Η Μ π έ τ ι
Οι συζητήσεις για τις γυναίκες και το σεξ ήταν στο στρατό στην ημερήσια διάταξη. Αρσενικά όλοι, πάνω στα ντουζένια τους, απομονωμένοι στην ακριτική πόλη, μακριά απ’ τα σπίτια τους, με περιορισμένες εξόδους, με σπάνιες έως καθόλου άδειες, με ανύπαρκτες υλικές δυνατότητες αφήνονταν στα όνειρα, τις αναμνήσεις και στις προσμονές του μέλλοντος.
Αυτό το κλίμα δημιουργούσε την τάση για πικάντικες ιστορίες, για σόκιν ανέκδοτα. Στις ελεύθερες ώρες άρχιζε ο καθένας να διηγείται πραγματικές ή φανταστικές ιστορίες, διανθισμένες με ανατομικές λεπτομέρειες, λάγνα λόγια κι ό,τι άλλο περνούσε από τη φαντασία του. Ο καθένας έκανε τον περπατημένο. Φιγούρα και ξερό ψωμί. Στην πόλη ή το χωριό του τον περιμένει μια όμορφη ύπαρξη με αδημονία, πίστη και ανοιχτή αγκαλιά.
Οι περισσότεροι δεν είχαν οικογενειακό έμβασμα και οι συντριπτικά λιγότεροι είχαν τακτική επιταγή από το σπίτι. Η Μάνα, συνηθισμένη από τα φοιτητικά χρόνια έστελνε σχεδόν τη μισή σύνταξη στον κανακάρη της. Ήμουν από τους ευνοημένους στον τομέα αυτό. Πολλά παιδιά την έβγαζαν με το μηνιαίο μισθό του φαντάρου. Τότε αυτός ανερχόταν στο «σεβαστό» ποσό των 52 δραχμών. Δηλαδή 10 πακέτα «Εκλεκτά Αγρινίου» το μήνα. Αυτά και το φαγητό στο καζάνι. Τρεις φορές τη βδομάδα πατάτες μπλουμ και τρεις φορές φασουλάδα σούπα, έστω κι αν έξω έσκαγε ο τζίτζικας. Όμως το φαγητό κατέβαινε σαν να ήταν μάννα εξ ουρανού. Ιδιαίτερα μετά από άσκηση ή πορεία, δεν ήταν σπάνιο να σχηματίζεται ουρά για μαρμίτα στο τέλος.
Πολλά παιδιά από μακρινά κι απομονωμένα χωριά ήταν «λευκό χαρτί». Πρώτη φορά έβγαιναν από τα όρια του χωριού με τη στράτευση. Δεν είχαν αυτονόητες εμπειρίες όπως, για παράδειγμα, πώς είναι η θάλασσα. Κρατούσαν όμως την αγνότητα και τη μπέσα της ελληνικής υπαίθρου. Η τηλεόραση δεν είχε φέρει στο χωριό τον άκρατο κοσμοπολιτισμό, δεν είχε κουρσέψει ακόμη τα πάντα.
Τα βράδια τα κρεβάτια αναστέναζαν, η νυχτερινή βάρδια στη σκοπιά, οι υπαίθριοι καμπινέδες ήταν οι χώροι που έκρυβαν τους υπόκωφους αναστεναγμούς της άταιρης ικανοποίησης.
Ήμασταν αρκετά μακριά από τον πολιτισμό.
Στη μονάδα είχα διάφορες παρέες. Με διαφορετικούς τομείς ενδιαφερόντων. Δύο Καλαματιανοί, καλά παιδιά, μου είχαν ψήσει το ψάρι στα χείλη.
- Πάμε ρε Λευτέρη! Είναι καινούργια και καλή!
Πληρωμένος έρωτας! Όλο το απέφευγα. Υπεκφυγές, δικαιολογίες αλλά κάποτε έφτασε ο κόμπος στο χτένι.
Φοβήθηκα μην αρχίσουν άλλοι συνειρμοί.
« Λες ρε!... Μήπως είναι απ’ τους άλλους;»
Άντε να πείσεις μετά ότι δεν είσαι ελέφαντας.
Όταν συνέπεσαν οι έξοδοί μας και τραβήξανε κάτω στη πόλη, ντουγρού για το λιμάνι. Εγώ ένιωθα ότι πάω για εγχείρηση.
Ανεβήκαμε τα σκαλιά του «σπιτιού». Στο σαλόνι ευτυχώς δεν ήταν άλλοι. Μπήκε μέσα ο πρώτος. Τον ξεπέταξε σ’ ένα δεκάλεπτο. Μπήκε ο δεύτερος, μια από τα ίδια.
Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου.
«Κουράγιο, Λευτέρη», είπα μέσα μου.
Μπήκα στη μισοσκότεινη κρεβατοκάμαρα. Ένα διπλό κρεβάτι, ένα μικρό κομοδίνο, δίπλα του μια μονή ντουλάπα, μια καρέκλα κοντά στην πόρτα και δύο κάδρα στον τοίχο. Δεν θυμάμαι τι ήταν.
Το κορίτσι βγήκε από τη διπλανή τουαλέτα και με βαριεστημένη φωνή είπε:
« Έλα να τελειώνουμε!»
Μια αστραπή λες και φώτισε το δωμάτιο, ένας σεισμός τα αναποδογύρισε όλα. Η φωνή μ’ έκανε να προσέξω το πρόσωπο. Έμεινα άγαλμα! Το ίδιο και εκείνη η κακομοίρα. Μείναμε για λίγο ακίνητοι λες και μαρμάρωσε όλη η πλάση.
Απέναντι μου είχα μια από τις συντρόφισσες των παιδικών μου χρόνων. Ένα ατίθασο κορίτσι που ήθελε να είναι μέσα σ’ όλα.
Αυτή μίλησε πρώτη.
«Τώρα με λένε Μπέτι!»
Δεν είχα τι να πω. Ν’ ανοίξει η γη και να με καταπιεί. Άρχισε η εξομολόγηση. Η ίδια τραγική ιστορία, τα συνήθη περιστατικά. Τι τράβηξε για να γλιτώσει την «προστασία» από τον άνθρωπο που την έβγαλε στο κλαρί. Και άλλα παρόμοια.
« Θα ξεφύγω, Λευτέρη! Στο υπόσχομαι! Έχω μαζέψει κάποια λεφτά και παίρνω ένα νοίκι από τη Θεσσαλονίκη»
Τι να της πω; Ήταν ένα δικό μας παιδί, ένα παιδί της γειτονιάς μας.
« Μακάρι!»
« Έλα τώρα, αφού ήρθες. Δε θέλω λεφτά από σένα»
Εγώ ήμουν πτώμα. Αρνήθηκα. Δεν επέμεινε κι αυτή.
« Έλα όποτε θέλεις. Κι αν χρειαστείς λεφτά μπορώ να σου δανείσω!»
Έφυγα με την ουρά στα σκέλια. Οι άλλοι δύο με περίμεναν έξω από το σπίτι.
«Άντε, ρε γέρο! Τι έκανες μια ώρα μέσα;»
Τι να πω;
« Ωραία ήταν!»
Ανέβηκα στην εκτίμησή τους.
Από τότε έχουν περάσει πάνω από σαράντα* χρόνια. Αυτό το κορίτσι ζει ή πέθανε; Δεν ξέρω. Δεν συναντηθήκαμε ξανά, ούτε άκουσα κανένα νέο της.
Τώρα, στη δύση της ζωής, καταγράφω απλώς το περιστατικό.
Εύχομαι να ζει και να πραγμάτωσε τα σχέδιά της. Εγώ θέλω να τη θυμάμαι σαν εκείνο το ανυπότακτο αγοροκόριτσο των παιδικών παιχνιδιών μας...
* 48
Οι συζητήσεις για τις γυναίκες και το σεξ ήταν στο στρατό στην ημερήσια διάταξη. Αρσενικά όλοι, πάνω στα ντουζένια τους, απομονωμένοι στην ακριτική πόλη, μακριά απ’ τα σπίτια τους, με περιορισμένες εξόδους, με σπάνιες έως καθόλου άδειες, με ανύπαρκτες υλικές δυνατότητες αφήνονταν στα όνειρα, τις αναμνήσεις και στις προσμονές του μέλλοντος.
Αυτό το κλίμα δημιουργούσε την τάση για πικάντικες ιστορίες, για σόκιν ανέκδοτα. Στις ελεύθερες ώρες άρχιζε ο καθένας να διηγείται πραγματικές ή φανταστικές ιστορίες, διανθισμένες με ανατομικές λεπτομέρειες, λάγνα λόγια κι ό,τι άλλο περνούσε από τη φαντασία του. Ο καθένας έκανε τον περπατημένο. Φιγούρα και ξερό ψωμί. Στην πόλη ή το χωριό του τον περιμένει μια όμορφη ύπαρξη με αδημονία, πίστη και ανοιχτή αγκαλιά.
Οι περισσότεροι δεν είχαν οικογενειακό έμβασμα και οι συντριπτικά λιγότεροι είχαν τακτική επιταγή από το σπίτι. Η Μάνα, συνηθισμένη από τα φοιτητικά χρόνια έστελνε σχεδόν τη μισή σύνταξη στον κανακάρη της. Ήμουν από τους ευνοημένους στον τομέα αυτό. Πολλά παιδιά την έβγαζαν με το μηνιαίο μισθό του φαντάρου. Τότε αυτός ανερχόταν στο «σεβαστό» ποσό των 52 δραχμών. Δηλαδή 10 πακέτα «Εκλεκτά Αγρινίου» το μήνα. Αυτά και το φαγητό στο καζάνι. Τρεις φορές τη βδομάδα πατάτες μπλουμ και τρεις φορές φασουλάδα σούπα, έστω κι αν έξω έσκαγε ο τζίτζικας. Όμως το φαγητό κατέβαινε σαν να ήταν μάννα εξ ουρανού. Ιδιαίτερα μετά από άσκηση ή πορεία, δεν ήταν σπάνιο να σχηματίζεται ουρά για μαρμίτα στο τέλος.
Πολλά παιδιά από μακρινά κι απομονωμένα χωριά ήταν «λευκό χαρτί». Πρώτη φορά έβγαιναν από τα όρια του χωριού με τη στράτευση. Δεν είχαν αυτονόητες εμπειρίες όπως, για παράδειγμα, πώς είναι η θάλασσα. Κρατούσαν όμως την αγνότητα και τη μπέσα της ελληνικής υπαίθρου. Η τηλεόραση δεν είχε φέρει στο χωριό τον άκρατο κοσμοπολιτισμό, δεν είχε κουρσέψει ακόμη τα πάντα.
Τα βράδια τα κρεβάτια αναστέναζαν, η νυχτερινή βάρδια στη σκοπιά, οι υπαίθριοι καμπινέδες ήταν οι χώροι που έκρυβαν τους υπόκωφους αναστεναγμούς της άταιρης ικανοποίησης.
Ήμασταν αρκετά μακριά από τον πολιτισμό.
Στη μονάδα είχα διάφορες παρέες. Με διαφορετικούς τομείς ενδιαφερόντων. Δύο Καλαματιανοί, καλά παιδιά, μου είχαν ψήσει το ψάρι στα χείλη.
- Πάμε ρε Λευτέρη! Είναι καινούργια και καλή!
Πληρωμένος έρωτας! Όλο το απέφευγα. Υπεκφυγές, δικαιολογίες αλλά κάποτε έφτασε ο κόμπος στο χτένι.
Φοβήθηκα μην αρχίσουν άλλοι συνειρμοί.
« Λες ρε!... Μήπως είναι απ’ τους άλλους;»
Άντε να πείσεις μετά ότι δεν είσαι ελέφαντας.
Όταν συνέπεσαν οι έξοδοί μας και τραβήξανε κάτω στη πόλη, ντουγρού για το λιμάνι. Εγώ ένιωθα ότι πάω για εγχείρηση.
Ανεβήκαμε τα σκαλιά του «σπιτιού». Στο σαλόνι ευτυχώς δεν ήταν άλλοι. Μπήκε μέσα ο πρώτος. Τον ξεπέταξε σ’ ένα δεκάλεπτο. Μπήκε ο δεύτερος, μια από τα ίδια.
Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου.
«Κουράγιο, Λευτέρη», είπα μέσα μου.
Μπήκα στη μισοσκότεινη κρεβατοκάμαρα. Ένα διπλό κρεβάτι, ένα μικρό κομοδίνο, δίπλα του μια μονή ντουλάπα, μια καρέκλα κοντά στην πόρτα και δύο κάδρα στον τοίχο. Δεν θυμάμαι τι ήταν.
Το κορίτσι βγήκε από τη διπλανή τουαλέτα και με βαριεστημένη φωνή είπε:
« Έλα να τελειώνουμε!»
Μια αστραπή λες και φώτισε το δωμάτιο, ένας σεισμός τα αναποδογύρισε όλα. Η φωνή μ’ έκανε να προσέξω το πρόσωπο. Έμεινα άγαλμα! Το ίδιο και εκείνη η κακομοίρα. Μείναμε για λίγο ακίνητοι λες και μαρμάρωσε όλη η πλάση.
Απέναντι μου είχα μια από τις συντρόφισσες των παιδικών μου χρόνων. Ένα ατίθασο κορίτσι που ήθελε να είναι μέσα σ’ όλα.
Αυτή μίλησε πρώτη.
«Τώρα με λένε Μπέτι!»
Δεν είχα τι να πω. Ν’ ανοίξει η γη και να με καταπιεί. Άρχισε η εξομολόγηση. Η ίδια τραγική ιστορία, τα συνήθη περιστατικά. Τι τράβηξε για να γλιτώσει την «προστασία» από τον άνθρωπο που την έβγαλε στο κλαρί. Και άλλα παρόμοια.
« Θα ξεφύγω, Λευτέρη! Στο υπόσχομαι! Έχω μαζέψει κάποια λεφτά και παίρνω ένα νοίκι από τη Θεσσαλονίκη»
Τι να της πω; Ήταν ένα δικό μας παιδί, ένα παιδί της γειτονιάς μας.
« Μακάρι!»
« Έλα τώρα, αφού ήρθες. Δε θέλω λεφτά από σένα»
Εγώ ήμουν πτώμα. Αρνήθηκα. Δεν επέμεινε κι αυτή.
« Έλα όποτε θέλεις. Κι αν χρειαστείς λεφτά μπορώ να σου δανείσω!»
Έφυγα με την ουρά στα σκέλια. Οι άλλοι δύο με περίμεναν έξω από το σπίτι.
«Άντε, ρε γέρο! Τι έκανες μια ώρα μέσα;»
Τι να πω;
« Ωραία ήταν!»
Ανέβηκα στην εκτίμησή τους.
Από τότε έχουν περάσει πάνω από σαράντα* χρόνια. Αυτό το κορίτσι ζει ή πέθανε; Δεν ξέρω. Δεν συναντηθήκαμε ξανά, ούτε άκουσα κανένα νέο της.
Τώρα, στη δύση της ζωής, καταγράφω απλώς το περιστατικό.
Εύχομαι να ζει και να πραγμάτωσε τα σχέδιά της. Εγώ θέλω να τη θυμάμαι σαν εκείνο το ανυπότακτο αγοροκόριτσο των παιδικών παιχνιδιών μας...
* 48
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου