίφουνας οδηγώντας το φορτηγό των τριών τετάρτων από την πύλη χωρίς στάση. Ο αλφαμίτης σε κυνηγούσε με τα πόδια μέχρι το διοικητήριο. Το μόνο που έκανε ήταν να τρώει τη σκόνη που σήκωνες. Όταν με ζήτησες, εγώ ήμουν ημερήσιος σκοπός στο διπλανό όρχο, έγινε συναγερμός! Εσύ ήρεμος, αποφασιστικός, έδινες την εντύπωση πως έχεις τους άσσους κρυμμένους στο μανίκι σου. Και τους αφόπλιζες. Μέχρι που έστειλαν άνθρωπο να με αντικαταστήσει! Πόσο το ευχαριστήθηκα τότε!! Όλοι γύρω στα παράθυρα μας κοίταζαν. Και εσύ ορμητικός και παραστατικός μου έλεγες τα νέα σου. Χαλάλι ό,τι άκουσα μετά. Ήσουν ένας άνθρωπος που μίλησα κι αυτό μου έλειπε τόσο!
Που είσαι Αλέκο τώρα; Ποιες μηχανές πολτοποιούν το κορμί σου; Ανατριχίλα! Σε σκέφτομαι, αλλά σκέφτομαι και τον εαυτό μου...
Νοέμβρης ’68. Δέκα εννέα του μήνα πριν ένα ακριβώς χρόνο μας άφησε για πάντα ο τυραγνημένος Πατέρας. Τώρα οι λύκοι όρμισαν από όλες τις μπάντες. Αποφράδες μέρες, το μαρτυρολόγιο στις κατακόμβες και την ταράτσα της Μπουμπουλίνας. Πενήντα δύο μέρες, τέσσερα και μισό εκατομμύρια δευτερόλεπτα μετρημένα χτύπο-χτύπο. Κι ύστερα η στέπα του Αβέρωφ και του Κορυδαλλού. Αν βρω μια ευκαιρία θα στα πω ένα-ένα…. (συνεχίζεται)
σε δυο συνέχειες
1968 … Καιρός του σπείρειν...
Ώρες σιωπής, μέρες στεναγμών, μονοπάτια του χρόνου ανηφορικά. Αγκομαχητά μέσα στο παγερό σκοτάδι. Η καρδιά πρόθυμη για ένα μήνυμα. Το αυτί κολλημένο στο ραδιόφωνο ακούει τις σιγανές φωνές, τα φτωχά μηνύματα της Ευρώπης. Real Politic που πληγώνει. Ραντεβού ακρίβειας μέσα στη νύχτα.
-Οκτώμιση θα κατεβαίνω το αριστερό πεζοδρόμιο. Να είσαι στην ώρα σου. Αν δεν έρθω, την άλλη Τετάρτη στο ίδιο μέρος.
Ύστερα γρήγορο κρύψιμο στους τέσσερις τοίχους, ανταλλαγή μηνυμάτων, τα νέα καθήκοντα, άνοιγμα της καρδιάς.
- Το πανό να πέσει την παραμονή της δίκης. Μαζί με τις χειρόγραφες προκηρύξεις. Πρόσεξε! Το φυτίλι να σου δώσει χρόνο να εξαφανιστείς. Να δώσουμε αμέσως την είδηση. Θα είναι ένα μήνυμα πως ο αγώνας συνεχίζεται.
-Νιώθω μετέωρος. Του ζήτησα μια κάλυψη για το καινούργιο σπίτι. Ορίσαμε ραντεβού μα μ’ έστησε. Συνέβη τίποτα ή άλλαξε γνώμη; Χρειάζεται να βρω ένα σπίτι, δε βλέπω όμως φως...
-Πρέπει να δώσουμε νέα κατεύθυνση. Να εκμεταλλευθούμε τη δράση με «νόμιμους» ανθρώπους. Να φτιάξουμε επιτροπές μέσα στις σχολές. Αιτήματα κι αγώνας για τα προβλήματα του χώρου τους. Με τρόπο. Όχι κατευθείαν στο κλαρί. Ας φυτέψουμε το σπόρο για το αύριο.
-Αποκατέστησα την επαφή με τα κορίτσια. Ήταν απομονωμένα εδώ και έξη μήνες. Πείναγαν σου λέω. Δεν έχουν κι ένα ρούχο ν’ αλλάξουν. Τους έδωσα ότι μπορούσα. Πρέπει να τα δει λίγο ο ήλιος. Έχουν βγάλει σπυράκια στο πρόσωπο.
-Στο άλλο ραντεβού θα σου φέρω τον νέο «ΘΟΥΡΙΟ». Διακόσια κομμάτια. Στο ίδιο μέρος, την ίδια ώρα. Θα είναι τετρασέλιδος με προσωπογραφία του Ρήγα πάνω αριστερά.
Η ζωή συνεχίζεται αδιάφορη. Ερημιά μέσα στο πλήθος. Οι επιθυμίες ασυντόνιστες κυκλοφορούν σιωπηλά στους πολύβουους δρόμους, καταχωνιασμένες στα βάθη της καρδιάς. Στα γήπεδα κραυγές ακίνδυνες, διέξοδοι στη σιωπή...
Και η συζήτηση συνεχίζεται. Αρχίσουν τα ονειροπολήματα. Οι ήχοι στο δρόμο κοιμούνται.
-Θυμάσαι;...
Αναμνήσεις από καλύτερες μέρες. Ζεις με τον νου για ό,τι στερείσαι στην πραγματική ζωή. Σε στιγμές λιμού η ανάμνηση είναι σωσίβιο. Πράξη του ενστίκτου της αυτοσυντήρησης.
Μια παρτίδα χαρτιά. Χαράματα πια. Σιγανές φωνές μην ενοχλήσουμε αυτούς που κοιμούνται πίσω από το διπλανό τοίχο.
-Κοιταζόμασταν συνέχεια. Ένιωθα πως πρέπει να της μιλήσω. Η παρέλαση μόλις είχε τελειώσει κι αυτή περίμενε. Όμως δε βρήκα το θάρρος. Την έχασα! Πόσες ευκαιρίες έφυγαν σαν το νερό μέσα απ’ τα δάχτυλα.
Τη θυμάμαι ακόμα…
Οι ήχοι ξύπνησαν στο δρόμο μαζί με τα πρώτα αυτοκίνητα. Εμείς έχουμε κάνει τη νύχτα μέρα. Μες το δωμάτιο τις σιγανές φωνές τις κόβει ξαφνικά το κουδούνι της εξώπορτας. Κόβετε η ανάσα, παγώνει το αίμα. Μουγκαμάρα. Δεν περιμένουμε κανέναν. Φοβόμαστε πως ο τρελός χτύπος της καρδιάς θα φτάσει στο δρόμο… Όμως πρέπει να είναι κάτι άλλο. Η πείρα λέει πως οι λύκοι δε σε προειδοποιούν από την εξώπορτα. Σπάζουν τη πόρτα και να τους φάντης μπαστούνι μπροστά σου. Αν μ’ ακολούθησαν από το βράδυ δε θα μας χάριζαν μια ήσυχη νύχτα. Όχι. Περνάνε πελώρια τα δευτερόλεπτα. Κάποιος που θέλει να μπει στην πολυκατοικία, χτυπά αδιάκριτα τα κουδούνια.
-Έλεος, φίλε μου! Μας χρωστάς μια λαχτάρα!
Μέρες παρανομίας, μέρες ερημιάς. Αναζητάς ένα αποκούμπι. Ξεπεσμένοι Δον Κιχότες ενώ η ζωή συνεχίζεται. Ψάχνεις έναν άνθρωπο συντονισμένο μαζί σου. Στους γνωστούς προκαλείς αμηχανία ως και φόβο. Δεν τους πλησιάζεις πια.
-Μια είδηση... μια είδηση! Έλεος πια!
Οι εφημερίδες την άλλη μέρα γεμάτες με το γεγονός. Πηχυαίοι τίτλοι:
«Ο Θεός της Ελλάδος», «Απόπειρα δολοφονίας κατά του πρωθυπουργού», «Συνελήφθη ο λιποτάκτης υπολοχαγός Γεώργιος Παναγούλης» και από κάτω γυμνός με το πρόσωπο τεντωμένο ο Αλέκος.
Μου έρχεται να βάλω τις φωνές.
-Εεε!! δεν είναι ο Γιώργος. Κάνετε λάθος. Όμως σωπαίνω και κλείνομαι ξαναμμένος στο δωμάτιο.
Αλέκο σε θυμάμαι σαν σήμερα στο στρατόπεδο Μ. Αλεξάνδρου στην Αλεξανδρούπολη. Είχαμε χωρίσει στην Κόρινθο. Μπήκες σαν σίφουνας οδηγώντας το φορτηγό των τριών τετάρτων από την πύλη χωρίς στάση. Ο αλφαμίτης σε κυνηγούσε με τα πόδια μέχρι το διοικητήριο. Το μόνο που έκανε ήταν να τρώει τη σκόνη που σήκωνες. Όταν με ζήτησες, εγώ ήμουν ημερήσιος σκοπός στο διπλανό όρχο, έγινε συναγερμός! Εσύ ήρεμος, αποφασιστικός, έδινες την εντύπωση πως έχεις τους άσσους κρυμμένους στο μανίκι σου. Και τους αφόπλιζες. Μέχρι που έστειλαν άνθρωπο να με αντικαταστήσει! Πόσο το ευχαριστήθηκα τότε!! Όλοι γύρω στα παράθυρα μας κοίταζαν. Και εσύ ορμητικός και παραστατικός μου έλεγες τα νέα σου. Χαλάλι ό,τι άκουσα μετά. Ήσουν ένας άνθρωπος που μίλησα κι αυτό μου έλειπε τόσο!
Που είσαι Αλέκο τώρα; Ποιες μηχανές πολτοποιούν το κορμί σου; Ανατριχίλα! Σε σκέφτομαι, αλλά σκέφτομαι και τον εαυτό μου...
Νοέμβρης ’68. Δέκα εννέα του μήνα πριν ένα ακριβώς χρόνο μας άφησε για πάντα ο τυραγνημένος Πατέρας. Τώρα οι λύκοι όρμισαν από όλες τις μπάντες. Αποφράδες μέρες, το μαρτυρολόγιο στις κατακόμβες και την ταράτσα της Μπουμπουλίνας. Πενήντα δύο μέρες, τέσσερα και μισό εκατομμύρια δευτερόλεπτα μετρημένα χτύπο-χτύπο. Κι ύστερα η στέπα του Αβέρωφ και του Κορυδαλλού. Αν βρω μια ευκαιρία θα στα πω ένα-ένα…. (συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου