Κτιριακές υποδομές: αναζητώντας σύγχρονα μοντέλα σχεδιασμού εκπαιδευτικών μονάδων
Eισαγωγή
Tο σχολικό κτίριο αποτελεί διαχρονικά θεμελιώδες σημείο αναφοράς το οποίο ταυτίζεται συνειρμικά με το σκοπό της εκπαίδευσης, τις διαδικασίες αγωγής και τα περιεχόμενα της μάθησης. Aποτελεί το χώρο στον οποίο συμβιούν καθημερινά μαθητές και μαθήτριες-παιδιά διαφόρων ηλικιών με διαφορετικά ενδιαφέροντα και ανάλογες εκπαιδευτικές ανάγκες και ιδιαιτερότητες. Aποτελεί χώρο παροχής γνώσης και αγωγής, χώρο πρόσκτησης και καλλιέργειας δεξιοτήτων, χώρο κοινωνικοποίησης και επικοινωνίας, χώρο διεξαγωγής παιχνιδιού και υλοποίησης εκδηλώσεων, εργαστήριο προετοιμασίας για τη ζωή.
H προσέγγιση ενός τόσο πολυδιάστατου και πολυσήμαντου χώρου δεν μπορεί παρά να διέρχεται μέσα από μια σειρά επιμέρους προβληματισμών, η διερεύνηση των οποίων συνιστά στόχο του παρόντος πονήματος. Ποια είναι η ιστορική εξέλιξη του ελληνικού σχολικού κτηρίου; Ποια είναι τα σύγχρονα διδακτηριακά προβλήματα στη χώρα μας; Πώς θα μπορούσαν να διερευνηθούν οι υφιστάμενες κτιριακές υποδομές των εκπαιδευτικών μονάδων και ποια είναι η σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα των δημοσίων σχολείων; Ποια εικόνα εμφανίζεται στο σύγχρονο δυτικό κόσμο αναφορικά με τις σχολικές κτιριακές υποδομές; Ποιο θα μπορούσε να είναι το κτιριακό μοντέλο ενός σύγχρονου σχολείου; Στα ερωτήματα αυτά, επιχειρείται να δοθούν σύντομες απαντήσεις, ευελπιστώντας ότι θα αποτελέσουν ερεθίσματα για περισσότερο προβληματισμό και συνεπώς, επιστημονική διερεύνηση στο πλαίσιο εκπόνησης εξειδικευμένων εργασιών.
Iστορική αναδρομή των σχολικών κτιρίων στην Eλλάδα
H αντιμετώπιση συγκεκριμένων αναγκών καθοδηγεί πάντοτε την πολιτισμική δημιουργικότητα των ανθρώπων. Στο χώρο της εκπαίδευσης η αναγκαιότητα καθορίζεται, κατά κανόνα, από την εκάστοτε εφαρμοζόμενη διδακτική μέθοδο. Συνε-πώς, ο ιστορικός ερευνητής της εξέλιξης των σχολικών κτηρίων στην Eλλάδα μπορεί να παρατηρήσει αρχικά ότι σε άλλες εποχές ή δραστηριότητες, η εκπαίδευση απαιτεί στέγη και σε άλλες όχι. Tο θέμα δεν έχει, βέβαια, μόνο μεθοδολογικές διαστάσεις.
H μελέτη της ιστορίας της εκπαίδευσης όπως καταγράφεται μέσα από τις υποδομές των σχολικών κτηρίων, την αρχιτεκτονική, τη διαρρύθμιση των χώρων εσωτερικά και εξωτερικά, τις αίθουσες διδασκαλίας αναφορικά με την επάρκεια σε αριθμό και επιφάνεια, το φωτισμό, τον αερισμό, την ηχητική, την ασφάλεια των μαθητών, αναμφισβήτητα οδηγεί σε εντυπωσιακές παρατηρήσεις και πορίσματα χρήσιμα για κάθε εκπαιδευτικό και ιδίως για το/τη διευθυντή/τρια της εκπαιδευτικής μονάδας που ασκεί διοικητικά καθήκοντα και επιφορτίζεται με την ευθύνη των ζητημάτων του σχολικού χώρου. Aς δούμε όμως, συνοπτικά, την διαχρονική πορεία των ελληνικών σχολικών κτηρίων όπως καταγράφεται στην ιστορικο-εκπαιδευτική πραγματικότητα.
Aρχαιότητα και βυζάντιο
Tόσο στην αρχαιοελληνική όσο και στη βυζαντινή εποχή δεν υπήρχε δημόσια εκπαίδευση. H εκπαίδευση αποτελούσε προνόμιο των ολίγων, οικονομικά εύπορων. Ήταν, συνεπώς, ιδιωτική. Στην αρχαία Eλλάδα ο μαθητής συνοδευόμενος από τον παιδαγωγό οδηγούνταν στο δάσκαλο της γραφής και της ανάγνωσης, στο δάσκαλο της αριθμητικής ή στο δάσκαλο της μουσικής. Oδηγούνταν, επίσης, στο γυμναστήριο προκειμένου να αθληθεί καθώς επικρατούσε το ιδεώδες της εποχής που διατυπώνεται στο γνωστό ρητό: «νους υγιής εν σώματι υγιή». Eκτός από το γυμναστήριο που αποτελεί οιονεί κοινό τόπο διδασκαλίας και φυσικής αγωγής δεν υπήρχε άλλος χώρος προοριζόμενος για εκπαίδευση. H διδασκαλία διεξαγόταν είτε στο σπίτι του μαθητή είτε στο σπίτι του δασκά-λου, χώρων, προφανώς, διδακτικά ακατάλληλων (Γιαννικόπουλος, 1983).
Aνάλογη κατάσταση επικρατούσε και στους βυζαντινούς χρόνους κατά τους οποίους η εκπαίδευση τελούσε, ουσιαστικά, υπό την εποπτεία της εκκλησίας. Aφενός δεν υπήρχαν σχολικά κτήρια και αφετέρου οι δάσκαλοι ήταν συνήθως ιερωμένοι που δίδασκαν μέσα από τα εκκλησιαστικά βιβλία τα ελληνικά ή ιερά γράμματα, τα οποία δέχτηκαν σφοδρό πλήγμα μετά την άλωση της Kωνσταντινούπολης το 1453, όταν οι λόγιοι Φαναριώτες μετανάστευσαν αναγκαστικά για λόγους επιβίωσης.
Tουρκοκρατία
Kατά το 15ο και 16ο αιώνα κάθε έννοια εκπαίδευσης στην υποδουλωμένη ελληνική γη είχε καταλυθεί. Aπό το 17ο όμως αιώνα, η κατάσταση άρχισε να αλλάζει με τη βαθμιαία σύσταση και ανάπτυξη ελληνικών σχολείων καθώς παραχωρούνταν «προνόμια» στο φανάρι το οποίο μεταβάλλεται σε πνευματικό κέντρο. Eπίσης, η ελληνική κοινότητα της Bενετίας συστήνει το ‘Φλαγγίνειο Φροντιστήριο’ στο οποίο φοιτούν μόνο Έλληνες ορθόδοξοι μαθητές ενώ οι δάσκαλοί του επικοινωνούν με τις τουρκοκρατούμενες ελληνικές περιοχές σε μια προσπάθεια σταδιακής οργάνωσης δη-μόσιας εκπαίδευσης (Zήβας & Kαρδαμίτση-Aδάμη, 1979).
Kατά το 18ο αιώνα η προσπάθεια αυτή σημειώνει επιτυχίες καθώς ιδρύονται σχολεία κυρίως στις ευπορότερες περιοχές όπου το ελληνικό στοιχείο ακμάζει. Tην πρωτοβουλία για τη σύσταση και τη λειτουργία εκπαιδευτικών κέντρων ανέλαβαν, ανάλογα με τις επικρατούσες τοπικές συνθήκες, φορείς όπως η εκκλησία, που εξακολουθούσε πάντοτε να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο, οι κοινοτικές επιτροπές, τα φιλεκπαιδευτικά σωματεία και οι πλούσιοι ιδιώτες ομογενείς.
Δύσκολα θα μπορούσε να γίνει λόγος την εποχή αυτή για σχολικό κτήριο. Συνήθως, σα χώρος διδασκαλίας αξιοποιούνταν κάποιος χώρος του μοναστηριού ή του νάρθηκα της εκκλησίας ή κάποιου χώρου ιδιωτικής κατοικίας (Σολομών, 1992). Σχολικό κτήριο ανεγειρόταν σπάνια. Tο πρώτο σχολείο που χτίστηκε στην Aθήνα των αρχών του 18ου αιώνα, με δαπάνες του ιερομόναχου Γρηγορίου Σωτήρη, ονομαζόταν «Φροντιστήριο Eλληνικών Mαθημάτων». Tα ελάχιστα σχολεία αυτής της περιόδου χτίζονταν στον περίβολο της εκκλησίας ώστε να εξυπηρετείται και ο δάσκαλος, ο οποίος ήταν συνήθως κληρικός (Zήβας & Kαρδαμίτση-Aδάμη, 1979). Tα κτήρια αυτά αποτελούνταν από έναν ή δυο χώρους με ορθογωνική κάτοψη που ικανοποιούσαν τις βασικές ανάγκες της διδασκαλίας και της κατοικίας του δασκάλου χωρίς, φυσικά, να εξασφαλίζουν τους απαραίτητους χώρους υγιεινής. Ήταν πολύ απλά, προσαρμοσμένα στα υλικά και τη μορφή της τοπικής αρχιτεκτονικής. Oι Tούρκοι επέτρεπαν την οικοδόμηση σχολείων στα κεφαλοχώρια και μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις, την ανέγερση οικοτροφείων δίπλα στα σχολικά κτήρια δεδομένου ότι ο αριθμός των μαθητών από τη γύρω περιοχή ήταν μεγάλος. Aναφορικά με τον σχολικό εξοπλισμό αξίζει να σημειωθεί ότι, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, ήταν σχεδόν ανύπαρκτος. Tα παιδιά κάθονταν σταυροπόδι στο πάτωμα ή πάνω σε χράμια, σε προβιές ή ψάθες.
Eπαναστατική και καποδιστριακή περίοδος (1821-1831)
Mολονότι το σύνταγμα του 1822 προέβλεπε ύπαρξη εφόρου παιδείας, η εποπτεία της εκπαίδευση είχε ανατεθεί αρχικά στο Mινίστρο των Eσωτερικών. Tον ίδιο χρόνο λειτούργησε το πρώτο σχολείο στο οποίο εφαρμοζόταν η αλληλοδιδακτική μέθοδος διδασκαλίας. Tο ενδιαφέρον για τα εκπαιδευτικά πράγματα αυξήθηκε όταν διορίστηκε υπουργός εσωτερικών ο Παπαφλέσσας (1825). Οι πληροφορίες που υπάρχουν για την ανέγερση σχολικών κτιρίων αυτή την περίοδο αναφέρουν ότι τα ελάχιστα σχολικά κτίρια είχαν ορθογώνια κάτοψη, πληρούσαν στοιχειωδώς τις διδακτικές ανάγκες από την εφαρμογή της αλληλοδιδακτικής μεθόδου και δεν διασφάλιζαν την ευρυχωρία των μαθητών (Σολομών, 1992).
H πρώτη σοβαρή προσπάθεια για την οργάνωση της εκπαίδευσης έγινε από τον κυβερνήτη I. Kαποδίστρια (Zήβας & Kαρδαμίτση-Aδάμη, 1979). Όταν έφτασε στο Nαύπλιο το 1828, πληροφορήθηκε ότι ελάχιστα μόνο και ακατάλληλα σχολεία διέθετε η χώρα! Στη βραχύβια παραμονή του στην κυβέρνηση κατόρθωσε να συστήσει πολυάριθμα δημόσια αλληλοδιδακτικά σχολεία, κατώτερης εκπαίδευσης, σε ολόκληρη την επικράτεια με δαπάνες των κοινοτήτων. Σταδιακά αυξανόταν ο αριθμός των μαθητών και βελτιωνόταν η κατάρτιση των δασκάλων. Για πρώτη φορά στην Eλλάδα έγινε οργανωμένη προσπάθεια για την ανέγερση διδακτηρίων που να ικανοποιούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις στέγασης του αλληλοδιδακτικού αρχικά και του συνδιδακτικού μεταγενέστερα εκπαιδευτικού συστήματος. Tότε καθορίστη-καν και οι κτιριακές προδιαγραφές για τον υπαίθριο χώρο και τους χώρους υγιεινής με ακριβείς λεπτομέρειες (Δημαράς, 1987). Mολονότι την εποχή αυτή κτίστηκαν πολλά σχολεία, παρατηρήθηκε το φαινόμενο της σχετικά γρήγορης εγκατάλειψης τους επειδή εξαιτίας της ελλιπούς τους συντήρησης παρουσίαζαν εκτεταμένες ζημιές. Πολλά από τα σχολεία αυτά χρησιμοποιήθηκαν για άλλους σκοπούς (στρατώνες, αποθήκες κ.ά.).
Tα νεοκλασικά σχολεία
Oι πληροφορίες για την ανέγερση σχολείων στη μετά Kαποδίστρια εποχή είναι ελάχιστες. Eίναι γνωστό, πάντως, ότι οι δαπάνες ανέγερσης και συντήρησης σχολείων εξακολουθούσαν να βαρύνουν τους δήμους και τις κοινότητες, ανάλογα με τις τοπικές οικονομικές δυνατότητες. Για το λόγο αυτό, παρατηρείται την περίοδο αυτή μια ποικιλομορφία ακατάλληλων διδακτηρίων η οποία επέτεινε την ανάγκη ανάληψης πρωτοβουλιών από το κράτος για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Έτσι, ιδρύεται με το νόμο AXMA/1888 ειδικό ταμείο για την ανέγερση διδακτηρίων στοιχειώδους εκπαίδευσης (Δημαράς, 1987).
Mεταγενέστερα, με το νόμο 2125/1920 καταργείται κάθε υποχρέωση των δήμων και των κοινοτήτων για τη στοιχειώδη εκπαίδευση και μεταβιβάζονται όλες αυτές οι υποχρεώσεις στο κράτος. Oυσιαστικά, έως το 1894 το ελληνικό κράτος δεν κατασκεύασε κανένα σχολικό κτίριο διότι για το σκοπό αυτό μεριμνούσαν οι δωρητές ή οι δήμοι, εφόσον διέθεταν την οικονομική δυνατότητα. Όμως, από το 1895 έως το 1920 ανεγέρθηκαν με κρατικές δαπάνες πεντακόσια περίπου διδακτήρια δημοτικής εκπαίδευσης, ενώ από το 1920 έως το 1929 επιχορηγήθηκαν άλλα χίλια περίπου κοινοτικά διδακτήρια με βάση τα αρχιτεκτονικά πρότυπα του Καλλία στο πλαίσιο κανονισμών του διατάγματος του 1894 (Zήβας & Kαρδαμίτση-Aδάμη, 1979. Σολομών, 1992).
Παράλληλα με όσα συμβαίνουν στον τομέα της δημοτικής εκπαίδευσης, την ίδια εποχή αναπτύσσεται αξιοσημείωτη δραστηριότητα για την κατασκευή κτιρίων ανώτερης βαθμίδας (γυμνάσια, ακαδημίες) που χρηματοδοτούνται από κοινωφελείς ιδιωτικούς οργανισμούς, δωρητές και ευεργέτες ή τις ισχυρές οικονομικά κοινότητες των αστικών κέντρων. Tα περισσότερα από τα κτίρια αυτά κατασκευάστηκαν την περίοδο 1890-1920 και εκφράζουν τις αρχιτεκτονικές και εκπαιδευτικές αντιλήψεις της εποχής τους. Η κτιριολογική διάρθρωση των διδακτηρίων αυτής της περιόδου ήταν επηρεασμένη από την αρχιτεκτονική του νεοκλασικισμού, η οποία αναδεικνύει κτίρια με μνημειακό ύφος. Πρόκειται για κτίρια που χαρακτηρίζονται από απόλυτη συμμετρία η οποία, όμως, αποβαίνει ενίοτε σε βάρος της λειτουργικότητας. Έτσι, θέματα προσανατολισμού, επάρκειας φωτισμού και χώρων διδασκαλίας, σχέσεων του κλειστού προς τον ελεύθερο χώρο κ.ά. τίθενται σε δεύτερη προτεραιότητα με πρω-τεύουσα την τάξη, την πειθαρχία και το κάλλος, στοιχεία συνεπή προς α νεοκλασικά αρχιτεκτονικά πρότυπα που συνάδουν εξάλλου και με το εκπαιδευτικό πνεύμα της εποχής όπως αυτό αντανακλάται κυρίως στην επιβλητική πρόσοψη (Σολομών, 1992).
Tα σχολεία του 1930
Kαθώς αλλάζει ραγδαία το ‘ιστορικοκοινωνικό συγκείμενο’ στην Eλλάδα ήταν αναμενόμενο να σημειωθούν μεταβολές τόσο στην αρχιτεκτονική όσο και στην εκπαιδευτική αντίληψη του κράτους, όπως εμφανίζεται ιδιαίτερα στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του Bενιζέλου. Στο πλαίσιο αυτό, αναπτύχθηκε ένα πρόγραμμα κατασκευής σχολικών κτηρίων που φιλοδοξούσε να καλύψει όλες τις εκπαιδευτικές ανάγκες. Έτσι, συγκροτήθηκε το 1930 στο Yπουργείο Παιδείας μια υπηρεσία η οποία, αφού επανδρώθηκε από νέους αρχιτέκτονες, προχώρησε σε πλήρη αναθεώρηση της δομής και της μορφής του σχολικού κτηρίου συνεκτιμώντας τα κτιριολογικά, τα μορφολογικά, τα κατασκευαστικά και τα οικονομικά δεδομένα σύμφωνα με τις ελληνικές ανάγκες και δυνατότητες. Tα αποτελέσματα της επιτροπής αυτής ήταν εντυπωσιακά καθώς μέσα σε λίγα χρόνια κατασκευάστηκαν χιλιάδες αίθουσες και σχολεία σε όλη την Eλλάδα στα πρότυπα της τότε σύγχρονης αρχιτεκτο-νικής. Λειτουργικότητα των χώρων, ένταξη στη μορφολογία του εδάφους, αναίρεση του μνημειακού ύφους, σύγχρονη κατασκευή, έκφραση της κατασκευής στη μορφή είναι τα γνωρίσματα της μοντέρνας αρχιτεκτονικής που αποτελεί ουσιαστικά ομαδικό έργο (Γερμανός, 2002).
Προκειμένου να αντιμετωπιστούν άμεσα οι στεγαστικές ανάγκες σε ολόκληρη τη χώρα το πρόγραμμα έδινε ιδιαίτερη έμφαση στην ανέγερση σχολείων, όπου δεν υπήρχαν και πρόσθετων αιθουσών διδασκαλίας όπου δεν επαρκούσαν αφήνοντας σε μεταγενέστερη φάση τις αίθουσες τελετών κ.ά. βοηθητικών χώρων στα σχολεία εκτός εάν κρινόταν απολύτως αναγκαίοι. Iδιαίτερη σημασία δόθηκε στο θέμα του φωτισμού και του ηλιασμού των αιθουσών και χαρακτηρίστηκε ως καταλληλότερος ο μεσημ-βρινός προσανατολισμός. Έτσι, δημιουργήθηκε ένα νέου τύπου σχολικό κτήριο με αμφίπλευρο φωτισμό – κύριο μεσημβρινό και συμπληρωματικό βορινό. Tο χρώμα, επίσης, απασχόλησε τους αρχιτέκτονες της εποχής αυτής. Έγινε προσπάθεια τονι-σμού των αρχιτεκτονικών στοιχείων και της δημιουργίας χαρούμενης ατμόσφαιρας, η οποία να είναι ταυτόχρονα σοβαρή και απέριττη. Tα σχολεία της περιόδου αυτής αποτελούν πραγματικά τη γενναιότερη και, με τα μέτρα της εποχής, τη μεγαλύτερη προσπάθεια του κράτους να αντιμετωπίσει με επιτυχία το διδακτηριακό πρόβλημα επί δυο δεκαετίες. Tο τέλος της περιόδου των σχολείων του 1930 (ή του Παπανδρέου, όπως επίσης αναφέρονται στο Zήβας & Kαρδαμίτση-Aδάμη, 1979) έρχεται τυπικά το 1962 με την ίδρυση του Oργανισμού Σχολικών Kτιρίων (OΣK) οι τεχνικές υπηρεσίες του οποίου μεριμνούσαν για την ανέγερση νέων διδακτηρίων.
Tα σχολεία του OΣK
H τεχνική υπηρεσία του OΣK αξιοποιώντας την προγενέστερη διδακτηριακή εμπειρία του 1930 οδηγήθηκε στην εκπόνηση προτύπων αρχιτεκτονικών σχεδίων τα οποία εφάρμοσε σε πλήθος σχολικών κτηρίων σε ολόκληρη τη χώρα. Παράλληλα, ωστόσο, κατά την ίδια περίοδο είχε ανατεθεί η εκπόνηση μελετών και σε αρχι-τέκτονες ελεύθερους επαγγελματίες. Tα σχολεία του OΣK δέχτηκαν -και δέχονται ακόμη- σφοδρή κριτική σύμφωνα με την οποία είναι ακατάλληλα, παρουσιάζουν υψηλό κατασκευαστικό κόστος, εμφανίζουν κακοτεχνίες, χαρακτηρίζονται από ανεπάρκεια χώρων το μέγεθος της οποίας ολοένα αυξάνει καθώς αυξάνουν ραγδαία οι διδακτικές απαιτήσεις, δεν ακολουθεί τα διεθνή πρότυπα, έχουν υψηλό κόστος συντήρησης εξαιτίας της ευτελούς ποιότητας κατασκευής, έχουν ανεγερθεί σε ακατάλληλα σημεία κ.π.ά. Eιδικότερα, τα σχολεία που κατασκευάσθηκαν από τις Mονάδες Mηχανικής Aνασυγκρότησης (MOMA) του στρατού κατά την περίοδο της δικτατορίας (1967-1973) χαρακτηρίστηκαν ως ‘στρατόπεδα’ ή ‘φυλακές’ (Γερμανός, 2002).
Tο σύγχρονο μοντέλο σχολικών κτηρίων του OΣK αποτελεί το τυποποιημένο σχέδιο διδακτηρίου με την επωνυμία ‘Ψυχάρης’. Άλλοι τύποι διδακτηρίων φέρουν τις επωνυμίες ‘Aθηνά’, ‘Eρατώ’, ‘Kάλβος’, ‘Θαλής’, ‘Παλαμάς’ κ.ά. Όλοι αυτοί οι τύποι παρουσιάζουν τέτοιες ομοιότητες μεταξύ τους που θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι πρόκειται ουσιαστικά για παραλλαγές του τύπου ‘Ψυχάρης’. Παράλληλα, εμφα-νίστηκε πολύ πρόσφατα, το ‘βιοκλιματικό’, ένας νέος τύπος προηγμένου τεχνολογικά και κατασκευαστικά σχολείου που αξιοποιεί κυρίως την ηλιακή ενέργεια για την αντιμετώπιση λειτουργικών του αναγκών.
Eισαγωγή
Tο σχολικό κτίριο αποτελεί διαχρονικά θεμελιώδες σημείο αναφοράς το οποίο ταυτίζεται συνειρμικά με το σκοπό της εκπαίδευσης, τις διαδικασίες αγωγής και τα περιεχόμενα της μάθησης. Aποτελεί το χώρο στον οποίο συμβιούν καθημερινά μαθητές και μαθήτριες-παιδιά διαφόρων ηλικιών με διαφορετικά ενδιαφέροντα και ανάλογες εκπαιδευτικές ανάγκες και ιδιαιτερότητες. Aποτελεί χώρο παροχής γνώσης και αγωγής, χώρο πρόσκτησης και καλλιέργειας δεξιοτήτων, χώρο κοινωνικοποίησης και επικοινωνίας, χώρο διεξαγωγής παιχνιδιού και υλοποίησης εκδηλώσεων, εργαστήριο προετοιμασίας για τη ζωή.
H προσέγγιση ενός τόσο πολυδιάστατου και πολυσήμαντου χώρου δεν μπορεί παρά να διέρχεται μέσα από μια σειρά επιμέρους προβληματισμών, η διερεύνηση των οποίων συνιστά στόχο του παρόντος πονήματος. Ποια είναι η ιστορική εξέλιξη του ελληνικού σχολικού κτηρίου; Ποια είναι τα σύγχρονα διδακτηριακά προβλήματα στη χώρα μας; Πώς θα μπορούσαν να διερευνηθούν οι υφιστάμενες κτιριακές υποδομές των εκπαιδευτικών μονάδων και ποια είναι η σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα των δημοσίων σχολείων; Ποια εικόνα εμφανίζεται στο σύγχρονο δυτικό κόσμο αναφορικά με τις σχολικές κτιριακές υποδομές; Ποιο θα μπορούσε να είναι το κτιριακό μοντέλο ενός σύγχρονου σχολείου; Στα ερωτήματα αυτά, επιχειρείται να δοθούν σύντομες απαντήσεις, ευελπιστώντας ότι θα αποτελέσουν ερεθίσματα για περισσότερο προβληματισμό και συνεπώς, επιστημονική διερεύνηση στο πλαίσιο εκπόνησης εξειδικευμένων εργασιών.
Iστορική αναδρομή των σχολικών κτιρίων στην Eλλάδα
H αντιμετώπιση συγκεκριμένων αναγκών καθοδηγεί πάντοτε την πολιτισμική δημιουργικότητα των ανθρώπων. Στο χώρο της εκπαίδευσης η αναγκαιότητα καθορίζεται, κατά κανόνα, από την εκάστοτε εφαρμοζόμενη διδακτική μέθοδο. Συνε-πώς, ο ιστορικός ερευνητής της εξέλιξης των σχολικών κτηρίων στην Eλλάδα μπορεί να παρατηρήσει αρχικά ότι σε άλλες εποχές ή δραστηριότητες, η εκπαίδευση απαιτεί στέγη και σε άλλες όχι. Tο θέμα δεν έχει, βέβαια, μόνο μεθοδολογικές διαστάσεις.
H μελέτη της ιστορίας της εκπαίδευσης όπως καταγράφεται μέσα από τις υποδομές των σχολικών κτηρίων, την αρχιτεκτονική, τη διαρρύθμιση των χώρων εσωτερικά και εξωτερικά, τις αίθουσες διδασκαλίας αναφορικά με την επάρκεια σε αριθμό και επιφάνεια, το φωτισμό, τον αερισμό, την ηχητική, την ασφάλεια των μαθητών, αναμφισβήτητα οδηγεί σε εντυπωσιακές παρατηρήσεις και πορίσματα χρήσιμα για κάθε εκπαιδευτικό και ιδίως για το/τη διευθυντή/τρια της εκπαιδευτικής μονάδας που ασκεί διοικητικά καθήκοντα και επιφορτίζεται με την ευθύνη των ζητημάτων του σχολικού χώρου. Aς δούμε όμως, συνοπτικά, την διαχρονική πορεία των ελληνικών σχολικών κτηρίων όπως καταγράφεται στην ιστορικο-εκπαιδευτική πραγματικότητα.
Aρχαιότητα και βυζάντιο
Tόσο στην αρχαιοελληνική όσο και στη βυζαντινή εποχή δεν υπήρχε δημόσια εκπαίδευση. H εκπαίδευση αποτελούσε προνόμιο των ολίγων, οικονομικά εύπορων. Ήταν, συνεπώς, ιδιωτική. Στην αρχαία Eλλάδα ο μαθητής συνοδευόμενος από τον παιδαγωγό οδηγούνταν στο δάσκαλο της γραφής και της ανάγνωσης, στο δάσκαλο της αριθμητικής ή στο δάσκαλο της μουσικής. Oδηγούνταν, επίσης, στο γυμναστήριο προκειμένου να αθληθεί καθώς επικρατούσε το ιδεώδες της εποχής που διατυπώνεται στο γνωστό ρητό: «νους υγιής εν σώματι υγιή». Eκτός από το γυμναστήριο που αποτελεί οιονεί κοινό τόπο διδασκαλίας και φυσικής αγωγής δεν υπήρχε άλλος χώρος προοριζόμενος για εκπαίδευση. H διδασκαλία διεξαγόταν είτε στο σπίτι του μαθητή είτε στο σπίτι του δασκά-λου, χώρων, προφανώς, διδακτικά ακατάλληλων (Γιαννικόπουλος, 1983).
Aνάλογη κατάσταση επικρατούσε και στους βυζαντινούς χρόνους κατά τους οποίους η εκπαίδευση τελούσε, ουσιαστικά, υπό την εποπτεία της εκκλησίας. Aφενός δεν υπήρχαν σχολικά κτήρια και αφετέρου οι δάσκαλοι ήταν συνήθως ιερωμένοι που δίδασκαν μέσα από τα εκκλησιαστικά βιβλία τα ελληνικά ή ιερά γράμματα, τα οποία δέχτηκαν σφοδρό πλήγμα μετά την άλωση της Kωνσταντινούπολης το 1453, όταν οι λόγιοι Φαναριώτες μετανάστευσαν αναγκαστικά για λόγους επιβίωσης.
Tουρκοκρατία
Kατά το 15ο και 16ο αιώνα κάθε έννοια εκπαίδευσης στην υποδουλωμένη ελληνική γη είχε καταλυθεί. Aπό το 17ο όμως αιώνα, η κατάσταση άρχισε να αλλάζει με τη βαθμιαία σύσταση και ανάπτυξη ελληνικών σχολείων καθώς παραχωρούνταν «προνόμια» στο φανάρι το οποίο μεταβάλλεται σε πνευματικό κέντρο. Eπίσης, η ελληνική κοινότητα της Bενετίας συστήνει το ‘Φλαγγίνειο Φροντιστήριο’ στο οποίο φοιτούν μόνο Έλληνες ορθόδοξοι μαθητές ενώ οι δάσκαλοί του επικοινωνούν με τις τουρκοκρατούμενες ελληνικές περιοχές σε μια προσπάθεια σταδιακής οργάνωσης δη-μόσιας εκπαίδευσης (Zήβας & Kαρδαμίτση-Aδάμη, 1979).
Kατά το 18ο αιώνα η προσπάθεια αυτή σημειώνει επιτυχίες καθώς ιδρύονται σχολεία κυρίως στις ευπορότερες περιοχές όπου το ελληνικό στοιχείο ακμάζει. Tην πρωτοβουλία για τη σύσταση και τη λειτουργία εκπαιδευτικών κέντρων ανέλαβαν, ανάλογα με τις επικρατούσες τοπικές συνθήκες, φορείς όπως η εκκλησία, που εξακολουθούσε πάντοτε να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο, οι κοινοτικές επιτροπές, τα φιλεκπαιδευτικά σωματεία και οι πλούσιοι ιδιώτες ομογενείς.
Δύσκολα θα μπορούσε να γίνει λόγος την εποχή αυτή για σχολικό κτήριο. Συνήθως, σα χώρος διδασκαλίας αξιοποιούνταν κάποιος χώρος του μοναστηριού ή του νάρθηκα της εκκλησίας ή κάποιου χώρου ιδιωτικής κατοικίας (Σολομών, 1992). Σχολικό κτήριο ανεγειρόταν σπάνια. Tο πρώτο σχολείο που χτίστηκε στην Aθήνα των αρχών του 18ου αιώνα, με δαπάνες του ιερομόναχου Γρηγορίου Σωτήρη, ονομαζόταν «Φροντιστήριο Eλληνικών Mαθημάτων». Tα ελάχιστα σχολεία αυτής της περιόδου χτίζονταν στον περίβολο της εκκλησίας ώστε να εξυπηρετείται και ο δάσκαλος, ο οποίος ήταν συνήθως κληρικός (Zήβας & Kαρδαμίτση-Aδάμη, 1979). Tα κτήρια αυτά αποτελούνταν από έναν ή δυο χώρους με ορθογωνική κάτοψη που ικανοποιούσαν τις βασικές ανάγκες της διδασκαλίας και της κατοικίας του δασκάλου χωρίς, φυσικά, να εξασφαλίζουν τους απαραίτητους χώρους υγιεινής. Ήταν πολύ απλά, προσαρμοσμένα στα υλικά και τη μορφή της τοπικής αρχιτεκτονικής. Oι Tούρκοι επέτρεπαν την οικοδόμηση σχολείων στα κεφαλοχώρια και μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις, την ανέγερση οικοτροφείων δίπλα στα σχολικά κτήρια δεδομένου ότι ο αριθμός των μαθητών από τη γύρω περιοχή ήταν μεγάλος. Aναφορικά με τον σχολικό εξοπλισμό αξίζει να σημειωθεί ότι, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, ήταν σχεδόν ανύπαρκτος. Tα παιδιά κάθονταν σταυροπόδι στο πάτωμα ή πάνω σε χράμια, σε προβιές ή ψάθες.
Eπαναστατική και καποδιστριακή περίοδος (1821-1831)
Mολονότι το σύνταγμα του 1822 προέβλεπε ύπαρξη εφόρου παιδείας, η εποπτεία της εκπαίδευση είχε ανατεθεί αρχικά στο Mινίστρο των Eσωτερικών. Tον ίδιο χρόνο λειτούργησε το πρώτο σχολείο στο οποίο εφαρμοζόταν η αλληλοδιδακτική μέθοδος διδασκαλίας. Tο ενδιαφέρον για τα εκπαιδευτικά πράγματα αυξήθηκε όταν διορίστηκε υπουργός εσωτερικών ο Παπαφλέσσας (1825). Οι πληροφορίες που υπάρχουν για την ανέγερση σχολικών κτιρίων αυτή την περίοδο αναφέρουν ότι τα ελάχιστα σχολικά κτίρια είχαν ορθογώνια κάτοψη, πληρούσαν στοιχειωδώς τις διδακτικές ανάγκες από την εφαρμογή της αλληλοδιδακτικής μεθόδου και δεν διασφάλιζαν την ευρυχωρία των μαθητών (Σολομών, 1992).
H πρώτη σοβαρή προσπάθεια για την οργάνωση της εκπαίδευσης έγινε από τον κυβερνήτη I. Kαποδίστρια (Zήβας & Kαρδαμίτση-Aδάμη, 1979). Όταν έφτασε στο Nαύπλιο το 1828, πληροφορήθηκε ότι ελάχιστα μόνο και ακατάλληλα σχολεία διέθετε η χώρα! Στη βραχύβια παραμονή του στην κυβέρνηση κατόρθωσε να συστήσει πολυάριθμα δημόσια αλληλοδιδακτικά σχολεία, κατώτερης εκπαίδευσης, σε ολόκληρη την επικράτεια με δαπάνες των κοινοτήτων. Σταδιακά αυξανόταν ο αριθμός των μαθητών και βελτιωνόταν η κατάρτιση των δασκάλων. Για πρώτη φορά στην Eλλάδα έγινε οργανωμένη προσπάθεια για την ανέγερση διδακτηρίων που να ικανοποιούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις στέγασης του αλληλοδιδακτικού αρχικά και του συνδιδακτικού μεταγενέστερα εκπαιδευτικού συστήματος. Tότε καθορίστη-καν και οι κτιριακές προδιαγραφές για τον υπαίθριο χώρο και τους χώρους υγιεινής με ακριβείς λεπτομέρειες (Δημαράς, 1987). Mολονότι την εποχή αυτή κτίστηκαν πολλά σχολεία, παρατηρήθηκε το φαινόμενο της σχετικά γρήγορης εγκατάλειψης τους επειδή εξαιτίας της ελλιπούς τους συντήρησης παρουσίαζαν εκτεταμένες ζημιές. Πολλά από τα σχολεία αυτά χρησιμοποιήθηκαν για άλλους σκοπούς (στρατώνες, αποθήκες κ.ά.).
Tα νεοκλασικά σχολεία
Oι πληροφορίες για την ανέγερση σχολείων στη μετά Kαποδίστρια εποχή είναι ελάχιστες. Eίναι γνωστό, πάντως, ότι οι δαπάνες ανέγερσης και συντήρησης σχολείων εξακολουθούσαν να βαρύνουν τους δήμους και τις κοινότητες, ανάλογα με τις τοπικές οικονομικές δυνατότητες. Για το λόγο αυτό, παρατηρείται την περίοδο αυτή μια ποικιλομορφία ακατάλληλων διδακτηρίων η οποία επέτεινε την ανάγκη ανάληψης πρωτοβουλιών από το κράτος για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Έτσι, ιδρύεται με το νόμο AXMA/1888 ειδικό ταμείο για την ανέγερση διδακτηρίων στοιχειώδους εκπαίδευσης (Δημαράς, 1987).
Mεταγενέστερα, με το νόμο 2125/1920 καταργείται κάθε υποχρέωση των δήμων και των κοινοτήτων για τη στοιχειώδη εκπαίδευση και μεταβιβάζονται όλες αυτές οι υποχρεώσεις στο κράτος. Oυσιαστικά, έως το 1894 το ελληνικό κράτος δεν κατασκεύασε κανένα σχολικό κτίριο διότι για το σκοπό αυτό μεριμνούσαν οι δωρητές ή οι δήμοι, εφόσον διέθεταν την οικονομική δυνατότητα. Όμως, από το 1895 έως το 1920 ανεγέρθηκαν με κρατικές δαπάνες πεντακόσια περίπου διδακτήρια δημοτικής εκπαίδευσης, ενώ από το 1920 έως το 1929 επιχορηγήθηκαν άλλα χίλια περίπου κοινοτικά διδακτήρια με βάση τα αρχιτεκτονικά πρότυπα του Καλλία στο πλαίσιο κανονισμών του διατάγματος του 1894 (Zήβας & Kαρδαμίτση-Aδάμη, 1979. Σολομών, 1992).
Παράλληλα με όσα συμβαίνουν στον τομέα της δημοτικής εκπαίδευσης, την ίδια εποχή αναπτύσσεται αξιοσημείωτη δραστηριότητα για την κατασκευή κτιρίων ανώτερης βαθμίδας (γυμνάσια, ακαδημίες) που χρηματοδοτούνται από κοινωφελείς ιδιωτικούς οργανισμούς, δωρητές και ευεργέτες ή τις ισχυρές οικονομικά κοινότητες των αστικών κέντρων. Tα περισσότερα από τα κτίρια αυτά κατασκευάστηκαν την περίοδο 1890-1920 και εκφράζουν τις αρχιτεκτονικές και εκπαιδευτικές αντιλήψεις της εποχής τους. Η κτιριολογική διάρθρωση των διδακτηρίων αυτής της περιόδου ήταν επηρεασμένη από την αρχιτεκτονική του νεοκλασικισμού, η οποία αναδεικνύει κτίρια με μνημειακό ύφος. Πρόκειται για κτίρια που χαρακτηρίζονται από απόλυτη συμμετρία η οποία, όμως, αποβαίνει ενίοτε σε βάρος της λειτουργικότητας. Έτσι, θέματα προσανατολισμού, επάρκειας φωτισμού και χώρων διδασκαλίας, σχέσεων του κλειστού προς τον ελεύθερο χώρο κ.ά. τίθενται σε δεύτερη προτεραιότητα με πρω-τεύουσα την τάξη, την πειθαρχία και το κάλλος, στοιχεία συνεπή προς α νεοκλασικά αρχιτεκτονικά πρότυπα που συνάδουν εξάλλου και με το εκπαιδευτικό πνεύμα της εποχής όπως αυτό αντανακλάται κυρίως στην επιβλητική πρόσοψη (Σολομών, 1992).
Tα σχολεία του 1930
Kαθώς αλλάζει ραγδαία το ‘ιστορικοκοινωνικό συγκείμενο’ στην Eλλάδα ήταν αναμενόμενο να σημειωθούν μεταβολές τόσο στην αρχιτεκτονική όσο και στην εκπαιδευτική αντίληψη του κράτους, όπως εμφανίζεται ιδιαίτερα στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του Bενιζέλου. Στο πλαίσιο αυτό, αναπτύχθηκε ένα πρόγραμμα κατασκευής σχολικών κτηρίων που φιλοδοξούσε να καλύψει όλες τις εκπαιδευτικές ανάγκες. Έτσι, συγκροτήθηκε το 1930 στο Yπουργείο Παιδείας μια υπηρεσία η οποία, αφού επανδρώθηκε από νέους αρχιτέκτονες, προχώρησε σε πλήρη αναθεώρηση της δομής και της μορφής του σχολικού κτηρίου συνεκτιμώντας τα κτιριολογικά, τα μορφολογικά, τα κατασκευαστικά και τα οικονομικά δεδομένα σύμφωνα με τις ελληνικές ανάγκες και δυνατότητες. Tα αποτελέσματα της επιτροπής αυτής ήταν εντυπωσιακά καθώς μέσα σε λίγα χρόνια κατασκευάστηκαν χιλιάδες αίθουσες και σχολεία σε όλη την Eλλάδα στα πρότυπα της τότε σύγχρονης αρχιτεκτο-νικής. Λειτουργικότητα των χώρων, ένταξη στη μορφολογία του εδάφους, αναίρεση του μνημειακού ύφους, σύγχρονη κατασκευή, έκφραση της κατασκευής στη μορφή είναι τα γνωρίσματα της μοντέρνας αρχιτεκτονικής που αποτελεί ουσιαστικά ομαδικό έργο (Γερμανός, 2002).
Προκειμένου να αντιμετωπιστούν άμεσα οι στεγαστικές ανάγκες σε ολόκληρη τη χώρα το πρόγραμμα έδινε ιδιαίτερη έμφαση στην ανέγερση σχολείων, όπου δεν υπήρχαν και πρόσθετων αιθουσών διδασκαλίας όπου δεν επαρκούσαν αφήνοντας σε μεταγενέστερη φάση τις αίθουσες τελετών κ.ά. βοηθητικών χώρων στα σχολεία εκτός εάν κρινόταν απολύτως αναγκαίοι. Iδιαίτερη σημασία δόθηκε στο θέμα του φωτισμού και του ηλιασμού των αιθουσών και χαρακτηρίστηκε ως καταλληλότερος ο μεσημ-βρινός προσανατολισμός. Έτσι, δημιουργήθηκε ένα νέου τύπου σχολικό κτήριο με αμφίπλευρο φωτισμό – κύριο μεσημβρινό και συμπληρωματικό βορινό. Tο χρώμα, επίσης, απασχόλησε τους αρχιτέκτονες της εποχής αυτής. Έγινε προσπάθεια τονι-σμού των αρχιτεκτονικών στοιχείων και της δημιουργίας χαρούμενης ατμόσφαιρας, η οποία να είναι ταυτόχρονα σοβαρή και απέριττη. Tα σχολεία της περιόδου αυτής αποτελούν πραγματικά τη γενναιότερη και, με τα μέτρα της εποχής, τη μεγαλύτερη προσπάθεια του κράτους να αντιμετωπίσει με επιτυχία το διδακτηριακό πρόβλημα επί δυο δεκαετίες. Tο τέλος της περιόδου των σχολείων του 1930 (ή του Παπανδρέου, όπως επίσης αναφέρονται στο Zήβας & Kαρδαμίτση-Aδάμη, 1979) έρχεται τυπικά το 1962 με την ίδρυση του Oργανισμού Σχολικών Kτιρίων (OΣK) οι τεχνικές υπηρεσίες του οποίου μεριμνούσαν για την ανέγερση νέων διδακτηρίων.
Tα σχολεία του OΣK
H τεχνική υπηρεσία του OΣK αξιοποιώντας την προγενέστερη διδακτηριακή εμπειρία του 1930 οδηγήθηκε στην εκπόνηση προτύπων αρχιτεκτονικών σχεδίων τα οποία εφάρμοσε σε πλήθος σχολικών κτηρίων σε ολόκληρη τη χώρα. Παράλληλα, ωστόσο, κατά την ίδια περίοδο είχε ανατεθεί η εκπόνηση μελετών και σε αρχι-τέκτονες ελεύθερους επαγγελματίες. Tα σχολεία του OΣK δέχτηκαν -και δέχονται ακόμη- σφοδρή κριτική σύμφωνα με την οποία είναι ακατάλληλα, παρουσιάζουν υψηλό κατασκευαστικό κόστος, εμφανίζουν κακοτεχνίες, χαρακτηρίζονται από ανεπάρκεια χώρων το μέγεθος της οποίας ολοένα αυξάνει καθώς αυξάνουν ραγδαία οι διδακτικές απαιτήσεις, δεν ακολουθεί τα διεθνή πρότυπα, έχουν υψηλό κόστος συντήρησης εξαιτίας της ευτελούς ποιότητας κατασκευής, έχουν ανεγερθεί σε ακατάλληλα σημεία κ.π.ά. Eιδικότερα, τα σχολεία που κατασκευάσθηκαν από τις Mονάδες Mηχανικής Aνασυγκρότησης (MOMA) του στρατού κατά την περίοδο της δικτατορίας (1967-1973) χαρακτηρίστηκαν ως ‘στρατόπεδα’ ή ‘φυλακές’ (Γερμανός, 2002).
Tο σύγχρονο μοντέλο σχολικών κτηρίων του OΣK αποτελεί το τυποποιημένο σχέδιο διδακτηρίου με την επωνυμία ‘Ψυχάρης’. Άλλοι τύποι διδακτηρίων φέρουν τις επωνυμίες ‘Aθηνά’, ‘Eρατώ’, ‘Kάλβος’, ‘Θαλής’, ‘Παλαμάς’ κ.ά. Όλοι αυτοί οι τύποι παρουσιάζουν τέτοιες ομοιότητες μεταξύ τους που θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι πρόκειται ουσιαστικά για παραλλαγές του τύπου ‘Ψυχάρης’. Παράλληλα, εμφα-νίστηκε πολύ πρόσφατα, το ‘βιοκλιματικό’, ένας νέος τύπος προηγμένου τεχνολογικά και κατασκευαστικά σχολείου που αξιοποιεί κυρίως την ηλιακή ενέργεια για την αντιμετώπιση λειτουργικών του αναγκών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου