Η κακή παιδική μου πράξη
Α
ν θυμάστε, οι παλαιότεροι εννοώ, όταν έλειπε η ισοπεδωτική τηλεόραση, τα παιδιά γεμίζανε το χρόνο τους με ομαδικά παιχνίδια, με εφεύρεση ευκαιριών για κάποια συνάντηση, για κάποια γιορτή. Τότε, μέσα από το παιχνίδι, εκ των πραγμάτων αναδύονταν οι ηγέτες της παρέας, τα ζωντανότερα μέλη που αναλάμβαναν την ερμηνεία των πρωταγωνιστικών ρόλων. Το ίδιο γινότανε και στο σχολείο ή το κατηχητικό. Παραμονές γιορτών, εθνικών επετείων, γυμναστικών επιδείξεων, η έναρξη και το τέλος της σχολικής χρονιάς, κ. ά.
Σε μια τέτοια περίπτωση θέλω να αναφερθώ, που έμεινε στη μνήμη μου, ως ένα παιδικό πταίσμα με ορατά τα στοιχεία της κακίας και του αθέμιτου ανταγωνισμού εκ μέρους μου. Όταν αργότερα περνούσα τη χριστιανική μου περίοδο, ζήτησα από τον παπά εξομολογητή και πήρα την απαραίτητη συγχώρεση γι’ αυτή μου την πράξη, πράγμα που δείχνει ότι ως αμάρτημα είχε περάσει και στη συνείδησή μου.
Ήταν παραμονές κάποιων Χριστουγέννων και ο δάσκαλος, μέσα στις άλλες εκδηλώσεις που περιλάμβανε η απαραίτητη σχολική γιορτή, όπως επετειακά τραγούδια και απαγγελίες επίκαιρων ποιημάτων ήταν και ένα σύντομο σκετς για τη γέννηση του Χριστού.
Μια συμμαθήτριά μας, η Ελένη, το ωραιότερο κορίτσι της τάξης, ήρεμο και σοβαρό, ήταν από την αρχή το αντικείμενο της διεκδίκησης από τους βιαστικούς και «ξύπνιους» ολόκληρης της τάξης, πλην ματαίως, γιατί σε κανέναν δεν είχε χαρίσει την προτίμησή της. Όμως η διεκδίκηση συνεχιζόταν χωρίς διακοπή, γιατί, όπως λένε όλοι, η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. Η Ελένη, με επιλογή του δάσκαλου, θα υποδυόταν στο σκετς την Παναγία. Μέσα στη φτωχική φάτνη θα κρατούσε στα χέρια της μια κούκλα τυλιγμένη με φασκιές, που θα παρίστανε τον νεογέννητο Ιησού. Εκεί θα δεχόταν την επίσκεψη των τριών Μάγων, που έφτασαν από τα βάθη της Ανατολής να προσκυνήσουν το Θείο Βρέφος προσφέροντας για την αναγνώριση του σωτήριου γεγονότος και τα πολύτιμα της εποχής δώρα ο καθένας Μέσα στους τρεις Μάγους ήταν δυο βασικοί διεκδικητές της Ελένης, δηλαδή εγώ κι ένας άλλος αχώνευτος συμμαθητής μου. Ο τρίτος, επίσης συμμαθητής μας, ήταν ο καλλίφωνος της τάξης- άλλωστε αργότερα εξελίχθηκε σε ψάλτη σε μια από τις εκκλησίες της συνοικίας μας- δεν είχε δείξει κανένα ενδιαφέρον για κοπέλες. Λόγω της καλλιφωνίας του θεωρούνταν πρώτος μεταξύ των τριών.
Η είσοδος μας στην εξέδρα θ’ άρχιζε με ένα κοινό τραγούδι, τραγουδημένο κι από τους τρεις. Εννοείται ότι θα φορούσαμε τις πρόχειρες μεν, αλλά κατάλληλα φτιαγμένες στολές. Ένα στίχο αυτού του εισαγωγικού τραγουδιού, ακόμα και σήμερα το θυμάμαι ο αθεόφοβος:
Οι τρεις Μάγοι είμαστε εμείς
Της βαθειάς Ανατολής
Το Χριστό μας προσκυνάμε
Οι τρεις Μάγοι είμαστε εμείς.
Μετά το κοινό τραγούδι ο καθένας θα πρόσφερε στην Παναγία το προσωπικό του δώρο λέγοντας και το δικό του ιδιαίτερο τραγούδι. Αυτά δυστυχώς δεν τα θυμάμαι. Κρίμα! Είχαμε κάνει πολλές πρόβες και με την επανάληψη προσωπικά είχα μάθει και τα τρία.
Όταν ήρθε η μεγάλη στιγμή η Ελένη ήταν πραγματικά σαν την Παναγία. Όμορφη, επιθυμητή κι η διάθεση να κερδίσω την προτίμησή της χτύπησε μέσα μου κόκκινο.
Ε! λοιπόν, ό,τι έγινε, έγινε εν πλήρει συνειδήσει και με τον υστερόβουλο σκοπό να κάνω κακό στον ανταγωνιστή μου. Ο πρώτος Μάγος ήταν άψογος, έχοντας τα αντικειμενικά προσόντα γι’ αυτό το σκοπό. Ήρθε η σειρά μου. Εγώ όμως αντί να πω το δικό μου τραγούδι, τραγούδησα το τρίτο. Το τραγούδι του ανταγωνιστού μου, εισπράττοντας το χαμόγελο της Ελένης, που ως γυναίκα και άρα παρατηρητικό άτομο, το κατάλαβε αμέσως. Εκείνος που τα έχασε πλήρως ήταν ο ανταγωνιστής μου. Θα μπορούσε βεβαίως να πει το δεύτερο, θα μπορούσε να επαναλάβει το τρίτο. Δυστυχώς έχασε πλήρως την ψυχραιμία του από το αναπάντεχο και θρασύτατο τόλμημά μου και έμεινε αμίλητος εισπράττοντας την έντονη αποδοκιμασία του δάσκαλου και τη γενική θυμηδία του κοινού, που ήταν κυρίως οι μαθητές του σχολείου και λιγοστοί γονείς, αφού τα πρωινά όλοι οι γονείς μας ήταν στις δουλειές τους και δε μπορούσαν να παραβρεθούν.
Εκείνος διαμαρτυρήθηκε αργότερα στο δάσκαλο προσπαθώντας να του εξηγήσει τι έγινε αλλά δε βρήκε ευήκοα ώτα. Η μόνη εντύπωση, που έμεινε τελικά ήταν ότι ξέχασε το ρόλο του και γι’ αυτό ήταν απαράδεκτος. Καταλαβαίνετε τη μανία του για μένα. Εγώ ένιωσα νικητής! Μη νομίζετε όμως ότι είχα οποιοδήποτε αντίτιμο της «νίκης» μου. Η ωραία Ελένη συνέχισε να είναι απρόσιτη, παρά το κόρτε που συνέχισα να της κάνω. Μετά από λίγο χρόνο χάθηκε κι από τη γειτονιά μας γιατί ο πατέρας της, που ήταν στρατιωτικός, πήρε μετάθεση σε άλλη πόλη. Η ατιμία μου φρόντισε ο Θεός να μην έχει την ανταμοιβή της, εκτός από εκείνο το συγκαταβατικό χαμόγελο τη στιγμή του «εγκλήματος». Αλήθεια, θυμάται κανείς από αυτούς που είχαν κάποια συμμετοχή στο συμβάν τίποτα σήμερα, μετά από εξήντα σχεδόν χρόνια;
Α
ν θυμάστε, οι παλαιότεροι εννοώ, όταν έλειπε η ισοπεδωτική τηλεόραση, τα παιδιά γεμίζανε το χρόνο τους με ομαδικά παιχνίδια, με εφεύρεση ευκαιριών για κάποια συνάντηση, για κάποια γιορτή. Τότε, μέσα από το παιχνίδι, εκ των πραγμάτων αναδύονταν οι ηγέτες της παρέας, τα ζωντανότερα μέλη που αναλάμβαναν την ερμηνεία των πρωταγωνιστικών ρόλων. Το ίδιο γινότανε και στο σχολείο ή το κατηχητικό. Παραμονές γιορτών, εθνικών επετείων, γυμναστικών επιδείξεων, η έναρξη και το τέλος της σχολικής χρονιάς, κ. ά.
Σε μια τέτοια περίπτωση θέλω να αναφερθώ, που έμεινε στη μνήμη μου, ως ένα παιδικό πταίσμα με ορατά τα στοιχεία της κακίας και του αθέμιτου ανταγωνισμού εκ μέρους μου. Όταν αργότερα περνούσα τη χριστιανική μου περίοδο, ζήτησα από τον παπά εξομολογητή και πήρα την απαραίτητη συγχώρεση γι’ αυτή μου την πράξη, πράγμα που δείχνει ότι ως αμάρτημα είχε περάσει και στη συνείδησή μου.
Ήταν παραμονές κάποιων Χριστουγέννων και ο δάσκαλος, μέσα στις άλλες εκδηλώσεις που περιλάμβανε η απαραίτητη σχολική γιορτή, όπως επετειακά τραγούδια και απαγγελίες επίκαιρων ποιημάτων ήταν και ένα σύντομο σκετς για τη γέννηση του Χριστού.
Μια συμμαθήτριά μας, η Ελένη, το ωραιότερο κορίτσι της τάξης, ήρεμο και σοβαρό, ήταν από την αρχή το αντικείμενο της διεκδίκησης από τους βιαστικούς και «ξύπνιους» ολόκληρης της τάξης, πλην ματαίως, γιατί σε κανέναν δεν είχε χαρίσει την προτίμησή της. Όμως η διεκδίκηση συνεχιζόταν χωρίς διακοπή, γιατί, όπως λένε όλοι, η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. Η Ελένη, με επιλογή του δάσκαλου, θα υποδυόταν στο σκετς την Παναγία. Μέσα στη φτωχική φάτνη θα κρατούσε στα χέρια της μια κούκλα τυλιγμένη με φασκιές, που θα παρίστανε τον νεογέννητο Ιησού. Εκεί θα δεχόταν την επίσκεψη των τριών Μάγων, που έφτασαν από τα βάθη της Ανατολής να προσκυνήσουν το Θείο Βρέφος προσφέροντας για την αναγνώριση του σωτήριου γεγονότος και τα πολύτιμα της εποχής δώρα ο καθένας Μέσα στους τρεις Μάγους ήταν δυο βασικοί διεκδικητές της Ελένης, δηλαδή εγώ κι ένας άλλος αχώνευτος συμμαθητής μου. Ο τρίτος, επίσης συμμαθητής μας, ήταν ο καλλίφωνος της τάξης- άλλωστε αργότερα εξελίχθηκε σε ψάλτη σε μια από τις εκκλησίες της συνοικίας μας- δεν είχε δείξει κανένα ενδιαφέρον για κοπέλες. Λόγω της καλλιφωνίας του θεωρούνταν πρώτος μεταξύ των τριών.
Η είσοδος μας στην εξέδρα θ’ άρχιζε με ένα κοινό τραγούδι, τραγουδημένο κι από τους τρεις. Εννοείται ότι θα φορούσαμε τις πρόχειρες μεν, αλλά κατάλληλα φτιαγμένες στολές. Ένα στίχο αυτού του εισαγωγικού τραγουδιού, ακόμα και σήμερα το θυμάμαι ο αθεόφοβος:
Οι τρεις Μάγοι είμαστε εμείς
Της βαθειάς Ανατολής
Το Χριστό μας προσκυνάμε
Οι τρεις Μάγοι είμαστε εμείς.
Μετά το κοινό τραγούδι ο καθένας θα πρόσφερε στην Παναγία το προσωπικό του δώρο λέγοντας και το δικό του ιδιαίτερο τραγούδι. Αυτά δυστυχώς δεν τα θυμάμαι. Κρίμα! Είχαμε κάνει πολλές πρόβες και με την επανάληψη προσωπικά είχα μάθει και τα τρία.
Όταν ήρθε η μεγάλη στιγμή η Ελένη ήταν πραγματικά σαν την Παναγία. Όμορφη, επιθυμητή κι η διάθεση να κερδίσω την προτίμησή της χτύπησε μέσα μου κόκκινο.
Ε! λοιπόν, ό,τι έγινε, έγινε εν πλήρει συνειδήσει και με τον υστερόβουλο σκοπό να κάνω κακό στον ανταγωνιστή μου. Ο πρώτος Μάγος ήταν άψογος, έχοντας τα αντικειμενικά προσόντα γι’ αυτό το σκοπό. Ήρθε η σειρά μου. Εγώ όμως αντί να πω το δικό μου τραγούδι, τραγούδησα το τρίτο. Το τραγούδι του ανταγωνιστού μου, εισπράττοντας το χαμόγελο της Ελένης, που ως γυναίκα και άρα παρατηρητικό άτομο, το κατάλαβε αμέσως. Εκείνος που τα έχασε πλήρως ήταν ο ανταγωνιστής μου. Θα μπορούσε βεβαίως να πει το δεύτερο, θα μπορούσε να επαναλάβει το τρίτο. Δυστυχώς έχασε πλήρως την ψυχραιμία του από το αναπάντεχο και θρασύτατο τόλμημά μου και έμεινε αμίλητος εισπράττοντας την έντονη αποδοκιμασία του δάσκαλου και τη γενική θυμηδία του κοινού, που ήταν κυρίως οι μαθητές του σχολείου και λιγοστοί γονείς, αφού τα πρωινά όλοι οι γονείς μας ήταν στις δουλειές τους και δε μπορούσαν να παραβρεθούν.
Εκείνος διαμαρτυρήθηκε αργότερα στο δάσκαλο προσπαθώντας να του εξηγήσει τι έγινε αλλά δε βρήκε ευήκοα ώτα. Η μόνη εντύπωση, που έμεινε τελικά ήταν ότι ξέχασε το ρόλο του και γι’ αυτό ήταν απαράδεκτος. Καταλαβαίνετε τη μανία του για μένα. Εγώ ένιωσα νικητής! Μη νομίζετε όμως ότι είχα οποιοδήποτε αντίτιμο της «νίκης» μου. Η ωραία Ελένη συνέχισε να είναι απρόσιτη, παρά το κόρτε που συνέχισα να της κάνω. Μετά από λίγο χρόνο χάθηκε κι από τη γειτονιά μας γιατί ο πατέρας της, που ήταν στρατιωτικός, πήρε μετάθεση σε άλλη πόλη. Η ατιμία μου φρόντισε ο Θεός να μην έχει την ανταμοιβή της, εκτός από εκείνο το συγκαταβατικό χαμόγελο τη στιγμή του «εγκλήματος». Αλήθεια, θυμάται κανείς από αυτούς που είχαν κάποια συμμετοχή στο συμβάν τίποτα σήμερα, μετά από εξήντα σχεδόν χρόνια;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου