Τ ο μ α λ α κ ό υ π ο γ ά σ τ ρ ι ο (σε δυο συνέχειες)
(γραμμένο στις φυλακές Κορυδαλλού στις αρχές του 1973)
………………Όλα τα χρόνια έκαιγε μέσα μου συνέχεια ένας φούρνος χωρίς εγώ να το καταλαβαίνω. Αυτή η φωτιά έβαζε στην μπάντα ασυνείδητα όλο το υλικό που αύριο θα είχα καθόριζε το δρόμο μου. Τώρα που τα ξαναφέρνω στο μυαλό μου λέω πως πράγματι κάτι αμυδρές αναμνήσεις, κάποια σκόρπια περιστατικά, μια αόριστη μα τόσο σκληρή ατμόσφαιρα, άφησαν μέσα μου κάτι σημαντικό
Ο κυρ-Θόδωρος που μ’ έστελνε κάθε τόσο στο περίπτερο να πάρω την εφημερίδα:
«Και άκου! Να του πεις, τη εφημερίδα του κυρ-Θόδωρου. Να τη φέρεις όπως στη δώσει.
Ο περιπτεράς στη γέφυρα την άρπαζε από δίπλα του και πριν μου τη δώσει τη δίπλωνε και την ξαναδίπλωνε.
Το βλέμμα του Γιώργη, του φίλου μου, όταν ήρθαν να πάρουν τον πατέρα του, άφηνε πίσω γυναίκα και τέσσερα έρμα παιδιά. Του Γιώργη που ήθελε να έρθει μαζί μου στο γυμνάσιο και δεν μπόρεσε, του ψωροπερήφανου που δεν έπαιρνε τη μισή φέτα που η Μάνα μου την είχε αλείψει με σάλτσα.
Τα δάκρυα της θείας Μαριγούλας για τον Γιάννο της, που μόλις μ’ έβλεπε έβαζε τα κλάματα κι έλεγε:
« Αχ μωρέ, έτσι ήταν μικρός κι ο Γιάννος μου. Ο Θεός να σε φυλάει, γιε μου, από το κακό»
Τη Μάνα μου, που τριάντα ολάκερα χρόνια μετά την καταστροφή δε μπορούσε να ξεχάσει πως μπροστά στα μάτια της οι Τσέτες έσφαξαν τους συγγενείς της και σκότωσαν σε μάχη τον αδερφό της. Που έστελνε ακόμα κατάρες σ’ αυτούς που τους ξεσήκωσαν. Τα μάτια της γιόμιζαν «γλύκα» όταν μίλαγε για τα «μέρη» της, για το τόπο της.
« Το υπόγειό μας, γιέ μου, είχε του κόσμου τα καλά. Να, τώρα θα σου έβγαζα ένα πιάτο με καρύδια και μέλι να γλυκαινόσουν λίγο... Μα πού;»
Γύρω μας ζούσε ένας κόσμος που δεν είχε διαβάσει για να μάθει, αλλά που πάνω στο πετσί του διάβαζες μια ζωή από πολέμους, χαμούς και στερήσεις. Μόνο εδώ και εκεί μικρές νησίδες χαράς στον ωκεανό της δυστυχίας.
Συγκεκριμένη πολιτική ζωή δεν είχε. Δεν έλιωνε γι’ αυτά. Μπορούσε να ζήσει και χωρίς την έγνοια τους. Ξύπναγε μόνο όταν ήταν να βγάλει τους βουλευτάδες και τότε γεμάτος καρδιοχτύπι μη διαβάσουν στα μάτια πως έχει το «περιστέρι στον κόρφο»* του, πήγαινε να ρίξει ένα σταυρό με μια αόριστη συγκεχυμένη ελπίδα στο μυαλό του πως κάποτε θα έρθουν καλύτερες μέρες.
Εγώ όμως, όταν μεγάλωσα λίγο άρχισα να λιώνω γι’ αυτά, όπως ο Γιάννος της θείας Μαριγούλας που του έμοιαζα τόσο και πέρασα τα μονοπάτια που οδηγούν στο λαβύρινθο που έχει τον Μινώταυρο του, μόνο που η Αριάδνη γέρασε πια και βαρέθηκε να κρατά το σωτήριο νήμα. Και διάβασα... Αυτό το διάβασμα μαζί μ’ όλη την προσωπική προδιάθεση που είχε κτιστεί μέσα μου καθόρισαν το δρόμο μου. Δεν λέω, «ταξικό ένστικτο» γιατί είναι μια εύκολη απάντηση σ’ ένα πρόβλημα πολύ πιο σύνθετο, ένα πρόβλημα προσωπικό και γιατί όχι και σ’ ένα σημαντικό ποσοστό ψυχολογικό.
Εκεί, ανάμεσα στα διαβάσματα, έλυσα και την παλιά μου απορία, το μαλακό υπογάστριο…
Εκείνη η τετραπέρατη αλεπού της γηραιάς Αλβιόνας, ο Τσόρτσιλ, το είχε πει. Η πληθωρική προσωπικότητα που έβαλε τη σφραγίδα της στον τελευταίο μεγάλο πόλεμο.
Στην πατρίδα μας όμως αυτή η σφραγίδα αντί με μελάνι γράφτηκε με αίμα. Αίμα αδελφών, γιου και πατέρα, γείτονα και πατριώτη που είδε ο ένας τον άλλο σαν θανάσιμο εχθρό.
Είχαν καθίσει σ’ ένα τραπέζι οι μεγάλοι της Γης κι άπλωσαν όλο τον κόσμο πάνω σ’ αυτό. Άρπαξε ο καθένας μια μεγάλη ψαλίδα κι άρχισε να κόβει το κομμάτι του. Ο κόσμος μας βρέθηκε ανάμεσα στις ψαλιδιές. Μισοί από εδώ μισοί από εκεί να κονταροχτυπιούνται με πάθος και λύσσα, ενώ η ψαλίδα ανεβοκατέβαινε θερίζοντας κορμιά, γεμίζοντας με δάκρυα και αίμα, με μίση –προπάντων μίση– την τάφρο που ολοένα βάθαινε ανάμεσά τους. Και όλα αυτά για μια υπόθεση λυμένη και εκ των προτέρων και προκαθορισμένη.
Ήρθαν οι νικητές, ήρθαν κι οι ηττημένοι. Μα πάνω από όλα έμεινε μια χώρα με πληγές σκοτεινές και ορθάνοιχτες.
Πάνω σ’ αυτές τις πληγές, εμείς που δεν είχαμε προσωπική εισφορά στο φόρο του αίματος, αμέτοχοι κι άμοιροι αυτών των καταστάσεων, πήγαμε ν’ αναστήσουμε τα εφηβικά μας όνειρα. Και το πιστεύαμε πως μπορούσαμε.
Νιώθαμε σαν το υπογάστριο αυτού του κόσμου.
Τι όμορφη και δυνατή σκέψη! Ναι, έτσι νιώθαμε, αλήθεια! Αλλά πόσο ζούσαμε στα σύννεφα! Ανάμεσα στις συμπληγάδες του μίσους ήρθαν να συντριβούν τα όνειρα που τα είχαμε λούσει με πανανθρώπινα ιδανικά.
Τώρα που η πραγματικότητα, σκληρή κι οδυνηρή, σκότωσε τις ψευδαισθήσεις, είδαμε ότι το μίσος μας χάλασε όλους. Κυρίως τους «νικητές» αλλά και αρκετά τους «ηττημένους». Ακόμα και τη γενιά μας που δεν πήρε μέρος σ’ αυτό το «παιχνίδι του αίματος».
Οι παλιοί λογαριασμοί δεν αφήνουν περιθώρια για τίμιο παιχνίδι. Χρειάζεται το ποτάμι της ζωής να κατεβάσει πολύ νερό να φτιάξει ένα πλατύ δέλτα που πάνω του δε θα υπάρχουν οι πληγές που σήμερα βλέπουμε στο χώμα που πατάμε. Το τρένο το χάσαμε, το χάσαμε οριστικά.
Μέσα από τη σιδεριά βλέπω μακριά την πόλη. Τυλιγμένη με επιδέσμους πάνω σε πληγές που δεν καθαρίστηκαν. Τα σκουλήκια απομυζούν τη σάρκα της χωρίς να κινδυνεύουν τα ίδια. Αυτά μόνο παχαίνουν. Μέσα μου παλεύει ένα δίλημμα.
Μήπως η αιχμαλωσία θόλωσε τον ορίζοντα ή, αντίθετα, η απόσταση βοήθησε για μια καθαρότερη εικόνα. Μήπως με τριβελίζουν γεννήματα της στέρησης ή αυτή έγινε αφορμή για ένα βασάνισμα της σκέψης. Δεν ξέρω! Εκείνο που βλέπω είναι η απολυτότητα που κυριαρχεί γύρω μας. Ο καθένας διεκδικεί για τον εαυτό του όλο το μερτικό της αλήθειας. Όλα τα πράγματα είναι μαύρα ή άσπρα.
Θεέ μου! Ανάμεσα στο μαύρο και το άσπρο δεν υπάρχει τίποτε άλλο;
*Το ψηφοδέλτιο της ΕΠΕΚ του Ν. Πλαστήρα
(γραμμένο στις φυλακές Κορυδαλλού στις αρχές του 1973)
………………Όλα τα χρόνια έκαιγε μέσα μου συνέχεια ένας φούρνος χωρίς εγώ να το καταλαβαίνω. Αυτή η φωτιά έβαζε στην μπάντα ασυνείδητα όλο το υλικό που αύριο θα είχα καθόριζε το δρόμο μου. Τώρα που τα ξαναφέρνω στο μυαλό μου λέω πως πράγματι κάτι αμυδρές αναμνήσεις, κάποια σκόρπια περιστατικά, μια αόριστη μα τόσο σκληρή ατμόσφαιρα, άφησαν μέσα μου κάτι σημαντικό
Ο κυρ-Θόδωρος που μ’ έστελνε κάθε τόσο στο περίπτερο να πάρω την εφημερίδα:
«Και άκου! Να του πεις, τη εφημερίδα του κυρ-Θόδωρου. Να τη φέρεις όπως στη δώσει.
Ο περιπτεράς στη γέφυρα την άρπαζε από δίπλα του και πριν μου τη δώσει τη δίπλωνε και την ξαναδίπλωνε.
Το βλέμμα του Γιώργη, του φίλου μου, όταν ήρθαν να πάρουν τον πατέρα του, άφηνε πίσω γυναίκα και τέσσερα έρμα παιδιά. Του Γιώργη που ήθελε να έρθει μαζί μου στο γυμνάσιο και δεν μπόρεσε, του ψωροπερήφανου που δεν έπαιρνε τη μισή φέτα που η Μάνα μου την είχε αλείψει με σάλτσα.
Τα δάκρυα της θείας Μαριγούλας για τον Γιάννο της, που μόλις μ’ έβλεπε έβαζε τα κλάματα κι έλεγε:
« Αχ μωρέ, έτσι ήταν μικρός κι ο Γιάννος μου. Ο Θεός να σε φυλάει, γιε μου, από το κακό»
Τη Μάνα μου, που τριάντα ολάκερα χρόνια μετά την καταστροφή δε μπορούσε να ξεχάσει πως μπροστά στα μάτια της οι Τσέτες έσφαξαν τους συγγενείς της και σκότωσαν σε μάχη τον αδερφό της. Που έστελνε ακόμα κατάρες σ’ αυτούς που τους ξεσήκωσαν. Τα μάτια της γιόμιζαν «γλύκα» όταν μίλαγε για τα «μέρη» της, για το τόπο της.
« Το υπόγειό μας, γιέ μου, είχε του κόσμου τα καλά. Να, τώρα θα σου έβγαζα ένα πιάτο με καρύδια και μέλι να γλυκαινόσουν λίγο... Μα πού;»
Γύρω μας ζούσε ένας κόσμος που δεν είχε διαβάσει για να μάθει, αλλά που πάνω στο πετσί του διάβαζες μια ζωή από πολέμους, χαμούς και στερήσεις. Μόνο εδώ και εκεί μικρές νησίδες χαράς στον ωκεανό της δυστυχίας.
Συγκεκριμένη πολιτική ζωή δεν είχε. Δεν έλιωνε γι’ αυτά. Μπορούσε να ζήσει και χωρίς την έγνοια τους. Ξύπναγε μόνο όταν ήταν να βγάλει τους βουλευτάδες και τότε γεμάτος καρδιοχτύπι μη διαβάσουν στα μάτια πως έχει το «περιστέρι στον κόρφο»* του, πήγαινε να ρίξει ένα σταυρό με μια αόριστη συγκεχυμένη ελπίδα στο μυαλό του πως κάποτε θα έρθουν καλύτερες μέρες.
Εγώ όμως, όταν μεγάλωσα λίγο άρχισα να λιώνω γι’ αυτά, όπως ο Γιάννος της θείας Μαριγούλας που του έμοιαζα τόσο και πέρασα τα μονοπάτια που οδηγούν στο λαβύρινθο που έχει τον Μινώταυρο του, μόνο που η Αριάδνη γέρασε πια και βαρέθηκε να κρατά το σωτήριο νήμα. Και διάβασα... Αυτό το διάβασμα μαζί μ’ όλη την προσωπική προδιάθεση που είχε κτιστεί μέσα μου καθόρισαν το δρόμο μου. Δεν λέω, «ταξικό ένστικτο» γιατί είναι μια εύκολη απάντηση σ’ ένα πρόβλημα πολύ πιο σύνθετο, ένα πρόβλημα προσωπικό και γιατί όχι και σ’ ένα σημαντικό ποσοστό ψυχολογικό.
Εκεί, ανάμεσα στα διαβάσματα, έλυσα και την παλιά μου απορία, το μαλακό υπογάστριο…
Εκείνη η τετραπέρατη αλεπού της γηραιάς Αλβιόνας, ο Τσόρτσιλ, το είχε πει. Η πληθωρική προσωπικότητα που έβαλε τη σφραγίδα της στον τελευταίο μεγάλο πόλεμο.
Στην πατρίδα μας όμως αυτή η σφραγίδα αντί με μελάνι γράφτηκε με αίμα. Αίμα αδελφών, γιου και πατέρα, γείτονα και πατριώτη που είδε ο ένας τον άλλο σαν θανάσιμο εχθρό.
Είχαν καθίσει σ’ ένα τραπέζι οι μεγάλοι της Γης κι άπλωσαν όλο τον κόσμο πάνω σ’ αυτό. Άρπαξε ο καθένας μια μεγάλη ψαλίδα κι άρχισε να κόβει το κομμάτι του. Ο κόσμος μας βρέθηκε ανάμεσα στις ψαλιδιές. Μισοί από εδώ μισοί από εκεί να κονταροχτυπιούνται με πάθος και λύσσα, ενώ η ψαλίδα ανεβοκατέβαινε θερίζοντας κορμιά, γεμίζοντας με δάκρυα και αίμα, με μίση –προπάντων μίση– την τάφρο που ολοένα βάθαινε ανάμεσά τους. Και όλα αυτά για μια υπόθεση λυμένη και εκ των προτέρων και προκαθορισμένη.
Ήρθαν οι νικητές, ήρθαν κι οι ηττημένοι. Μα πάνω από όλα έμεινε μια χώρα με πληγές σκοτεινές και ορθάνοιχτες.
Πάνω σ’ αυτές τις πληγές, εμείς που δεν είχαμε προσωπική εισφορά στο φόρο του αίματος, αμέτοχοι κι άμοιροι αυτών των καταστάσεων, πήγαμε ν’ αναστήσουμε τα εφηβικά μας όνειρα. Και το πιστεύαμε πως μπορούσαμε.
Νιώθαμε σαν το υπογάστριο αυτού του κόσμου.
Τι όμορφη και δυνατή σκέψη! Ναι, έτσι νιώθαμε, αλήθεια! Αλλά πόσο ζούσαμε στα σύννεφα! Ανάμεσα στις συμπληγάδες του μίσους ήρθαν να συντριβούν τα όνειρα που τα είχαμε λούσει με πανανθρώπινα ιδανικά.
Τώρα που η πραγματικότητα, σκληρή κι οδυνηρή, σκότωσε τις ψευδαισθήσεις, είδαμε ότι το μίσος μας χάλασε όλους. Κυρίως τους «νικητές» αλλά και αρκετά τους «ηττημένους». Ακόμα και τη γενιά μας που δεν πήρε μέρος σ’ αυτό το «παιχνίδι του αίματος».
Οι παλιοί λογαριασμοί δεν αφήνουν περιθώρια για τίμιο παιχνίδι. Χρειάζεται το ποτάμι της ζωής να κατεβάσει πολύ νερό να φτιάξει ένα πλατύ δέλτα που πάνω του δε θα υπάρχουν οι πληγές που σήμερα βλέπουμε στο χώμα που πατάμε. Το τρένο το χάσαμε, το χάσαμε οριστικά.
Μέσα από τη σιδεριά βλέπω μακριά την πόλη. Τυλιγμένη με επιδέσμους πάνω σε πληγές που δεν καθαρίστηκαν. Τα σκουλήκια απομυζούν τη σάρκα της χωρίς να κινδυνεύουν τα ίδια. Αυτά μόνο παχαίνουν. Μέσα μου παλεύει ένα δίλημμα.
Μήπως η αιχμαλωσία θόλωσε τον ορίζοντα ή, αντίθετα, η απόσταση βοήθησε για μια καθαρότερη εικόνα. Μήπως με τριβελίζουν γεννήματα της στέρησης ή αυτή έγινε αφορμή για ένα βασάνισμα της σκέψης. Δεν ξέρω! Εκείνο που βλέπω είναι η απολυτότητα που κυριαρχεί γύρω μας. Ο καθένας διεκδικεί για τον εαυτό του όλο το μερτικό της αλήθειας. Όλα τα πράγματα είναι μαύρα ή άσπρα.
Θεέ μου! Ανάμεσα στο μαύρο και το άσπρο δεν υπάρχει τίποτε άλλο;
*Το ψηφοδέλτιο της ΕΠΕΚ του Ν. Πλαστήρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου