Η περιπλάνηση
Ο ι οικογένειες στη γειτονιά είχαν συνήθως πολλά παιδιά. Οι γονείς, άνθρωποι του μεροκάματου, πολλές φορές κι οι δυο, δεν είχαν τον απαιτούμενο χρόνο να παρακολουθούν από κοντά τα παιδιά τους. Το μεροκάματο, η συνεπαγόμενη κούραση, οι δουλειές στο σπίτι-ζύμωμα, πλύσιμο, φαγητό- δεν άφηναν την πολυτέλεια του περίσσιου χρόνου και για την παρακολούθηση των ημερήσιων δραστηριοτήτων των παιδιών τους. Το άγχος του επιούσιου κυριαρχούσε στο μυαλό όλων των μεγάλων κι ανέστειλε όλες τις άλλες σκέψεις. Εκ των πραγμάτων υπήρχε για τα παιδιά μια μεγάλη ελευθερία κινήσεων και όχι ο στενός κορσές που σήμερα βλέπουμε γύρω μας να ισχύει πάνω στην ανατροφή των παιδιών. Βεβαίως, κάθε εποχή έχει τις δικές της προτεραιότητες κι αξιολογήσεις. Αυτό είναι λογικό και δεδομένο.
Με τα σημερινά κριτήρια, θα έλεγε ένας τρίτος ότι τα παιδιά εκείνης της εποχής μεγάλωναν στην τύχη. Όμως η πραγματικότητα δεν ήταν καθόλου έτσι. Αυτή η ελευθερία κινήσεων δημιουργούσε, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, ένα αίσθημα ευθύνης στα παιδιά για το τι είναι επιτρεπτό και τι όχι. Τ’ αδέλφια, οι φίλοι, η παρέα ήταν ένα πέπλο ασφαλείας για τον καθένα ξεχωριστά. Το αίσθημα της αλληλεγγύης μεταξύ των παιδιών της ίδιας γειτονιάς ήταν ιδιαίτερα ανεπτυγμένο. Τα όρια των δραστηριοτήτων καθορίζονταν από τους άγραφους κανόνες που η παρέα, κυρίως τα μεγαλύτερα παιδιά, μέσα στην καθημερινή τριβή, μεταλαμπαδεύανε στους μικρότερους.
Ενώ πάνω στα βουνά η αγριάδα των εμφύλιων σπαραγμών δεν είχε ακόμα οριστικά κοπάσει., οι κίνδυνοι τότε ήταν μικρότεροι και το αίσθημα της ασφάλειας μεγαλύτερο από ό,τι σήμερα, με την προφανή εξαίρεση των κυνηγητών που υφίσταντο οι αριστεροί.
Ένα πρωινό με τον κολλητό μου, τον Τασούλη, αποφασίσαμε να πάμε για «εξερεύνηση». Ήμασταν στα οκτώ κι όχι συμπληρωμένα. Θ’ ανεβαίναμε το ποτάμι μέχρι να φτάσουμε στο βουνό, να δούμε από κοντά αυτά που φτάνανε στα μάτια μας αχνά λόγω της απόστασης Μιλάμε για τον Κραυσίδωνα, ένα ξεροπόταμο που χωρίζει την Νέα Ιωνία από τη πόλη του Βόλου.
Χωρίς να ειδοποιήσουμε κανέναν, χωρίς καθόλου γνώση και προετοιμασία, δίχως πρόνοια για τα απαραίτητα στοιχειώδη εφόδια ξεκινήσαμε προς τα πάνω να φτάσουμε στους πρόποδες του Πηλίου, που μάλλον βρίσκονταν οι πηγές των νερών. Εκείνη την εποχή χαρακτηριστικό του βουνού ήταν ο γλυκός και συνεχής ήχος από το κελάρυσμα των νερών που κυλούσαν από τα φυσικά ρυάκια ή τα τεχνητά αυλάκια ποτισμάτων, που είχαν φτιάξει οι ντόπιοι κάτοικοι.
Ξεκινήσαμε αισιόδοξοι και δυνατοί, δίχως καθόλου την αίσθηση των κινδύνων και βλέπαμε για πρώτη φορά καινούριες εικόνες, μέρη γεμάτα αγριάδα και ομορφιά, που κέρδιζαν τις εντυπώσεις μας και εξαφάνιζαν τους φόβους για ενδεχόμενο κίνδυνο. Ανεβήκαμε ψηλά ξεπερνώντας ακόμα και τις αραιοκατοικημένες περιοχές και φτάσαμε σε μέρη με οργιώδη βλάστηση και ψηλά δέντρα, που έκρυβαν το γύρω τοπίο κι εκεί χάσαμε τον προσανατολισμό μας. Συνεχίσαμε να περπατάμε στην τύχη.
Άρχισαν να λειτουργούν οι φυσικές ανάγκες. Για τη δίψα δεν υπήρχε πρόβλημα. έσκυβες σ’ ένα φυσικό ρυάκι κι έπινες καθαρό και δροσερό νερό. Για φαγώσιμο τίποτα. Από δέντρα που συναντήσαμε έρημα και μόνα κι είχαν πάνω τους καρπούς, έστω κι άγουρους, μετριάσαμε τη λιγούρα που είχε αρχίσει να μας πιάνει. Σ’ ένα μικρό περιβόλι που συναντήσαμε στο δρόμο μας βρήκαμε αγγούρια και μικρά πεπονάκια. Δε διστάσαμε να τα τιμήσουμε, αγνοώντας τον κίνδυνο να μας κυνηγήσει –και με το δίκαιο του– ο ιδιοκτήτης. Κάνοντας ένα μεγάλο γύρο αποφύγαμε κάτι κοντινά αλυχτίσματα σκυλιών. Κάποια στιγμή από την κορυφή ενός λόφου είδαμε κάτω την πόλη με τα χιλιάδες σπίτια της. Αριστερά και κάτω η παραλία με τη θάλασσα και δεξιά και πάνω η φτωχογειτονιά μας, η Νέα Ιωνία. Η εικόνα που απλωνόταν μπροστά μάς ηρέμησε.
- Α! Ωραία είναι! Δε φαίνεται να είναι μακριά. Θα συνεχίσουμε το ανέβασμα.
Κάπου ψηλά κι αριστερά μας τα σπίτια της Μακρινίτσας. Δεξιά διάσπαρτα αγροτικά σπίτια και πιο πάνω η Πορταριά. Η κούραση είχε αρχίσει να μας κυριεύει. Είχε περάσει για καλά το μεσημέρι και κανονικά έπρεπε να αρχίσουμε να κατεβαίνουμε. Έλα όμως που ο εγωισμός δε μας άφηνε! Ποιος από τους δυο θα πάρει το ρίσκο να πει στον άλλο
- Φτάνει, ας γυρίσουμε!
Να του το χτυπάει αργότερα κατάμουτρα ότι φοβήθηκε, χέστηκε κι ήθελε να τα παρατήσουμε.
Κυριάρχησε η κοινή απερισκεψία.
- Πάμε ν’ ανέβουμε πιο ψηλά να δούμε τι έχει!
Τι να πει ο άλλος;
- Πάμε…
Σε λίγο χωρίς να το καταλάβουμε ήρθε το δειλινό. Αποφεύγαμε κατοικήσιμα μέρη ή ανθρώπους. Πέσαμε μέσα σ’ ένα κτήμα με φιρίκια και γεμίσαμε το στομάχι που διαμαρτυρότανε. Αλλά στη φύση το σκοτάδι απλώνεται απότομα. Τότε και μόνο τότε δεήσαμε να ομολογήσουν από κοινού το φόβο μας.
- Τι θα κάνουμε τώρα; Να γυρίσουμε δε γίνεται. Ας βγάλουμε την νύχτα εδώ!
Διαλέξαμε ένα μεγάλο δέντρο και καθαρίσαμε λίγο το χώρο από κάτω. Ξαπλώσαμε αγκαλιασμένοι ελπίζοντας να περάσουν οι ώρες μέχρι το ξημέρωμα. Οι εγωισμοί πήγαν περίπατο. Ο κοινός κίνδυνος μας ένωσε σε μια γροθιά. Αλλά αποφυγή ολοκληρωτική «επικίνδυνων» συζητήσεων. Όπως τι να γίνεται στο σπίτι. Θα μας ψάχνουν, θα ανησυχούν και όλα τα συναφή. Προσπαθήσαμε να κοιμηθούμε αλλά μάταια. Ο κοινός φόβος μας κράταγε ξύπνιους.
Κάποια στιγμή, μέσα στη βαθιά νύχτα ακούστηκε το ουρλιαχτό ενός ζώου –μάλλον λύκου– και πεταχτήκαμε όρθιοι με τη καρδιά τους να χτυπάει σαν τρελή. Βοηθώντας ο ένας τον άλλο ανεβήκαμε στο δέντρο και καθίσαμε στην ίδια διχάλα αγκαλιάζοντας από ένα κλαδί. Για ύπνο δεν έμπαινε συζήτηση. Η νύχτα θα πέρναγε έτσι λεπτό με λεπτό, χωρίς πολλές κουβέντες. Μόνο με αναπτυγμένο το αίσθημα της αλληλεγγύης που δημιουργεί η κοινή περιπέτεια κι ο φόβος του άγριου περιβάλλοντος.
Ήταν μια νύχτα ατέλειωτη. Τους φάνηκε ότι ο χρόνος επίτηδες σταμάτησε να κυλάει και δεν προχωρούσε καθόλου. Αργά και με καθυστέρηση το σκοτάδι άρχισε να αποσύρεται σιγά- σιγά και το πρώτο φως της αυγής τους φάνηκε σαν βάλσαμο και ελπίδα ότι η περιπέτεια θα περάσει. Αμέσως άρχισαν να κατεβαίνουν προς την πόλη και το κατέβασμα τους φάνηκε πολύ εύκολο. Σε πολύ λιγότερες ώρες βρέθηκαν στα πρώτα σπίτια, σκεπτόμενοι τώρα την κατσάδα και ίσως το ξύλο που τους περίμενε στο σπίτι.
Εκεί τους περίμενε η μεγαλύτερη έκπληξη. Κανείς δεν τους είπε τίποτα. Η απουσία τους πέρασε απαρατήρητη! Αυτό δεν είναι τόσο παράξενο όσο εκ πρώτης όψεως φαίνεται και ακούγεται σήμερα. Δεν ήταν σπάνιο ένα παιδί μια νύχτα να φιλοξενηθεί στο σπίτι του φίλου του. Η μία οικογένεια νόμιζε ότι ο δικός της ήταν στο σπίτι του άλλου. Τότε δεν υπήρχαν ακόμα τηλέφωνα.
Η περιπέτεια έμεινε εσωτερικό τους μυστικό. Δεν συζητήθηκε ούτε στο προσωπικό επίπεδο καθόλου γιατί σε κανένα δεν συνέφερε να θυμάται τον ομολογημένο κοινό φόβο.
Ο ι οικογένειες στη γειτονιά είχαν συνήθως πολλά παιδιά. Οι γονείς, άνθρωποι του μεροκάματου, πολλές φορές κι οι δυο, δεν είχαν τον απαιτούμενο χρόνο να παρακολουθούν από κοντά τα παιδιά τους. Το μεροκάματο, η συνεπαγόμενη κούραση, οι δουλειές στο σπίτι-ζύμωμα, πλύσιμο, φαγητό- δεν άφηναν την πολυτέλεια του περίσσιου χρόνου και για την παρακολούθηση των ημερήσιων δραστηριοτήτων των παιδιών τους. Το άγχος του επιούσιου κυριαρχούσε στο μυαλό όλων των μεγάλων κι ανέστειλε όλες τις άλλες σκέψεις. Εκ των πραγμάτων υπήρχε για τα παιδιά μια μεγάλη ελευθερία κινήσεων και όχι ο στενός κορσές που σήμερα βλέπουμε γύρω μας να ισχύει πάνω στην ανατροφή των παιδιών. Βεβαίως, κάθε εποχή έχει τις δικές της προτεραιότητες κι αξιολογήσεις. Αυτό είναι λογικό και δεδομένο.
Με τα σημερινά κριτήρια, θα έλεγε ένας τρίτος ότι τα παιδιά εκείνης της εποχής μεγάλωναν στην τύχη. Όμως η πραγματικότητα δεν ήταν καθόλου έτσι. Αυτή η ελευθερία κινήσεων δημιουργούσε, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, ένα αίσθημα ευθύνης στα παιδιά για το τι είναι επιτρεπτό και τι όχι. Τ’ αδέλφια, οι φίλοι, η παρέα ήταν ένα πέπλο ασφαλείας για τον καθένα ξεχωριστά. Το αίσθημα της αλληλεγγύης μεταξύ των παιδιών της ίδιας γειτονιάς ήταν ιδιαίτερα ανεπτυγμένο. Τα όρια των δραστηριοτήτων καθορίζονταν από τους άγραφους κανόνες που η παρέα, κυρίως τα μεγαλύτερα παιδιά, μέσα στην καθημερινή τριβή, μεταλαμπαδεύανε στους μικρότερους.
Ενώ πάνω στα βουνά η αγριάδα των εμφύλιων σπαραγμών δεν είχε ακόμα οριστικά κοπάσει., οι κίνδυνοι τότε ήταν μικρότεροι και το αίσθημα της ασφάλειας μεγαλύτερο από ό,τι σήμερα, με την προφανή εξαίρεση των κυνηγητών που υφίσταντο οι αριστεροί.
Ένα πρωινό με τον κολλητό μου, τον Τασούλη, αποφασίσαμε να πάμε για «εξερεύνηση». Ήμασταν στα οκτώ κι όχι συμπληρωμένα. Θ’ ανεβαίναμε το ποτάμι μέχρι να φτάσουμε στο βουνό, να δούμε από κοντά αυτά που φτάνανε στα μάτια μας αχνά λόγω της απόστασης Μιλάμε για τον Κραυσίδωνα, ένα ξεροπόταμο που χωρίζει την Νέα Ιωνία από τη πόλη του Βόλου.
Χωρίς να ειδοποιήσουμε κανέναν, χωρίς καθόλου γνώση και προετοιμασία, δίχως πρόνοια για τα απαραίτητα στοιχειώδη εφόδια ξεκινήσαμε προς τα πάνω να φτάσουμε στους πρόποδες του Πηλίου, που μάλλον βρίσκονταν οι πηγές των νερών. Εκείνη την εποχή χαρακτηριστικό του βουνού ήταν ο γλυκός και συνεχής ήχος από το κελάρυσμα των νερών που κυλούσαν από τα φυσικά ρυάκια ή τα τεχνητά αυλάκια ποτισμάτων, που είχαν φτιάξει οι ντόπιοι κάτοικοι.
Ξεκινήσαμε αισιόδοξοι και δυνατοί, δίχως καθόλου την αίσθηση των κινδύνων και βλέπαμε για πρώτη φορά καινούριες εικόνες, μέρη γεμάτα αγριάδα και ομορφιά, που κέρδιζαν τις εντυπώσεις μας και εξαφάνιζαν τους φόβους για ενδεχόμενο κίνδυνο. Ανεβήκαμε ψηλά ξεπερνώντας ακόμα και τις αραιοκατοικημένες περιοχές και φτάσαμε σε μέρη με οργιώδη βλάστηση και ψηλά δέντρα, που έκρυβαν το γύρω τοπίο κι εκεί χάσαμε τον προσανατολισμό μας. Συνεχίσαμε να περπατάμε στην τύχη.
Άρχισαν να λειτουργούν οι φυσικές ανάγκες. Για τη δίψα δεν υπήρχε πρόβλημα. έσκυβες σ’ ένα φυσικό ρυάκι κι έπινες καθαρό και δροσερό νερό. Για φαγώσιμο τίποτα. Από δέντρα που συναντήσαμε έρημα και μόνα κι είχαν πάνω τους καρπούς, έστω κι άγουρους, μετριάσαμε τη λιγούρα που είχε αρχίσει να μας πιάνει. Σ’ ένα μικρό περιβόλι που συναντήσαμε στο δρόμο μας βρήκαμε αγγούρια και μικρά πεπονάκια. Δε διστάσαμε να τα τιμήσουμε, αγνοώντας τον κίνδυνο να μας κυνηγήσει –και με το δίκαιο του– ο ιδιοκτήτης. Κάνοντας ένα μεγάλο γύρο αποφύγαμε κάτι κοντινά αλυχτίσματα σκυλιών. Κάποια στιγμή από την κορυφή ενός λόφου είδαμε κάτω την πόλη με τα χιλιάδες σπίτια της. Αριστερά και κάτω η παραλία με τη θάλασσα και δεξιά και πάνω η φτωχογειτονιά μας, η Νέα Ιωνία. Η εικόνα που απλωνόταν μπροστά μάς ηρέμησε.
- Α! Ωραία είναι! Δε φαίνεται να είναι μακριά. Θα συνεχίσουμε το ανέβασμα.
Κάπου ψηλά κι αριστερά μας τα σπίτια της Μακρινίτσας. Δεξιά διάσπαρτα αγροτικά σπίτια και πιο πάνω η Πορταριά. Η κούραση είχε αρχίσει να μας κυριεύει. Είχε περάσει για καλά το μεσημέρι και κανονικά έπρεπε να αρχίσουμε να κατεβαίνουμε. Έλα όμως που ο εγωισμός δε μας άφηνε! Ποιος από τους δυο θα πάρει το ρίσκο να πει στον άλλο
- Φτάνει, ας γυρίσουμε!
Να του το χτυπάει αργότερα κατάμουτρα ότι φοβήθηκε, χέστηκε κι ήθελε να τα παρατήσουμε.
Κυριάρχησε η κοινή απερισκεψία.
- Πάμε ν’ ανέβουμε πιο ψηλά να δούμε τι έχει!
Τι να πει ο άλλος;
- Πάμε…
Σε λίγο χωρίς να το καταλάβουμε ήρθε το δειλινό. Αποφεύγαμε κατοικήσιμα μέρη ή ανθρώπους. Πέσαμε μέσα σ’ ένα κτήμα με φιρίκια και γεμίσαμε το στομάχι που διαμαρτυρότανε. Αλλά στη φύση το σκοτάδι απλώνεται απότομα. Τότε και μόνο τότε δεήσαμε να ομολογήσουν από κοινού το φόβο μας.
- Τι θα κάνουμε τώρα; Να γυρίσουμε δε γίνεται. Ας βγάλουμε την νύχτα εδώ!
Διαλέξαμε ένα μεγάλο δέντρο και καθαρίσαμε λίγο το χώρο από κάτω. Ξαπλώσαμε αγκαλιασμένοι ελπίζοντας να περάσουν οι ώρες μέχρι το ξημέρωμα. Οι εγωισμοί πήγαν περίπατο. Ο κοινός κίνδυνος μας ένωσε σε μια γροθιά. Αλλά αποφυγή ολοκληρωτική «επικίνδυνων» συζητήσεων. Όπως τι να γίνεται στο σπίτι. Θα μας ψάχνουν, θα ανησυχούν και όλα τα συναφή. Προσπαθήσαμε να κοιμηθούμε αλλά μάταια. Ο κοινός φόβος μας κράταγε ξύπνιους.
Κάποια στιγμή, μέσα στη βαθιά νύχτα ακούστηκε το ουρλιαχτό ενός ζώου –μάλλον λύκου– και πεταχτήκαμε όρθιοι με τη καρδιά τους να χτυπάει σαν τρελή. Βοηθώντας ο ένας τον άλλο ανεβήκαμε στο δέντρο και καθίσαμε στην ίδια διχάλα αγκαλιάζοντας από ένα κλαδί. Για ύπνο δεν έμπαινε συζήτηση. Η νύχτα θα πέρναγε έτσι λεπτό με λεπτό, χωρίς πολλές κουβέντες. Μόνο με αναπτυγμένο το αίσθημα της αλληλεγγύης που δημιουργεί η κοινή περιπέτεια κι ο φόβος του άγριου περιβάλλοντος.
Ήταν μια νύχτα ατέλειωτη. Τους φάνηκε ότι ο χρόνος επίτηδες σταμάτησε να κυλάει και δεν προχωρούσε καθόλου. Αργά και με καθυστέρηση το σκοτάδι άρχισε να αποσύρεται σιγά- σιγά και το πρώτο φως της αυγής τους φάνηκε σαν βάλσαμο και ελπίδα ότι η περιπέτεια θα περάσει. Αμέσως άρχισαν να κατεβαίνουν προς την πόλη και το κατέβασμα τους φάνηκε πολύ εύκολο. Σε πολύ λιγότερες ώρες βρέθηκαν στα πρώτα σπίτια, σκεπτόμενοι τώρα την κατσάδα και ίσως το ξύλο που τους περίμενε στο σπίτι.
Εκεί τους περίμενε η μεγαλύτερη έκπληξη. Κανείς δεν τους είπε τίποτα. Η απουσία τους πέρασε απαρατήρητη! Αυτό δεν είναι τόσο παράξενο όσο εκ πρώτης όψεως φαίνεται και ακούγεται σήμερα. Δεν ήταν σπάνιο ένα παιδί μια νύχτα να φιλοξενηθεί στο σπίτι του φίλου του. Η μία οικογένεια νόμιζε ότι ο δικός της ήταν στο σπίτι του άλλου. Τότε δεν υπήρχαν ακόμα τηλέφωνα.
Η περιπέτεια έμεινε εσωτερικό τους μυστικό. Δεν συζητήθηκε ούτε στο προσωπικό επίπεδο καθόλου γιατί σε κανένα δεν συνέφερε να θυμάται τον ομολογημένο κοινό φόβο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου