Πάσχα του 1967
κανονικά έπρεπε να είμαι ευτυχής. Μπροστά μου είχα ελεύθερο ένα ολόκληρο διήμερο. Για έναν χρόνο, που ήμουν φαντάρος στον Έβρο, αυτό ήταν πρωτοφανές. Τόσο καιρό βίωνα την αποκοπή από την οικογένεια, τους φίλους, το Βόλο, την Αθήνα. Υπηρετούσα ως σκαπανέας- πυροβολητής στην 154 ΜΜΠ που έδρευε στο στρατόπεδο Μεγάλου Αλεξάνδρου, λίγο έξω από την Αλεξανδρούπολη. Η Μοίρα είχε φύγει πρωί-πρωί για τις Σάππες, ένα χωριό στο γειτονικό νομό Ροδόπης, να κάνει ασκήσεις βολής. Θα γύριζε πίσω, με βάση τον προγραμματισμό, το Σάββατο το απόγευμα.
Εμένα δεν με πήραν μαζί τους. Με άφησαν πίσω, μαζί με τους βοηθητικούς, δυο-τρεις αρρώστους ελεύθερους υπηρεσίας κι έναν αξιωματικό. Να μη μάθω τα μυστικά της άσκησης; Μάλλον όχι. Απλώς ήθελαν να επαναληφθεί για μια ακόμη φορά η εικόνα: Ο Λευτέρης είναι ένα απόβλητο, ένα μίασμα, ένας επικίνδυνος Εαμοβούλγαρος, που κάθε φρόνιμος φαντάρος πρέπει να αποφεύγει μετά βδελυγμίας.
Όμως αυτό δεν τους πέρασε ποτέ παρά τις φιλότιμες, προσπάθειες του λοχαγού του Α2 Χασαπίδη. Αυτός είχε όπλο τον εκφοβισμό και την τιμωρία, εγώ όμως είχα τη συνεχή ανθρώπινη προσέγγιση.
Ήμουν για καιρό πιεσμένος και σε συνεχή ένταση. Κάποια στιγμή, καταμέτρησα 54 συνεχείς μέρες όπου ήμουν σκοπός γερμανικό νούμερο , δηλαδή 2-4 την νύχτα , ώστε να μη μπορώ να κοιμηθώ ούτε μια νύχτα συνεχώς. Ενώ στις διπλανές μονάδες το μάθημα της Εθνικής και Ηθικής Διαπαιδαγώγησης γινόταν δυο φορές την εβδομάδα, στη δική μου γινόταν καθημερινά, πλην Κυριακής. Κάθε φορά προσωπικές προκλήσεις, συνεχείς ερωτήσεις, προκλητικές και ύπουλες. Αλλά εγώ, μονολιθικός, απαντούσα μονότονα με τη σιωπή ή «δε ξέρω» ακόμα και σε προφανείς ερωτήσεις.
Με είχε κυριεύσει το σύνδρομο της στέρησης. Στέρηση από φίλους, στέρηση από ειδήσεις, εφημερίδες, συνεδριάσεις, διαδηλώσεις. Στέρηση από γυναίκα. Τα τελευταία χρόνια, πριν βάλω το χακί, είχα μια έντονη φοιτητική ζωή. Τώρα δεν έπρεπε να δώσω αφορμή. Ούτε κιχ πολιτικό. Άρνηση συμμετοχής. Ακόμα κι εκεί που έβλεπα συμπάθεια, κρατούσα τις σχέσεις σ’ ένα επίπεδο. Όχι πολλά. Άνοιγμα μόνο στο ποδόσφαιρο και το τραγούδι. Για τις γυναίκες ανώνυμες γενικές συζητήσεις. Κυρίαρχοι ήρωες μου η ΑΕΚ κι ο Στέλιος Καζαντζίδης.
Αναλογιζόμενος, σήμερα, τα γεγονότα που διαδραματίζονταν, τις προκλήσεις, τις αναφορές, τη συνεχή αγωνία μου να έχω καθαρό τον εαυτό μου, τακτοποιημένο το κρεβάτι και όλο τον άλλο εξοπλισμό, βάζω το ερώτημα: Πού εύρισκα αυτό το απόθεμα υπομονής και εγκαρτέρησης ν, αντέχω την κάθε μέρα που ξημέρωνε; Πού είχα ανακαλύψει αυτή τη χρυσή φλέβα σε πείσμα και εμμονή; Σήμερα δεν είναι στοιχείο του χαρακτήρα μου. Δεν ξέρω. Ίσως γιατί μεγάλωσα. Ίσως γιατί δεν υπάρχουν οι προκλήσεις, που τότε μου τα ξύπνησαν. Μάλλον γιατί άλλαξαν ριζικά οι εξωτερικές συνθήκες.
Η Πέμπτη ήταν μια συννεφιασμένη μέρα. Κανονικά θα έπρεπε ο αξιωματικός υπηρεσίας να με απασχολήσει με κάτι, να μου αναθέσει μια άσκοπη αγγαρεία. Αλλά ευκαιρία βρήκε κι αυτός, την άραξε στο διοικητήριο και με άφησε ελεύθερο και ήσυχο. Έτσι άρχισα τις βόλτες μέσα στο στρατόπεδο. Έφτασα στην πύλη και είπα την καλημέρα μου στον Αλφαμίτη. Πήγα στο γραφείο κινήσεως που βρισκόταν σε ένα απόμερο μικρό κτίσμα. Εκεί για ένα φεγγάρι με αγκαζάρισαν ως γραφιά. Πήγα στο πειθαρχείο, όπου λίγο καιρό πριν πέρασα ένα εικοσαήμερο αυστηρής απομόνωσης. Στο στρατόπεδο υπήρχε μια άλλη ολιγάριθμη μονάδα εφοδιασμού και μεταφορών με τις αντίστοιχες αποθήκες. Δίπλα από το δικό μας στρατόπεδο ήταν η 22 ΕΜΑ, μια μονάδα τεθωρακισμένων. Έτσι συχνά-πυκνά περνούσαν σε φάλαγγες από μπροστά μας για τις προβλεπόμενες ασκήσεις.
Το μεσημέρι το συσσίτιο, ένας καφές στο ΚΨΜ, μερικά «γεια χαρά» με ανθρώπους που συνάντησα και τίποτα παραπέρα. Όμως, το διαισθανόμουν. Η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη ένταση και σκοτεινιά.
Εδώ και καιρό ήταν κραυγαλέα και υποτιμητική η στάση των αξιωματικών στα μαθήματα, στις ομιλίες, στις αναφορές για τους «ξεφτιλισμένους, τους απατεώνες, τους καταχραστές πολιτικούς». Κανένας σεβασμός στην ιεραρχία, κυρίαρχο στοιχείο στη δομή του στρατού. Βράδιασε και η ανησυχία μου δεν έλεγε να καταλαγιάσει.
Όταν βγήκα πρωί-πρωί από το παράπηγμα που ήταν για μας ο θάλαμος, είδα την ανησυχία διάχυτη . Στη πύλη διπλοσκοπιά κι ένα άρμα μπροστά της με τους στρατιώτες οπλισμένους και με στολή εκστρατείας. Σε λίγο μου ψιθυρίστηκε η τραγική είδηση.
- Έγινε κίνημα, ο στρατός ανέλαβε την εξουσία.
Μου κόπηκαν τα γόνατα. Αυτό μου έλειπε τώρα. Αποκομμένος από παντού, μόνος κι έρημος, θα μ’ εξαφανίσουν χωρίς να πάρει κανένας χαμπάρι.
Τότε βγήκε από μέσα μου μια ανεξήγητη ξεγνοιασιά.
- Ό,τι ήθελε να έρθει, καλώς το!
Σκέφτομαι σήμερα αυτήν την αντίδραση κι αναρωτιέμαι. Ήταν κάτι φυσικό αυτό; Ποτέ δε θα το μάθω.
Μας συγκέντρωσε ο αξιωματικός στη θέση της πρωινής αναφοράς και είπε:
- Μη βγάλετε τσιμουδιά, ούτε κιχ. Σε λίγο η μονάδα γυρίζει πίσω, τότε θα τα πούμε όλα.
Πράγματι σε λίγη ώρα το τζιπ, τα Ντόιτς , τα ΡΕΟ γεμάτα φαντάρους και τα πυροβόλα των 155 χιλιοστών μπήκαν γρήγορα- γρήγορα στον όρχο. Σε λίγο ακούστηκε η σάλπιγγα για γενικό προσκλητήριο. Εκεί μίλησε ο διοικητής της μοίρας αντισυνταγματάρχης Παπαβασιλείου.
Έβγαλε ένα σύντομο λογύδριο. Η εντύπωση που μου άφησε ήταν: Να κρατήσουμε την ενότητα μέσα στο στράτευμα, για να αντιμετωπίσουμε τον εχθρό που είναι ο ντόπιος και ο διεθνής κομμουνισμός. Αυτός που ήταν έτοιμος να υποδουλώσει τη χώρα. Ευτυχώς όμως οι φύλακες γρηγορούν. «Θα πάτε ήσυχα τώρα στους θαλάμους σας. Εκεί θα πάρετε εντολές». Αυτό κάναμε.
Στις ερωτηματικές ματιές φίλων και συστρατιωτών απαντούσα με τη σιωπή. Δεν πέρασε πολλή ώρα. Ένας μονιμάς λοχίας ήρθε κατευθείαν σε μένα.
- Γιατί έλειπες από το προσκλητήριο;
Κατάλαβα. Πήρα μια κουβέρτα υπό μάλης και τον ακολούθησα χωρίς λόγια και αντιρρήσεις. Σε μικρή απόσταση ήταν το πειθαρχείο. Ήξερα καλά την εσωτερική του τοπογραφία. Ήταν ένας διάδρομος με δυο μικρά κελιά στην πάνω πλευρά και στο βάθος ένας θάλαμος. Μ’ έβαλαν στο θάλαμο και κλείδωσαν πίσω τους. Κάθισα σε μια γωνιά με την αίσθηση ότι χίλια αόρατα μάτια με επιτηρούν.
Δε πέρασε πολλή ώρα να σου κι ο δεύτερος, ο μικρός αδελφός του Λαρισαίου πρωταθλητή στο βάδην Μποντικούλη. Με ρώτησε με τα μάτια και του απάντησα με το δείκτη στο στόμα
- Σιωπή!
Σε μια ώρα γίναμε πέντε. Δεν θυμάμαι τα ονόματά τους, μόνο ένα καλό παιδί από τη Δράμα που είπε:
- Έλα μωρέ, τι θα μας κάνουν; Το πολύ-πολύ θα μας στείλουν στην εξορία.
Δε ξέρω τι εντύπωση έκανε στους άλλους, αλλά σ’ εμένα ακούστηκε σα γλυκολαλιά, μάννα εξ ουρανού. Θα βρεθώ με φίλους. «Μακάρι, Θεέ μου», σκέφτηκα, μακάρι! Την πρώτη νύχτα τη βγάλαμε έτσι. Ο καθένας κούρνιασε αμίλητος και σκεφτικός στη δική του γωνιά.
Το πρωί το στρατόπεδο ζωντάνεψε. Ο χώρος αναφοράς ήταν δίπλα. Εικόνα δεν είχαμε, μόνο συγκεχυμένοι ήχοι έφταναν στ’ αυτιά μας. Μια ώρα μετά ήρθαν και πήραν τον πρώτο. Εκ των υστέρων έμαθα ότι έκανε μια δήλωση αποκήρυξης του κομμουνισμού και γύρισε στη θέση του. Το ίδιο και ο δεύτερος. Ο μόνος που γύρισε πίσω ήταν ο Μποντικούλης .
- Μου ζήτησαν δήλωση και είπα δεν υπογράφω τίποτε!
Μ’ εμένα ασχολήθηκαν μετά το βραδινό σιωπητήριο. Οι συνοδοί ήταν δύο και με πήγαιναν προς την αποθήκη του λόχου διοίκησης. Στο στρατόπεδο κυκλοφορούσαν περίπολοι για τους αόρατους εχθρούς με εντολή: Πυροβολούμε όποιον δεν υπακούει στην εντολή: Αλτ! Όταν η περίπολος μας σταμάτησε οι συνοδοί έκαναν την πάπια. Το ένστικτο αυτοσυντήρησης λειτούργησε αμέσως.
- Ο Λευτέρης είμαι παιδιά!
Όταν φτάσαμε στην αποθήκη, με παρέλαβε ο Χασαπίδης
- Λευτεράκη, τελείωσαν τα ψέματα. Κανόνισε την πορεία σου. Θα μεταχθείς στην Καβάλα και από κει εξορία στο νησί. Θα περάσεις καλά κακομοίρη μου!
Δεν του έδειξα τη χαρά μου. Παρέμεινα όρθιος κι αμίλητος. Σε λίγη ώρα ο λοχαγός, αφού ολοκλήρωσε τους εκφοβισμούς του, αποχώρησε. Έμεινε ο μόνιμος λοχίας. Αυτός γέμισε με ιδιαίτερη φροντίδα το αυτόματό του και άρχισε να το περιφέρει με άξονα εμένα. Αμίλητος, χωρίς να λέει τίποτα αλλά οι κινήσεις του να υποδηλώνουν με σαφήνεια την πρόθεσή του. Και τότε συνέβη το εξής παράξενο.
Σαν να βγήκα από το σώμα μου και να ταξίδεψα σε μια θάλασσα αναμνήσεων και επιθυμιών. Όλα όμως αμορφοποίητα και συγκεχυμένα. Όταν ξαναγύρισα πίσω στο σώμα μου και ανέκτησα τις αισθήσεις μου ήμουν ξαπλωμένος σε μια γωνιά του πειθαρχείου.
Ο Μποντικούλης μού είπε αργότερα:
- Σ’ έφεραν σηκωτό οι ίδιοι!
Τι έγινε, τι συνέβη δε μπόρεσα να μάθω. Ίσως λιποθύμησα. Ένας ψυχολόγος- ψυχίατρος μπορεί να ερμηνεύσει το φαινόμενο. Αυτή η ασυνειδησία μ’ έσωσε από μια αγωνία ζωντανή και πελώρια.
Τώρα είχαμε μείνει δύο. Μας χώρισαν στα ατομικά κελιά. Ξημέρωνε Δευτέρα, η βδομάδα των Παθών. Την Κυριακή θα ήταν το Πάσχα. Ακούσαμε ομιλίες και κινήσεις. Άρχισαν να φέρνουν στο θάλαμο άλλους από γειτονικά στρατόπεδα. Ένα βράδυ αργά, ίσως Μεγάλη Τετάρτη, έκανα αυτό που μόνο μπορούσα. Αναπολούσα καλύτερες στιγμές της ζωής μου. Ξαφνικά ανατρίχιασα μέχρι το μεδούλι ακούγοντας ένα βυζαντινό ύμνο τραγουδημένο υπέροχα από το θάλαμο. Ήταν ένας έφεδρος ανθυπολοχαγός. Ο πατέρας του ανώτερος υπάλληλος στο υπουργείο Βορείου Ελλάδος. Με την αθωότητα του καθαρού ανθρώπου, με την αυθόρμητη αντίδραση στη βία, δήλωσε στον διοικητή του:
- Εγώ, δεν πυροβολώ το ανώνυμο πλήθος!
Τον μπουζουριάσαν. Τι απέγινε δεν ξέρω, γιατί όταν έφυγα στα μέσα του Μαΐου, αυτός ήταν ακόμα εκεί. Κυκλοφορούσε στο διάδρομο ελεύθερα κι ερχόταν στο πορτάκι του κελιού μου για παρέα και συζήτηση.
Αλαφροΐσκιωτος, Έλληνας Χριστιανός, τον θυμάμαι με νοσταλγία και αγάπη. Στο κελί είχα την Καινή Διαθήκη και την διάβαζα επισταμένως, σημειώνοντας ό,τι μου έκανε εντύπωση . Τη Μεγάλη Παρασκευή το πρωί μπήκε στο πειθαρχείο ο στρατιωτικός παπάς, φορώντας το πετραχήλι και κρατώντας, με ύφος δέκα καρδιναλίων, το Άγιο Δισκοπότηρο. Πήγε σ’ όλους αρχίζοντας από το θάλαμο κάνοντας και την κατήχηση. Εγώ στο κελί τον άκουγα κι άρχισα να βράζω. Αυτός με τον τραγικό συμβολισμό της μετάληψης τούμπαρε τον Μποντικούλη. Έβαλε μια υπογραφή στη δήλωση ότι δεν θ’ ασχοληθεί ξανά με πολιτικές οργανώσεις.
Όταν ήρθε σ’ εμένα ήμουν πια εκτός εαυτού. Ήταν εύσωμος με μια κοιλιά σαν να κυοφορεί δέκα κουτάβια, μαζί με το γνωστό μελιστάλακτο ύφος
- Έλα, Λευτέρη, να κοινωνήσεις!
Αυτό ήταν. Πετάχτηκα από το κρεβάτι. Του ’δωσα μια σπρωξιά και το Δισκοπότηρο έσκασε κάτω αδειάζοντας το περιεχόμενο του στο βρώμικο έδαφος.
- Φύγε από δω, σιχαμένε! Δε σέβεσαι το σχήμα σου!
Αναψοκοκκινισμένος έκανε μεταβολή λέγοντας:
- Αμετανόητος! Είσαι παιδί του Σατανά!
Δε ξέρω τι ανέφερε στους αξιωματικούς. Ίσως από ντροπή να το έκρυψε. Τον γνώριζα από τα μαθήματα που μας έκανε τους προηγούμενους μήνες. Παρίστανε τον προοδευτικό. Όλο σεξουαλικά υπονοούμενα και τα παραπλήσια.
- Επιτρέπεται λίγη μαλακία! Μην το παρακάνετε όμως !
Μερικά χαζοχαρούμενα έλεγαν
- Είδες ο παπάς; Προχωρημένος!
Την ημέρα του Πάσχα το στρατόπεδο, σύμφωνα με το πάγιο έθιμο άνοιξε τις πύλες του να δεχθεί το Λαό. Σούβλες αρνιά κι όλα τα άλλα πασχαλιάτικα καλούδια.
Ένας φωτογράφος γύριζε μέσα στο στρατόπεδο αναζητώντας πελάτες. Εγώ, ανεβασμένος στο ξύλινο κρεβάτι και κρατώντας τα σιδερένια κάγκελα του μικρού παράθυρου, κάποια στιγμή τον παίρνει το μάτι μου. Αισιοδοξία ο δικός σου!!
Τον φωνάζω και του εξηγώ:
- Βγάλε μου μια φωτογραφία. Όταν τις φέρεις στους άλλους φέρε και τη δική μου Θα πληρωθείς κανονικά. Δεν θα το πιστέψετε, αυτή τη φωτογραφία την έχω και σήμερα, για να μου θυμίζει αυτή τη σημαδιακή μέρα. Ένα πρόσωπο με σπασμένο χαμόγελο πίσω από τη σιδεριά του μικρού παράθυρου!
Η έκπληξη ήρθε προς το μεσημέρι, όταν με πήραν έξω για το πασχαλινό τραπέζι. Τελικά πάντα υπάρχει ελπίδα. Ο άνθρωπος δεν είναι ζώο. Ίσως κάποια στιγμή να το παριστάνει. Να σας πω ένα μυστικό; Η δική μου μερίδα από το ψητό αρνί ήταν η πιο πλούσια και περιποιημένη. Λίγο κρασί, λίγο τραγούδι αλλά μετά.. επιστροφή στο κελί.
Αργότερα έμαθα το εξής. Ήρθε από πάνω διαταγή: Όλοι οι χαρακτηρισμένοι φαντάροι ν’ αλλάξουν περιβάλλον.
Έτσι κάποια στιγμή μου είπαν από το υπασπιστήριο.
- Μετατίθεσαι στην Πρέβεζα. Στην 147 ΜΜΠ. Φεύγεις σε μία ώρα!
- Να μαζέψω τα πράγματά μου, είπα.
- Όλα είναι έτοιμα, ο σάκος με τα πράγματά σου είναι στην πύλη.
Δεν μπόρεσα να δω και να χαιρετήσω κανέναν. Με πήραν με το τζιπ και με πήγαν στο σταθμό. Συνοδεία στο τρένο μέχρι τη Θεσσαλονίκη ήταν ο λοχίας που ρύθμιζε τις σκοπιές. Μάλλον πήγαινε στο χωριό του με άδεια. Όπως, ήδη το έχω αναφέρει, με είχε περί πολλού.
Αμηχανία σ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού. Φοβόταν ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη. Κάποια στιγμή τού το πέταξα
- Είχα εντολές! Μου απάντησε. Εσύ αν με δεις στην Αθήνα θα μου σπάσεις το κεφάλι με πέτρα!
Ετοιμόλογος του απάντησα
- Τι μου φταίει η πέτρα;
Δεν ξέρω τι κατάλαβε.
Φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη και χωρίσαμε οριστικά. Εγώ έπρεπε να πάω στα λεωφορεία των Ιωαννίνων .
Τότε μου πέρασε από το μυαλό η ιδέα:
- Να το σκάσω ή όχι;
Μια κουβέντα είναι αυτή. Πού να πάω όμως; Δεν υπήρχε προορισμός. Δεν είχα καμιά πληροφόρηση. Τι γίνεται στο Βόλο, τι κάνουν οι φίλοι μου στην Αθήνα; Πού βρίσκονται, είναι ελεύθεροι ή όχι; Μήπως θα έβαζα δικούς μου ανθρώπους σε περιπέτειες; Μόνο εικασίες μπορούσα να κάνω.
Έτσι, υπέκυψα στη μοίρα μου. Την άλλη μέρα έφτασα στην Πρέβεζα. Το ραπόρτο για το ποιόν μου είχε ήδη φτάσει .Όμως οι συνθήκες ήταν τώρα διαφορετικές. Η νέα γραμμή ήταν: Μην ανοίγουμε μέσα στη μονάδα εσωτερικά μέτωπα. Για το νέο μου διοικητή ήμουν μία συνεχής έγνοια μέχρι τη μέρα που, από κει, πήρα το απολυτήριο.
κανονικά έπρεπε να είμαι ευτυχής. Μπροστά μου είχα ελεύθερο ένα ολόκληρο διήμερο. Για έναν χρόνο, που ήμουν φαντάρος στον Έβρο, αυτό ήταν πρωτοφανές. Τόσο καιρό βίωνα την αποκοπή από την οικογένεια, τους φίλους, το Βόλο, την Αθήνα. Υπηρετούσα ως σκαπανέας- πυροβολητής στην 154 ΜΜΠ που έδρευε στο στρατόπεδο Μεγάλου Αλεξάνδρου, λίγο έξω από την Αλεξανδρούπολη. Η Μοίρα είχε φύγει πρωί-πρωί για τις Σάππες, ένα χωριό στο γειτονικό νομό Ροδόπης, να κάνει ασκήσεις βολής. Θα γύριζε πίσω, με βάση τον προγραμματισμό, το Σάββατο το απόγευμα.
Εμένα δεν με πήραν μαζί τους. Με άφησαν πίσω, μαζί με τους βοηθητικούς, δυο-τρεις αρρώστους ελεύθερους υπηρεσίας κι έναν αξιωματικό. Να μη μάθω τα μυστικά της άσκησης; Μάλλον όχι. Απλώς ήθελαν να επαναληφθεί για μια ακόμη φορά η εικόνα: Ο Λευτέρης είναι ένα απόβλητο, ένα μίασμα, ένας επικίνδυνος Εαμοβούλγαρος, που κάθε φρόνιμος φαντάρος πρέπει να αποφεύγει μετά βδελυγμίας.
Όμως αυτό δεν τους πέρασε ποτέ παρά τις φιλότιμες, προσπάθειες του λοχαγού του Α2 Χασαπίδη. Αυτός είχε όπλο τον εκφοβισμό και την τιμωρία, εγώ όμως είχα τη συνεχή ανθρώπινη προσέγγιση.
Ήμουν για καιρό πιεσμένος και σε συνεχή ένταση. Κάποια στιγμή, καταμέτρησα 54 συνεχείς μέρες όπου ήμουν σκοπός γερμανικό νούμερο , δηλαδή 2-4 την νύχτα , ώστε να μη μπορώ να κοιμηθώ ούτε μια νύχτα συνεχώς. Ενώ στις διπλανές μονάδες το μάθημα της Εθνικής και Ηθικής Διαπαιδαγώγησης γινόταν δυο φορές την εβδομάδα, στη δική μου γινόταν καθημερινά, πλην Κυριακής. Κάθε φορά προσωπικές προκλήσεις, συνεχείς ερωτήσεις, προκλητικές και ύπουλες. Αλλά εγώ, μονολιθικός, απαντούσα μονότονα με τη σιωπή ή «δε ξέρω» ακόμα και σε προφανείς ερωτήσεις.
Με είχε κυριεύσει το σύνδρομο της στέρησης. Στέρηση από φίλους, στέρηση από ειδήσεις, εφημερίδες, συνεδριάσεις, διαδηλώσεις. Στέρηση από γυναίκα. Τα τελευταία χρόνια, πριν βάλω το χακί, είχα μια έντονη φοιτητική ζωή. Τώρα δεν έπρεπε να δώσω αφορμή. Ούτε κιχ πολιτικό. Άρνηση συμμετοχής. Ακόμα κι εκεί που έβλεπα συμπάθεια, κρατούσα τις σχέσεις σ’ ένα επίπεδο. Όχι πολλά. Άνοιγμα μόνο στο ποδόσφαιρο και το τραγούδι. Για τις γυναίκες ανώνυμες γενικές συζητήσεις. Κυρίαρχοι ήρωες μου η ΑΕΚ κι ο Στέλιος Καζαντζίδης.
Αναλογιζόμενος, σήμερα, τα γεγονότα που διαδραματίζονταν, τις προκλήσεις, τις αναφορές, τη συνεχή αγωνία μου να έχω καθαρό τον εαυτό μου, τακτοποιημένο το κρεβάτι και όλο τον άλλο εξοπλισμό, βάζω το ερώτημα: Πού εύρισκα αυτό το απόθεμα υπομονής και εγκαρτέρησης ν, αντέχω την κάθε μέρα που ξημέρωνε; Πού είχα ανακαλύψει αυτή τη χρυσή φλέβα σε πείσμα και εμμονή; Σήμερα δεν είναι στοιχείο του χαρακτήρα μου. Δεν ξέρω. Ίσως γιατί μεγάλωσα. Ίσως γιατί δεν υπάρχουν οι προκλήσεις, που τότε μου τα ξύπνησαν. Μάλλον γιατί άλλαξαν ριζικά οι εξωτερικές συνθήκες.
Η Πέμπτη ήταν μια συννεφιασμένη μέρα. Κανονικά θα έπρεπε ο αξιωματικός υπηρεσίας να με απασχολήσει με κάτι, να μου αναθέσει μια άσκοπη αγγαρεία. Αλλά ευκαιρία βρήκε κι αυτός, την άραξε στο διοικητήριο και με άφησε ελεύθερο και ήσυχο. Έτσι άρχισα τις βόλτες μέσα στο στρατόπεδο. Έφτασα στην πύλη και είπα την καλημέρα μου στον Αλφαμίτη. Πήγα στο γραφείο κινήσεως που βρισκόταν σε ένα απόμερο μικρό κτίσμα. Εκεί για ένα φεγγάρι με αγκαζάρισαν ως γραφιά. Πήγα στο πειθαρχείο, όπου λίγο καιρό πριν πέρασα ένα εικοσαήμερο αυστηρής απομόνωσης. Στο στρατόπεδο υπήρχε μια άλλη ολιγάριθμη μονάδα εφοδιασμού και μεταφορών με τις αντίστοιχες αποθήκες. Δίπλα από το δικό μας στρατόπεδο ήταν η 22 ΕΜΑ, μια μονάδα τεθωρακισμένων. Έτσι συχνά-πυκνά περνούσαν σε φάλαγγες από μπροστά μας για τις προβλεπόμενες ασκήσεις.
Το μεσημέρι το συσσίτιο, ένας καφές στο ΚΨΜ, μερικά «γεια χαρά» με ανθρώπους που συνάντησα και τίποτα παραπέρα. Όμως, το διαισθανόμουν. Η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη ένταση και σκοτεινιά.
Εδώ και καιρό ήταν κραυγαλέα και υποτιμητική η στάση των αξιωματικών στα μαθήματα, στις ομιλίες, στις αναφορές για τους «ξεφτιλισμένους, τους απατεώνες, τους καταχραστές πολιτικούς». Κανένας σεβασμός στην ιεραρχία, κυρίαρχο στοιχείο στη δομή του στρατού. Βράδιασε και η ανησυχία μου δεν έλεγε να καταλαγιάσει.
Όταν βγήκα πρωί-πρωί από το παράπηγμα που ήταν για μας ο θάλαμος, είδα την ανησυχία διάχυτη . Στη πύλη διπλοσκοπιά κι ένα άρμα μπροστά της με τους στρατιώτες οπλισμένους και με στολή εκστρατείας. Σε λίγο μου ψιθυρίστηκε η τραγική είδηση.
- Έγινε κίνημα, ο στρατός ανέλαβε την εξουσία.
Μου κόπηκαν τα γόνατα. Αυτό μου έλειπε τώρα. Αποκομμένος από παντού, μόνος κι έρημος, θα μ’ εξαφανίσουν χωρίς να πάρει κανένας χαμπάρι.
Τότε βγήκε από μέσα μου μια ανεξήγητη ξεγνοιασιά.
- Ό,τι ήθελε να έρθει, καλώς το!
Σκέφτομαι σήμερα αυτήν την αντίδραση κι αναρωτιέμαι. Ήταν κάτι φυσικό αυτό; Ποτέ δε θα το μάθω.
Μας συγκέντρωσε ο αξιωματικός στη θέση της πρωινής αναφοράς και είπε:
- Μη βγάλετε τσιμουδιά, ούτε κιχ. Σε λίγο η μονάδα γυρίζει πίσω, τότε θα τα πούμε όλα.
Πράγματι σε λίγη ώρα το τζιπ, τα Ντόιτς , τα ΡΕΟ γεμάτα φαντάρους και τα πυροβόλα των 155 χιλιοστών μπήκαν γρήγορα- γρήγορα στον όρχο. Σε λίγο ακούστηκε η σάλπιγγα για γενικό προσκλητήριο. Εκεί μίλησε ο διοικητής της μοίρας αντισυνταγματάρχης Παπαβασιλείου.
Έβγαλε ένα σύντομο λογύδριο. Η εντύπωση που μου άφησε ήταν: Να κρατήσουμε την ενότητα μέσα στο στράτευμα, για να αντιμετωπίσουμε τον εχθρό που είναι ο ντόπιος και ο διεθνής κομμουνισμός. Αυτός που ήταν έτοιμος να υποδουλώσει τη χώρα. Ευτυχώς όμως οι φύλακες γρηγορούν. «Θα πάτε ήσυχα τώρα στους θαλάμους σας. Εκεί θα πάρετε εντολές». Αυτό κάναμε.
Στις ερωτηματικές ματιές φίλων και συστρατιωτών απαντούσα με τη σιωπή. Δεν πέρασε πολλή ώρα. Ένας μονιμάς λοχίας ήρθε κατευθείαν σε μένα.
- Γιατί έλειπες από το προσκλητήριο;
Κατάλαβα. Πήρα μια κουβέρτα υπό μάλης και τον ακολούθησα χωρίς λόγια και αντιρρήσεις. Σε μικρή απόσταση ήταν το πειθαρχείο. Ήξερα καλά την εσωτερική του τοπογραφία. Ήταν ένας διάδρομος με δυο μικρά κελιά στην πάνω πλευρά και στο βάθος ένας θάλαμος. Μ’ έβαλαν στο θάλαμο και κλείδωσαν πίσω τους. Κάθισα σε μια γωνιά με την αίσθηση ότι χίλια αόρατα μάτια με επιτηρούν.
Δε πέρασε πολλή ώρα να σου κι ο δεύτερος, ο μικρός αδελφός του Λαρισαίου πρωταθλητή στο βάδην Μποντικούλη. Με ρώτησε με τα μάτια και του απάντησα με το δείκτη στο στόμα
- Σιωπή!
Σε μια ώρα γίναμε πέντε. Δεν θυμάμαι τα ονόματά τους, μόνο ένα καλό παιδί από τη Δράμα που είπε:
- Έλα μωρέ, τι θα μας κάνουν; Το πολύ-πολύ θα μας στείλουν στην εξορία.
Δε ξέρω τι εντύπωση έκανε στους άλλους, αλλά σ’ εμένα ακούστηκε σα γλυκολαλιά, μάννα εξ ουρανού. Θα βρεθώ με φίλους. «Μακάρι, Θεέ μου», σκέφτηκα, μακάρι! Την πρώτη νύχτα τη βγάλαμε έτσι. Ο καθένας κούρνιασε αμίλητος και σκεφτικός στη δική του γωνιά.
Το πρωί το στρατόπεδο ζωντάνεψε. Ο χώρος αναφοράς ήταν δίπλα. Εικόνα δεν είχαμε, μόνο συγκεχυμένοι ήχοι έφταναν στ’ αυτιά μας. Μια ώρα μετά ήρθαν και πήραν τον πρώτο. Εκ των υστέρων έμαθα ότι έκανε μια δήλωση αποκήρυξης του κομμουνισμού και γύρισε στη θέση του. Το ίδιο και ο δεύτερος. Ο μόνος που γύρισε πίσω ήταν ο Μποντικούλης .
- Μου ζήτησαν δήλωση και είπα δεν υπογράφω τίποτε!
Μ’ εμένα ασχολήθηκαν μετά το βραδινό σιωπητήριο. Οι συνοδοί ήταν δύο και με πήγαιναν προς την αποθήκη του λόχου διοίκησης. Στο στρατόπεδο κυκλοφορούσαν περίπολοι για τους αόρατους εχθρούς με εντολή: Πυροβολούμε όποιον δεν υπακούει στην εντολή: Αλτ! Όταν η περίπολος μας σταμάτησε οι συνοδοί έκαναν την πάπια. Το ένστικτο αυτοσυντήρησης λειτούργησε αμέσως.
- Ο Λευτέρης είμαι παιδιά!
Όταν φτάσαμε στην αποθήκη, με παρέλαβε ο Χασαπίδης
- Λευτεράκη, τελείωσαν τα ψέματα. Κανόνισε την πορεία σου. Θα μεταχθείς στην Καβάλα και από κει εξορία στο νησί. Θα περάσεις καλά κακομοίρη μου!
Δεν του έδειξα τη χαρά μου. Παρέμεινα όρθιος κι αμίλητος. Σε λίγη ώρα ο λοχαγός, αφού ολοκλήρωσε τους εκφοβισμούς του, αποχώρησε. Έμεινε ο μόνιμος λοχίας. Αυτός γέμισε με ιδιαίτερη φροντίδα το αυτόματό του και άρχισε να το περιφέρει με άξονα εμένα. Αμίλητος, χωρίς να λέει τίποτα αλλά οι κινήσεις του να υποδηλώνουν με σαφήνεια την πρόθεσή του. Και τότε συνέβη το εξής παράξενο.
Σαν να βγήκα από το σώμα μου και να ταξίδεψα σε μια θάλασσα αναμνήσεων και επιθυμιών. Όλα όμως αμορφοποίητα και συγκεχυμένα. Όταν ξαναγύρισα πίσω στο σώμα μου και ανέκτησα τις αισθήσεις μου ήμουν ξαπλωμένος σε μια γωνιά του πειθαρχείου.
Ο Μποντικούλης μού είπε αργότερα:
- Σ’ έφεραν σηκωτό οι ίδιοι!
Τι έγινε, τι συνέβη δε μπόρεσα να μάθω. Ίσως λιποθύμησα. Ένας ψυχολόγος- ψυχίατρος μπορεί να ερμηνεύσει το φαινόμενο. Αυτή η ασυνειδησία μ’ έσωσε από μια αγωνία ζωντανή και πελώρια.
Τώρα είχαμε μείνει δύο. Μας χώρισαν στα ατομικά κελιά. Ξημέρωνε Δευτέρα, η βδομάδα των Παθών. Την Κυριακή θα ήταν το Πάσχα. Ακούσαμε ομιλίες και κινήσεις. Άρχισαν να φέρνουν στο θάλαμο άλλους από γειτονικά στρατόπεδα. Ένα βράδυ αργά, ίσως Μεγάλη Τετάρτη, έκανα αυτό που μόνο μπορούσα. Αναπολούσα καλύτερες στιγμές της ζωής μου. Ξαφνικά ανατρίχιασα μέχρι το μεδούλι ακούγοντας ένα βυζαντινό ύμνο τραγουδημένο υπέροχα από το θάλαμο. Ήταν ένας έφεδρος ανθυπολοχαγός. Ο πατέρας του ανώτερος υπάλληλος στο υπουργείο Βορείου Ελλάδος. Με την αθωότητα του καθαρού ανθρώπου, με την αυθόρμητη αντίδραση στη βία, δήλωσε στον διοικητή του:
- Εγώ, δεν πυροβολώ το ανώνυμο πλήθος!
Τον μπουζουριάσαν. Τι απέγινε δεν ξέρω, γιατί όταν έφυγα στα μέσα του Μαΐου, αυτός ήταν ακόμα εκεί. Κυκλοφορούσε στο διάδρομο ελεύθερα κι ερχόταν στο πορτάκι του κελιού μου για παρέα και συζήτηση.
Αλαφροΐσκιωτος, Έλληνας Χριστιανός, τον θυμάμαι με νοσταλγία και αγάπη. Στο κελί είχα την Καινή Διαθήκη και την διάβαζα επισταμένως, σημειώνοντας ό,τι μου έκανε εντύπωση . Τη Μεγάλη Παρασκευή το πρωί μπήκε στο πειθαρχείο ο στρατιωτικός παπάς, φορώντας το πετραχήλι και κρατώντας, με ύφος δέκα καρδιναλίων, το Άγιο Δισκοπότηρο. Πήγε σ’ όλους αρχίζοντας από το θάλαμο κάνοντας και την κατήχηση. Εγώ στο κελί τον άκουγα κι άρχισα να βράζω. Αυτός με τον τραγικό συμβολισμό της μετάληψης τούμπαρε τον Μποντικούλη. Έβαλε μια υπογραφή στη δήλωση ότι δεν θ’ ασχοληθεί ξανά με πολιτικές οργανώσεις.
Όταν ήρθε σ’ εμένα ήμουν πια εκτός εαυτού. Ήταν εύσωμος με μια κοιλιά σαν να κυοφορεί δέκα κουτάβια, μαζί με το γνωστό μελιστάλακτο ύφος
- Έλα, Λευτέρη, να κοινωνήσεις!
Αυτό ήταν. Πετάχτηκα από το κρεβάτι. Του ’δωσα μια σπρωξιά και το Δισκοπότηρο έσκασε κάτω αδειάζοντας το περιεχόμενο του στο βρώμικο έδαφος.
- Φύγε από δω, σιχαμένε! Δε σέβεσαι το σχήμα σου!
Αναψοκοκκινισμένος έκανε μεταβολή λέγοντας:
- Αμετανόητος! Είσαι παιδί του Σατανά!
Δε ξέρω τι ανέφερε στους αξιωματικούς. Ίσως από ντροπή να το έκρυψε. Τον γνώριζα από τα μαθήματα που μας έκανε τους προηγούμενους μήνες. Παρίστανε τον προοδευτικό. Όλο σεξουαλικά υπονοούμενα και τα παραπλήσια.
- Επιτρέπεται λίγη μαλακία! Μην το παρακάνετε όμως !
Μερικά χαζοχαρούμενα έλεγαν
- Είδες ο παπάς; Προχωρημένος!
Την ημέρα του Πάσχα το στρατόπεδο, σύμφωνα με το πάγιο έθιμο άνοιξε τις πύλες του να δεχθεί το Λαό. Σούβλες αρνιά κι όλα τα άλλα πασχαλιάτικα καλούδια.
Ένας φωτογράφος γύριζε μέσα στο στρατόπεδο αναζητώντας πελάτες. Εγώ, ανεβασμένος στο ξύλινο κρεβάτι και κρατώντας τα σιδερένια κάγκελα του μικρού παράθυρου, κάποια στιγμή τον παίρνει το μάτι μου. Αισιοδοξία ο δικός σου!!
Τον φωνάζω και του εξηγώ:
- Βγάλε μου μια φωτογραφία. Όταν τις φέρεις στους άλλους φέρε και τη δική μου Θα πληρωθείς κανονικά. Δεν θα το πιστέψετε, αυτή τη φωτογραφία την έχω και σήμερα, για να μου θυμίζει αυτή τη σημαδιακή μέρα. Ένα πρόσωπο με σπασμένο χαμόγελο πίσω από τη σιδεριά του μικρού παράθυρου!
Η έκπληξη ήρθε προς το μεσημέρι, όταν με πήραν έξω για το πασχαλινό τραπέζι. Τελικά πάντα υπάρχει ελπίδα. Ο άνθρωπος δεν είναι ζώο. Ίσως κάποια στιγμή να το παριστάνει. Να σας πω ένα μυστικό; Η δική μου μερίδα από το ψητό αρνί ήταν η πιο πλούσια και περιποιημένη. Λίγο κρασί, λίγο τραγούδι αλλά μετά.. επιστροφή στο κελί.
Αργότερα έμαθα το εξής. Ήρθε από πάνω διαταγή: Όλοι οι χαρακτηρισμένοι φαντάροι ν’ αλλάξουν περιβάλλον.
Έτσι κάποια στιγμή μου είπαν από το υπασπιστήριο.
- Μετατίθεσαι στην Πρέβεζα. Στην 147 ΜΜΠ. Φεύγεις σε μία ώρα!
- Να μαζέψω τα πράγματά μου, είπα.
- Όλα είναι έτοιμα, ο σάκος με τα πράγματά σου είναι στην πύλη.
Δεν μπόρεσα να δω και να χαιρετήσω κανέναν. Με πήραν με το τζιπ και με πήγαν στο σταθμό. Συνοδεία στο τρένο μέχρι τη Θεσσαλονίκη ήταν ο λοχίας που ρύθμιζε τις σκοπιές. Μάλλον πήγαινε στο χωριό του με άδεια. Όπως, ήδη το έχω αναφέρει, με είχε περί πολλού.
Αμηχανία σ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού. Φοβόταν ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη. Κάποια στιγμή τού το πέταξα
- Είχα εντολές! Μου απάντησε. Εσύ αν με δεις στην Αθήνα θα μου σπάσεις το κεφάλι με πέτρα!
Ετοιμόλογος του απάντησα
- Τι μου φταίει η πέτρα;
Δεν ξέρω τι κατάλαβε.
Φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη και χωρίσαμε οριστικά. Εγώ έπρεπε να πάω στα λεωφορεία των Ιωαννίνων .
Τότε μου πέρασε από το μυαλό η ιδέα:
- Να το σκάσω ή όχι;
Μια κουβέντα είναι αυτή. Πού να πάω όμως; Δεν υπήρχε προορισμός. Δεν είχα καμιά πληροφόρηση. Τι γίνεται στο Βόλο, τι κάνουν οι φίλοι μου στην Αθήνα; Πού βρίσκονται, είναι ελεύθεροι ή όχι; Μήπως θα έβαζα δικούς μου ανθρώπους σε περιπέτειες; Μόνο εικασίες μπορούσα να κάνω.
Έτσι, υπέκυψα στη μοίρα μου. Την άλλη μέρα έφτασα στην Πρέβεζα. Το ραπόρτο για το ποιόν μου είχε ήδη φτάσει .Όμως οι συνθήκες ήταν τώρα διαφορετικές. Η νέα γραμμή ήταν: Μην ανοίγουμε μέσα στη μονάδα εσωτερικά μέτωπα. Για το νέο μου διοικητή ήμουν μία συνεχής έγνοια μέχρι τη μέρα που, από κει, πήρα το απολυτήριο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου