Προσγείωση στη νέα πραγματικότητα
Αν κατ’ αρχή θέλουμε να σταματήσουμε την κατηφόρα και να ισορροπήσουμε σε ένα νέο επίπεδο πρέπει πρώτα να καταπιούμε το πικρό χάπι και να δεχθούμε το προφανές. Να ζήσουμε στο πραγματικό επίπεδο που σήμερα μας επιβάλλουν τα οικονομικά μεγέθη της χώρας και να πάψουμε τις συγκρίσεις με το παρελθόν. Άλλωστε αυτό είναι γεμάτο με όλα τα ψέματα και τις αμαρτίες όσων έπαιξαν άμεσο ή έμμεσο ρόλο στη διάρκειά του.
Ζήσαμε επί δεκαετίες σε μια εικονική πραγματικότητα χωρίς να παρατηρούμε ότι γύρω μας αποδομείται όλος ο παραγωγικός ιστός της χώρας, ότι κλείνουν συνεχώς τα εργοστάσια και μικρές βιοτεχνίες, που οι τελευταίες για ιστορικούς λόγους αποτελούσαν τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας μας. Γενικά να υποβαθμίζονται και οι υπόλοιποι παραγωγικοί τομείς της εγχώριας οικονομίας. Τα γεγονότα αυτά δεν είναι άμοιρα βιαστικών κυβερνητικών «φιλολαϊκών μέτρων» αναντίστοιχων με τις αντοχές των επιχειρήσεων και τους όρους του υγιούς ανταγωνισμού. Ο εφησυχασμός των ιθυνόντων - ανεξήγητα εγκληματικός - ενώ συγχρόνως εμφανίζεται μια ύποπτης προέλευσης αντιπάθεια έως μίσος κάποιων ηλίθιων κρατικοβίωτων για κάθε τομέα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας λες κι επιδιώκουν να καταντήσουμε ένα σοβιετικής υφής καθεστώς.
Για να μην ανέβουν τα ποσοστά της ανεργίας αρχίζουν οι ασυγκράτητοι διορισμοί στον κρατικό μηχανισμό και στους πολυποίκιλους οργανισμούς που ξεφυτρώνουν κατά δεκάδες για γνωστούς αλλά κι άγνωστους μη προσδιορισμένους λόγους σε όλο το μήκος και το πλάτος της χώρας. Οι σχολές και τα Πανεπιστήμια να ανοίγουν σαν μανιτάρια για να βγάλουν αποφοίτους που λίγη έως μηδενική να είναι η συμβολή τους στην οικονομική ζωή κι ανάπτυξη της χώρας. Όλα να στελεχώνονται με το επιστημονικό και βοηθητικό προσωπικό, χωρίς καμιά μελέτη αν ο κρατικός προϋπολογισμός μπορεί να σηκώσει αυτά τα βάρη. Το ίδιο συμβαίνει και με τα νοσοκομεία και τα κέντρα υγείας. Οι επιπλέον ανάγκες χρηματοδότησης σε πρώτη φάση καλύφτηκαν από τα άφθονα χρήματα που μας έδινε στη αρχή η ΕΕ και στη συνέχεια χωρίς ντροπή και συγκρατημό από τον παράλογο δανεισμό.
Όλα αυτά μέσα σε μια ατμόσφαιρα ψευδεπίγραφης επαναστατικότητας συνδυασμένης για πρώτη φορά με τέτοια έκτασης ευμάρεια. Από το στρίμωγμα στο λεωφορείο για να πάμε στη δουλειά, αποκτήσαμε το δικό μας αυτοκίνητο κι αρκετοί διπλό για να ξεπεράσουν τους περιορισμούς στα μονά ζυγά. Τα κέντρα διασκέδασης φίσκα για να δούμε τα αστέρια και να μας δούνε οι άλλοι ότι πήγαμε. Τα πιάτα να σπάνε κατά δωδεκάδες και τα καλάθια με τα μαραμένα λουλούδια να ραίνουν τους εφήμερους ήρωες. Μη μου πείτε ότι ήταν δυο τρεις αυτοί. Η Ελλάδα γέμισε με Ελληνάδικα και μπαρ σε κάθε χωριό. Οι κακόμοιρες και με πεινασμένο μάτι Ουκρανές και Βουλγάρες ζούσαν με το όνειρο κάποιος στερημένος ερωτικά αγρότης να τις βάλει ένα στεφάνι για να εξασφαλιστούν στα γεράματά τους. Αλήθεια πόσες συντάξεις χηρείας πληρώνει το ασφαλιστικό μας σύστημα για τέτοιες περιπτώσεις;
Παρ’ όλα αυτά αντί τα παράπονα να μετριάζονται ανεξηγήτως αυξάνονται και μάλιστα σε κλίμα επιθετικότητας και πολεμικών απαιτήσεων. Όσο βελτιώνονταν τα πράγματα τόσο οι απαιτήσεις γίνονταν μεγαλύτερες. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα τελευταία χρόνια της κρίσης, παρά το γεγονός ότι τα έξοδα του κρατικού προϋπολογισμού υπερέβαιναν των εσόδων κατά διψήφιο νούμερο σε δις ευρώ, οι «εκπρόσωποι» των εργαζομένων - κυρίως στελέχη του στενού κι ευρέως κρατικού μηχανισμού -ισχυρίζονταν ότι διαβιούμε σε συνθήκες «σκληρής λιτότητας». Και η ανεύθυνη αυτή θέση εύρισκε ευήκοον ους σε αρκετά «προοδευτικά», αλλά ανεύθυνα κόμματα. Το τραγικό είναι ότι και οι κυβερνώντες αντί να εξηγήσουν πως έχουν τα πράγματα εύκολα υποχωρούσαν σε παράλογες απαιτήσεις της νέας ευνοημένης ποικιλοτρόπως τάξης των συνδικαλιστών
Ο κατήφορος άρχισε από νωρίς μετά τη μεταπολίτευση, αλλά φούντωσε με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Τότε χάθηκε το μέτρο. Το κριτήριο για τη λήψη μέτρων δεν ήταν η βιωσιμότητα τους, αλλά αν θα είναι αρεστά στο αποχαυνωμένο πλήθος των ψηφοφόρων. Ο μέσος Έλληνας είδε το κράτος σαν μια αγελάδα, που μπορεί χωρίς κόστος αδιάκοπα να την αρμέγει. Λίγοι έως σπάνιοι - κι αυτοί δειλά- μιλούσαν για τους μελλοντικούς κινδύνους. Θυμηθείτε τη σύσσωμη αντίδραση όλου του πολιτικού φάσματος στην τελευταία ευκαιρία να σωθεί κατά το δυνατόν το Ασφαλιστικό μας σύστημα από τις προτάσεις του Τάσου Γιαννίτση, που αναγκάστηκε να πάει στο σπίτι του. Και να σκεφτείς ότι ήταν κι αυτές διστακτικές σε σχέση με τις πραγματικές ανάγκες. Πού είναι οι εκατοντάδες χρυσοπληρωμένοι καθηγητές και σύμβουλοι να μας προειδοποιήσουν για το γκρεμό που πλησιάζει; Και μάλιστα στη συνέχεια χωρίς ντροπή να διεκδικούν και να δέχονται υπεύθυνες κυβερνητικές θέσεις, στεφανωμένοι και πολλές φορές με την ψήφο του «σοφού λαού». Αυτό δεν είναι απλώς φιλοδοξία. Είναι εγκληματική συμπεριφορά !
Οι ένοχοι είναι πολλοί. Στην κορυφή τοποθετώ τους ανεύθυνους πολιτικούς ηγέτες που ήξεραν την πορεία, αλλά κώφευαν μέσα στον κενόδοξο στόχο να διατηρηθούν στη κεντρική σκηνή της πολιτικής ζωής. Βλέπω τη σημερινή Βουλή, τους ανθρώπους που την απαρτίζουν το επίπεδο των συζητήσεων, την ιεράρχηση των απασχολήσεων και μού έρχονται δάκρυα στα μάτια για την κατάντια του θεσμού. Ένοχος δεν είναι κι ο «σοφός λαός» που τους ανέδειξε ελπίζοντας παράλογα σε νέα μάσα?
Αν πραγματικά θέλουμε την έξοδο από το τούνελ πρέπει να αποδεχθούμε «δυσάρεστες», επώδυνες αλλά απαραίτητες αλλαγές. Πρώτον, δραστικός περιορισμός του κρατικού μηχανισμού κι όλων των οργανισμών που σιτίζονται από το κράτος. Κίνητρα για ιδιωτικές επενδύσεις, έστω κι απλές ατομικές, πρωτοβουλίες εκεί που υπάρχει ή θα υπάρξει κάποια δυνατότητα. Έμπνευση κι αρωγή στον καθένα μας να οργανώσει την προσωπική του ζωή στην κατεύθυνση της παραγωγής προϊόντων που θα αυξήσουν τον εθνικό μας πλούτο. Κατάργηση των παραλυτικών επιδομάτων φιλανθρωπίας, που το μόνο που επιτυγχάνουν είναι να αδρανοποιούν ένα τμήμα του πληθυσμού και να το μετατρέπουν σε ζητιάνους. Κάποιες οριακές περιπτώσεις που υπάρχουν θα τις καλύπτουν ιδιωτικοί φορείς που υπάρχουν και στηρίζονται μόνο στην εθελοντική προσφορά. Το κράτος να περιοριστεί στον κεντρικό επιτελικό του ρόλο, αφού θα καθοριστούν με ακρίβεια οι όροι λειτουργίας των διαφόρων τομέων της ζωής. Αν εγκαίρως δεν παρθούν μέτρα μην ελπίζεται σε αλλαγή. Όσοι την υπόσχονται ψέματα λένε..
Αν κατ’ αρχή θέλουμε να σταματήσουμε την κατηφόρα και να ισορροπήσουμε σε ένα νέο επίπεδο πρέπει πρώτα να καταπιούμε το πικρό χάπι και να δεχθούμε το προφανές. Να ζήσουμε στο πραγματικό επίπεδο που σήμερα μας επιβάλλουν τα οικονομικά μεγέθη της χώρας και να πάψουμε τις συγκρίσεις με το παρελθόν. Άλλωστε αυτό είναι γεμάτο με όλα τα ψέματα και τις αμαρτίες όσων έπαιξαν άμεσο ή έμμεσο ρόλο στη διάρκειά του.
Ζήσαμε επί δεκαετίες σε μια εικονική πραγματικότητα χωρίς να παρατηρούμε ότι γύρω μας αποδομείται όλος ο παραγωγικός ιστός της χώρας, ότι κλείνουν συνεχώς τα εργοστάσια και μικρές βιοτεχνίες, που οι τελευταίες για ιστορικούς λόγους αποτελούσαν τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας μας. Γενικά να υποβαθμίζονται και οι υπόλοιποι παραγωγικοί τομείς της εγχώριας οικονομίας. Τα γεγονότα αυτά δεν είναι άμοιρα βιαστικών κυβερνητικών «φιλολαϊκών μέτρων» αναντίστοιχων με τις αντοχές των επιχειρήσεων και τους όρους του υγιούς ανταγωνισμού. Ο εφησυχασμός των ιθυνόντων - ανεξήγητα εγκληματικός - ενώ συγχρόνως εμφανίζεται μια ύποπτης προέλευσης αντιπάθεια έως μίσος κάποιων ηλίθιων κρατικοβίωτων για κάθε τομέα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας λες κι επιδιώκουν να καταντήσουμε ένα σοβιετικής υφής καθεστώς.
Για να μην ανέβουν τα ποσοστά της ανεργίας αρχίζουν οι ασυγκράτητοι διορισμοί στον κρατικό μηχανισμό και στους πολυποίκιλους οργανισμούς που ξεφυτρώνουν κατά δεκάδες για γνωστούς αλλά κι άγνωστους μη προσδιορισμένους λόγους σε όλο το μήκος και το πλάτος της χώρας. Οι σχολές και τα Πανεπιστήμια να ανοίγουν σαν μανιτάρια για να βγάλουν αποφοίτους που λίγη έως μηδενική να είναι η συμβολή τους στην οικονομική ζωή κι ανάπτυξη της χώρας. Όλα να στελεχώνονται με το επιστημονικό και βοηθητικό προσωπικό, χωρίς καμιά μελέτη αν ο κρατικός προϋπολογισμός μπορεί να σηκώσει αυτά τα βάρη. Το ίδιο συμβαίνει και με τα νοσοκομεία και τα κέντρα υγείας. Οι επιπλέον ανάγκες χρηματοδότησης σε πρώτη φάση καλύφτηκαν από τα άφθονα χρήματα που μας έδινε στη αρχή η ΕΕ και στη συνέχεια χωρίς ντροπή και συγκρατημό από τον παράλογο δανεισμό.
Όλα αυτά μέσα σε μια ατμόσφαιρα ψευδεπίγραφης επαναστατικότητας συνδυασμένης για πρώτη φορά με τέτοια έκτασης ευμάρεια. Από το στρίμωγμα στο λεωφορείο για να πάμε στη δουλειά, αποκτήσαμε το δικό μας αυτοκίνητο κι αρκετοί διπλό για να ξεπεράσουν τους περιορισμούς στα μονά ζυγά. Τα κέντρα διασκέδασης φίσκα για να δούμε τα αστέρια και να μας δούνε οι άλλοι ότι πήγαμε. Τα πιάτα να σπάνε κατά δωδεκάδες και τα καλάθια με τα μαραμένα λουλούδια να ραίνουν τους εφήμερους ήρωες. Μη μου πείτε ότι ήταν δυο τρεις αυτοί. Η Ελλάδα γέμισε με Ελληνάδικα και μπαρ σε κάθε χωριό. Οι κακόμοιρες και με πεινασμένο μάτι Ουκρανές και Βουλγάρες ζούσαν με το όνειρο κάποιος στερημένος ερωτικά αγρότης να τις βάλει ένα στεφάνι για να εξασφαλιστούν στα γεράματά τους. Αλήθεια πόσες συντάξεις χηρείας πληρώνει το ασφαλιστικό μας σύστημα για τέτοιες περιπτώσεις;
Παρ’ όλα αυτά αντί τα παράπονα να μετριάζονται ανεξηγήτως αυξάνονται και μάλιστα σε κλίμα επιθετικότητας και πολεμικών απαιτήσεων. Όσο βελτιώνονταν τα πράγματα τόσο οι απαιτήσεις γίνονταν μεγαλύτερες. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα τελευταία χρόνια της κρίσης, παρά το γεγονός ότι τα έξοδα του κρατικού προϋπολογισμού υπερέβαιναν των εσόδων κατά διψήφιο νούμερο σε δις ευρώ, οι «εκπρόσωποι» των εργαζομένων - κυρίως στελέχη του στενού κι ευρέως κρατικού μηχανισμού -ισχυρίζονταν ότι διαβιούμε σε συνθήκες «σκληρής λιτότητας». Και η ανεύθυνη αυτή θέση εύρισκε ευήκοον ους σε αρκετά «προοδευτικά», αλλά ανεύθυνα κόμματα. Το τραγικό είναι ότι και οι κυβερνώντες αντί να εξηγήσουν πως έχουν τα πράγματα εύκολα υποχωρούσαν σε παράλογες απαιτήσεις της νέας ευνοημένης ποικιλοτρόπως τάξης των συνδικαλιστών
Ο κατήφορος άρχισε από νωρίς μετά τη μεταπολίτευση, αλλά φούντωσε με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Τότε χάθηκε το μέτρο. Το κριτήριο για τη λήψη μέτρων δεν ήταν η βιωσιμότητα τους, αλλά αν θα είναι αρεστά στο αποχαυνωμένο πλήθος των ψηφοφόρων. Ο μέσος Έλληνας είδε το κράτος σαν μια αγελάδα, που μπορεί χωρίς κόστος αδιάκοπα να την αρμέγει. Λίγοι έως σπάνιοι - κι αυτοί δειλά- μιλούσαν για τους μελλοντικούς κινδύνους. Θυμηθείτε τη σύσσωμη αντίδραση όλου του πολιτικού φάσματος στην τελευταία ευκαιρία να σωθεί κατά το δυνατόν το Ασφαλιστικό μας σύστημα από τις προτάσεις του Τάσου Γιαννίτση, που αναγκάστηκε να πάει στο σπίτι του. Και να σκεφτείς ότι ήταν κι αυτές διστακτικές σε σχέση με τις πραγματικές ανάγκες. Πού είναι οι εκατοντάδες χρυσοπληρωμένοι καθηγητές και σύμβουλοι να μας προειδοποιήσουν για το γκρεμό που πλησιάζει; Και μάλιστα στη συνέχεια χωρίς ντροπή να διεκδικούν και να δέχονται υπεύθυνες κυβερνητικές θέσεις, στεφανωμένοι και πολλές φορές με την ψήφο του «σοφού λαού». Αυτό δεν είναι απλώς φιλοδοξία. Είναι εγκληματική συμπεριφορά !
Οι ένοχοι είναι πολλοί. Στην κορυφή τοποθετώ τους ανεύθυνους πολιτικούς ηγέτες που ήξεραν την πορεία, αλλά κώφευαν μέσα στον κενόδοξο στόχο να διατηρηθούν στη κεντρική σκηνή της πολιτικής ζωής. Βλέπω τη σημερινή Βουλή, τους ανθρώπους που την απαρτίζουν το επίπεδο των συζητήσεων, την ιεράρχηση των απασχολήσεων και μού έρχονται δάκρυα στα μάτια για την κατάντια του θεσμού. Ένοχος δεν είναι κι ο «σοφός λαός» που τους ανέδειξε ελπίζοντας παράλογα σε νέα μάσα?
Αν πραγματικά θέλουμε την έξοδο από το τούνελ πρέπει να αποδεχθούμε «δυσάρεστες», επώδυνες αλλά απαραίτητες αλλαγές. Πρώτον, δραστικός περιορισμός του κρατικού μηχανισμού κι όλων των οργανισμών που σιτίζονται από το κράτος. Κίνητρα για ιδιωτικές επενδύσεις, έστω κι απλές ατομικές, πρωτοβουλίες εκεί που υπάρχει ή θα υπάρξει κάποια δυνατότητα. Έμπνευση κι αρωγή στον καθένα μας να οργανώσει την προσωπική του ζωή στην κατεύθυνση της παραγωγής προϊόντων που θα αυξήσουν τον εθνικό μας πλούτο. Κατάργηση των παραλυτικών επιδομάτων φιλανθρωπίας, που το μόνο που επιτυγχάνουν είναι να αδρανοποιούν ένα τμήμα του πληθυσμού και να το μετατρέπουν σε ζητιάνους. Κάποιες οριακές περιπτώσεις που υπάρχουν θα τις καλύπτουν ιδιωτικοί φορείς που υπάρχουν και στηρίζονται μόνο στην εθελοντική προσφορά. Το κράτος να περιοριστεί στον κεντρικό επιτελικό του ρόλο, αφού θα καθοριστούν με ακρίβεια οι όροι λειτουργίας των διαφόρων τομέων της ζωής. Αν εγκαίρως δεν παρθούν μέτρα μην ελπίζεται σε αλλαγή. Όσοι την υπόσχονται ψέματα λένε..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου