αντικείμενον πολλάκις διδαχθέν!
Στο στρατό πήγα με «γραμμή». Δυστυχώς! Οι συνθήκες της εποχής με ανάγκασαν να πάρω στοιχειώδη μέτρα προφύλαξης για τη σωματική και πνευματική μου ακεραιότητα. Για ένα αυτονόητο και γιατί όχι ιερό καθήκον: Να υπηρετήσω την πατρίδα. Όμως ο στρατός τότε είχε αναλάβει με προθυμία αλλότρια καθήκοντα. Να χωρίσει τα παιδιά της πατρίδας μας σε κατηγορίες και κάποιους χωρίς ντροπή κι αναστολές να τους ποδοπατά.
Η «γραμμή» ήταν: Δεν απαντάμε σε πολιτικές ερωτήσεις. Λέμε δεν ξέρω. Δεν ανοίγουμε συζητήσεις. Τη γραμμή αυτήν την ακολούθησα με μονολιθική συνέπεια, με επιμονή και πίστη. Από την αρχή μέχρι το τέλος. Τύφλα νάχει το τραμ!
Το 26μηνο στρατιωτικό ήταν για μένα μια κόλαση. Όλα τα υπέμενα αγόγγυστα με την ελπίδα ότι κάποτε θα τελειώσουν. Εκείνο που με συνέθλιβε και με έκανε κουρέλι, εκείνο όμως που συγχρόνως με εξόργιζε και μ’ έκανε Τούρκο, ήταν η αμφισβήτηση από ανθρώπους νάνους και παραδόπιστους της αγάπης μου για την πατρίδα, τον τόπο που μεγάλωσα κι έγινα ένα με το χώμα και την ιστορία του. Αλλά τι να κάνω; Πως να αντιδράσω, σε ποια αυτιά να αποτανθώ; Αν άνοιγα συζήτηση δε θα την έβγαζα καθαρή!
Η περίοδος αυτή έχει πολλά επεισόδια. Εδώ θέλω να αφηγηθώ ένα από αυτά.
Υπηρετούσα στην Αλεξανδρούπολη το 1966 ως σκαπανέας-πυροβολητής σε μια μονάδα λίγο έξω από την πόλη. Κάποια μέρα ήρθε μια διαταγή από το Γ.Ε.Σ.: Οι «μορφωμένοι» φαντάροι να βγάλουν μια ομιλία μπροστά σ’ όλη τη μονάδα. Τα κριτήρια της εποχής περιλάμβαναν αυτούς που είχαν τελειώσει το γυμνάσιο. Την ώρα της εθνικής ηθικής διαπαιδαγώγησης (Η.Ε.Δ.) ένας έφεδρος ανθυπολοχαγός μας μίλησε για το παιδομάζωμα. Στην πραγματικότητα διάβασε ένα δισέλιδο προετοιμασμένο από την αρμόδια υπηρεσία κείμενο. Ο λοχαγός του Α2 προσπάθησε να ανοίξει τη συζήτηση πάνω στο θέμα. Του κάκου όμως. Καμιά ανταπόκριση από το ακροατήριο.
Μια μέρα ο λοχίας του λόχου μας μου λέει:
-Σε θέλει ο λοχαγός!
Άρχισαν τα όργανα, είπα μέσα μου. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Το σενάριο ήταν γνωστό.
Μόλις μπήκα στο γραφείο του χωρίς προλόγους και εισαγωγές μου λέει:
-Λευτέρη θα μιλήσεις με θέμα το «προαιώνιο όνειρο των Σλάβων να πλύνουν τα βρώμικα πόδια τους στο γαλάζιο μας Αιγαίο.»
-Είμαι ένας απλός φαντάρος χωρίς ειδικότητα.
-Ναι! αλλά είσαι μαθηματικός!
Δεν τον διόρθωσα ότι σπούδασα Φυσική. Απλώς σφράγισα το στόμα μου με βουλοκέρι...
Αρκετή ώρα άκουγα το κήρυγμα του με την κατάληξη:
-Κρίμα παιδί μου! Εσύ θα φας το κεφάλι σου!
Το κατοπινά χρόνια έδειξαν πως είχε λίγο δίκαιο αλλά αυτός ήταν πολύ μικρός για να του δίνει κανείς σημασία.
Οι ομιλίες συνεχίστηκαν με θέματα ποικίλου ενδιαφέροντος. Κάθε φορά ο Α2 που διεύθυνε τη συζήτηση έλεγε:
-Εσύ τι λες Λευτέρη;
-Δεν ξέρω.
Εγώ το βιολί μου, σα διάκος με το Κύριε ελέησον. Μια συνεχής πίεση αψυχολόγητη που είχε τα αντίθετα αποτελέσματα. Όμως με κρατούσε σε διαρκή επιφυλακή και δε μ’ άφηνε στιγμή να ησυχάσω. Έφτασα να βλέπω στον ύπνο μου εφιάλτες.
Μια μέρα ο διπλανός μου στο κρεβάτι μου έλεγε ένα πρωί:
-Τη νύχτα φώναζες: Δεν ξέρω, δεν ξέρω...
Ο λοχαγός με κάλεσε πάλι
-Θα μιλήσεις για την προδοτική γραμμή του Κ.Κ.Ε. στη Μικρασιατική εκστρατεία. Σου είναι φαντάζομαι γνωστό. Κάλεσε τους στρατιώτες να πετάξουν τα όπλα! Άλλωστε και συ προσφυγικής καταγωγής είσαι.
Επιτέλους έμαθα ο κακόμοιρος την αιτία της ήττας και της εθνικής μας τραγωδίας. Μια ανακοίνωση – στερεότυπο ενός κόμματος που ήταν στα σπάργανά του κατόρθωσε να πείσει τους φαντάρους να μην πολεμήσουν. Είναι ζήτημα όμως αν έστω και ένας από αυτούς έμαθε ζωντανά εκείνη την εποχή αυτήν την ανακοίνωση.
Εγώ την ίδια σιωπή. Μετά από κάνα δυο επαναλήψεις είχε την φαεινή ιδέα.
-Θα μιλήσεις για το αντικείμενό σου! Τις μαθηματικές εξισώσεις.!
Τι μου ήρθε; Του απάντησα με θράσος.
-Τότε θα πληρώνομαι ακριβά!
-Αύριο θα βγεις στην πρωινή αναφορά!
-Γιατί;
-Αυτό που σου λέω!
Την άλλη μέρα το πρωί ξυρισμένος, γυαλισμένος στήθηκα στην αναφορά.
-Στρατιώτης Τσίλογλου Ελευθέριος σκαπανέας-πυροβολητής, λαμβάνω την τιμήν να αναφέρω ότι...
Ο αντισυνταγματάρχης διοικητής της μοίρας Παπαβασιλείου με σταμάτησε...
-Για ποιο λόγο βγαίνεις στην αναφορά;
-Δεν ξέρω! Ο λοχαγός...
-Καλά! Καλά! Απάντησε στην ερώτηση
- Ποιος είναι ο μεγαλύτερος εχθρός της Ελλάδος;
-Δεν ξέρω.
-Άκου στρατιώτη και άνοιξε καλά τ’ αυτιά σου! Ο μεγαλύτερος εχθρός της Ελλάδος είναι ο κομμουνισμός! Τ’ άκουσες;
-Ναι!
-Ποιος είναι λοιπόν;
-Δεν ξέρω.
Ψυχρός, αμίλητος, χωρίς φανερή αντίδραση, απευθύνεται σ’ όλη τη μοίρα που ήταν παραταγμένη πίσω μου.
-Ποιος είναι παιδιά, ο μεγαλύτερος εχθρός;
Ακούω πίσω μου μια ομαδική κραυγή:
- Ο κουμμουνισμόοοος!!
- Τ’ άκουσες;
- Ναι!
- Ποιος είναι ο μεγαλύτερος εχθρός της Ελλάδος;
- Δεν ξέρω.
Το φαινόμενο επαναλήφθηκε. Τότε ένα λαμπάκι άναψε μέσα μου. Θυμήθηκα τι έγραφε το Πέϊ -μπουκ
- Ποιος είναι ο μεγαλύτερος εχθρός της Ελλάδος;
- Το Πέϊ-μπουκ λέει η ελονοσία!
Άστραψε και βρόντηξε. Το πρόσωπό του έγινε σαν παπαρούνα. Θα πάθει αποπληξία, είπα από μέσα μου και θα έχουμε άλλα ντράβαλα!
-Πάρτε τον από μπροστά μου! Είκοσι μέρες αυστηρά!!
Ένας μόνιμος κι ένας έφεδρος λοχίας με πήγαν σηκωτό στο διπλανό πειθαρχείο. Την ποινή την υπηρέτησα πλήρως με όλους τους προβλεπόμενους όρους. Μια μέρα φαΐ, μια μέρα νηστεία. Στέρηση συσσιτίου. Όπως υπηρέτησα και την αντίστοιχη παράταση της θητείας μου.
Το Πέϊ-μπουκ, που δε θυμάμαι πως βρίσκεται ακόμα στα χέρια μου, γράφει στις σελίδες των ποινών
... είκοσιν ημέρας αυστηρά φυλάκισις, διότι δεν εγνώριζεν αντικείμενον πολλάκις διδαχθέν!...
Στη διάρκεια της στρατιωτικής μου θητείας προσπάθησαν με πολλούς τρόπους να με απομονώσουν από τον κορμό των άλλων φαντάρων. Όμως ποτέ δεν το κατόρθωσαν. Εγώ, σ’ αυτές τις συνθήκες, ήμουν μέσα σ’ όλα. Βασικός παίχτης της ποδοσφαιρικής ομάδας που φτιάχτηκε εκ των ενόντων, πρωτεργάτης στο τραγούδι τις ελεύθερες ώρες, στα πικάντικα ανέκδοτα που στο στρατό είναι περιζήτητα σ’ όλους. Συγχρόνως για πολλούς ήμουν ο γραφιάς τους. Πόσων και πόσων μυστικών ακόμα και τραγικών δεν έγινα κοινωνός γράφοντας δεκάδες γράμματα!
Δεν τους πέρασε η απομόνωση!
Εγώ, που ο λοχαγός με χαρακτήριζε μίασμα, σκουλήκι, πράκτορα, Βούλγαρο κι ότι άλλο ήξερε να πει.
Μέσα στο μετεμφυλιακό κλίμα της εποχής και τον ψυχροπολεμικό διαχωρισμό του κόσμου σε στρατόπεδα επιρροής, ο στρατός παραμελούσε το βασικό του στόχο και έκανε φοβερές διακρίσεις ανάμεσα στα παιδιά του, που ήρθαν να υπηρετήσουν την πατρίδα. Κάποια από αυτά χωρίς δισταγμό τα ποδοπατούσε. Δυστυχώς, γι’ αυτό το ρόλο βρέθηκαν πρόθυμοι βαθμοφόροι που πολλές φορές υπέρβαλαν και τις εντολές.
Όμως η ζωή μου έδειξε – ιδιαίτερα και στις μετέπειτα περιπέτειες που είχα - το εξής: Κάτω από τις οποιεσδήποτε συνθήκες καταναγκασμού και τρόμου, πάντοτε βρίσκεται ένας ή περισσότεροι που θα σου φερθούν ανθρώπινα και θα γίνουν το ψυχολογικό στήριγμά σου. Όχι απαραίτητα από ιδεολογικές αφετηρίες αλλά από την ανθρώπινη αλληλεγγύη που γεμίζει πολλές καρδιές και που αντιδρούν στην αδικία απ’ όπου κι αν προέρχεται.
Ο φανατισμός, οι ακρότητες, τα αναγκαστικά μέτρα από οποιαδήποτε αφετηρία κι αν ξεκινούν τους δεν έγραψαν ιστορία. Το πολύ προκάλεσαν προσωρινά πισωγυρίσματα ή κάποιες καθυστερήσεις. Σε τελική ανάλυση όμως η κοινωνία προχωράει με τους δικούς της αντικειμενικούς ρυθμούς.
Εκείνη την εποχή η περιρρέουσα ατμόσφαιρα και η προσωπική μου ιδιοσυγκρασία με όπλισαν με ένα γαϊδουρινό πείσμα. Αυτή ήταν η μόνη διέξοδος. Να στυλώσω τα πόδια και να μην κάνω ρούπι πίσω!
Αργότερα μόνος μου, με την ηρεμία που δίνει η απομόνωση, με εσωτερικές διεργασίες, απάλυνα τη συμπεριφορά μου και έγινα έλλογος άνθρωπος. Όμως εγκαίρως, πριν η πλημμύρα των αντικειμενικών εξελίξεων να κάνουν αυτονόητη την αλλαγή.
Όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και ολοκλήρωσα τη θητεία μου, μαζί και τις μέρες των πρόσθετων φυλακίσεων με κάλεσε ο τότε διοικητής μου στην Πρέβεζα και μου έδωσε το απολυτήριο.
-Άντε! Καλά μυαλά!
Κοιτάζοντας το χαρτί στα πεταχτά, το μάτι μου πέφτει στη σειρά
ΔΙΑΓΩΓΗ: ΚΑΚΗ.
-Γιατί; Έκανα κανένα έγκλημα;
-Άντε φύγε παιδί μου. Δε λες κι ευχαριστώ που σε αφήνουμε να πας σπίτι σου!
Που να το δείξω και ποιος θα με καταλάβει; Στην επιστράτευση του ’74 το χρώμα του απολυτηρίου μου δε κλήθηκε στα όπλα. Ευτυχώς γλύτωσα από αυτήν την άσκοπη περιπέτεια.
Αργότερα μου άλλαξαν το απολυτήριο. Στο καινούργιο, στη θέση της διαγωγής ήταν κενό.
-Α! Ωραία, είπα μέσα μου. Ξεπλύθηκε η ντροπή!
Παρατηρώντας όμως καλύτερα, είδα μια νέα πισώπλατη μαχαιριά...
« Εις περίπτωσιν επιστρατεύσεως να παρουσιαστεί εις το πλησιέστερον Αστυνομικόν Τμήμα»!!
Χριστέ μου! Ευτυχώς δε χρειάστηκε. Ξεπέρασα πια τις χρήσιμες ηλικίες του στρατού. Φαντάζεστε την αμηχανία τη δική μου και των αρμοδίων αρχών αν εμφανιζόμουν φάντης μπαστούνι ενώπιόν τους;
-Τι να κάνουμε με αυτόν τον ανώμαλο;
Σήμερα βρίσκεται ξεχασμένο σε κάποιο συρτάρι στο σπίτι. Χρόνια έχω να το δω μπροστά μου!
Όλα όσα πέρασα ίσως μπορεί να τα ξεχάσω, να τα δικαιολογήσω σα φαινόμενα των περιπετειών που έζησε η χώρα μας.
-Ας πάει το παλιάμπελο! Τι νόημα άλλωστε έχει να το κρατάει κάποιος μανιάτικο;
Εκείνον όμως που δε μπορώ να ξεχάσω είναι ο παραδόπιστος λοχαγός μου. Αυτός που αμφισβητούσε τα ιερά και όσια της ύπαρξης μου. Την αγάπη και την αφοσίωση για τον τόπο που γεννήθηκα. Την πατρίδα μου! Το χειρότερο όλων: Ήταν και Ποντιακής καταγωγής. 2005
Στο στρατό πήγα με «γραμμή». Δυστυχώς! Οι συνθήκες της εποχής με ανάγκασαν να πάρω στοιχειώδη μέτρα προφύλαξης για τη σωματική και πνευματική μου ακεραιότητα. Για ένα αυτονόητο και γιατί όχι ιερό καθήκον: Να υπηρετήσω την πατρίδα. Όμως ο στρατός τότε είχε αναλάβει με προθυμία αλλότρια καθήκοντα. Να χωρίσει τα παιδιά της πατρίδας μας σε κατηγορίες και κάποιους χωρίς ντροπή κι αναστολές να τους ποδοπατά.
Η «γραμμή» ήταν: Δεν απαντάμε σε πολιτικές ερωτήσεις. Λέμε δεν ξέρω. Δεν ανοίγουμε συζητήσεις. Τη γραμμή αυτήν την ακολούθησα με μονολιθική συνέπεια, με επιμονή και πίστη. Από την αρχή μέχρι το τέλος. Τύφλα νάχει το τραμ!
Το 26μηνο στρατιωτικό ήταν για μένα μια κόλαση. Όλα τα υπέμενα αγόγγυστα με την ελπίδα ότι κάποτε θα τελειώσουν. Εκείνο που με συνέθλιβε και με έκανε κουρέλι, εκείνο όμως που συγχρόνως με εξόργιζε και μ’ έκανε Τούρκο, ήταν η αμφισβήτηση από ανθρώπους νάνους και παραδόπιστους της αγάπης μου για την πατρίδα, τον τόπο που μεγάλωσα κι έγινα ένα με το χώμα και την ιστορία του. Αλλά τι να κάνω; Πως να αντιδράσω, σε ποια αυτιά να αποτανθώ; Αν άνοιγα συζήτηση δε θα την έβγαζα καθαρή!
Η περίοδος αυτή έχει πολλά επεισόδια. Εδώ θέλω να αφηγηθώ ένα από αυτά.
Υπηρετούσα στην Αλεξανδρούπολη το 1966 ως σκαπανέας-πυροβολητής σε μια μονάδα λίγο έξω από την πόλη. Κάποια μέρα ήρθε μια διαταγή από το Γ.Ε.Σ.: Οι «μορφωμένοι» φαντάροι να βγάλουν μια ομιλία μπροστά σ’ όλη τη μονάδα. Τα κριτήρια της εποχής περιλάμβαναν αυτούς που είχαν τελειώσει το γυμνάσιο. Την ώρα της εθνικής ηθικής διαπαιδαγώγησης (Η.Ε.Δ.) ένας έφεδρος ανθυπολοχαγός μας μίλησε για το παιδομάζωμα. Στην πραγματικότητα διάβασε ένα δισέλιδο προετοιμασμένο από την αρμόδια υπηρεσία κείμενο. Ο λοχαγός του Α2 προσπάθησε να ανοίξει τη συζήτηση πάνω στο θέμα. Του κάκου όμως. Καμιά ανταπόκριση από το ακροατήριο.
Μια μέρα ο λοχίας του λόχου μας μου λέει:
-Σε θέλει ο λοχαγός!
Άρχισαν τα όργανα, είπα μέσα μου. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Το σενάριο ήταν γνωστό.
Μόλις μπήκα στο γραφείο του χωρίς προλόγους και εισαγωγές μου λέει:
-Λευτέρη θα μιλήσεις με θέμα το «προαιώνιο όνειρο των Σλάβων να πλύνουν τα βρώμικα πόδια τους στο γαλάζιο μας Αιγαίο.»
-Είμαι ένας απλός φαντάρος χωρίς ειδικότητα.
-Ναι! αλλά είσαι μαθηματικός!
Δεν τον διόρθωσα ότι σπούδασα Φυσική. Απλώς σφράγισα το στόμα μου με βουλοκέρι...
Αρκετή ώρα άκουγα το κήρυγμα του με την κατάληξη:
-Κρίμα παιδί μου! Εσύ θα φας το κεφάλι σου!
Το κατοπινά χρόνια έδειξαν πως είχε λίγο δίκαιο αλλά αυτός ήταν πολύ μικρός για να του δίνει κανείς σημασία.
Οι ομιλίες συνεχίστηκαν με θέματα ποικίλου ενδιαφέροντος. Κάθε φορά ο Α2 που διεύθυνε τη συζήτηση έλεγε:
-Εσύ τι λες Λευτέρη;
-Δεν ξέρω.
Εγώ το βιολί μου, σα διάκος με το Κύριε ελέησον. Μια συνεχής πίεση αψυχολόγητη που είχε τα αντίθετα αποτελέσματα. Όμως με κρατούσε σε διαρκή επιφυλακή και δε μ’ άφηνε στιγμή να ησυχάσω. Έφτασα να βλέπω στον ύπνο μου εφιάλτες.
Μια μέρα ο διπλανός μου στο κρεβάτι μου έλεγε ένα πρωί:
-Τη νύχτα φώναζες: Δεν ξέρω, δεν ξέρω...
Ο λοχαγός με κάλεσε πάλι
-Θα μιλήσεις για την προδοτική γραμμή του Κ.Κ.Ε. στη Μικρασιατική εκστρατεία. Σου είναι φαντάζομαι γνωστό. Κάλεσε τους στρατιώτες να πετάξουν τα όπλα! Άλλωστε και συ προσφυγικής καταγωγής είσαι.
Επιτέλους έμαθα ο κακόμοιρος την αιτία της ήττας και της εθνικής μας τραγωδίας. Μια ανακοίνωση – στερεότυπο ενός κόμματος που ήταν στα σπάργανά του κατόρθωσε να πείσει τους φαντάρους να μην πολεμήσουν. Είναι ζήτημα όμως αν έστω και ένας από αυτούς έμαθε ζωντανά εκείνη την εποχή αυτήν την ανακοίνωση.
Εγώ την ίδια σιωπή. Μετά από κάνα δυο επαναλήψεις είχε την φαεινή ιδέα.
-Θα μιλήσεις για το αντικείμενό σου! Τις μαθηματικές εξισώσεις.!
Τι μου ήρθε; Του απάντησα με θράσος.
-Τότε θα πληρώνομαι ακριβά!
-Αύριο θα βγεις στην πρωινή αναφορά!
-Γιατί;
-Αυτό που σου λέω!
Την άλλη μέρα το πρωί ξυρισμένος, γυαλισμένος στήθηκα στην αναφορά.
-Στρατιώτης Τσίλογλου Ελευθέριος σκαπανέας-πυροβολητής, λαμβάνω την τιμήν να αναφέρω ότι...
Ο αντισυνταγματάρχης διοικητής της μοίρας Παπαβασιλείου με σταμάτησε...
-Για ποιο λόγο βγαίνεις στην αναφορά;
-Δεν ξέρω! Ο λοχαγός...
-Καλά! Καλά! Απάντησε στην ερώτηση
- Ποιος είναι ο μεγαλύτερος εχθρός της Ελλάδος;
-Δεν ξέρω.
-Άκου στρατιώτη και άνοιξε καλά τ’ αυτιά σου! Ο μεγαλύτερος εχθρός της Ελλάδος είναι ο κομμουνισμός! Τ’ άκουσες;
-Ναι!
-Ποιος είναι λοιπόν;
-Δεν ξέρω.
Ψυχρός, αμίλητος, χωρίς φανερή αντίδραση, απευθύνεται σ’ όλη τη μοίρα που ήταν παραταγμένη πίσω μου.
-Ποιος είναι παιδιά, ο μεγαλύτερος εχθρός;
Ακούω πίσω μου μια ομαδική κραυγή:
- Ο κουμμουνισμόοοος!!
- Τ’ άκουσες;
- Ναι!
- Ποιος είναι ο μεγαλύτερος εχθρός της Ελλάδος;
- Δεν ξέρω.
Το φαινόμενο επαναλήφθηκε. Τότε ένα λαμπάκι άναψε μέσα μου. Θυμήθηκα τι έγραφε το Πέϊ -μπουκ
- Ποιος είναι ο μεγαλύτερος εχθρός της Ελλάδος;
- Το Πέϊ-μπουκ λέει η ελονοσία!
Άστραψε και βρόντηξε. Το πρόσωπό του έγινε σαν παπαρούνα. Θα πάθει αποπληξία, είπα από μέσα μου και θα έχουμε άλλα ντράβαλα!
-Πάρτε τον από μπροστά μου! Είκοσι μέρες αυστηρά!!
Ένας μόνιμος κι ένας έφεδρος λοχίας με πήγαν σηκωτό στο διπλανό πειθαρχείο. Την ποινή την υπηρέτησα πλήρως με όλους τους προβλεπόμενους όρους. Μια μέρα φαΐ, μια μέρα νηστεία. Στέρηση συσσιτίου. Όπως υπηρέτησα και την αντίστοιχη παράταση της θητείας μου.
Το Πέϊ-μπουκ, που δε θυμάμαι πως βρίσκεται ακόμα στα χέρια μου, γράφει στις σελίδες των ποινών
... είκοσιν ημέρας αυστηρά φυλάκισις, διότι δεν εγνώριζεν αντικείμενον πολλάκις διδαχθέν!...
Στη διάρκεια της στρατιωτικής μου θητείας προσπάθησαν με πολλούς τρόπους να με απομονώσουν από τον κορμό των άλλων φαντάρων. Όμως ποτέ δεν το κατόρθωσαν. Εγώ, σ’ αυτές τις συνθήκες, ήμουν μέσα σ’ όλα. Βασικός παίχτης της ποδοσφαιρικής ομάδας που φτιάχτηκε εκ των ενόντων, πρωτεργάτης στο τραγούδι τις ελεύθερες ώρες, στα πικάντικα ανέκδοτα που στο στρατό είναι περιζήτητα σ’ όλους. Συγχρόνως για πολλούς ήμουν ο γραφιάς τους. Πόσων και πόσων μυστικών ακόμα και τραγικών δεν έγινα κοινωνός γράφοντας δεκάδες γράμματα!
Δεν τους πέρασε η απομόνωση!
Εγώ, που ο λοχαγός με χαρακτήριζε μίασμα, σκουλήκι, πράκτορα, Βούλγαρο κι ότι άλλο ήξερε να πει.
Μέσα στο μετεμφυλιακό κλίμα της εποχής και τον ψυχροπολεμικό διαχωρισμό του κόσμου σε στρατόπεδα επιρροής, ο στρατός παραμελούσε το βασικό του στόχο και έκανε φοβερές διακρίσεις ανάμεσα στα παιδιά του, που ήρθαν να υπηρετήσουν την πατρίδα. Κάποια από αυτά χωρίς δισταγμό τα ποδοπατούσε. Δυστυχώς, γι’ αυτό το ρόλο βρέθηκαν πρόθυμοι βαθμοφόροι που πολλές φορές υπέρβαλαν και τις εντολές.
Όμως η ζωή μου έδειξε – ιδιαίτερα και στις μετέπειτα περιπέτειες που είχα - το εξής: Κάτω από τις οποιεσδήποτε συνθήκες καταναγκασμού και τρόμου, πάντοτε βρίσκεται ένας ή περισσότεροι που θα σου φερθούν ανθρώπινα και θα γίνουν το ψυχολογικό στήριγμά σου. Όχι απαραίτητα από ιδεολογικές αφετηρίες αλλά από την ανθρώπινη αλληλεγγύη που γεμίζει πολλές καρδιές και που αντιδρούν στην αδικία απ’ όπου κι αν προέρχεται.
Ο φανατισμός, οι ακρότητες, τα αναγκαστικά μέτρα από οποιαδήποτε αφετηρία κι αν ξεκινούν τους δεν έγραψαν ιστορία. Το πολύ προκάλεσαν προσωρινά πισωγυρίσματα ή κάποιες καθυστερήσεις. Σε τελική ανάλυση όμως η κοινωνία προχωράει με τους δικούς της αντικειμενικούς ρυθμούς.
Εκείνη την εποχή η περιρρέουσα ατμόσφαιρα και η προσωπική μου ιδιοσυγκρασία με όπλισαν με ένα γαϊδουρινό πείσμα. Αυτή ήταν η μόνη διέξοδος. Να στυλώσω τα πόδια και να μην κάνω ρούπι πίσω!
Αργότερα μόνος μου, με την ηρεμία που δίνει η απομόνωση, με εσωτερικές διεργασίες, απάλυνα τη συμπεριφορά μου και έγινα έλλογος άνθρωπος. Όμως εγκαίρως, πριν η πλημμύρα των αντικειμενικών εξελίξεων να κάνουν αυτονόητη την αλλαγή.
Όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και ολοκλήρωσα τη θητεία μου, μαζί και τις μέρες των πρόσθετων φυλακίσεων με κάλεσε ο τότε διοικητής μου στην Πρέβεζα και μου έδωσε το απολυτήριο.
-Άντε! Καλά μυαλά!
Κοιτάζοντας το χαρτί στα πεταχτά, το μάτι μου πέφτει στη σειρά
ΔΙΑΓΩΓΗ: ΚΑΚΗ.
-Γιατί; Έκανα κανένα έγκλημα;
-Άντε φύγε παιδί μου. Δε λες κι ευχαριστώ που σε αφήνουμε να πας σπίτι σου!
Που να το δείξω και ποιος θα με καταλάβει; Στην επιστράτευση του ’74 το χρώμα του απολυτηρίου μου δε κλήθηκε στα όπλα. Ευτυχώς γλύτωσα από αυτήν την άσκοπη περιπέτεια.
Αργότερα μου άλλαξαν το απολυτήριο. Στο καινούργιο, στη θέση της διαγωγής ήταν κενό.
-Α! Ωραία, είπα μέσα μου. Ξεπλύθηκε η ντροπή!
Παρατηρώντας όμως καλύτερα, είδα μια νέα πισώπλατη μαχαιριά...
« Εις περίπτωσιν επιστρατεύσεως να παρουσιαστεί εις το πλησιέστερον Αστυνομικόν Τμήμα»!!
Χριστέ μου! Ευτυχώς δε χρειάστηκε. Ξεπέρασα πια τις χρήσιμες ηλικίες του στρατού. Φαντάζεστε την αμηχανία τη δική μου και των αρμοδίων αρχών αν εμφανιζόμουν φάντης μπαστούνι ενώπιόν τους;
-Τι να κάνουμε με αυτόν τον ανώμαλο;
Σήμερα βρίσκεται ξεχασμένο σε κάποιο συρτάρι στο σπίτι. Χρόνια έχω να το δω μπροστά μου!
Όλα όσα πέρασα ίσως μπορεί να τα ξεχάσω, να τα δικαιολογήσω σα φαινόμενα των περιπετειών που έζησε η χώρα μας.
-Ας πάει το παλιάμπελο! Τι νόημα άλλωστε έχει να το κρατάει κάποιος μανιάτικο;
Εκείνον όμως που δε μπορώ να ξεχάσω είναι ο παραδόπιστος λοχαγός μου. Αυτός που αμφισβητούσε τα ιερά και όσια της ύπαρξης μου. Την αγάπη και την αφοσίωση για τον τόπο που γεννήθηκα. Την πατρίδα μου! Το χειρότερο όλων: Ήταν και Ποντιακής καταγωγής. 2005
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου