Από την Προύσα στο Ράικο Ιωαννίνων
(Αναστάσιος Δ. Οικονομίδης, ο Δάσκαλος, ο Ιερέας, 1884- 1963)
1. Σπουδές και Δασκαλική Πορεία
Ο Αναστάσης γεννιέται στο Ράικο Ιωαννίνων το 1884 και νήπιο ακόμη – μετά τον απροσδόκητο θάνατο της μητέρας του – ταξιδεύει με τον πατέρα του στην Προύσα της Μικράς Ασίας, όπου ο πατέρας διατηρούσε μισθωμένο φούρνο και η δουλειά του είναι ολοήμερη και πολύμοχθη. Έκτοτε, αρχίζει για τον Αναστάση μια ζωή πολυτάραχη και πολυώδυνη!
Ο μικρός Αναστάσης προκόβει στα γράμματα σε τέτοιο βαθμό που κι ο πασάς της πόλης ζητάει από τον πατέρα του να μελετάει μαζί με το γιο του. Αφού υποχωρούν οι ενδοιασμοί του πατέρα του – γιατί η ενδυμασία και η καθαριότητά του μαρτυρούσαν την έλλειψη της μητρικής φροντίδας – τα παιδιά μελετούν μαζί και δένονται με φιλία. Μια φιλία που θα έρθει η συγκυρία να δοκιμαστεί! Μετά το δημοτικό, λόγω της σχολικής του επίδοσης και με την υποστήριξη των δασκάλων του, εισάγεται τρόφιμος και μαθητής σε Σχολή του Γένους. Μελετάει ακόμη και τη νύχτα μ’ ένα αμυδρό φως. Και παρόλες τις αντιξοότητες κατορθώνει στο σχολείο να αριστεύει και αποφοιτάει με πλούσια κλασσική παιδεία, θεολογική κατάρτιση και άπταιστα τούρκικα και γαλλικά.
Στα 1902, άλλο από το νόστο της Πατρίδας κι άλλο (και κυρίως) από τις φήμες που έφταναν για σφαγές Αρμενίων και τα επεισόδια σε βάρος των Ελλήνων, πατέρας και γιος, 18 ετών πια, επισπεύδουν την επιστροφή στο Ράικο, με αποσκευές μόνο τον πολιτισμό του τόπου εκείνου και τις σπουδές του!
Από ανέχεια ο Αναστάσης δέχεται να γίνει δάσκαλος εκείνα τα χρόνια που ο δάσκαλος πληρωνόταν από τους χωριανούς με μισθό σε είδος, από την παραγωγή του τόπου και «οσσάκις ήθελoν και όσο ήθελον», σύμφωνα με την επίδοση του δασκάλου. Η διαπίστωση δε της ικανότητας του δασκάλου γινότανε με εξετάσεις των μαθητών «ενώπιον της Δημογεροντίας», συνήθως αστοιχείωτης. Μια παρωδία αλλά καθόλου άδολη, γιατί ήθελε το δάσκαλο υποχείριο, κάτι για τον Αναστάση αδιανόητο.
Το 1904 αρχίζει στο Ριζό Ιωαννίνων το δασκαλικό του οδοιπορικό. Ένα οδοιπορικό που θα κρατήσει πενήντα χρόνια. Δίδασκε συστηματικά με ζήλο και ενδιαφέρον και η πρόοδος των μαθητών ήταν η καλύτερη αμοιβή του. Και δεν ήταν μόνο το έργο του να μαθαίνει τα παιδιά προχωρημένα γράμματα του Σχολαρχείου κι αργότερα τάξεων του Γυμνασίου αλλά και ότι τα παρακινούσε να συνεχίσουν στα γράμματα και να μεταπείθει τους γονείς, που στα παιδιά τους λογάριαζαν χέρια να τους ξελαφρώσουν, πρόβατα και σοδειές.
Μια αφιέρωση στο πρόσωπό του κάνει περιττό κάθε άλλο σχόλιο: «Τω θερμώς πεφιλημένω ημίν διδασκάλω αξιοτίμω Κυρίω Αναστασίω Δ. Οικονομίδη τόδε το Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης ελάχιστον τεκμήριον της μεγίστης ημών αγάπης και αφοσιώσεως μετ’ ασπασμού ανατιθέμεθα οι εν Πειραιεί παρεπιδημώντες φίλοι τε και συγγενείς αυτού Ριζώται. Εν Πειραιεί τη 18 Αυγούστου 1906».
Και καθημερινά πηγαίνει στο Ριζό με τα πόδια, απόσταση δέκα χιλιομέτρων, και γυρίζει την ίδια μέρα στο Ράικο, και πάντοτε συνεπής στην ώρα του για το σχολείο. Ενόσω, μάλιστα, ήταν δάσκαλος εκεί έκανε και τον αγωγιάτη. Μετέφερνε αλάτι, φορτωμένο σ’ άλογο από τη Σαγιάδα Θεσπρωτίας στα χωριά μας, πέρα από τις ασχολίες στα κτήματά του. Παράλληλα, λόγω της γλωσσομάθειάς του, τον καλούνε τακτικά στα Γιάννενα για διερμηνέα ενώπιον του Τούρκου Κατή (δικαστή) σε υποθέσεις Χριστιανών και Τούρκων. Και προσπαθεί ν’ αποδώσει τα λεγόμενα ευνοϊκά για τους Χριστιανούς. Το ίδιο συνεχίζεται και αργότερα στα ελληνικά Δικαστήρια. Πρόσθετα μεταφράζει, έγκυρα, τούρκικα κιτάπια (συμβόλαια). Και τη διαδρομή Ράικο – Γιάννενα, 30 χιλιόμετρα, την κάνει με το πόδι και η αποζημίωση είναι πενιχρή. Το μόνο που μένει είναι η γνωριμία και η αποδοχή του από τους Γιαννιώτες.
Από το Ριζό, το φθινόπωρο του 1907, έρχεται στην Τσερκοβίστα (Εκκλησοχώρι), γιατί το χωριό ήταν εύπορο και η αμοιβή του διπλάσια και επί πλέον βρίσκεται πιο κοντά στο Ράικο. Παρότι η πρώτη σύσταση είναι επιφυλακτική: «Δάσκαλέ μου, εδώ, τα παιδιά νιώθουν πλούσια και είναι πολύ ζωηρά, δε θα τα κάνεις ζάφτι», εκείνος αναλαμβάνει το σχολείο. Κατά την Άνοιξη, ο συνομιλητής, τυχαίνοντας στο δρόμο των παιδιών βάζει την αγκλίτσα του εμπόδιο μπροστά τους, και όμως τα παιδιά τον αντιπαρέρχονται ψύχραιμα, ενώ εκείνος θα περίμενε ν’ ακούσει ..τον αναβαλλόμενο! Ο συνομιλητής αυτός γνώριζε βέβαια, ότι δεν ήταν η σύστασή του υπερβολική, κι έτσι αβίαστα αντιλήφθηκε ότι η αλλαγή συμπεριφοράς τους ήταν έργο του δασκάλου Αναστάση. Πολλοί ήτανε οι μαθητές του, που πρόκοψαν στα γράμματα ή τις ασχολίες τους, έγιναν επιστήμονες. Ο μαθητής που ξεχώριζε στην επίδοσή του γίνεται λαμπρός δικηγόρος στην Αθήνα και δεν έπαυε ν’ αποδίδει την εξέλιξή του στο δάσκαλό του.
Μετέπειτα, μεταξύ 1909-13, έρχεται δάσκαλος στην Ιερομνήμη, μεγάλο χωριό της περιοχής και πλησιέστερα στο Ράικο. Και φτάνει, εκεί, τον καιρό που δρούσε στην περιοχή εναντίον των Τούρκων ο ονομαστός Καπετάν Κρομμύδας.
Μετά την απελευθέρωση των Ιωαννίνων από τον Τούρκο, το 1913, έρχεται δάσκαλος στο αγαπημένο του Ράικο και από το 1917 για ένα διάστημα καλείται στο στρατό. Μόλις απολύεται, χειροτονείται ιερέας και επιστρέφει στο Ράικο δάσκαλος και εφημέριος, για να γράψει, εκεί, για πολλά χρόνια μια υποδειγματική παρουσία.
Εξαρχής πρώτη του έγνοια και φροντίδα γίνεται η ανέγερση διδακτηρίου, γιατί το παλιό ήταν ένα δωματιάκι δίπλα στο γυναικωνίτη της εκκλησίας. Με επίπονες προσπάθειες ξεδιπλώνει διαθήκες και αξιοποιεί το κληροδότημα του Ηπειρώτη Δημητρίου Φιλίτη, μεγάλου ευεργέτη. Κατορθώνει να εξασφαλίσει ένα σεβαστό ποσό και με την επίβλεψη και την προσωπική του εργασία κτίζεται μεταξύ 1930-37, εκεί που ήταν άλλοτε το τούρκικο Κονάκι, ένα σύγχρονο διδακτήριο που παίρνει την επωνυμία «Φιλίτιος Σχολή». Ακόμη υπάρχει στην είσοδο του προαύλιου σχετική επιγραφή και στην αίθουσα η προσωπογραφία του ευεργέτη.
Ο ίδιος ο παπα-Αναστάσης, φιλομαθής, δεν εγκαταλείπει το διάβασμα. Η εγκυκλοπαίδεια «Πυρσός» γίνεται εγχειρίδιο γνώσης. Συνεχώς ενημερώνεται με τα παιδαγωγικά περιοδικά και βιβλία της εποχής και το 1936 μετεκπαιδεύεται στα Γιάννενα στο μονοτάξιο Διδασκαλείο. Ανάμεσα στα λίγα βιβλία που διασώζονται από την αξιόλογη προσωπική Βιβλιοθήκη του έχει τη θέση του και το πρωτοποριακό ήδη από το 1925 βιβλίο του Δ. Γληνού «Ένας Άταφος Νεκρός», το οποίο αποτέλεσε μια «μελέτη για μεταρρύθμιση, μια γενικότερη πνοή ανορθωτική στο σχολείο», όπως προσδοκούσε ο ίδιος ο συγγραφέας του. Παρά την αρχαιογνωσία του, ο Παπαναστάσης δεν πάσχει από προγονοπληξία και διακρίνει πως η προσήλωση στο τυπικό της αττικής σύνταξης γίνεται μια ιδεολογικοπολιτική θέση που θέλει να παραμελεί τη μόρφωση του λαού. Με επίγνωση του έργου του και της σημασίας του για την κοινωνία εργάζεται για την πρόοδο των παιδιών και του τόπου. Οι συγχωριανοί τον υπολήπτονται και οι μαθητές του, γενιές και γενιές, προχωρούν στα γράμματα.
Την επώδυνη περίοδο του 1945-49, ενώ βρίσκεται πρόσφυγας στα Γιάννενα, ο Δεσπότης του αναθέτει τη διδασκαλία σε κάποιο τμήμα του Ιεροδιδασκαλείου Βελλάς. Κι αργά αργά έρχονται αδυσώπητα τα γεράματα, κι αφού γράφει τον επίλογο της σταδιοδρομίας του τη χρονιά 1950-51 στο γειτονικό Σουλόπουλο, παίρνει τη σύνταξή του.
Τα ακόλουθα χρόνια η Σχολική Επιτροπή Ραΐκου, με δάσκαλο τον Αλέκο Καραμπίνα, αποφασίζει ν’ αναρτήσει στο Γραφείο του σχολείου τη φωτογραφία του παπα-Αναστάση σε αναγνώριση του εν γένει έργου του και εξαιρετικά για την ανέγερση του διδακτηρίου.
Κι ενώ είναι συνταξιούχος συνεχίζει με κατ’ οίκον διδασκαλία, χωρίς αμοιβή, να συμπληρώνει γνωστικά κενά μαθητών και από γειτονικά χωριά για να μπορέσουν να μεταπηδήσουν δυο και τρεις τάξεις και να κερδίσουν το χαμένο χρόνο στα χρόνια του εμφύλιου. Ο συντάκτης του αφιερώματος τούτου – και ο αδερφός του Μιχάλης – είχε δοκιμάσει την επιμονή του στην εκμάθηση των αρχαίων ελληνικών και ακόμη τώρα τον παιδεύουν οι β΄ αόριστοι, η ετυμολογία του «δεύτε» και της λέξης «καθετήρας». Από την άλλη ο παππούς του παπα-Αναστάσης δίνει τις συστάσεις του για τα χρονογραφήματα του Π. Παλαιολόγου στο Βήμα και τα ευθυμογραφήματα του Δ. Ψαθά, για τη λογοτεχνία με αφετηρία τα διηγήματα του Χρ. Χρηστοβασίλη – κοντοχωριανού από το Σούλι Χρηστοβασίλη και αναδεκτού του γιου του Ανδρέα – γιατί τα θεωρούσε ότι, κυρίως, καλλιεργούν τη νεοελληνική γλώσσα.
Το σχολείο συνεχίζει τη λειτουργία του μέχρι να έχει κι αυτό την κοινή τύχη των σχολείων της υπαίθρου. Κλείνει και το διδακτήριο παραχωρείται στην Κοινότητα. Έκτοτε φιλοξενεί κατά καιρούς υπηρεσίες και εκδηλώσεις του χωριού. Το σχολείο με τα ιστορικά του στοιχεία στη θέση τους, με το αρχείο του και τη Βιβλιοθήκη του με τα δυσεύρετα βιβλία της (Ηπειρωτικά Χρονικά κλπ.), είναι για μας μοναδική κληρονομιά που αξίζει όλη μας τη στοργή και το ενδιαφέρον. Αρκετά από τα βιβλία είναι δωρεά της Αδελφότητας και μελών της που ουδέποτε επιλανθάνονται τη γενέτειρά τους.
2. Ιερατική διακονία
Ο δάσκαλος Αναστάσης, όταν τελειώνει τη στρατιωτική του θητεία, χειροτονείται ιερέας (σε φωτογραφία του 1922-23 εμφανίζεται στο σχολείο του Ραΐκου ανάμεσα στους μαθητές του με ράσα). Η ιερατική του ομολογία κατά τη χειροτονία του αφήνει τις καλύτερες εντυπώσεις. Με ευφράδεια λόγου και άριστο χειρισμό της γλώσσας φανερώνει ότι έχει συναίσθηση πως το αξίωμα της Ιεροσύνης είναι μέγα, δώρο και χάρισμα του Θεού. Όταν μετά τη χειροτονία του διέρχεται την αγορά των Ιωαννίνων (το κριθαροπάζαρο), όλοι τους Χριστιανοί, Εβραίοι, Αρμένηδες και Τούρκοι ακόμη, μπροστά στα μαγαζιά τους, τον υποδέχονται με το «Άξιος», γεγονός ασυνήθιστο που προξενεί το ενδιαφέρον και του Δεσπότη. ΄Ηταν σ’ όλον τον κόσμο αυτόν γνώριμος κι αγαπητός από το έργο του ως διερμηνέας ενώπιον του Κατή.
Σύντομα του αναγνωρίζεται «η κατά Χριστόν επίδοσις και φιλοπονία», η ευλάβεια στο τυπικό των ιερών ακολουθιών, η βυζαντινή του ψαλμωδία και η ιεροπρέπειά του. Ο Δεσπότης του δίνει την ευλογία του πνευματικού – εξομολογητή και το οφφίκιο του οικονόμου, την ανώτερη τότε διάκριση του έγγαμου κληρικού. Συχνά συλλειτουργεί και προεξάρχει σε γιορτές και πανηγύρια στο Ράικο και τ’ άλλα χωριά και σε μοναστήρια της περιοχής περιώνυμα, της Παναγίας στη Σούτιστα (Καστρί), των Αγίων Πατέρων και της Παλιουρής, σε πανηπειρωτικά πανηγύρια.
Κάθε Κυριακή και γιορτή κηρύσσει το λόγο του Θεού, σε μια εποχή που σπάνια κληρικός εκτός του ιεροκήρυκα της Μητρόπολης γνώριζε κι ερμήνευε το Ευαγγέλιο. Εξηγεί, ιδιαίτερα, τη σημασία της συμμετοχής των πιστών με διάθεση ψυχής στη λειτουργική ζωή της εκκλησίας και στην κοινωνία με τα μυστήρια. Χαρακτηριστικά επαναλάμβανε, ότι «η μεταλαβιά γίνεται φωτιά μέσα μας, χωρίς να καθίσει κανείς κάτω από το πετραχήλι του παπά».
Μια περίοδο του εμφυλίου, 1946-1950, ο Σπυρίδωνας, Δεσπότης των Ιωαννίνων και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, από εμπιστοσύνη στα προσόντα του παπα-Αναστάση, του αναθέτει καθήκοντα στο μητροπολιτικό μέγαρο και του δίνει την ευχέρεια να λειτουργεί στον καθεδρικό Ναό και τον Άγιο Νικόλαο αγοράς.
Αργότερα, στα 1955-56, περιοδεύει στην περιοχή ο ιεροκήρυκας Σεβαστιανός. Βρίσκει τον Παπαναστάση στο Ράικο να διαβάζει το σπάνιο βιβλίο «Διδαχαί», ομιλίες από τον άμβωνα του Ηλία Μηνιάτη, επιφανούς κληρικού του ΙΖ΄αιώνα. Ο ιεροκήρυκας αντιλαμβάνεται ότι έχει να κάνει μ’ ένα λόγιο κληρικό, δίνει τον ασπασμό του και αναχωρεί την ίδια ώρα για το επόμενο χωριό.
Τα επόμενα χρόνια ο παπα-Αναστάσης αποσύρεται από εφημέριος για λόγους υγείας και ετοιμάζει, από τότε, μια στολή με λευκά άμφια. Από χρόνια, εξάλλου, έγραφε το «Γρηγορείτε και προσεύχεσθε ότι ουκ οίδατε την ώραν, εν η ο κ.τ.λ.» …
3. Κοινωνικοί και Πατριωτικοί Αγώνες
Ο παπα-Αναστάσης από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας δίνει τον αγώνα του για την Ελευθερία και την κοινωνική απολύτρωση.
‘Οταν ήταν δάσκαλος στην Ιερομνήμη, 1909-13, στην περιοχή δρούσε ο Καπετάν Κρομμύδας σε προαπελευθερωτικό κίνημα. Ο Καπετάν Κρομμύδας αποτολμούσε και επισκεπτόταν το σχολείο. Ένοιωθε μεγάλη ευχαρίστηση ν’ ακούει την ελληνική γλώσσα, ν’ ακούει τα λόγια του δασκάλου για το γένος μας και για την ιδέα της απελευθέρωσης. Ο νεαρός δάσκαλος Αναστάσης και ο Καπετάν Κρομμύδας συνδέονται με εμπιστοσύνη και φιλία. Ο νεαρός δάσκαλος του μετάφραζε συχνά τα φιρμάνια του Πασά των Ιωαννίνων και μελετούσε μαζί του τις παγίδες που ο τελευταίος του έστηνε περίτεχνα.
Και να μια αντάμωση, μια ιστορία, μια ειρωνεία! Το τούρκικο απόσπασμα, που προσπαθούσε να καταπνίξει το κίνημα του Καπετάν Κρομμύδα, είχε επικεφαλής αξιωματικό, τον τούρκο, τον παιδικό φίλο του Αναστάση από την Προύσα. Όταν το απόσπασμα αυτό φθάνει στην Ιερομνήμη κι έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με τον Αναστάση, ο Τούρκος επικεφαλής ξεζώνεται τ’ άρματά του στο μεσοχώρι μπροστά στα έκπληκτα βλέμματα των χωριανών και τον ασπάζεται. Έκτοτε, ο ίδιος αξιωματικός δεν ξαναφάνηκε στην περιοχή!
Το 1917 καλείται στον ελληνικό στρατό η ηλικία του Αναστάση και με συνομήλικους οδοιπορούν για τα Γιάννενα για να παρουσιαστούν, με τη σκέψη του πολέμου. Καθ’ οδόν, στο βουνό της Βελτσίστας (Κληματιάς), η παρέα τους συναντιέται μ’ ένα γνώριμό τους βοσκό. «Τώρα, Χρίστο μ’, τα γρόσια του πατέρα σ’ δεν έχουν πέρασ’, κι όσο για σένα, δάσκαλε, δε νοιάζομαι γιατί μετράν τα γράμματά σ’» είπε ο βοσκός. Ο Αναστάσης γίνεται, πράγματι, γραφιάς στο Στρατηγείο (φωτογραφία, με ημερομηνία 18 Μαρτίου 1918, τον δείχνει στρατιώτη ανάμεσα σε συναδέλφους του).
Τα χρόνια του εθνάρχη Ελευθέριου Βενιζέλου ο παπα-Αναστάσης πρεσβεύει τις απόψεις του και τις υπερασπίζεται με σθένος και όχι χωρίς συνέπειες. Πέφτει στη δυσμένεια του βασιλικού Δεσπότη, δέχεται απειλές για απόλυση κι επιπλέον αντιμετωπίζει και αντιπαλότητες μέσα στο χωριό του.
Στη δικτατορία του Μεταξά αγνοεί τα φυλλάδια προπαγάνδας και τους ύμνους του καθεστώτος («γιατί χαίρεται ο κόσμος και χαμογελάει πατέρα»), που στέλνονται στα σχολεία για να ικανοποιήσει ο δικτάτορας το σύνδρομο «του καλού πατέρα» και να αμφισβητήσει τα βασανιστήρια, τα ξερονήσια, τις φυλακές Ακροναυπλίας.
Το 1940 ο παπα-Αναστάσης είναι όρθιος, είναι παρών στο ηρωικό τρίπτυχο σκηνικό, που το συνθέτει: Το έπος της Αλβανίας. Το χορικό της Κατοχής, το τραγικό. Η εθνική Αντίσταση!
Ένα Σύνταγμα προκαλύψεως, πριν αρχίσει ο πόλεμος, στρατοπεδεύει στον Άγιο Νικόλαο στο Μπουρντάρι (Δαφνόφυτο) κι ο Μέραρχος της 8ης επιστρατεύει τον παπα-Αναστάση να βρίσκεται κοντά στους φαντάρους μας. Τις Κυριακές κάνει υπαίθριες λειτουργίες και τους μεταλαβαίνει.
Την επομένη της κήρυξης του πολέμου τα ιταλικά αεροπλάνα επιχειρούν την πρώτη επιδρομή και οι οβίδες τους πέφτουν κοντά στο Ράικο, στον κάμπο όπου χωριανοί – ανάμεσά τους και η πρεσβυτέρα – μαζεύουν το καλαμπόκι. Κι ο παπα-Αναστάσης στο σχολείο καθησυχάζει τους μαθητές από τον πανικό και διασκεδάζει και τη δική του ανησυχία για το τι απέγινε στον κάμπο!
Ο παπα-Αναστάσης μαθαίνει από το μέτωπο νέα για το έπος που γράφεται στο Καλπάκι και για τις ανάγκες του στρατού μας. Σε κάθε ευκαιρία προσπαθεί να τονώνει το κοινό αίσθημα στα παραμεθόρια χωριά μας, ότι ο καθένας, άνδρας ή γυναίκα, με το ρόλο του υπερασπίζεται την «εστία» του. Και ο νους του τρέχει στο γιο του Δημήτριο, δάσκαλο και έφεδρο αξιωματικό να φυλάει με τον ουλαμό του ένα τμήμα των συνόρων στις πλαγιές της περιβόητης μετέπειτα Μουργκάνας, και ν’ ανδραγαθεί (σχετικά στο βιβλίο του Δ. Α. Οικονομίδη «Οδοιπορικό του 1935 και αναμνήσεις από τις πρώτες μέρες του πολέμου το ΄40»).
Κι όταν το Στρατιωτικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων γεμίζει τραυματίες, τότε, ο παπα-Αναστάσης, με βαθμό αξιωματικού, που του απονεμήθηκε από το Γενικό Στρατηγείο, επισκέπτεται τα παιδιά του μετώπου, ως ο μόνος εξομολογητής τους. Κάθεται στο κρεβάτι τους, ανακουφίζει τον πόνο και τους δίνει κουράγιο, γίνεται ο πνευματικός τους πατέρας. Στα τραυματισμένα βαριά διαβάζει την ευχή της αφέσεως των παραπτωμάτων – ο πόλεμος είχε εξαγνίσει τις ψυχές τους – και τα μεταλαβαίνει.
Τα χρόνια της Κατοχής βιώνει κι αυτός την απειλή, τον κίνδυνο και την ωμή βία των κατακτητών! Μια μέρα του 1942 φτάνει στο Ράικο ένας ρουμανόβλαχος, άγνωστος στην περιοχή και υποκρίνεται ότι μαζεύει τομάρια. Ο παπα-Αναστάσης διακρίνει το ρόλο του, το ρόλο του πληροφοριοδότη, και χωρίς δισταγμό του λέει πως το χωριό δεν έχει αντάρτες. Αλλά η πείνα, η βία και η κτηνωδία των κατακτητών εξεγείρει τις ψυχές όλων μας. Το αντάρτικο είχε αρχίσει τις επιχειρήσεις του και ο Παπαναστάσης παίζει το κεφάλι του γιατί είχε, ήδη, πάρει μέρος στην Εθνική Αντίσταση.
Στο μεταξύ, τα υπάρχοντα αρχίζουν να λείπουν από τα σπίτια κι ο παπα-Αναστάσης έρχεται για τα αναγκαία στα Γιάννενα με δυο χωριανούς του και χίλιες προφυλάξεις. Στην έξοδο πέφτουν σε μπλόκο Γερμανών και μετά από ανακρίσεις στη Γκεστάπο τους στοιβάζουν στα υπόγεια της Ζωσιμαίας Σχολής, με προορισμό το απόσπασμα ή το «ταξίδι» στη Γερμανία. Ένα πρωινό, ενώ προαυλίζονταν κρατούμενοι, βλέπουν για λίγο εκείνον, τον τομαρά, ν’ ανεβαίνει βιαστικός τα σκαλιά της φυλακής, ενόσω κι εκείνος παρατηρεί σε κακά χάλια τον παπά. Σε λίγη ώρα – ποιος να ξέρει το γιατί! άραγε για να επιδείξει ο τομαράς την ισχύ του, να εξιλεωθεί του ρόλου του; – ο παπα-Αναστάσης αποφυλακίζεται με τους συντρόφους του χωριανούς. Και ελεύθεροι πια ξαναφορτώνουν τα ζώα με προμήθειες.
Αυτόν τον καιρό της πείνας ο τότε Ειρηνοδίκης Ζίτσας (γνωστός μετέπειτα από τη δίκη του Λαμπράκη) τριγυρίζει στα χωριά για να γεμίσει το δισάκι του. Κάποτε, χτυπάει και την πόρτα του παπα-Αναστάση: – Παπά μου, είμαι εδώ για λίγο ψωμί! – Τα λιγοστά αγαθά του σπιτιού μου, μισά-μισά. Έτσι του απαντάει και μοιράζονται τη δυστυχία τους! Χρόνια μετά, επισκέπτης τώρα ο παπάς στην Αθήνα αναζητάει το δικαστή και τον βρίσκει να προεδρεύει στο δικαστήριο. Εκείνος τον βλέπει και τον καθίζει δίπλα του, στην έδρα του δικαστηρίου.
Το 1942-43 οι Γερμανοί σε αντίποινα, λόγω της δράσης της Εθνικής Αντίστασης, αφού καίνε το Σουλόπουλο, γειτονικό χωριό, ανηφορίζουν για το Ράικο και το περικυκλώνουν, έτοιμοι να του βάλλουν φωτιά. Οι χωριανοί κρύβονται σε πυκνούς θάμνους του χωριού. Ο παπα-Αναστάσης αποφασίζει ν’ αντιδράσει. Παίρνει μαζί του τον Πρόεδρο Σπύρο Μόσχο και το μικρότερο γιο του Γιώργο και στέκεται στη δυτική είσοδο του χωριού, στο εικόνισμα, αντιμέτωπος στο γερμανό Ταγματάρχη. Του μιλάει στα γαλλικά, γλώσσα που τη γνωρίζει ο αντίπαλος, και τον διαβεβαιώνει – χωρίς να’ ναι βέβαιος – ότι στο χωριό δε βρίσκονται αντάρτες, και δε διστάζει να στείλει το Γιώργο να καλέσει το χωριό να συγκεντρωθεί στο σχολείο και ο ίδιος να τον συνοδεύσει στην έξοδο του χωριού. Ο Γερμανός μένει απορημένος από τη στάση και τη γλωσσομάθεια ενός απλοϊκού ιερέα, προσπερνάει το χωριό και αποχωρεί. Στη Μάτσκα, στην αγροικία του παπα-Αναστάση, όμως, σαν κάτι να υποψιάζεται, κάνει αυτοψία. Αντί για όπλα ο Γερμανός αντικρίζει βιβλιοθήκη, την οποία μάλιστα αδειάζει σχεδόν, με το πρόσχημα να τη διασώσει. Ένα βιβλίο από τη σειρά των κλασσικών «Χρηστομάθεια» του παράπεσε, για να θυμίζει την πράξη και την απώλεια!
Τα υπόλοιπα είναι επακόλουθα του διχασμού. Το Δεκέμβριο του ’44 με δυνάμεις της Εθνικής Αντίστασης ο παπα-Αναστάσης καταφεύγει κι αυτός με τους γιους του Ανδρέα και Γιώργο στην Κέρκυρα, στη Μονή Πλατυτέρας, για να επιστρέψει στα Γιάννενα την Άνοιξη του ’45, μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Είχε λήξει ο πρώτος γύρος του εμφυλίου, που είχε διχάσει τους Έλληνες από την κορυφή μέχρι τη βάση.
Δυστυχώς θα υπάρξει και δεύτερος γύρος! Δεν ανατρέχω στα γεγονότα του. Μια αναφορά μόνο, σαν αποστροφή στο φθόνο και τη μισαλλοδοξία. «΄Ανθρωπός τις … φθονών την πρωτοκαθεδρίαν του και ταύτης γλιχόμενος» (Απόσπασμα από το βιβλίο με τίτλο «Πορεία μιας ζωής» του λόγιου του 19ου αιώνα Κωνστ. Χριστίδη από τη Βελτσίστα / Κληματιά) στις 4 Δεκεμβρίου του 1946 βάζει φωτιά στο σπίτι του παπα-Αναστάση! Όσα απομένουν μισοκαμένα, διασώθηκαν από συγχωριανούς που προσέτρεξαν σε βοήθεια, σε καταδίκη της πράξης.
Η ζωή, όμως, τα ξεπερνάει κι ο παπα-Αναστάσης, αρχές του ’50, επιστρέφει από τα Γιάννενα οριστικά στο Ράικο, κτίζει στα αποκαΐδια ένα νέο σπίτι και αρχίζει να κτυπάει την καμπάνα το πρωί για το αγαπημένο του σχολείο και το απόγευμα για εσπερινό. Και στο «Φως ιλαρό» να εύχεται για τη συμφιλίωση.
Μια συμφιλίωση που άργησε να έρθει, μόλις το 1981, και να μένουν τα ξερονήσια – προσκυνήματα για να μαρτυράνε τις οδυνηρές συνέπειες του εμφυλίου!
4. Οικογενειακή Κατάσταση
Μετά το γάμο της Δέσπως, της πολυαγαπημένης του αδελφής, «την 26ην Ιανουαρίου 1903 ο Αναστάσιος Δ. Οικονομίδης ενυμφεύθη την Αριστέαν Κωνσταντίνου Μόσχου», όπως αναγράφεται στην κασέλα του γάμου της. Μια ηπειρώτισσα που παραμένει στη διαδρομή της (1886-1964), ως τα γεράματά της, ευθυτενής, απλή, σεβαστή, που με γενναιοδωρία ξέρει να ξεπερνάει τα «πάθια» της ζωής της, όπως θα έλεγε ο μέγας Παπαδιαμάντης.
Ο παπα-Αναστάσης αποκτάει μεγάλη οικογένεια. Η νηπιακή θνησιμότητα της εποχής τους στέρησε, νωρίς, τον Κωνσταντίνο και το Θεμιστοκλή. Σ’ ένα εξομολογητάριο σημειώνει τις ημερομηνίες γέννησης των παιδιών τους Ευάγγελου, Πολυξένης, Ελευθερίας, Δημητρίου, Ανδρέα και Γεωργίου.
Τα χρόνια περνούν με αγωνίες, με σκληρή δουλειά και η οικογένεια αυξάνει. Ο Ευάγγελος παντρεύεται τη Σοφία Τζούκα, η Πολυξένη το Λάμπρο Μωραϊτη, η Ελευθερία τον Ευάγγελο Μπέτικα, ο Δημήτριος την Αικατερίνη Βαζαλούκα, ο Ανδρέας την Παναγιώτα Σκάρα και ο Γεώργιος την Ευδοκία Δημελά.
Το 1952 χάνεται και ο Ευάγγελος και, τότε, γίνεται για τα τέσσερα παιδιά του – Σπύρο, Χρυσάνθη, Τάσο και Μιχάλη – παππούς και στοργικός πατέρας. Σήμερα, Σεπτέμβριος του 2008, ο νεότερος γιος του Γεώργιος είναι ο πρεσβύτερος της οικογένειας και αξίζει να τονιστεί, ότι χωρίς τα αυθεντικά στοιχεία, που κατά καιρούς εξιστορούσε, και άλλο υλικό, δε θα μπορούσε να γραφεί η παρούσα αφιέρωση.
Στα τέλη της ζωής του μένει κλινήρης και έχει την άγρυπνη φροντίδα της νύφης του Σοφίας, και την έγνοια όλων μας. Ο παπα-Αναστάσης αντιμετώπιζε τη ζωή με αξιοπρέπεια, γευότανε πίκρες και χαρές παιδιών και εγγονών, καμάρωνε για την προκοπή τους και είχε να λέει τον καλό το λόγο σε κάθε πρόοδο συγχωριανού. ΄Ηταν γνήσιος και αληθινός στις σχέσεις του, ευαίσθητος, σεβάσμιος και αυθεντικός στα μάτια της κοινωνίας. Είχε πάνω του λεβεντιά και εκκλησιαστικό παράστημα.
Και την Άνοιξη του 1963, σε ηλικία 79 ετών, τελειώνει ο χρόνος της παροικίας του σε τούτη τη ζωή και φεύγει γαλήνια, ως έτοιμος από καιρό. Την εξόδιο ακολουθία ψέλνει ο Πρωτοσύγκελος της Μητρόπολης Ιωαννίνων με ιερείς της περιοχής. Ο ιεροψάλτης στην κηδεία του ήταν συνάδελφός μου δάσκαλος, θυμάται δε τον επικήδειο λόγο – τιμή στη δασκαλική και ιερατική φυσιογνωμία του παπα-Αναστάση και διηγείται λεπτομέρειες από το τραπέζι που έστρωσε η πρεσβυτέρα! Ο παπα-Αναστάσης πέρασε στην αιωνιότητα και αναπαύεται μπροστά στο ιερό Βήμα της Αγίας Παρασκευής Ραϊκου, κι όλο κάποιο δισέγγονο, τρισέγγονο – και έχει ο Θεός – θα βρίσκεται να ρίχνει ένα τρισάγιο στο μνημείο του!
(Αναστάσιος Δ. Οικονομίδης, ο Δάσκαλος, ο Ιερέας, 1884- 1963)
1. Σπουδές και Δασκαλική Πορεία
Ο Αναστάσης γεννιέται στο Ράικο Ιωαννίνων το 1884 και νήπιο ακόμη – μετά τον απροσδόκητο θάνατο της μητέρας του – ταξιδεύει με τον πατέρα του στην Προύσα της Μικράς Ασίας, όπου ο πατέρας διατηρούσε μισθωμένο φούρνο και η δουλειά του είναι ολοήμερη και πολύμοχθη. Έκτοτε, αρχίζει για τον Αναστάση μια ζωή πολυτάραχη και πολυώδυνη!
Ο μικρός Αναστάσης προκόβει στα γράμματα σε τέτοιο βαθμό που κι ο πασάς της πόλης ζητάει από τον πατέρα του να μελετάει μαζί με το γιο του. Αφού υποχωρούν οι ενδοιασμοί του πατέρα του – γιατί η ενδυμασία και η καθαριότητά του μαρτυρούσαν την έλλειψη της μητρικής φροντίδας – τα παιδιά μελετούν μαζί και δένονται με φιλία. Μια φιλία που θα έρθει η συγκυρία να δοκιμαστεί! Μετά το δημοτικό, λόγω της σχολικής του επίδοσης και με την υποστήριξη των δασκάλων του, εισάγεται τρόφιμος και μαθητής σε Σχολή του Γένους. Μελετάει ακόμη και τη νύχτα μ’ ένα αμυδρό φως. Και παρόλες τις αντιξοότητες κατορθώνει στο σχολείο να αριστεύει και αποφοιτάει με πλούσια κλασσική παιδεία, θεολογική κατάρτιση και άπταιστα τούρκικα και γαλλικά.
Στα 1902, άλλο από το νόστο της Πατρίδας κι άλλο (και κυρίως) από τις φήμες που έφταναν για σφαγές Αρμενίων και τα επεισόδια σε βάρος των Ελλήνων, πατέρας και γιος, 18 ετών πια, επισπεύδουν την επιστροφή στο Ράικο, με αποσκευές μόνο τον πολιτισμό του τόπου εκείνου και τις σπουδές του!
Από ανέχεια ο Αναστάσης δέχεται να γίνει δάσκαλος εκείνα τα χρόνια που ο δάσκαλος πληρωνόταν από τους χωριανούς με μισθό σε είδος, από την παραγωγή του τόπου και «οσσάκις ήθελoν και όσο ήθελον», σύμφωνα με την επίδοση του δασκάλου. Η διαπίστωση δε της ικανότητας του δασκάλου γινότανε με εξετάσεις των μαθητών «ενώπιον της Δημογεροντίας», συνήθως αστοιχείωτης. Μια παρωδία αλλά καθόλου άδολη, γιατί ήθελε το δάσκαλο υποχείριο, κάτι για τον Αναστάση αδιανόητο.
Το 1904 αρχίζει στο Ριζό Ιωαννίνων το δασκαλικό του οδοιπορικό. Ένα οδοιπορικό που θα κρατήσει πενήντα χρόνια. Δίδασκε συστηματικά με ζήλο και ενδιαφέρον και η πρόοδος των μαθητών ήταν η καλύτερη αμοιβή του. Και δεν ήταν μόνο το έργο του να μαθαίνει τα παιδιά προχωρημένα γράμματα του Σχολαρχείου κι αργότερα τάξεων του Γυμνασίου αλλά και ότι τα παρακινούσε να συνεχίσουν στα γράμματα και να μεταπείθει τους γονείς, που στα παιδιά τους λογάριαζαν χέρια να τους ξελαφρώσουν, πρόβατα και σοδειές.
Μια αφιέρωση στο πρόσωπό του κάνει περιττό κάθε άλλο σχόλιο: «Τω θερμώς πεφιλημένω ημίν διδασκάλω αξιοτίμω Κυρίω Αναστασίω Δ. Οικονομίδη τόδε το Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης ελάχιστον τεκμήριον της μεγίστης ημών αγάπης και αφοσιώσεως μετ’ ασπασμού ανατιθέμεθα οι εν Πειραιεί παρεπιδημώντες φίλοι τε και συγγενείς αυτού Ριζώται. Εν Πειραιεί τη 18 Αυγούστου 1906».
Και καθημερινά πηγαίνει στο Ριζό με τα πόδια, απόσταση δέκα χιλιομέτρων, και γυρίζει την ίδια μέρα στο Ράικο, και πάντοτε συνεπής στην ώρα του για το σχολείο. Ενόσω, μάλιστα, ήταν δάσκαλος εκεί έκανε και τον αγωγιάτη. Μετέφερνε αλάτι, φορτωμένο σ’ άλογο από τη Σαγιάδα Θεσπρωτίας στα χωριά μας, πέρα από τις ασχολίες στα κτήματά του. Παράλληλα, λόγω της γλωσσομάθειάς του, τον καλούνε τακτικά στα Γιάννενα για διερμηνέα ενώπιον του Τούρκου Κατή (δικαστή) σε υποθέσεις Χριστιανών και Τούρκων. Και προσπαθεί ν’ αποδώσει τα λεγόμενα ευνοϊκά για τους Χριστιανούς. Το ίδιο συνεχίζεται και αργότερα στα ελληνικά Δικαστήρια. Πρόσθετα μεταφράζει, έγκυρα, τούρκικα κιτάπια (συμβόλαια). Και τη διαδρομή Ράικο – Γιάννενα, 30 χιλιόμετρα, την κάνει με το πόδι και η αποζημίωση είναι πενιχρή. Το μόνο που μένει είναι η γνωριμία και η αποδοχή του από τους Γιαννιώτες.
Από το Ριζό, το φθινόπωρο του 1907, έρχεται στην Τσερκοβίστα (Εκκλησοχώρι), γιατί το χωριό ήταν εύπορο και η αμοιβή του διπλάσια και επί πλέον βρίσκεται πιο κοντά στο Ράικο. Παρότι η πρώτη σύσταση είναι επιφυλακτική: «Δάσκαλέ μου, εδώ, τα παιδιά νιώθουν πλούσια και είναι πολύ ζωηρά, δε θα τα κάνεις ζάφτι», εκείνος αναλαμβάνει το σχολείο. Κατά την Άνοιξη, ο συνομιλητής, τυχαίνοντας στο δρόμο των παιδιών βάζει την αγκλίτσα του εμπόδιο μπροστά τους, και όμως τα παιδιά τον αντιπαρέρχονται ψύχραιμα, ενώ εκείνος θα περίμενε ν’ ακούσει ..τον αναβαλλόμενο! Ο συνομιλητής αυτός γνώριζε βέβαια, ότι δεν ήταν η σύστασή του υπερβολική, κι έτσι αβίαστα αντιλήφθηκε ότι η αλλαγή συμπεριφοράς τους ήταν έργο του δασκάλου Αναστάση. Πολλοί ήτανε οι μαθητές του, που πρόκοψαν στα γράμματα ή τις ασχολίες τους, έγιναν επιστήμονες. Ο μαθητής που ξεχώριζε στην επίδοσή του γίνεται λαμπρός δικηγόρος στην Αθήνα και δεν έπαυε ν’ αποδίδει την εξέλιξή του στο δάσκαλό του.
Μετέπειτα, μεταξύ 1909-13, έρχεται δάσκαλος στην Ιερομνήμη, μεγάλο χωριό της περιοχής και πλησιέστερα στο Ράικο. Και φτάνει, εκεί, τον καιρό που δρούσε στην περιοχή εναντίον των Τούρκων ο ονομαστός Καπετάν Κρομμύδας.
Μετά την απελευθέρωση των Ιωαννίνων από τον Τούρκο, το 1913, έρχεται δάσκαλος στο αγαπημένο του Ράικο και από το 1917 για ένα διάστημα καλείται στο στρατό. Μόλις απολύεται, χειροτονείται ιερέας και επιστρέφει στο Ράικο δάσκαλος και εφημέριος, για να γράψει, εκεί, για πολλά χρόνια μια υποδειγματική παρουσία.
Εξαρχής πρώτη του έγνοια και φροντίδα γίνεται η ανέγερση διδακτηρίου, γιατί το παλιό ήταν ένα δωματιάκι δίπλα στο γυναικωνίτη της εκκλησίας. Με επίπονες προσπάθειες ξεδιπλώνει διαθήκες και αξιοποιεί το κληροδότημα του Ηπειρώτη Δημητρίου Φιλίτη, μεγάλου ευεργέτη. Κατορθώνει να εξασφαλίσει ένα σεβαστό ποσό και με την επίβλεψη και την προσωπική του εργασία κτίζεται μεταξύ 1930-37, εκεί που ήταν άλλοτε το τούρκικο Κονάκι, ένα σύγχρονο διδακτήριο που παίρνει την επωνυμία «Φιλίτιος Σχολή». Ακόμη υπάρχει στην είσοδο του προαύλιου σχετική επιγραφή και στην αίθουσα η προσωπογραφία του ευεργέτη.
Ο ίδιος ο παπα-Αναστάσης, φιλομαθής, δεν εγκαταλείπει το διάβασμα. Η εγκυκλοπαίδεια «Πυρσός» γίνεται εγχειρίδιο γνώσης. Συνεχώς ενημερώνεται με τα παιδαγωγικά περιοδικά και βιβλία της εποχής και το 1936 μετεκπαιδεύεται στα Γιάννενα στο μονοτάξιο Διδασκαλείο. Ανάμεσα στα λίγα βιβλία που διασώζονται από την αξιόλογη προσωπική Βιβλιοθήκη του έχει τη θέση του και το πρωτοποριακό ήδη από το 1925 βιβλίο του Δ. Γληνού «Ένας Άταφος Νεκρός», το οποίο αποτέλεσε μια «μελέτη για μεταρρύθμιση, μια γενικότερη πνοή ανορθωτική στο σχολείο», όπως προσδοκούσε ο ίδιος ο συγγραφέας του. Παρά την αρχαιογνωσία του, ο Παπαναστάσης δεν πάσχει από προγονοπληξία και διακρίνει πως η προσήλωση στο τυπικό της αττικής σύνταξης γίνεται μια ιδεολογικοπολιτική θέση που θέλει να παραμελεί τη μόρφωση του λαού. Με επίγνωση του έργου του και της σημασίας του για την κοινωνία εργάζεται για την πρόοδο των παιδιών και του τόπου. Οι συγχωριανοί τον υπολήπτονται και οι μαθητές του, γενιές και γενιές, προχωρούν στα γράμματα.
Την επώδυνη περίοδο του 1945-49, ενώ βρίσκεται πρόσφυγας στα Γιάννενα, ο Δεσπότης του αναθέτει τη διδασκαλία σε κάποιο τμήμα του Ιεροδιδασκαλείου Βελλάς. Κι αργά αργά έρχονται αδυσώπητα τα γεράματα, κι αφού γράφει τον επίλογο της σταδιοδρομίας του τη χρονιά 1950-51 στο γειτονικό Σουλόπουλο, παίρνει τη σύνταξή του.
Τα ακόλουθα χρόνια η Σχολική Επιτροπή Ραΐκου, με δάσκαλο τον Αλέκο Καραμπίνα, αποφασίζει ν’ αναρτήσει στο Γραφείο του σχολείου τη φωτογραφία του παπα-Αναστάση σε αναγνώριση του εν γένει έργου του και εξαιρετικά για την ανέγερση του διδακτηρίου.
Κι ενώ είναι συνταξιούχος συνεχίζει με κατ’ οίκον διδασκαλία, χωρίς αμοιβή, να συμπληρώνει γνωστικά κενά μαθητών και από γειτονικά χωριά για να μπορέσουν να μεταπηδήσουν δυο και τρεις τάξεις και να κερδίσουν το χαμένο χρόνο στα χρόνια του εμφύλιου. Ο συντάκτης του αφιερώματος τούτου – και ο αδερφός του Μιχάλης – είχε δοκιμάσει την επιμονή του στην εκμάθηση των αρχαίων ελληνικών και ακόμη τώρα τον παιδεύουν οι β΄ αόριστοι, η ετυμολογία του «δεύτε» και της λέξης «καθετήρας». Από την άλλη ο παππούς του παπα-Αναστάσης δίνει τις συστάσεις του για τα χρονογραφήματα του Π. Παλαιολόγου στο Βήμα και τα ευθυμογραφήματα του Δ. Ψαθά, για τη λογοτεχνία με αφετηρία τα διηγήματα του Χρ. Χρηστοβασίλη – κοντοχωριανού από το Σούλι Χρηστοβασίλη και αναδεκτού του γιου του Ανδρέα – γιατί τα θεωρούσε ότι, κυρίως, καλλιεργούν τη νεοελληνική γλώσσα.
Το σχολείο συνεχίζει τη λειτουργία του μέχρι να έχει κι αυτό την κοινή τύχη των σχολείων της υπαίθρου. Κλείνει και το διδακτήριο παραχωρείται στην Κοινότητα. Έκτοτε φιλοξενεί κατά καιρούς υπηρεσίες και εκδηλώσεις του χωριού. Το σχολείο με τα ιστορικά του στοιχεία στη θέση τους, με το αρχείο του και τη Βιβλιοθήκη του με τα δυσεύρετα βιβλία της (Ηπειρωτικά Χρονικά κλπ.), είναι για μας μοναδική κληρονομιά που αξίζει όλη μας τη στοργή και το ενδιαφέρον. Αρκετά από τα βιβλία είναι δωρεά της Αδελφότητας και μελών της που ουδέποτε επιλανθάνονται τη γενέτειρά τους.
2. Ιερατική διακονία
Ο δάσκαλος Αναστάσης, όταν τελειώνει τη στρατιωτική του θητεία, χειροτονείται ιερέας (σε φωτογραφία του 1922-23 εμφανίζεται στο σχολείο του Ραΐκου ανάμεσα στους μαθητές του με ράσα). Η ιερατική του ομολογία κατά τη χειροτονία του αφήνει τις καλύτερες εντυπώσεις. Με ευφράδεια λόγου και άριστο χειρισμό της γλώσσας φανερώνει ότι έχει συναίσθηση πως το αξίωμα της Ιεροσύνης είναι μέγα, δώρο και χάρισμα του Θεού. Όταν μετά τη χειροτονία του διέρχεται την αγορά των Ιωαννίνων (το κριθαροπάζαρο), όλοι τους Χριστιανοί, Εβραίοι, Αρμένηδες και Τούρκοι ακόμη, μπροστά στα μαγαζιά τους, τον υποδέχονται με το «Άξιος», γεγονός ασυνήθιστο που προξενεί το ενδιαφέρον και του Δεσπότη. ΄Ηταν σ’ όλον τον κόσμο αυτόν γνώριμος κι αγαπητός από το έργο του ως διερμηνέας ενώπιον του Κατή.
Σύντομα του αναγνωρίζεται «η κατά Χριστόν επίδοσις και φιλοπονία», η ευλάβεια στο τυπικό των ιερών ακολουθιών, η βυζαντινή του ψαλμωδία και η ιεροπρέπειά του. Ο Δεσπότης του δίνει την ευλογία του πνευματικού – εξομολογητή και το οφφίκιο του οικονόμου, την ανώτερη τότε διάκριση του έγγαμου κληρικού. Συχνά συλλειτουργεί και προεξάρχει σε γιορτές και πανηγύρια στο Ράικο και τ’ άλλα χωριά και σε μοναστήρια της περιοχής περιώνυμα, της Παναγίας στη Σούτιστα (Καστρί), των Αγίων Πατέρων και της Παλιουρής, σε πανηπειρωτικά πανηγύρια.
Κάθε Κυριακή και γιορτή κηρύσσει το λόγο του Θεού, σε μια εποχή που σπάνια κληρικός εκτός του ιεροκήρυκα της Μητρόπολης γνώριζε κι ερμήνευε το Ευαγγέλιο. Εξηγεί, ιδιαίτερα, τη σημασία της συμμετοχής των πιστών με διάθεση ψυχής στη λειτουργική ζωή της εκκλησίας και στην κοινωνία με τα μυστήρια. Χαρακτηριστικά επαναλάμβανε, ότι «η μεταλαβιά γίνεται φωτιά μέσα μας, χωρίς να καθίσει κανείς κάτω από το πετραχήλι του παπά».
Μια περίοδο του εμφυλίου, 1946-1950, ο Σπυρίδωνας, Δεσπότης των Ιωαννίνων και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, από εμπιστοσύνη στα προσόντα του παπα-Αναστάση, του αναθέτει καθήκοντα στο μητροπολιτικό μέγαρο και του δίνει την ευχέρεια να λειτουργεί στον καθεδρικό Ναό και τον Άγιο Νικόλαο αγοράς.
Αργότερα, στα 1955-56, περιοδεύει στην περιοχή ο ιεροκήρυκας Σεβαστιανός. Βρίσκει τον Παπαναστάση στο Ράικο να διαβάζει το σπάνιο βιβλίο «Διδαχαί», ομιλίες από τον άμβωνα του Ηλία Μηνιάτη, επιφανούς κληρικού του ΙΖ΄αιώνα. Ο ιεροκήρυκας αντιλαμβάνεται ότι έχει να κάνει μ’ ένα λόγιο κληρικό, δίνει τον ασπασμό του και αναχωρεί την ίδια ώρα για το επόμενο χωριό.
Τα επόμενα χρόνια ο παπα-Αναστάσης αποσύρεται από εφημέριος για λόγους υγείας και ετοιμάζει, από τότε, μια στολή με λευκά άμφια. Από χρόνια, εξάλλου, έγραφε το «Γρηγορείτε και προσεύχεσθε ότι ουκ οίδατε την ώραν, εν η ο κ.τ.λ.» …
3. Κοινωνικοί και Πατριωτικοί Αγώνες
Ο παπα-Αναστάσης από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας δίνει τον αγώνα του για την Ελευθερία και την κοινωνική απολύτρωση.
‘Οταν ήταν δάσκαλος στην Ιερομνήμη, 1909-13, στην περιοχή δρούσε ο Καπετάν Κρομμύδας σε προαπελευθερωτικό κίνημα. Ο Καπετάν Κρομμύδας αποτολμούσε και επισκεπτόταν το σχολείο. Ένοιωθε μεγάλη ευχαρίστηση ν’ ακούει την ελληνική γλώσσα, ν’ ακούει τα λόγια του δασκάλου για το γένος μας και για την ιδέα της απελευθέρωσης. Ο νεαρός δάσκαλος Αναστάσης και ο Καπετάν Κρομμύδας συνδέονται με εμπιστοσύνη και φιλία. Ο νεαρός δάσκαλος του μετάφραζε συχνά τα φιρμάνια του Πασά των Ιωαννίνων και μελετούσε μαζί του τις παγίδες που ο τελευταίος του έστηνε περίτεχνα.
Και να μια αντάμωση, μια ιστορία, μια ειρωνεία! Το τούρκικο απόσπασμα, που προσπαθούσε να καταπνίξει το κίνημα του Καπετάν Κρομμύδα, είχε επικεφαλής αξιωματικό, τον τούρκο, τον παιδικό φίλο του Αναστάση από την Προύσα. Όταν το απόσπασμα αυτό φθάνει στην Ιερομνήμη κι έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με τον Αναστάση, ο Τούρκος επικεφαλής ξεζώνεται τ’ άρματά του στο μεσοχώρι μπροστά στα έκπληκτα βλέμματα των χωριανών και τον ασπάζεται. Έκτοτε, ο ίδιος αξιωματικός δεν ξαναφάνηκε στην περιοχή!
Το 1917 καλείται στον ελληνικό στρατό η ηλικία του Αναστάση και με συνομήλικους οδοιπορούν για τα Γιάννενα για να παρουσιαστούν, με τη σκέψη του πολέμου. Καθ’ οδόν, στο βουνό της Βελτσίστας (Κληματιάς), η παρέα τους συναντιέται μ’ ένα γνώριμό τους βοσκό. «Τώρα, Χρίστο μ’, τα γρόσια του πατέρα σ’ δεν έχουν πέρασ’, κι όσο για σένα, δάσκαλε, δε νοιάζομαι γιατί μετράν τα γράμματά σ’» είπε ο βοσκός. Ο Αναστάσης γίνεται, πράγματι, γραφιάς στο Στρατηγείο (φωτογραφία, με ημερομηνία 18 Μαρτίου 1918, τον δείχνει στρατιώτη ανάμεσα σε συναδέλφους του).
Τα χρόνια του εθνάρχη Ελευθέριου Βενιζέλου ο παπα-Αναστάσης πρεσβεύει τις απόψεις του και τις υπερασπίζεται με σθένος και όχι χωρίς συνέπειες. Πέφτει στη δυσμένεια του βασιλικού Δεσπότη, δέχεται απειλές για απόλυση κι επιπλέον αντιμετωπίζει και αντιπαλότητες μέσα στο χωριό του.
Στη δικτατορία του Μεταξά αγνοεί τα φυλλάδια προπαγάνδας και τους ύμνους του καθεστώτος («γιατί χαίρεται ο κόσμος και χαμογελάει πατέρα»), που στέλνονται στα σχολεία για να ικανοποιήσει ο δικτάτορας το σύνδρομο «του καλού πατέρα» και να αμφισβητήσει τα βασανιστήρια, τα ξερονήσια, τις φυλακές Ακροναυπλίας.
Το 1940 ο παπα-Αναστάσης είναι όρθιος, είναι παρών στο ηρωικό τρίπτυχο σκηνικό, που το συνθέτει: Το έπος της Αλβανίας. Το χορικό της Κατοχής, το τραγικό. Η εθνική Αντίσταση!
Ένα Σύνταγμα προκαλύψεως, πριν αρχίσει ο πόλεμος, στρατοπεδεύει στον Άγιο Νικόλαο στο Μπουρντάρι (Δαφνόφυτο) κι ο Μέραρχος της 8ης επιστρατεύει τον παπα-Αναστάση να βρίσκεται κοντά στους φαντάρους μας. Τις Κυριακές κάνει υπαίθριες λειτουργίες και τους μεταλαβαίνει.
Την επομένη της κήρυξης του πολέμου τα ιταλικά αεροπλάνα επιχειρούν την πρώτη επιδρομή και οι οβίδες τους πέφτουν κοντά στο Ράικο, στον κάμπο όπου χωριανοί – ανάμεσά τους και η πρεσβυτέρα – μαζεύουν το καλαμπόκι. Κι ο παπα-Αναστάσης στο σχολείο καθησυχάζει τους μαθητές από τον πανικό και διασκεδάζει και τη δική του ανησυχία για το τι απέγινε στον κάμπο!
Ο παπα-Αναστάσης μαθαίνει από το μέτωπο νέα για το έπος που γράφεται στο Καλπάκι και για τις ανάγκες του στρατού μας. Σε κάθε ευκαιρία προσπαθεί να τονώνει το κοινό αίσθημα στα παραμεθόρια χωριά μας, ότι ο καθένας, άνδρας ή γυναίκα, με το ρόλο του υπερασπίζεται την «εστία» του. Και ο νους του τρέχει στο γιο του Δημήτριο, δάσκαλο και έφεδρο αξιωματικό να φυλάει με τον ουλαμό του ένα τμήμα των συνόρων στις πλαγιές της περιβόητης μετέπειτα Μουργκάνας, και ν’ ανδραγαθεί (σχετικά στο βιβλίο του Δ. Α. Οικονομίδη «Οδοιπορικό του 1935 και αναμνήσεις από τις πρώτες μέρες του πολέμου το ΄40»).
Κι όταν το Στρατιωτικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων γεμίζει τραυματίες, τότε, ο παπα-Αναστάσης, με βαθμό αξιωματικού, που του απονεμήθηκε από το Γενικό Στρατηγείο, επισκέπτεται τα παιδιά του μετώπου, ως ο μόνος εξομολογητής τους. Κάθεται στο κρεβάτι τους, ανακουφίζει τον πόνο και τους δίνει κουράγιο, γίνεται ο πνευματικός τους πατέρας. Στα τραυματισμένα βαριά διαβάζει την ευχή της αφέσεως των παραπτωμάτων – ο πόλεμος είχε εξαγνίσει τις ψυχές τους – και τα μεταλαβαίνει.
Τα χρόνια της Κατοχής βιώνει κι αυτός την απειλή, τον κίνδυνο και την ωμή βία των κατακτητών! Μια μέρα του 1942 φτάνει στο Ράικο ένας ρουμανόβλαχος, άγνωστος στην περιοχή και υποκρίνεται ότι μαζεύει τομάρια. Ο παπα-Αναστάσης διακρίνει το ρόλο του, το ρόλο του πληροφοριοδότη, και χωρίς δισταγμό του λέει πως το χωριό δεν έχει αντάρτες. Αλλά η πείνα, η βία και η κτηνωδία των κατακτητών εξεγείρει τις ψυχές όλων μας. Το αντάρτικο είχε αρχίσει τις επιχειρήσεις του και ο Παπαναστάσης παίζει το κεφάλι του γιατί είχε, ήδη, πάρει μέρος στην Εθνική Αντίσταση.
Στο μεταξύ, τα υπάρχοντα αρχίζουν να λείπουν από τα σπίτια κι ο παπα-Αναστάσης έρχεται για τα αναγκαία στα Γιάννενα με δυο χωριανούς του και χίλιες προφυλάξεις. Στην έξοδο πέφτουν σε μπλόκο Γερμανών και μετά από ανακρίσεις στη Γκεστάπο τους στοιβάζουν στα υπόγεια της Ζωσιμαίας Σχολής, με προορισμό το απόσπασμα ή το «ταξίδι» στη Γερμανία. Ένα πρωινό, ενώ προαυλίζονταν κρατούμενοι, βλέπουν για λίγο εκείνον, τον τομαρά, ν’ ανεβαίνει βιαστικός τα σκαλιά της φυλακής, ενόσω κι εκείνος παρατηρεί σε κακά χάλια τον παπά. Σε λίγη ώρα – ποιος να ξέρει το γιατί! άραγε για να επιδείξει ο τομαράς την ισχύ του, να εξιλεωθεί του ρόλου του; – ο παπα-Αναστάσης αποφυλακίζεται με τους συντρόφους του χωριανούς. Και ελεύθεροι πια ξαναφορτώνουν τα ζώα με προμήθειες.
Αυτόν τον καιρό της πείνας ο τότε Ειρηνοδίκης Ζίτσας (γνωστός μετέπειτα από τη δίκη του Λαμπράκη) τριγυρίζει στα χωριά για να γεμίσει το δισάκι του. Κάποτε, χτυπάει και την πόρτα του παπα-Αναστάση: – Παπά μου, είμαι εδώ για λίγο ψωμί! – Τα λιγοστά αγαθά του σπιτιού μου, μισά-μισά. Έτσι του απαντάει και μοιράζονται τη δυστυχία τους! Χρόνια μετά, επισκέπτης τώρα ο παπάς στην Αθήνα αναζητάει το δικαστή και τον βρίσκει να προεδρεύει στο δικαστήριο. Εκείνος τον βλέπει και τον καθίζει δίπλα του, στην έδρα του δικαστηρίου.
Το 1942-43 οι Γερμανοί σε αντίποινα, λόγω της δράσης της Εθνικής Αντίστασης, αφού καίνε το Σουλόπουλο, γειτονικό χωριό, ανηφορίζουν για το Ράικο και το περικυκλώνουν, έτοιμοι να του βάλλουν φωτιά. Οι χωριανοί κρύβονται σε πυκνούς θάμνους του χωριού. Ο παπα-Αναστάσης αποφασίζει ν’ αντιδράσει. Παίρνει μαζί του τον Πρόεδρο Σπύρο Μόσχο και το μικρότερο γιο του Γιώργο και στέκεται στη δυτική είσοδο του χωριού, στο εικόνισμα, αντιμέτωπος στο γερμανό Ταγματάρχη. Του μιλάει στα γαλλικά, γλώσσα που τη γνωρίζει ο αντίπαλος, και τον διαβεβαιώνει – χωρίς να’ ναι βέβαιος – ότι στο χωριό δε βρίσκονται αντάρτες, και δε διστάζει να στείλει το Γιώργο να καλέσει το χωριό να συγκεντρωθεί στο σχολείο και ο ίδιος να τον συνοδεύσει στην έξοδο του χωριού. Ο Γερμανός μένει απορημένος από τη στάση και τη γλωσσομάθεια ενός απλοϊκού ιερέα, προσπερνάει το χωριό και αποχωρεί. Στη Μάτσκα, στην αγροικία του παπα-Αναστάση, όμως, σαν κάτι να υποψιάζεται, κάνει αυτοψία. Αντί για όπλα ο Γερμανός αντικρίζει βιβλιοθήκη, την οποία μάλιστα αδειάζει σχεδόν, με το πρόσχημα να τη διασώσει. Ένα βιβλίο από τη σειρά των κλασσικών «Χρηστομάθεια» του παράπεσε, για να θυμίζει την πράξη και την απώλεια!
Τα υπόλοιπα είναι επακόλουθα του διχασμού. Το Δεκέμβριο του ’44 με δυνάμεις της Εθνικής Αντίστασης ο παπα-Αναστάσης καταφεύγει κι αυτός με τους γιους του Ανδρέα και Γιώργο στην Κέρκυρα, στη Μονή Πλατυτέρας, για να επιστρέψει στα Γιάννενα την Άνοιξη του ’45, μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Είχε λήξει ο πρώτος γύρος του εμφυλίου, που είχε διχάσει τους Έλληνες από την κορυφή μέχρι τη βάση.
Δυστυχώς θα υπάρξει και δεύτερος γύρος! Δεν ανατρέχω στα γεγονότα του. Μια αναφορά μόνο, σαν αποστροφή στο φθόνο και τη μισαλλοδοξία. «΄Ανθρωπός τις … φθονών την πρωτοκαθεδρίαν του και ταύτης γλιχόμενος» (Απόσπασμα από το βιβλίο με τίτλο «Πορεία μιας ζωής» του λόγιου του 19ου αιώνα Κωνστ. Χριστίδη από τη Βελτσίστα / Κληματιά) στις 4 Δεκεμβρίου του 1946 βάζει φωτιά στο σπίτι του παπα-Αναστάση! Όσα απομένουν μισοκαμένα, διασώθηκαν από συγχωριανούς που προσέτρεξαν σε βοήθεια, σε καταδίκη της πράξης.
Η ζωή, όμως, τα ξεπερνάει κι ο παπα-Αναστάσης, αρχές του ’50, επιστρέφει από τα Γιάννενα οριστικά στο Ράικο, κτίζει στα αποκαΐδια ένα νέο σπίτι και αρχίζει να κτυπάει την καμπάνα το πρωί για το αγαπημένο του σχολείο και το απόγευμα για εσπερινό. Και στο «Φως ιλαρό» να εύχεται για τη συμφιλίωση.
Μια συμφιλίωση που άργησε να έρθει, μόλις το 1981, και να μένουν τα ξερονήσια – προσκυνήματα για να μαρτυράνε τις οδυνηρές συνέπειες του εμφυλίου!
4. Οικογενειακή Κατάσταση
Μετά το γάμο της Δέσπως, της πολυαγαπημένης του αδελφής, «την 26ην Ιανουαρίου 1903 ο Αναστάσιος Δ. Οικονομίδης ενυμφεύθη την Αριστέαν Κωνσταντίνου Μόσχου», όπως αναγράφεται στην κασέλα του γάμου της. Μια ηπειρώτισσα που παραμένει στη διαδρομή της (1886-1964), ως τα γεράματά της, ευθυτενής, απλή, σεβαστή, που με γενναιοδωρία ξέρει να ξεπερνάει τα «πάθια» της ζωής της, όπως θα έλεγε ο μέγας Παπαδιαμάντης.
Ο παπα-Αναστάσης αποκτάει μεγάλη οικογένεια. Η νηπιακή θνησιμότητα της εποχής τους στέρησε, νωρίς, τον Κωνσταντίνο και το Θεμιστοκλή. Σ’ ένα εξομολογητάριο σημειώνει τις ημερομηνίες γέννησης των παιδιών τους Ευάγγελου, Πολυξένης, Ελευθερίας, Δημητρίου, Ανδρέα και Γεωργίου.
Τα χρόνια περνούν με αγωνίες, με σκληρή δουλειά και η οικογένεια αυξάνει. Ο Ευάγγελος παντρεύεται τη Σοφία Τζούκα, η Πολυξένη το Λάμπρο Μωραϊτη, η Ελευθερία τον Ευάγγελο Μπέτικα, ο Δημήτριος την Αικατερίνη Βαζαλούκα, ο Ανδρέας την Παναγιώτα Σκάρα και ο Γεώργιος την Ευδοκία Δημελά.
Το 1952 χάνεται και ο Ευάγγελος και, τότε, γίνεται για τα τέσσερα παιδιά του – Σπύρο, Χρυσάνθη, Τάσο και Μιχάλη – παππούς και στοργικός πατέρας. Σήμερα, Σεπτέμβριος του 2008, ο νεότερος γιος του Γεώργιος είναι ο πρεσβύτερος της οικογένειας και αξίζει να τονιστεί, ότι χωρίς τα αυθεντικά στοιχεία, που κατά καιρούς εξιστορούσε, και άλλο υλικό, δε θα μπορούσε να γραφεί η παρούσα αφιέρωση.
Στα τέλη της ζωής του μένει κλινήρης και έχει την άγρυπνη φροντίδα της νύφης του Σοφίας, και την έγνοια όλων μας. Ο παπα-Αναστάσης αντιμετώπιζε τη ζωή με αξιοπρέπεια, γευότανε πίκρες και χαρές παιδιών και εγγονών, καμάρωνε για την προκοπή τους και είχε να λέει τον καλό το λόγο σε κάθε πρόοδο συγχωριανού. ΄Ηταν γνήσιος και αληθινός στις σχέσεις του, ευαίσθητος, σεβάσμιος και αυθεντικός στα μάτια της κοινωνίας. Είχε πάνω του λεβεντιά και εκκλησιαστικό παράστημα.
Και την Άνοιξη του 1963, σε ηλικία 79 ετών, τελειώνει ο χρόνος της παροικίας του σε τούτη τη ζωή και φεύγει γαλήνια, ως έτοιμος από καιρό. Την εξόδιο ακολουθία ψέλνει ο Πρωτοσύγκελος της Μητρόπολης Ιωαννίνων με ιερείς της περιοχής. Ο ιεροψάλτης στην κηδεία του ήταν συνάδελφός μου δάσκαλος, θυμάται δε τον επικήδειο λόγο – τιμή στη δασκαλική και ιερατική φυσιογνωμία του παπα-Αναστάση και διηγείται λεπτομέρειες από το τραπέζι που έστρωσε η πρεσβυτέρα! Ο παπα-Αναστάσης πέρασε στην αιωνιότητα και αναπαύεται μπροστά στο ιερό Βήμα της Αγίας Παρασκευής Ραϊκου, κι όλο κάποιο δισέγγονο, τρισέγγονο – και έχει ο Θεός – θα βρίσκεται να ρίχνει ένα τρισάγιο στο μνημείο του!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου