Ο αθλητισμός ενώνει
Στη μεραρχία του Έβρου υπήρχε υπεύθυνος αξιωματικός αθλητικών εκδηλώσεων. Αυτός οργάνωνε εσωτερικά πρωταθλήματα στις διάφορες μονάδες κι άλλες αθλητικές εκδηλώσεις. Θα σας αφηγηθώ δυο σχετικά περιστατικά.
Ήμουν βασικό μέλος της ποδοσφαιρικής ομάδας στη μονάδα μου. Εκλέκτορας και αρχηγός ήταν ο αδερφός ενός γνωστού παίκτη του Εθνικού Πειραιώς. Καλός μπαλαδόρος αυτός, είχε την άποψη ότι είμαι χρήσιμος στην ομάδα.
Σ’ έναν αγώνα με την μονάδα του ΣΕΜ (εφοδιασμός και μεταφορές) στο στρατόπεδο του Μ. Αλεξάνδρου, τα πράγματα δυσκόλεψαν για μας. Ενώ ήταν ολιγάριθμη μονάδα είχε καλή ομάδα κι ο αγώνας προμηνυόταν ντέρμπι.
Παρά τις εκατέρωθεν προσπάθειες στο πρώτο ημίχρονο τα δίχτυα παρέμειναν ανέπαφα. Στην εξέδρα κυριαρχούσαμε γιατί η δύναμή μας σε άντρες ήταν υπερδιπλάσια των Σ.Ε.Μ. Φίλαθλος φανατικός και προφανώς υποστηρικτής μας ήταν ο λοχαγός του Α2 με τον οποίο είχα μέχρι τώρα πολλά ντράβαλα. Στο ημίχρονο εμψύχωνε τους παίκτες.
- Πάνω τους παιδιά! Να τους τσακίσουμε!!
Άρχισε το δεύτερο ημίχρονο και σε μια στιγμή αδράνειας μας κόλλησαν το γκολάκι. Παγωμάρα στους οπαδούς μας.
Γκολ αυτοί; Σέντρα εμείς!
Ο αρχηγός στο επόμενο δίλεπτο, μετά από τρίπλες και κολπάκια, μπήκε με την μπάλα στα δίχτυα. Ανακούφιση!
Διαιτητής ήταν ένας έφεδρος από τα διπλανά τεθωρακισμένα, που ήταν παρατηρητικός κι ακριβοδίκαιος. Ο αγώνας συνεχίστηκε αμφίρροπος και πήγαινε για ισοπαλία. Όμως λίγο πριν το τελικό σφύριγμα, το φάρδος μου; ο καλός Θεούλης; δεν ξέρω! Με ένα αριστερό σουτάκι έστειλα τη μπάλα στο Γάμα!
Το τι έγινε δεν περιγράφεται. Οι δικοί μας μπήκαν στον αγωνιστικό χώρο και με σήκωσαν στα χέρια. Ένας από αυτούς ήταν κι ο λοχαγός. Κάποια στιγμή συναντήθηκαν τα βλέμματά μας. Τότε συνειδητοποίησε την κατάσταση. Γύρισε σαν αστραπή το κεφάλι αριστερά-δεξιά κι αμέσως απομακρύνθηκε ψιθυρίζοντας:
- Τι κάνω ο μαλάκας;
Εγώ όμως ήμουν ευτυχισμένος γιατί είδα να επαληθεύεται η ρήση ότι «ο αθλητισμός ενώνει τους ανθρώπους». Οι προκαταλήψεις, δυστυχώς, τους χωρίζουν.
Μια άλλη φορά στην πρωινή αναφορά μάς ενημερώνουν ότι την άλλη Δευτέρα θα γίνει ανώμαλος δρόμος Μάκρη-Στρατόπεδο, περίπου δέκα χιλιόμετρα, με πλήρη εξάρτυση. Το σακίδιο, τα άρβυλα και το τουφέκι Μ1. Όσοι ενδιαφέρονται να το δηλώσουν στον επιλοχία.
Ήμουν από τους πρώτους. Με κοίταξε καλά-καλά.
- Θ’ αντέξεις, γέρο;
Με τα κριτήρια του στρατού και της εποχής ήμουν μεγάλος, αφού είχα πάρει αναβολή λόγω σπουδών.
- Μη σε νοιάζει
Πράγματι, τη Δευτέρα το πρωί, ένα δικό μας Ντόϊτς, μας πήγε στη Μάκρη. Ήμασταν καμιά δεκαριά. Εκεί ήταν κι άλλοι από άλλες μονάδες. Ίσως πάνω από εκατό.
Ο επικεφαλής αξιωματικός μάς εξήγησε. Αυτός θα πηγαίνει μπροστά με το τζιπ και πίσω μας θα υπάρχει ένα μεγάλο ΡΕΟ να μαζεύει τραυματίες ή αυτούς που θα εγκαταλείπουν την προσπάθεια.
Δόθηκε η εκκίνηση. Ξεκινήσαμε. Οι περισσότεροι φουριόζοι έφυγαν με φόρα και πέρασαν μπροστά. Εγώ ακολούθησα συντηρητική τακτική. Σιγά-σιγά με σταθερό ρυθμό.
Σε λίγο άρχισαν οι αποχωρήσεις. Το τζιπ και οι προπορευόμενοι χάθηκαν από τα μάτια μου, αλλά εμένα με γέμιζε το ολυμπιακό ιδεώδες του Κουμπερτέν:
Σημασία δεν έχει η νίκη! Σημασία έχει η συμμετοχή!
Κάπου μετά τη μέση άκουσα πίσω μου φωνές. Με πλησίαζε το ΡΕΟ με αρκετούς φαντάρους στην καρότσα. Ένας δικός μας φώναξε:
- Παράτα τα, ρε Λευτέρη. Να πάμε για φαγητό!
Εγώ όμως πεισμωμένο μουλάρι! Τ’ άρβυλά μου ήταν παλαιά και χιλιομεταχειρισμένα. Ένιωθα τα καρφιά να με πληγώνουν. Όμως τίποτα. Ακολουθούσα το σταθερό ρυθμό της χελώνας μόνο, που οι λαγοί, φαντάζομαι εδώ, θα είχαν πια φτάσει στο τέρμα!
Ο ανθυπολοχαγός, που καθόταν δίπλα στον οδηγό του ΡΕΟ κάποια στιγμή δεν άντεξε:
- Άντε φαντάρε, αρκετά. Παράτα τα πια!
Εγώ έκανα τον κουφό! Κάποτε έφτασα στη στροφή για να μπω στο στρατόπεδο. Εκεί ήταν σταματημένο το τζιπ με τον οδηγό και τον υπεύθυνο αξιωματικό ξεκούμπωτο με το πηλήκιο στο χέρι. Όταν έφτασα κοντά του, με απηυδισμένο ύφος μου είπε εκείνο το υπέροχο, που όποτε το θυμάμαι γεμίζει η καρδούλα μου από ευχαρίστηση:
- Άντε, ρε Ζάτοπεκ! Μας έσκασες!
Έφτασα στον τερματισμό κι έκοψα τελευταίος και καταϊδρωμένος το νοητό νήμα!
Περίμενα να με κατσαδιάσουν! Αλλά δεν έγινε τίποτε. Οι φαντάροι σεβάστηκαν τα «γηρατειά» μου. Οι αξιωματικοί κουβέντα. Ήμουν άλλωστε ο μόνος φαντάρος της δικής μας μονάδας που τερμάτισε.
Όταν έβγαλα τις αρβύλες κατάλαβα γιατί πονούσα. Οι μάλλινες και τρυπημένες κάλτσες ήταν καταματωμένες, οι πατούσες και κυρίως οι φτέρνες ήταν κόσκινο. Όμως, μπρος τα κάλλη τι είναι ο πόνος; Ένιωθα γεμάτος και δικαιωμένος. Άσε που ο γιατρός της μονάδας μ’ έβγαλε τρεις μέρες ελεύθερο υπηρεσίας. Λίγο ήταν αυτό;
Γλίτωσα τρία γερμανικά νούμερα σκοπιά και τρεις εθνικές ηθικές διαπαιδαγωγήσεις.
Βραβείο όμως για τον τελευταίο δεν προβλέπανε οι κανονισμοί!
Στη μεραρχία του Έβρου υπήρχε υπεύθυνος αξιωματικός αθλητικών εκδηλώσεων. Αυτός οργάνωνε εσωτερικά πρωταθλήματα στις διάφορες μονάδες κι άλλες αθλητικές εκδηλώσεις. Θα σας αφηγηθώ δυο σχετικά περιστατικά.
Ήμουν βασικό μέλος της ποδοσφαιρικής ομάδας στη μονάδα μου. Εκλέκτορας και αρχηγός ήταν ο αδερφός ενός γνωστού παίκτη του Εθνικού Πειραιώς. Καλός μπαλαδόρος αυτός, είχε την άποψη ότι είμαι χρήσιμος στην ομάδα.
Σ’ έναν αγώνα με την μονάδα του ΣΕΜ (εφοδιασμός και μεταφορές) στο στρατόπεδο του Μ. Αλεξάνδρου, τα πράγματα δυσκόλεψαν για μας. Ενώ ήταν ολιγάριθμη μονάδα είχε καλή ομάδα κι ο αγώνας προμηνυόταν ντέρμπι.
Παρά τις εκατέρωθεν προσπάθειες στο πρώτο ημίχρονο τα δίχτυα παρέμειναν ανέπαφα. Στην εξέδρα κυριαρχούσαμε γιατί η δύναμή μας σε άντρες ήταν υπερδιπλάσια των Σ.Ε.Μ. Φίλαθλος φανατικός και προφανώς υποστηρικτής μας ήταν ο λοχαγός του Α2 με τον οποίο είχα μέχρι τώρα πολλά ντράβαλα. Στο ημίχρονο εμψύχωνε τους παίκτες.
- Πάνω τους παιδιά! Να τους τσακίσουμε!!
Άρχισε το δεύτερο ημίχρονο και σε μια στιγμή αδράνειας μας κόλλησαν το γκολάκι. Παγωμάρα στους οπαδούς μας.
Γκολ αυτοί; Σέντρα εμείς!
Ο αρχηγός στο επόμενο δίλεπτο, μετά από τρίπλες και κολπάκια, μπήκε με την μπάλα στα δίχτυα. Ανακούφιση!
Διαιτητής ήταν ένας έφεδρος από τα διπλανά τεθωρακισμένα, που ήταν παρατηρητικός κι ακριβοδίκαιος. Ο αγώνας συνεχίστηκε αμφίρροπος και πήγαινε για ισοπαλία. Όμως λίγο πριν το τελικό σφύριγμα, το φάρδος μου; ο καλός Θεούλης; δεν ξέρω! Με ένα αριστερό σουτάκι έστειλα τη μπάλα στο Γάμα!
Το τι έγινε δεν περιγράφεται. Οι δικοί μας μπήκαν στον αγωνιστικό χώρο και με σήκωσαν στα χέρια. Ένας από αυτούς ήταν κι ο λοχαγός. Κάποια στιγμή συναντήθηκαν τα βλέμματά μας. Τότε συνειδητοποίησε την κατάσταση. Γύρισε σαν αστραπή το κεφάλι αριστερά-δεξιά κι αμέσως απομακρύνθηκε ψιθυρίζοντας:
- Τι κάνω ο μαλάκας;
Εγώ όμως ήμουν ευτυχισμένος γιατί είδα να επαληθεύεται η ρήση ότι «ο αθλητισμός ενώνει τους ανθρώπους». Οι προκαταλήψεις, δυστυχώς, τους χωρίζουν.
Μια άλλη φορά στην πρωινή αναφορά μάς ενημερώνουν ότι την άλλη Δευτέρα θα γίνει ανώμαλος δρόμος Μάκρη-Στρατόπεδο, περίπου δέκα χιλιόμετρα, με πλήρη εξάρτυση. Το σακίδιο, τα άρβυλα και το τουφέκι Μ1. Όσοι ενδιαφέρονται να το δηλώσουν στον επιλοχία.
Ήμουν από τους πρώτους. Με κοίταξε καλά-καλά.
- Θ’ αντέξεις, γέρο;
Με τα κριτήρια του στρατού και της εποχής ήμουν μεγάλος, αφού είχα πάρει αναβολή λόγω σπουδών.
- Μη σε νοιάζει
Πράγματι, τη Δευτέρα το πρωί, ένα δικό μας Ντόϊτς, μας πήγε στη Μάκρη. Ήμασταν καμιά δεκαριά. Εκεί ήταν κι άλλοι από άλλες μονάδες. Ίσως πάνω από εκατό.
Ο επικεφαλής αξιωματικός μάς εξήγησε. Αυτός θα πηγαίνει μπροστά με το τζιπ και πίσω μας θα υπάρχει ένα μεγάλο ΡΕΟ να μαζεύει τραυματίες ή αυτούς που θα εγκαταλείπουν την προσπάθεια.
Δόθηκε η εκκίνηση. Ξεκινήσαμε. Οι περισσότεροι φουριόζοι έφυγαν με φόρα και πέρασαν μπροστά. Εγώ ακολούθησα συντηρητική τακτική. Σιγά-σιγά με σταθερό ρυθμό.
Σε λίγο άρχισαν οι αποχωρήσεις. Το τζιπ και οι προπορευόμενοι χάθηκαν από τα μάτια μου, αλλά εμένα με γέμιζε το ολυμπιακό ιδεώδες του Κουμπερτέν:
Σημασία δεν έχει η νίκη! Σημασία έχει η συμμετοχή!
Κάπου μετά τη μέση άκουσα πίσω μου φωνές. Με πλησίαζε το ΡΕΟ με αρκετούς φαντάρους στην καρότσα. Ένας δικός μας φώναξε:
- Παράτα τα, ρε Λευτέρη. Να πάμε για φαγητό!
Εγώ όμως πεισμωμένο μουλάρι! Τ’ άρβυλά μου ήταν παλαιά και χιλιομεταχειρισμένα. Ένιωθα τα καρφιά να με πληγώνουν. Όμως τίποτα. Ακολουθούσα το σταθερό ρυθμό της χελώνας μόνο, που οι λαγοί, φαντάζομαι εδώ, θα είχαν πια φτάσει στο τέρμα!
Ο ανθυπολοχαγός, που καθόταν δίπλα στον οδηγό του ΡΕΟ κάποια στιγμή δεν άντεξε:
- Άντε φαντάρε, αρκετά. Παράτα τα πια!
Εγώ έκανα τον κουφό! Κάποτε έφτασα στη στροφή για να μπω στο στρατόπεδο. Εκεί ήταν σταματημένο το τζιπ με τον οδηγό και τον υπεύθυνο αξιωματικό ξεκούμπωτο με το πηλήκιο στο χέρι. Όταν έφτασα κοντά του, με απηυδισμένο ύφος μου είπε εκείνο το υπέροχο, που όποτε το θυμάμαι γεμίζει η καρδούλα μου από ευχαρίστηση:
- Άντε, ρε Ζάτοπεκ! Μας έσκασες!
Έφτασα στον τερματισμό κι έκοψα τελευταίος και καταϊδρωμένος το νοητό νήμα!
Περίμενα να με κατσαδιάσουν! Αλλά δεν έγινε τίποτε. Οι φαντάροι σεβάστηκαν τα «γηρατειά» μου. Οι αξιωματικοί κουβέντα. Ήμουν άλλωστε ο μόνος φαντάρος της δικής μας μονάδας που τερμάτισε.
Όταν έβγαλα τις αρβύλες κατάλαβα γιατί πονούσα. Οι μάλλινες και τρυπημένες κάλτσες ήταν καταματωμένες, οι πατούσες και κυρίως οι φτέρνες ήταν κόσκινο. Όμως, μπρος τα κάλλη τι είναι ο πόνος; Ένιωθα γεμάτος και δικαιωμένος. Άσε που ο γιατρός της μονάδας μ’ έβγαλε τρεις μέρες ελεύθερο υπηρεσίας. Λίγο ήταν αυτό;
Γλίτωσα τρία γερμανικά νούμερα σκοπιά και τρεις εθνικές ηθικές διαπαιδαγωγήσεις.
Βραβείο όμως για τον τελευταίο δεν προβλέπανε οι κανονισμοί!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου