Σάββατο 27 Αυγούστου 2016

Πενιχρή σοδιά (2) (Γράφτηκε τον Ιούνιο του 1978 )
1975 … Καιρός του θερίζειν.
Μέρες κραυγών, ώρες αλαλαγμών. Νταούλια, καραμούζες, παράτες. Πανδαισία ήχων και εικόνων. Χιλιάδες άνθρωποι ξεχύνονται στους δρόμους. Οι κόκκινες σημαίες με σφυροδρέπανα ανεμίζουν στον αέρα. Πύρινοι λόγοι. Αγώνες συνθημάτων, πλειστηριασμός θέσεων. Τώρα οι σιγανές φωνές χάνονται. Αντηχούν παράξενα. Το σπάνιο γίνεται μόδα και πλημμυρίζει πνίγοντας το χώρο. Λέξεις που ψιθυρίζονταν από μέσα τώρα σχίζουν τον αέρα. Περνάνε πάνω από τους τοίχους, τρυπώνουν στα υπόγεια, φτάνουν στα ρετιρέ, σπάζοντας τα τύμπανα των ανθρώπων.
Όλα έγιναν τόσο εύκολα! Εσύ με το σύνδρομο της στέρησης είσαι σαν το ψάρι έξω από την γυάλα.
Νευρικές φωνές ζητάνε εκδίκηση, κεφάλια στο ταψί!
Και εσύ;
Ανήμπορος να νιώσεις το μίσος, έστω έχθρα, για τους λύκους που σε ποδοπάτησαν. Μόνο ζητάς να ερευνήσεις το ανεξιχνίαστο του ανθρώπινου νου, τη μυστηριακή ύπαρξη που κρύβει ο άνθρωπος μέσα του. Αυτός που μπορεί να αγαπά και συγχρόνως να ισοπεδώνει. Πώς βρίσκει τη δύναμη και επιζεί Θεέ μου; Ποια παράξενη σύνθεση τον κρατάει στη ζωή!
Εσύ μόνος μέσα στο πλήθος, που γεμίζει την άσφαλτο. Ποιο στίγμα, ποιου προπατορικού αμαρτήματος σε κάνει αδιάλυτο σ’ όλα τα κοινωνικά διαλύματα;
Τι επιτέλους θέλεις, άνθρωπέ μου; Είσαι ένα ξένο σώμα που σνομπάρει. Καλύτερα μη μιλάς. Είσαι εκτός της λογικής των καιρών. Σήμερα απαιτείται έπαρση αισθημάτων, διάπλατα ψηλά οι σημαίες. Ό,τι δεν κατακτήθηκε όλα τα χρόνια τώρα, τώρα πρέπει να κατακτηθεί.
Εμπρός προχωρείτε, προχωρείτε. Εσύ ξένος μέσα στο πλήθος.
-Κρατάει μια στάση που σ’ εκνευρίζει. Δεν σου απαντά. Μόνο σε κοιτάζει σα χαζός. Μήπως νομίζει ότι έτσι θα κρύψει την κούραση του; Τον καταλαβαίνω, μεγάλωσε και έσπασε πια.
- Δεν βαριέσαι, έτσι είναι αυτοί. Νομίζουν πως έπιασαν του πάπα τ’ αρχίδια. Όμως θα τα πούμε από δω και πέρα.
-Του έδωσα να καταλάβει. Τον στρίμωξα και δεν μπορούσε, να πει κουβέντα. Όχι, θα τον άφηνα. Να σπέρνει την ηττοπάθεια σε στιγμές που το κίνημα είναι σε άνοδο. Πάνε αυτά, δε περνάνε πια!
Λες και τίποτα δε συνέβη. Τόσο νερό, τόση βροχή κι αυτοί στεγνοί και αδιάβροχοι. Λένε πως η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται. Σωστά! Απλώς συνεχίζει με τον τρόπο της να καταγράφει γεγονότα που έρχονται και επανέρχονται με τη ρίζα τους αναλλοίωτη στο διάβα του χρόνου.
Τι είναι αλήθεια δικαίωση; Η καθολική κατάφαση ή η μοναξιά μέσα στο πλήθος; Μήπως το θράσος είναι το κλειδί που ανοίγει το δρόμο; Πότε η σιωπή επιτέλους νίκησε; Ποτέ! Πάντοτε τη σχίζει ένας θόρυβος!
Η προσφορά είναι αγάπη στο ανώνυμο πλήθος;
Με ενοχλεί αυτή η απρόσωπη αγάπη. Η αγάπη πρέπει να ξεκινάει από τις πηγές της. Αγάπη για τη μέρα που ξημερώνει, το φίλημα του άνθους με την πρωινή δροσοσταλίδα, τις φωνούλες των παιδιών. Η γλυκιά μορφή αυτής που μεγαλώνει μέσα της μια νέα ζωή. Η αγάπη στην απρόσωπη ανθρωπότητα είναι μια ακίνητη μορφή, ένα έκθεμα στα μουσεία για τους τουρίστες...
Νιώθω τόσο ανήμπορος μπροστά τους, σχεδόν ένοχος. Είναι η αμβλυμμένη μνήμη ή ένας τρόπος προσωπικής επιβίωσης; Χριστέ μου, ποια είναι η πρώτη ύλη που τους έπλασε; Εγώ σπαράσσομαι από προβλήματα κι αυτοί έχουν μια αυτάρκεια που με σοκάρει. Τι στραβό πάει με μένα;
Χρειάζομαι αδήριτα ένα νέο σύστημα αυτοάμυνας για να επιζήσω. Έχασα την επικοινωνία με τους ανθρώπους. Είναι σύμπτωμα προσωπικό ή χαρακτηριστικό της εποχής; Βλέπεις ανθρώπους, μιλάς, γελάς, συζητάς, λες αστεία αλλά παρ’ όλα αυτά εκείνη η παλιά σχέση, που ανοίγεις την καρδιά σου, που μοιράζεσαι τους καημούς και τις χαρές σου, πέρασε ανεπιστρεπτί. Διάλογοι κουφών, άνθρωποι ταμπουρωμένοι πίσω από κατασταλαγμένες απόψεις, ανταλλάσσουν κονταροχτυπήματα. Έχουμε πάψει να είμαστε ακροατές. Είναι ένας ρόλος σπάνιος σε μεγάλους. Μόνο σε παιδιά θα τον βρεις. Να ρωτάνε και να ρουφάνε τις απαντήσεις σου.
Θέλω να ανακαλύψω πάλι τον εαυτό μου. Τον κατασπατάλησα μέσα στις συνεδριάσεις, στις ολομέλειες, στις κραυγές των συνθημάτων, στα κυνηγητά κλέφτες κι αστυνόμοι.
Έχω μέσα μου πολλές πληγές. Για να τις γειάνω χρειάζομαι βότανα, βότανα παρθένου λιβαδιού. Πίσω στις πηγές λοιπόν, εκεί που τα πρώτα ρυάκια δημιουργούνται, εκεί που το νερό ακουμπάει στο έδαφος, το τρίβει, το παίρνει μαζί του. Αμπαρωθήκαμε στη βεβαιότητα του δίκιου μας κι όταν διαβήκαμε συμπληγάδες του μίσους, εξοκείλαμε. Τότε πήραμε θέσεις μάχης σ’ ένα παιχνίδι με σημαδεμένη τράπουλα.
Γίναμε τόσο εύκολα οπαδοί λες κι ήμασταν γεννημένοι για τούτο. Στο πρώτο παζάρι που συναντήσαμε, πουλήσαμε τις αισθήσεις μας για ένα πινάκιο φακής. Στον έρανο που ζητήθηκε αρκούσε να δώσουμε το ένα μας χέρι. Μα εμείς δώσαμε και την καρδιά μας.
Θέλω τη μέση οδό.
Ούτε εκείνον που κυνηγά ασθμαίνοντας την επανάσταση που όλο και δεν έρχεται, αναστέλλοντας σ’ αυτό το κυνηγητό όλα τα ανθρώπινά του στοιχεία. Ούτε όμως και εκείνον που πιστεύει ότι η οποιαδήποτε ενασχόληση με αυτά είναι χαμένος χρόνος. Που θέλει να ζήσει μακριά κι έξω από αυτά αγνοώντας ότι τον ορίζοντα των κινήσεων του, το παιχνίδι της ζωής καθορίζεται θέλεις δε θέλεις από την πορεία της κοινωνικής εξέλιξης. Το αντίθετο είναι στρουθοκαμηλισμός ή άγνοια. Θέλω να είμαι ο μέσος άνθρωπος κρυμμένος μέσα στο ανώνυμο πλήθος.
Αντιπαθώ τη βρώμικη θάλασσα, τα χαμηλά βαρομετρικά συστήματα, τη γυναικεία σεμνοτυφία, το γερμανικό μιλιταρισμό. Μ’ αρέσουν οι κροκάλες στη θάλασσα, τα αστυνομικά μυθιστορήματα, η αίσθηση του χιούμορ, το γήπεδο της ΑΕΚ, ο μεγάλος Στέλιος Καζαντζίδης.
Μ’ ενοχλούν οι ουρές στη στάση, η αυτάρκεια στο πρόσωπο, τα τέλεια συστήματα, τα αυτοκίνητα στο πεζοδρόμιο.
Πρέπει να σώσω τη λίγη ανθρωπιά που έμεινε μέσα μου. Αν δεν προσέξω σε λίγο θα μείνει το τίποτε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου