Υποψήφιος βουλευτής (2)
……. Η παρατήρηση του είχε έναν σαφή υποτιμητικό χαρακτήρα για τον άνθρωπο που μια ζωή ζούσε από το μεροκάματο. Βλέπεις δεν είχε άδεια πώλησης καυσίμων, που από χρόνια στο παρελθόν, εξασφάλιζε στον άλλο ένα καλό εισόδημα κι ένα άλλο επίπεδο ζωής. Εμπεριείχε μια υποτιμητική νότα για την ποιότητα του ανθρώπου που είχα δίπλα μου. Δεν ευθυγραμμιζόταν, βλέπεις, με τα ποιοτικά προσωπικά του κριτήρια, που ο κύριος με τη Μερσεντές, απαιτούσε από τους ανθρώπους που θα στεκόταν στο πλάι του. Αυτό από έναν άνθρωπο που ισχυριζόταν ότι διαπνέεται από την κομμουνιστική ιδεολογία!
- Γιατί; Ήρθες μήπως εσύ να προσφέρεις τη βοήθειά σου;
Του απάντησα με μια σαφή επιθετική διάθεση. Δεν έδωσε καμιά απάντηση, μπήκε στο αυτοκίνητο κι εξαφανίστηκε.
Όμως «ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον». Εκ των υστέρων πληροφορήθηκα από αυτήκοη πηγή ότι είχε ήδη προσχωρήσει στο ορθόδοξο κόμμα έναντι ανταλλάγματος: Την υποστήριξη της υποψηφιότητάς του στις επερχόμενες δημοτικές εκλογές. Απλώς του είχε ζητηθεί προς το παρόν να μην ανακοινωθεί κάτι τέτοιο και να δίνει συχνή αναφορά για τις δραστηριότητες του συνδυασμού μας μέχρι τις εκλογές. Οι υποσχέσεις που του δόθηκαν, πράγματι, τηρήθηκαν πιστά στο επόμενο διάστημα που ακολούθησε κι ο «τιμημένος αγωνιστής» εξελέγη δήμαρχος εν μέσω επιπλέον τιμών εν χορδαίς και οργάνοις.
Σ’ αυτόν το λάκκο των λεόντων κατασπαράχτηκαν οι τελευταίες ψευδαισθήσεις μου για την αγνότητα των εμφανιζόμενων στην επιφάνεια κινήτρων. Έριξα μαύρη πέτρα πίσω μου αποκόπτοντας τον εαυτό μου από τους δρόμους που μεγάλωσα κι αντρώθηκα, από τη γειτονιά και τους ανθρώπους που αγάπησα τόσο. Ίσως κακώς, αλλά αυτό έκανα. Δεν μπορείς από κάποια πίκρα, έστω και δικαιολογημένη, να σβήνεις τα παιδικά σου χρόνια!
Στο καφενείο της ιδιαίτερης γειτονιάς μου, στη στάση Μαυρομάτη , που δεν πάτησα το πόδι μου ξανά από το 1977 μέχρι σήμερα, συνέβη το εξής αξιοσημείωτο επεισόδιο. Όταν μπήκα μέσα να χαιρετήσω γνωστούς μου ανθρώπους με τους οποίους γνωριζόμασταν χρόνια πετάχτηκε ένας νεότερος από μένα, όψιμος κνίτης, και είπε:
-Δεν θέλουμε ομιλίες από προδότες!
Δεν ήταν αυτό που με πλήγωσε. Περισσότερο με συγκλόνισε πως δεν ακούστηκε μια φωνή από τους άλλους για να τον βάλουν στη θέση του. Αργότερα ένα από τ’ αδέλφια μου με ενημέρωσε ότι ο φέρελπις νέος στα χρόνια της δικτατορίας είχε σηκώσει στους στιβαρούς, από το βάρος της μπετονιέρας, ώμους του, τον Παττακό κατά την επίσκεψή του στο Βόλο. Η μνήμη έχει κι αυτή κοντά πόδια και αμείβει με τον τρόπο που αρμόζει τους λίγους, μετρημένους στα δάχτυλα του ενός χεριού, που κράτησαν την αξιοπρέπεια της αριστερής παράταξης στην περιοχή στη διάρκεια της δικτατορίας.
Αυτό ήταν η χαριστική βολή. Από τη στιγμή εκείνη και μετά η προεκλογική διαδικασία έγινε για μένα ένα αφόρητο βαρίδι που έσερνα, πνιγμένος από την πλήρη απογοήτευσή μου. Δεν έκανα κανέναν από τους δικούς μου στην οικογένεια ή τους φίλους κοινωνό των αισθημάτων μου. Σ’ εκείνην που ενδεχομένως θα άνοιγα την καρδιά μου ήταν η γυναίκα μου, αλλά αυτή ήταν στην Αθήνα υποχρεωμένη να παρουσιάζεται καθημερινά στην εργασία της, ενώ συγχρόνως είχε και τη φροντίδα της μικρής μας κόρης.
Δεν νομίζω ότι έπαιξα σωστά το ρόλο μου, ως υποψήφιος της Συμμαχίας. Στις περιοδείες που αναγκαστικά έκανα μαζί με το κλιμάκιο των άλλων υποψηφίων ήταν στην πραγματικότητα περίπατοι γνωριμίας παρά προεκλογικές συγκεντρώσεις. Είναι χαρακτηριστικό το επεισόδιο στο χωριό Δράκεια του Πηλίου. Όταν μπήκα μέσα στο καφενείο ήταν δυο ζευγάρια που έπαιζαν τάβλι. Ένας από αυτούς σήκωσε το κεφάλι και ρίχνοντας τα ζάρια, μού είπε με βαριεστημένο ύφος:
- Πες τα κι εσύ.
Είχε το δίκαιο του, αλλά εγώ το εισέπραξα, ως ένα οδυνηρό χέσιμο. Προφανώς αρκέστηκα σ’ ένα απλό «γεια σας».
Η πιεστική ανάγκη για μένα ήταν να βρω μια ευκαιρία να το σκάσω, να ξεφύγω από αυτήν την αφόρητη για μένα ατμόσφαιρα. Δεν μπορούσα βέβαια να αφήσω τους άλλους στα κρύα του λουτρού, αλλά το επίπεδο της προσωπικής συμμετοχής στην προεκλογική εκστρατεία ήταν στο έσχατο αναποτελεσματικό επίπεδο. Δεν μίλησα στην κεντρική συγκέντρωση που παραδοσιακά γίνεται στην παραλία, απέφυγα δυο προσκλήσεις για γεύμα από φίλους που ήθελαν με κάποιο τρόπο να βοηθήσουν την κατάσταση, προφασιζόμενος κατασκευασμένες δικαιολογίες, κυρίως φοβούμενος μήπως καταλάβουν την εύθραυστη ψυχολογική φάση την οποία περνούσα. Στην αρχή της τελευταίας εβδομάδας προ των εκλογών δραπέτευσα χωρίς να ενημερώσω κανέναν στην Αθήνα αναζητώντας λίγη παρηγοριά κοντά στην οικογένειά μου. Όμως έπρεπε να επιστρέψω πίσω και αυτό έγινε την παραμονή των εκλογών.
Μόλις τελείωσε η εκλογική διαδικασία έψαχνα απελπισμένα έναν τρόπο να φύγω από την περιοχή. Ήμουν τυχερός. Ένας καλός φίλος και δικηγόρος μου στα χρόνια της κράτησης στις φυλακές, συναγωνιστής μου τα φοιτητικά χρόνια, ήταν στο Βόλο εκλογικός αντιπρόσωπος και το πρωί της Δευτέρας θα γύριζε στην Αθήνα. Όταν του ζήτησα να με πάρει μαζί του δέχτηκε ευχαρίστως. Ήταν ο Βασίλης Κωστόπουλος που ήμασταν μαζί στο κεντρικό συμβούλιο της ΕΦΕΕ. Ο Βασίλης δεν μπορούσε να γνωρίζει την τρικυμία που επικρατούσε εντός μου κι εγώ με τίποτα δεν ήθελα να το ομολογήσω.
Κανονικά έπρεπε να επιστρέψω στα μαθήματά μου. Όλες αυτές τις μέρες το δικό μου το πρόγραμμα στο φροντιστήριο το εξυπηρετούσε ένας πρόωρα χαμένος φίλος, ο Νίκος Καίσαρης. Αυτό όμως, δεδομένων των συνθηκών, ήταν αδύνατο. Εγώ δεν είχα τη δύναμη και το κουράγιο να μείνω λίγη ώρα όρθιος. Πλήρης αστάθεια και έλλειψη ισορροπίας, άρνηση να βρεθώ μέσα σε πλήθος και να αντιμετωπίσω στοιχειωδώς τις δυσκολίες και τις απαιτήσεις του επαγγέλματός μου. Χρειαζόμουν επιτακτικά ιατρική και φαρμακευτική στήριξη. Η αδυναμία μου να είμαι συνεπής στις οικογενειακές μου υποχρεώσεις με οδήγησαν σε επικίνδυνες κι αδιέξοδες σκέψεις να δώσω ένα προσωπικό και οριστικό τέλος στο αδιέξοδό μου. Ευτυχώς, η δειλία μου και η αίσθηση των υποχρεώσεων που είχα ήδη δημιουργήσει με απέτρεψαν από τέτοιες τραγικές λύσεις.
Μετά από αδιέξοδες φαρμακευτικές προσπάθειες να επανέλθω κατέληξα στο προφανές. Έπρεπε μόνος μου, με εσωτερικές διαδικασίες, με μια αυτοανάλυση των δυσκολιών κι αδιεξόδων, να έβρισκα το κουράγιο και να επανέλθω. Ν’ αφήσω πίσω μου το παρελθόν και να κάνω μια νέα αρχή σε πιο στέρεες βάσεις. Από κει και πέρα είχα μέσα μου πιο καθαρούς στόχους και καθορισμένη πορεία. Με λίγα σκαμπανεβάσματα μπορώ να ισχυριστώ ότι το κατόρθωσα.
Ιούνιος 2009
……. Η παρατήρηση του είχε έναν σαφή υποτιμητικό χαρακτήρα για τον άνθρωπο που μια ζωή ζούσε από το μεροκάματο. Βλέπεις δεν είχε άδεια πώλησης καυσίμων, που από χρόνια στο παρελθόν, εξασφάλιζε στον άλλο ένα καλό εισόδημα κι ένα άλλο επίπεδο ζωής. Εμπεριείχε μια υποτιμητική νότα για την ποιότητα του ανθρώπου που είχα δίπλα μου. Δεν ευθυγραμμιζόταν, βλέπεις, με τα ποιοτικά προσωπικά του κριτήρια, που ο κύριος με τη Μερσεντές, απαιτούσε από τους ανθρώπους που θα στεκόταν στο πλάι του. Αυτό από έναν άνθρωπο που ισχυριζόταν ότι διαπνέεται από την κομμουνιστική ιδεολογία!
- Γιατί; Ήρθες μήπως εσύ να προσφέρεις τη βοήθειά σου;
Του απάντησα με μια σαφή επιθετική διάθεση. Δεν έδωσε καμιά απάντηση, μπήκε στο αυτοκίνητο κι εξαφανίστηκε.
Όμως «ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον». Εκ των υστέρων πληροφορήθηκα από αυτήκοη πηγή ότι είχε ήδη προσχωρήσει στο ορθόδοξο κόμμα έναντι ανταλλάγματος: Την υποστήριξη της υποψηφιότητάς του στις επερχόμενες δημοτικές εκλογές. Απλώς του είχε ζητηθεί προς το παρόν να μην ανακοινωθεί κάτι τέτοιο και να δίνει συχνή αναφορά για τις δραστηριότητες του συνδυασμού μας μέχρι τις εκλογές. Οι υποσχέσεις που του δόθηκαν, πράγματι, τηρήθηκαν πιστά στο επόμενο διάστημα που ακολούθησε κι ο «τιμημένος αγωνιστής» εξελέγη δήμαρχος εν μέσω επιπλέον τιμών εν χορδαίς και οργάνοις.
Σ’ αυτόν το λάκκο των λεόντων κατασπαράχτηκαν οι τελευταίες ψευδαισθήσεις μου για την αγνότητα των εμφανιζόμενων στην επιφάνεια κινήτρων. Έριξα μαύρη πέτρα πίσω μου αποκόπτοντας τον εαυτό μου από τους δρόμους που μεγάλωσα κι αντρώθηκα, από τη γειτονιά και τους ανθρώπους που αγάπησα τόσο. Ίσως κακώς, αλλά αυτό έκανα. Δεν μπορείς από κάποια πίκρα, έστω και δικαιολογημένη, να σβήνεις τα παιδικά σου χρόνια!
Στο καφενείο της ιδιαίτερης γειτονιάς μου, στη στάση Μαυρομάτη , που δεν πάτησα το πόδι μου ξανά από το 1977 μέχρι σήμερα, συνέβη το εξής αξιοσημείωτο επεισόδιο. Όταν μπήκα μέσα να χαιρετήσω γνωστούς μου ανθρώπους με τους οποίους γνωριζόμασταν χρόνια πετάχτηκε ένας νεότερος από μένα, όψιμος κνίτης, και είπε:
-Δεν θέλουμε ομιλίες από προδότες!
Δεν ήταν αυτό που με πλήγωσε. Περισσότερο με συγκλόνισε πως δεν ακούστηκε μια φωνή από τους άλλους για να τον βάλουν στη θέση του. Αργότερα ένα από τ’ αδέλφια μου με ενημέρωσε ότι ο φέρελπις νέος στα χρόνια της δικτατορίας είχε σηκώσει στους στιβαρούς, από το βάρος της μπετονιέρας, ώμους του, τον Παττακό κατά την επίσκεψή του στο Βόλο. Η μνήμη έχει κι αυτή κοντά πόδια και αμείβει με τον τρόπο που αρμόζει τους λίγους, μετρημένους στα δάχτυλα του ενός χεριού, που κράτησαν την αξιοπρέπεια της αριστερής παράταξης στην περιοχή στη διάρκεια της δικτατορίας.
Αυτό ήταν η χαριστική βολή. Από τη στιγμή εκείνη και μετά η προεκλογική διαδικασία έγινε για μένα ένα αφόρητο βαρίδι που έσερνα, πνιγμένος από την πλήρη απογοήτευσή μου. Δεν έκανα κανέναν από τους δικούς μου στην οικογένεια ή τους φίλους κοινωνό των αισθημάτων μου. Σ’ εκείνην που ενδεχομένως θα άνοιγα την καρδιά μου ήταν η γυναίκα μου, αλλά αυτή ήταν στην Αθήνα υποχρεωμένη να παρουσιάζεται καθημερινά στην εργασία της, ενώ συγχρόνως είχε και τη φροντίδα της μικρής μας κόρης.
Δεν νομίζω ότι έπαιξα σωστά το ρόλο μου, ως υποψήφιος της Συμμαχίας. Στις περιοδείες που αναγκαστικά έκανα μαζί με το κλιμάκιο των άλλων υποψηφίων ήταν στην πραγματικότητα περίπατοι γνωριμίας παρά προεκλογικές συγκεντρώσεις. Είναι χαρακτηριστικό το επεισόδιο στο χωριό Δράκεια του Πηλίου. Όταν μπήκα μέσα στο καφενείο ήταν δυο ζευγάρια που έπαιζαν τάβλι. Ένας από αυτούς σήκωσε το κεφάλι και ρίχνοντας τα ζάρια, μού είπε με βαριεστημένο ύφος:
- Πες τα κι εσύ.
Είχε το δίκαιο του, αλλά εγώ το εισέπραξα, ως ένα οδυνηρό χέσιμο. Προφανώς αρκέστηκα σ’ ένα απλό «γεια σας».
Η πιεστική ανάγκη για μένα ήταν να βρω μια ευκαιρία να το σκάσω, να ξεφύγω από αυτήν την αφόρητη για μένα ατμόσφαιρα. Δεν μπορούσα βέβαια να αφήσω τους άλλους στα κρύα του λουτρού, αλλά το επίπεδο της προσωπικής συμμετοχής στην προεκλογική εκστρατεία ήταν στο έσχατο αναποτελεσματικό επίπεδο. Δεν μίλησα στην κεντρική συγκέντρωση που παραδοσιακά γίνεται στην παραλία, απέφυγα δυο προσκλήσεις για γεύμα από φίλους που ήθελαν με κάποιο τρόπο να βοηθήσουν την κατάσταση, προφασιζόμενος κατασκευασμένες δικαιολογίες, κυρίως φοβούμενος μήπως καταλάβουν την εύθραυστη ψυχολογική φάση την οποία περνούσα. Στην αρχή της τελευταίας εβδομάδας προ των εκλογών δραπέτευσα χωρίς να ενημερώσω κανέναν στην Αθήνα αναζητώντας λίγη παρηγοριά κοντά στην οικογένειά μου. Όμως έπρεπε να επιστρέψω πίσω και αυτό έγινε την παραμονή των εκλογών.
Μόλις τελείωσε η εκλογική διαδικασία έψαχνα απελπισμένα έναν τρόπο να φύγω από την περιοχή. Ήμουν τυχερός. Ένας καλός φίλος και δικηγόρος μου στα χρόνια της κράτησης στις φυλακές, συναγωνιστής μου τα φοιτητικά χρόνια, ήταν στο Βόλο εκλογικός αντιπρόσωπος και το πρωί της Δευτέρας θα γύριζε στην Αθήνα. Όταν του ζήτησα να με πάρει μαζί του δέχτηκε ευχαρίστως. Ήταν ο Βασίλης Κωστόπουλος που ήμασταν μαζί στο κεντρικό συμβούλιο της ΕΦΕΕ. Ο Βασίλης δεν μπορούσε να γνωρίζει την τρικυμία που επικρατούσε εντός μου κι εγώ με τίποτα δεν ήθελα να το ομολογήσω.
Κανονικά έπρεπε να επιστρέψω στα μαθήματά μου. Όλες αυτές τις μέρες το δικό μου το πρόγραμμα στο φροντιστήριο το εξυπηρετούσε ένας πρόωρα χαμένος φίλος, ο Νίκος Καίσαρης. Αυτό όμως, δεδομένων των συνθηκών, ήταν αδύνατο. Εγώ δεν είχα τη δύναμη και το κουράγιο να μείνω λίγη ώρα όρθιος. Πλήρης αστάθεια και έλλειψη ισορροπίας, άρνηση να βρεθώ μέσα σε πλήθος και να αντιμετωπίσω στοιχειωδώς τις δυσκολίες και τις απαιτήσεις του επαγγέλματός μου. Χρειαζόμουν επιτακτικά ιατρική και φαρμακευτική στήριξη. Η αδυναμία μου να είμαι συνεπής στις οικογενειακές μου υποχρεώσεις με οδήγησαν σε επικίνδυνες κι αδιέξοδες σκέψεις να δώσω ένα προσωπικό και οριστικό τέλος στο αδιέξοδό μου. Ευτυχώς, η δειλία μου και η αίσθηση των υποχρεώσεων που είχα ήδη δημιουργήσει με απέτρεψαν από τέτοιες τραγικές λύσεις.
Μετά από αδιέξοδες φαρμακευτικές προσπάθειες να επανέλθω κατέληξα στο προφανές. Έπρεπε μόνος μου, με εσωτερικές διαδικασίες, με μια αυτοανάλυση των δυσκολιών κι αδιεξόδων, να έβρισκα το κουράγιο και να επανέλθω. Ν’ αφήσω πίσω μου το παρελθόν και να κάνω μια νέα αρχή σε πιο στέρεες βάσεις. Από κει και πέρα είχα μέσα μου πιο καθαρούς στόχους και καθορισμένη πορεία. Με λίγα σκαμπανεβάσματα μπορώ να ισχυριστώ ότι το κατόρθωσα.
Ιούνιος 2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου