Η απορία
Στο σπίτι, με εξαίρεση τη γιαγιά, που τηρούσε με ευλάβεια όλο το τυπικό του θρησκευόμενου ανθρώπου, όλοι οι άλλοι δεν είχαν ιδιαίτερη ενασχόληση με το θέμα. Η μεγαλύτερη καθημερινή έγνοια ήταν το μεροκάματο και η εξασφάλιση του φαγητού. Οι διασκεδάσεις και οι έξοδοι με τη σημερινή έννοια των όρων ήταν σπάνιες ή ανύπαρκτες. Ποιο συχνό ήταν να μαζεύονται οι γυναίκες σε μια αυλή, ή ακόμα και στο δρόμο. Το πέρασμα αυτοκινήτου από το στενό μας ήταν σπάνιο γεγονός. Να φέρνει η καθεμιά το κατιτίς, να πιούνε τους τούρκικους καφέδες, να κατακάτσει ο ντελβές, να αναποδογυρίσουν τα φλιτζάνια και μέχρι να «στεγνώσουν» καλά, να κάνουνε λίγο «κουσέλι» δηλαδή να ανταλλάξουν τα μικροσυμβάντα της γειτονιάς, να κουτσομπολέψουν κάποιους και να συζητήσουν για ό,τι έκτακτο περιστατικό μάθαιναν.
Μετά να αρχίσει το «διάβασμα» στο φλιτζάνι.
Όλα καλά, όλα αισιόδοξα:
-Μεγάλη πόρτα θα διαβείς…, γράμμα από μακριά θα πάρεις…, όμορφο παλικάρι θα συναντήσεις…γάμο θα έχετε… και όλα τα σχετικά και παρόμοια.
Οι άντρες στα κοντινά τσιπουράδικα, να μιλάνε για τους δικούς τους καημούς.
Οι δικοί μου δεν πήγαιναν τακτικά στην εκκλησία, όμως ο φόβος του Θεού, ο σεβασμός στα εικονίσματα, που ήταν κρεμασμένα σε μια γωνιά, το αναμμένο πάντοτε καντήλι, ο κίνδυνος του σατανά, ο παράδεισος και η κόλαση, ήταν ζωντανά μέσα μας. Κοινός τόπος στην κοινωνία που ζούσαμε.
Εμένα όμως, μου άρεσε να πηγαίνω στην εκκλησία, να ζω την ατμόσφαιρα της λειτουργίας, να ακούω τους γλυκούς ύμνους και ψαλμούς. Πολλές φορές άλλωστε πηγαίναμε υποχρεωτικά και συντεταγμένοι με το σχολείο.
Για ένα φεγγάρι έκανα και μικροβοηθός στον αριστερό ψάλτη της Βαγγελίστρας. Μια φορά μ’ έβαλε να πω μόνος μου το:
«Εις Άγιος, Εις Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός Αμήν»
Μια σειρά πράμα. Βέβαια, είναι αργό και μακρόσυρτο, αλλά στο ένα λεφτό που κράτησε και σ’ ολόκληρη την εκκλησία ακουγόταν μόνο η παιδική μου φωνή, πρόφτασα να γίνω μούσκεμα από την αγωνία. Δεν έλαχε όμως να σταδιοδρομήσω σ’ αυτό το πόστο.
Ακολουθούσα κάπως τις νηστείες με παρεκτροπές σε έκτακτες περιπτώσεις, αλλά με διευκόλυνε το γεγονός ότι στο σπίτι δεν υπήρχαν οι νόστιμοι πειρασμοί και στο δρόμο δεν υπήρχαν χρήματα για ν’ αγοραστούν. Τη Μεγάλη Εβδομάδα όμως είχαμε πλήρη αποχή από το λάδι σε αναμονή της Ανάστασης. Τότε αμέσως μετά την ανάσταση περιδρομιάζαμε στο σπίτι τη μαγειρίτσα της Μάνας
Το πρώτο χρόνο στο γυμνάσιο, το κατηχητικό γινόταν μέσα στον ναό της Βαγγελίστρας. Κατηχητής εκείνη τη χρονιά για μας ήταν ο παπά-Κώστας. Δεν είχε την ασκητική μορφή και τη δωρική απλότητα του παπά-Δημήτρη. Αντίθετα, χοντρός και τεράστιος για τα μέτρα μας, ήταν σκέτο φόβητρο. Η ομιλία του γεμάτη έπαρση και στόμφο.
Εγώ πήγαινα με ενδιαφέρον και όρεξη. Μου άρεσαν οι κοινωνικές συναναστροφές και τότε οι ευκαιρίες ήταν λίγες. Άσε που στο τέλος μας έδιναν μια πολύχρωμη και εντυπωσιακή εικονίτσα με το ρητό και το ηθικό δίδαγμα του μαθήματος.
Το μάθημα περιλάμβανε προσευχή, την εισήγηση του παπά-Κώστα και ένα- δύο τραγούδια. Σπάνια κάποιοι από κάτω προσθέτανε μερικά λόγια στο πνεύμα του μαθήματος κι ακόμα σπανιότερα υπήρχαν απορίες.
Μια φορά μ’ έβαλε ο διάολος να κάνω και εγώ μια ερώτηση. Από κάπου το είχα εκείνη την εποχή διαβάσει.
-Μπορεί ο Θεός να κάνει μια πέτρα, που να μη μπορεί να τη σηκώσει;
Προφανώς πρόκειται για σόφισμα: Αν μπορεί δεν είναι παντοδύναμος κι αν δε μπορεί δεν είναι παντογνώστης.
Τι μου ήρθε κι άνοιξα το στόμα μου; Ο παπά-Κώστας με γοργά βήματα, σε σχέση με τα κιλά του, μ’ έφτασε αστραπιαία και χωρίς τίποτα το εισαγωγικό μου έδωσε μια ανάποδη με εκείνο το τριχωτό και βαρύ του χέρι.
Είδα τον ουρανό με τ’ άστρα. Από την ώθηση του χτυπήματος έπεσα από την καρέκλα σαν άδειο τσουβάλι στο δάπεδο. Όταν προσπάθησα να σηκωθώ όλα γύρω μου γύριζαν. Είπα μέσα μου:
-Καλά να πάθεις, ηλίθιε! Είναι η τιμωρία του Θεού για το κρίμα σου.
Ευτυχώς δεν κατουρήθηκα πάνω μου. Με βοήθεια και στήριξη από τον κολλητό μου ξανακάθισα στην καρέκλα. Μπροστά μου το «τέμπλο» πήγαινε μπρος- πίσω, οι εικόνες παραμορφωμένες με κοιτούσαν αγριωπά. Κατατρομαγμένος ανέμενα το τελικό χτύπημα.
Είπα:
-Μου έρχεται εμετός.
Για να μη βρωμίσω τον ιερό χώρο, δύο παιδιά μ’ έβγαλαν έξω. Ο παπάς συνέχισε απτόητος το μάθημα.
Με τα σημερινά δεδομένα ήταν ένα γερό και τυπικό περιστατικό διάσεισης. Τότε όμως πίστεψα ότι ήταν «το χέρι του Θεού». Στο τέλος ο δικός μου με πήγε κουτσά-στραβά στο σπίτι. Κουβέντα στη Μάνα, γιατί θα έτρωγα και δεύτερη ανάποδη. Απλώς παραπονέθηκα ότι είμαι άρρωστος κι έπεσα ξερός στο κρεβάτι. Χρειάστηκαν μέρες να στρώσω, αν έστρωσα τελικά και δε σέρνω πάνω μου κανένα μόνιμο κουσούρι…
2005
Στο σπίτι, με εξαίρεση τη γιαγιά, που τηρούσε με ευλάβεια όλο το τυπικό του θρησκευόμενου ανθρώπου, όλοι οι άλλοι δεν είχαν ιδιαίτερη ενασχόληση με το θέμα. Η μεγαλύτερη καθημερινή έγνοια ήταν το μεροκάματο και η εξασφάλιση του φαγητού. Οι διασκεδάσεις και οι έξοδοι με τη σημερινή έννοια των όρων ήταν σπάνιες ή ανύπαρκτες. Ποιο συχνό ήταν να μαζεύονται οι γυναίκες σε μια αυλή, ή ακόμα και στο δρόμο. Το πέρασμα αυτοκινήτου από το στενό μας ήταν σπάνιο γεγονός. Να φέρνει η καθεμιά το κατιτίς, να πιούνε τους τούρκικους καφέδες, να κατακάτσει ο ντελβές, να αναποδογυρίσουν τα φλιτζάνια και μέχρι να «στεγνώσουν» καλά, να κάνουνε λίγο «κουσέλι» δηλαδή να ανταλλάξουν τα μικροσυμβάντα της γειτονιάς, να κουτσομπολέψουν κάποιους και να συζητήσουν για ό,τι έκτακτο περιστατικό μάθαιναν.
Μετά να αρχίσει το «διάβασμα» στο φλιτζάνι.
Όλα καλά, όλα αισιόδοξα:
-Μεγάλη πόρτα θα διαβείς…, γράμμα από μακριά θα πάρεις…, όμορφο παλικάρι θα συναντήσεις…γάμο θα έχετε… και όλα τα σχετικά και παρόμοια.
Οι άντρες στα κοντινά τσιπουράδικα, να μιλάνε για τους δικούς τους καημούς.
Οι δικοί μου δεν πήγαιναν τακτικά στην εκκλησία, όμως ο φόβος του Θεού, ο σεβασμός στα εικονίσματα, που ήταν κρεμασμένα σε μια γωνιά, το αναμμένο πάντοτε καντήλι, ο κίνδυνος του σατανά, ο παράδεισος και η κόλαση, ήταν ζωντανά μέσα μας. Κοινός τόπος στην κοινωνία που ζούσαμε.
Εμένα όμως, μου άρεσε να πηγαίνω στην εκκλησία, να ζω την ατμόσφαιρα της λειτουργίας, να ακούω τους γλυκούς ύμνους και ψαλμούς. Πολλές φορές άλλωστε πηγαίναμε υποχρεωτικά και συντεταγμένοι με το σχολείο.
Για ένα φεγγάρι έκανα και μικροβοηθός στον αριστερό ψάλτη της Βαγγελίστρας. Μια φορά μ’ έβαλε να πω μόνος μου το:
«Εις Άγιος, Εις Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός Αμήν»
Μια σειρά πράμα. Βέβαια, είναι αργό και μακρόσυρτο, αλλά στο ένα λεφτό που κράτησε και σ’ ολόκληρη την εκκλησία ακουγόταν μόνο η παιδική μου φωνή, πρόφτασα να γίνω μούσκεμα από την αγωνία. Δεν έλαχε όμως να σταδιοδρομήσω σ’ αυτό το πόστο.
Ακολουθούσα κάπως τις νηστείες με παρεκτροπές σε έκτακτες περιπτώσεις, αλλά με διευκόλυνε το γεγονός ότι στο σπίτι δεν υπήρχαν οι νόστιμοι πειρασμοί και στο δρόμο δεν υπήρχαν χρήματα για ν’ αγοραστούν. Τη Μεγάλη Εβδομάδα όμως είχαμε πλήρη αποχή από το λάδι σε αναμονή της Ανάστασης. Τότε αμέσως μετά την ανάσταση περιδρομιάζαμε στο σπίτι τη μαγειρίτσα της Μάνας
Το πρώτο χρόνο στο γυμνάσιο, το κατηχητικό γινόταν μέσα στον ναό της Βαγγελίστρας. Κατηχητής εκείνη τη χρονιά για μας ήταν ο παπά-Κώστας. Δεν είχε την ασκητική μορφή και τη δωρική απλότητα του παπά-Δημήτρη. Αντίθετα, χοντρός και τεράστιος για τα μέτρα μας, ήταν σκέτο φόβητρο. Η ομιλία του γεμάτη έπαρση και στόμφο.
Εγώ πήγαινα με ενδιαφέρον και όρεξη. Μου άρεσαν οι κοινωνικές συναναστροφές και τότε οι ευκαιρίες ήταν λίγες. Άσε που στο τέλος μας έδιναν μια πολύχρωμη και εντυπωσιακή εικονίτσα με το ρητό και το ηθικό δίδαγμα του μαθήματος.
Το μάθημα περιλάμβανε προσευχή, την εισήγηση του παπά-Κώστα και ένα- δύο τραγούδια. Σπάνια κάποιοι από κάτω προσθέτανε μερικά λόγια στο πνεύμα του μαθήματος κι ακόμα σπανιότερα υπήρχαν απορίες.
Μια φορά μ’ έβαλε ο διάολος να κάνω και εγώ μια ερώτηση. Από κάπου το είχα εκείνη την εποχή διαβάσει.
-Μπορεί ο Θεός να κάνει μια πέτρα, που να μη μπορεί να τη σηκώσει;
Προφανώς πρόκειται για σόφισμα: Αν μπορεί δεν είναι παντοδύναμος κι αν δε μπορεί δεν είναι παντογνώστης.
Τι μου ήρθε κι άνοιξα το στόμα μου; Ο παπά-Κώστας με γοργά βήματα, σε σχέση με τα κιλά του, μ’ έφτασε αστραπιαία και χωρίς τίποτα το εισαγωγικό μου έδωσε μια ανάποδη με εκείνο το τριχωτό και βαρύ του χέρι.
Είδα τον ουρανό με τ’ άστρα. Από την ώθηση του χτυπήματος έπεσα από την καρέκλα σαν άδειο τσουβάλι στο δάπεδο. Όταν προσπάθησα να σηκωθώ όλα γύρω μου γύριζαν. Είπα μέσα μου:
-Καλά να πάθεις, ηλίθιε! Είναι η τιμωρία του Θεού για το κρίμα σου.
Ευτυχώς δεν κατουρήθηκα πάνω μου. Με βοήθεια και στήριξη από τον κολλητό μου ξανακάθισα στην καρέκλα. Μπροστά μου το «τέμπλο» πήγαινε μπρος- πίσω, οι εικόνες παραμορφωμένες με κοιτούσαν αγριωπά. Κατατρομαγμένος ανέμενα το τελικό χτύπημα.
Είπα:
-Μου έρχεται εμετός.
Για να μη βρωμίσω τον ιερό χώρο, δύο παιδιά μ’ έβγαλαν έξω. Ο παπάς συνέχισε απτόητος το μάθημα.
Με τα σημερινά δεδομένα ήταν ένα γερό και τυπικό περιστατικό διάσεισης. Τότε όμως πίστεψα ότι ήταν «το χέρι του Θεού». Στο τέλος ο δικός μου με πήγε κουτσά-στραβά στο σπίτι. Κουβέντα στη Μάνα, γιατί θα έτρωγα και δεύτερη ανάποδη. Απλώς παραπονέθηκα ότι είμαι άρρωστος κι έπεσα ξερός στο κρεβάτι. Χρειάστηκαν μέρες να στρώσω, αν έστρωσα τελικά και δε σέρνω πάνω μου κανένα μόνιμο κουσούρι…
2005
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου