Πέμπτη 28 Ιουλίου 2016

52 ημέρες ( στη μπουμπουλίνας)
Είχα συνεχώς την έγνοια τους. Την τελευταία φορά που είδα τα κορίτσια τα βρήκα σε κακή κατάσταση. Απομονωμένες, άφραγκες, με στερήσεις ακόμα και φαγητού, κλεισμένες στο σπίτι, χωρίς να πέσει πάνω τους μια ακτίνα του ήλιου. Είχε προηγηθεί το μεγάλο χτύπημα του Ρήγα Φεραίου και η ανασύνταξη της οργάνωσης άργησε να έρθει. Τους το είπα
-Βγείτε επιτέλους έξω! Πάτε μια βόλτα, να σας δει λίγο ο ήλιος!
Το κακό είναι ότι μ’ άκουσαν. Αυτή τη φορά, για λόγους ανεξάρτητους από εμάς, έσπασε ο διάολος το ποδάρι του. Τις συνέλαβαν μέσα στο πλοίο για τη Σαλαμίνα! Αυτό το έμαθα αργότερα.
Τώρα ήμουν χαρούμενος γιατί θα πήγαινα στο σπίτι τους πάνοπλος με όλα τα απαραίτητα καλούδια. Στη τσέπη είχα και τα αναγκαία λεφτά. Όταν έφτασα στο απέναντι πεζοδρόμιο της οδού Βουλιαγμένης κοίταξα το απέναντι παλαιό σπίτι με τις εξωτερικές σκάλες και το προσυμφωνημένο σημάδι στα παραθυρόφυλλα του δωματίου δεν υπήρχε. Έπρεπε να φύγω και αυτό έκανα.
Όμως μια σκέψη άρχισε να με βασανίζει. Μήπως το ξέχασαν; Η σκέψη αυτή τριβέλιζε συνέχεια το μυαλό μου. Την επόμενη εβδομάδα, την ίδια μέρα και ώρα νάμαι πάλι στο απέναντι πεζοδρόμιο. Το σημάδι δεν υπήρχε και πάλι. Με βάση τους στοιχειώδεις κανόνες της παρανομίας εγώ έπρεπε να εξαφανιστώ και μάλιστα οριστικά.
Όμως δεν ήμουν ικανός να παίξω ούτε στα «τσικό» της ομάδας των κανόνων της παρανομίας. Αντίθετα με κυρίευσε ένα αίσθημα έντονης ανησυχίας για την τύχη τους. Διέσχισα τη Βουλιαγμένης, πήγα απέναντι, ανέβηκα τα σκαλιά, άνοιξα την εξωτερική πόρτα και, μετά κάποιους δισταγμούς, χτύπησα την πόρτα του δωματίου τους.
Ήμουν χαζός, χαζός με περικεφαλαία. Ναι! Αλλά αυτός ήμουν! Η πόρτα άνοιξε ακαριαία και ένα χέρι με τράβηξε βίαια μέσα στο δωμάτιο. Πέντε- έξι φάτσες εκ των οποίων η μια γνωστή και μη εξαιρετέα.
Ο Καραπαναγιώτης, υπεύθυνος του σπουδαστικού της Ασφάλειας τα χρόνια της έντονης συνδικαλιστικής μου παρουσίας.

-Βρε καλώς τον, βρε καλώς τον! Που ήσουν κρυμμένος εσύ; Χρόνια έχω να σε δω..
Αυτό ήταν αλήθεια. Είχα φύγει από την Αθήνα το καλοκαίρι του 1965 και σήμερα ήταν 19 Νοεμβρίου του 1968.
-Τώρα θα τα πούμε όλα!
Σηκωτό με μπουζουριάσανε σε ένα υπηρεσιακό αυτοκίνητο και ντουγρού για την Μπουμπουλίνας. Εγώ «ψύχραιμος», μουγγός, αφοπλισμένος, με άδειο μυαλό, χωρίς να έχω συνειδητοποιήσει το συμβάν. Το μυαλό σε στάση εργασίας να αρνείται ακόμη και τη στοιχειώδη λειτουργία.
Η πρώτη κρίσιμη ερώτηση
-Που κάθεσαι;
Είναι το πρώτο που ζητάνε από σένα. Να πάνε να ξεσκονίσουν τα πάντα, μήπως βρούνε καμιά άλλη άκρη για να προχωρήσουν οι συλλήψεις και στη συνέχεια να στήσουν καραούλι για το επόμενο κοροΐδο, σαν και μένα, που θα πέσει στη φάκα.
Ήταν τραγικό - αλλά τόσο αληθινό- ότι στη περίπτωσή μου δεν υπήρχε απάντηση στο ερώτημα. Δεν είχα δικό μου σπίτι. Αντί να έρχεται ο καθοδηγητής, ο Γιάννης Μπανιάς, στο δικό μου σπίτι και να μην ξέρω τίποτε άλλο γι’ αυτόν πήγαινα εγώ στο δικό του σπίτι , που ήταν σ’ ένα υπόγειο σε μια πάροδο της Αγίου Μελετίου κοντά στη Πατησίων. Αδιέξοδο!
Ποιο σπίτι να πω; Του Γιάννη Καούνη που πριν μια ώρα είχα φύγει και αυτός ετοίμαζε αμέριμνος το βραδινό φαγητό, πατάτες τηγανιτές μ’ αυγά; Ήταν σε ένα άλλο υπόγειο της Γενναίου Κολοκοτρώνη. Πριν φύγω του είχα πει
-Θα γυρίσω, να με περιμένεις.
Να πω του Δημήτρη Λογοθέτη, που είχε σαν ασφαλή και χρήσιμη κάλυψη το Θανάση Σκρουμπέλο, σ’ ένα ακόμη υπόγειο πίσω από την Αλεξάνδρας, κοντά στο Πεδίο του Άρεως; Ίσως αν έφτανα στο Αμήν αυτό να ήταν μια λύση, γιατί το σπίτι άδειαζε και ο Δημήτρης ετοίμαζε την έξοδο στο εξωτερικό και το όνομά του υπήρχε ήδη σε προηγούμενη δικογραφία.
Εγώ φορτωμένος αλλά και φορτισμένος με πληροφορίες για το τι γίνεται με αυτούς που συλλαμβάνονται και οδηγούνται στη Μπουμπουλίνας μεταφερμένες στόμα με στόμα και άρα εξογκωμένες και τραγικές Όταν φτάσαμε, σ’ ένα γραφείο έγινε η καταγραφή των στοιχείων της σύλληψης και αμέσως με ανέβασαν στη ταράτσα. Ήταν πια κοντά στα μεσάνυχτα.
Δεν είχα μυαλό να παρατηρώ τα κατατόπια και δε θυμάμαι πολλά. Ένα μεγάλο δωμάτιο με σκόρπιες καρέκλες, ένας νεροχύτης με τη βρύση του, ένα μακρύ άδειο τραπέζι και ο χαμηλός πάγκος. Σιδερένιος σκελετός και πάνω τρία ή τέσσερα καδρόνια, ο σταυρός του μαρτυρίου.
Εγώ όρθιος με τη μέση μου να ακουμπάει στο τραπέζι.
Γύρω να μαζεύονται σιγά-σιγά κάτι νταγλαράδες με φάτσες από βαριεστημένες έως αγανακτισμένες και βρισιές, ατμόσφαιρα χυδαία κι ανυπόφορη για το τσογλάνι που τους ξεσήκωσε από τις καρέκλες ή τους καθυστερεί να πάνε στο σπίτι τους.
-Τι ζητάς βρε ηλίθιε, δε βλέπεις ότι όλος ο κόσμος είναι με τον Παπαδόπουλο;
Άρχισαν τα πρώτα σκαμπίλια και οι κλωτσιές στα καλάμια.
-Πονάς ρε πούστη, πονάς;
Παρότι είχα περάσει κάποιες ιστορίες στο στρατό, τώρα αισθανόμουν άμαθος και πρωτάρης. Κρίνοντας εκ των υστέρων τα γεγονότα, μπορώ να ισχυριστώ ότι εκείνη τη νύχτα δεν ελπίζουν, ή ακόμη περισσότερο, δεν επιδιώκουν ντε και καλά να τους τα πεις νεράκι. Είναι μια νύχτα σωματικής προετοιμασίας για τα ψυχολογικά πειράματα των ημερών που θα επακολουθήσουν.
Ίσως εκείνη την εποχή να μην είχαν σπουδάσει στα μεγάλα Πανεπιστήμια της Ευρώπης, στην ψυχολογία του ανθρώπου και των αντιδράσεών του, όμως λόγω της συνεχούς επαφής τους με το «έγκλημα» είχαν «σπουδάσει» την επιστήμη. Ίσως με μια χοντροκοπιά, αλλά μην κάνετε το λάθος και τους υποτιμάτε. Σέρνουν πίσω τους χιλιάδες περιστατικά, σπουδές στο «Πανεπιστήμιο της ζωής». Πάνω από δυο δεκαετίες από την απελευθέρωση μέχρι τότε ήταν σε διαρκή άσκηση εξανδραποδισμού των ανθρώπων και αποδόμησης της προσωπικότητάς τους.
Εδώ σ’ αυτό το Πανεπιστήμιο φοίτησαν και αυτές τις εμπειρίες κατείχαν.
Μπουνιές στο στομάχι, να κόβεται η ανάσα, μπουνιές στο στήθος στο πρόσωπο και συνεχείς βρισιές για ότι μπορεί να αγαπάς και να σέβεσαι
-Βγάλε τα ρούχα σου τσόγλανε!
Ο ευτελισμός να είναι πλήρης.
Άρχισαν τα αίματα. Στα φρύδια, τη μύτη, το στόμα, γδαρσίματα στο στήθος, τα πλευρά και συ όρθιος. Αν πας να πέσεις , να σε κρατάνε όρθιο με το ζόρι. Όμως παρόλα αυτά προσέχουν να μην υπάρξουν μόνιμες βλάβες Ότι πάθεις να γειάνεται με τον καιρό Έγιναν παρεκτροπές, αλλά περισσότερο θα πρέπει να ήταν ατυχήματα. Η Χούντα δεν άντεχε καραμπινάτα σκάνδαλα. Η Ευρωπαϊκή απομόνωση της κόστιζε ακριβά και οι Αμερικάνικες υπηρεσίες που τη στήριζαν συνιστούσαν μετριοπάθεια. Μη τρελαθούμε κιόλας. Αν επιζητούσαν τον οριστικό αφανισμό μας θα είχαμε εκατόμβες θυμάτων.
Με ξάπλωσαν στον πάγκο, δέσιμο του σώματος. Τώρα σιωπηλοί, λες κι έχουν να τελειώσουν τη βάρδια τους, να πιάσουν τη νόρμα που έχουν χρεωθεί. Στη φάλαγγα αυτό με το οποίο χτυπούσαν τα πέλματα ίσως ήταν ένα απομεινάρι σιδεροσωλήνα από μια υδραυλική επισκευή. Ό,τι όμως και να ήταν, τα πρώτα χτυπήματα, τα ένιωσα, πάνω από τη φαντασία, οδυνηρά. Μια ηλεκτρική εκκένωση που διαπερνούσε τη σπονδυλική στήλη κι έφτανε σαν γδούπος στον εγκέφαλο. Υπάρχει, άραγε, κλίμακα πόνου με αντίστοιχα Ρίχτερ; Ο πόνος δε περιγράφεται, απλώς βιώνεται. Αυτή τη φορά ούρλιαξα. Μια απελπισμένη κραυγή που ήταν αδύνατο να απορροφηθεί από τους τοίχους και θα έφτασε φαντάζομαι σχεδόν αναλλοίωτη στις απέναντι πολυκατοικίες της Τοσίτσα. Δε ξέρω, ο πόνος αυτός δεν αντέχεται.
Ευτυχώς μετά από κάποια χτυπήματα η περιοχή νεκρώνεται και δεν αισθάνεσαι σχεδόν τον πόνο Μάλλον δεν έχασα εντελώς τις αισθήσεις μου, με κλειστά τα μάτια ονειρευόμουν, ενώ οι λύκοι συνέχιζαν να ξεσχίζουν τις σάρκες μου.
Θάταν προς το ξημέρωμα όταν με κατέβασαν σ’ ένα δωμάτιο- κρατητήριο ορόφου και με πέταξαν πάνω σ’ ένα παλαιό κρεβάτι με διαλυμένο στρώμα. Δίπλα σαν προσκεφάλι ένα κουβάρι, τα ρούχα μου. Η αδρεναλίνη με κράταγε ζωντανό, σε συναγερμό και εγρήγορση.
Τώρα ήταν η πιο βασανιστική φάση της περιπέτειας μου στη Μπουμπουλίνας: Η αναμονή της επανάληψης. Οι λύκοι όπου νάναι θάρθουν πάλι. Ήμουν χαζός να έχω αυτή την αγωνία τότε. Στη κατάσταση που ήμουν δεν είχαν νόημα άλλα βασανιστήρια. Όμως εδώ πιάστηκα Κώτσος, όλη η αγωνία πήγε χαράμι. Πράγματι την άλλη μέρα δεν άνοιξε η πόρτα. Ο οργανισμός μου έκανε την πρώτη ανασυγκρότηση. Η επάνοδος των αισθήσεων έφερε και τους πόνους σ’ όλο το σώμα, αλλά κυρίως στις πατούσες. Τις αισθανόμουν στραπατσαρισμένες. Ούτε πείνα, ούτε δίψα. Μόνο η αγωνία της αναμονής.
Έπρεπε να είμαι πιο ψύχραιμος, πιο πραγματιστής. Αλλά εκ των υστέρων όλοι τα ξέρουμε. Το θέμα είναι εκεί τη στιγμή, πάνω στη βράση, όταν κολλάει το σίδερο. Χιλιάδες σκέψεις, απανωτοί συνδυασμοί, όμως το μυαλό του ενός ανθρώπου έχει τα όριά του.
Πρώτη και κυρίαρχη σκέψη:
Μην πάρω άλλον άνθρωπο στο λαιμό μου. Το χτύπημα να σταματήσει εδώ. Στην άκρη του κρεβατιού, στο εσωτερικό στήριγμα, είδα μισό ξυραφάκι ΑΣΤΟΡ, αφημένο ποιος ξέρει από ποιον και πότε. Τότε καρφώθηκε στο μυαλό η φαρμακερή σκέψη. Να τελειώσω εγώ τον εαυτό μου, να δώσω ένα προσωπικό τέλος στη περιπέτεια.
Ένιωσα μια παράξενη ανακούφιση. Αν τα πράγματα ξεπερνούσαν τα όρια θα τόκανα. Θάκοβα τις φλέβες μου! Ξήλωσα τη φόδρα στο πάνω μέρος του παντελονιού και τόχωσα μέσα. Δε θα το πιστέψετε. Ένα αίσθημα ασφάλειας και ανακούφισης με κυρίευσε. Η επόμενη επαφή μαζί του ήταν αργότερα στις φυλακές Αβέρωφ όταν ψηλαφίζοντας τυχαία το λουρί στο παντελόνι. που φορούσα ένιωσα τη σκληράδα του. Ευτυχώς το είχα ξεχάσει. Το πέταξα στα σκουπίδια και από ντροπή δε το είπα πουθενά.
Τη δεύτερη μέρα σηκώθηκα καθιστός κι έβαλα το παντελόνι και το πουκάμισο. Προς το απόγευμα μπήκε στο δωμάτιο ένας νεαρός αστυφύλακας με ένα πιάτο φαΐ και ένα ποτήρι νερό. Το καταβρόχθισα μέχρι κεραίας. Τι πλάσμα είναι τέλος πάντων ο άνθρωπος!
Οι μέρες περνούσαν, χωρίς τη συγκλονιστική εξέλιξη. Η γνωστή αναμονή, καταλαγιασμένη λίγο, με συντρόφευε συνεχώς. Ένα πρωί άνοιξε απότομα η πόρτα και ο επισκέπτης έβαλε μέσα μόνο το κεφάλι του και μου έριξε ένα έντονο εξεταστικό βλέμμα
-Είμαι ο Λάμπρου, είπε. Εμείς θα τα ξαναπούμε!
Δεν τον είχα γνωρίσει προηγουμένως. Την άλλη μέρα το μεσημέρι μπήκε στο δωμάτιο μια γνωστή μου φάτσα ντυμένος λοχαγός της ΕΣΑ, ο Μπάμπαλης.
- Θα σε μεταφέρουμε στην ΕΣΑ. Να είσαι έτοιμος. Αυτά ήταν
δυο χαρακτηριστικά επεισόδια που θυμάμαι.
Και οι δυο έχουν λιώσει, από χρόνια, στους τάφους τους. Φρόντισαν γι’ αυτό μερικοί αυτόκλητοι και αμετροεπείς δικαστές και δήμιοι - που αυτοδιορίστηκαν ως οι εκτελεστές των επιθυμιών των λαϊκών μαζών- χάνοντας την αίσθηση ότι αμαυρώνουν με αυτόν τον τρόπο τους έγκαιρα χρονικά αγώνες κάποιων άλλων.
Το χειρότερο όλων είναι ότι καταμετρώνται ως Αριστεροί, κάτι που με φέρνει σε αφάνταστα δύσκολη θέση. Πότε ιστορικά τα «αντίποινα» και οι «εκδικήσεις» έλυσαν προβλήματα;
Θα το πω καθαρά και ξάστερα: Τα θεωρώ εγκλήματα καθαρού ποινικού χαρακτήρα που προξένησαν ποικίλες και σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στους αγώνες του λαού για μια καλύτερη κοινωνία, για μια καλύτερη πατρίδα.
Όχι! Όχι!
Μου είναι ξένοι και ανεπιθύμητοι. Βρίσκονται σε άλλη όχθη από μένα. Ισχυρίζονται ότι ανήκουν στην Αριστερά. Τότε για τον εαυτό μου πρέπει να βρω έναν άλλο προσδιορισμό.
Είμαι ένας ανήσυχος πολίτης, που αγαπώ τον τόπο και το λαό που ζει σ’ αυτόν, σέβομαι την πολυτάραχη ιστορία του και θέλω να βοηθήσω για να καλυτερέψουν τα πράγματα. Η δική μου εμπειρία δείχνει ότι θαύματα δεν γίνονται, ούτε ριζικές ανατροπές του σκηνικού. Η πορεία διαδραματίζεται βήμα- βήμα, με αγκομαχητά στην ανηφόρα, κατρακυλίσματα προς τα πίσω και πάλι κυνηγητό προς τα εμπρός. Μου αρκεί ο τελικός απολογισμός να είναι θετικός.
Πέρασαν δυο-τρεις μέρες, σαν να με ξέχασαν. Προς το βράδυ δυο νεαροί αστυφύλακες μου είπαν.
-Μεταφέρεσαι στο υπόγειο! Βάλε τα παπούτσια σου!
Μια κουβέντα είναι αυτή. Οι πληγές στις πατούσες, που ήταν και οι πιο σοβαρές, μόλις είχαν αρχίσει να φτιάχνουν τα πρώτα μαλακά καύκαλα. Με τις κάλτσες εγώ, κατεβήκαμε στα κελιά του υπογείου.
Αργότερα μπόρεσα να εξηγήσω το λόγο της βιαστικής μεταφοράς.
Η Ασφάλεια είχε κάνει νέο χτύπημα. Η υπόθεση του Γρηγόρη Φαράκου. Στο δωμάτιο μου «φιλοξενήθηκε» στη συνέχεια ο Γρηγόρης. Το νέο μου κελί ήταν ένα παραλληλόγραμμο 2 επί 1,5 με τσιμεντένιο βρώμικο δάπεδο και σε μια γωνιά του ένα σπάραγμα κουβέρτας που έζεχνε από παλαιές μυρωδιές αίματος και κατρουλιών.
Μια νέα φάση άρχιζε. Δεν είχα τις αγωνίες των πρώτων ημερών και είχα κατασταλάξει στο τι θα ισχυριστώ. Ανέλπιστη βοήθεια ήταν η απασχόλησή τους με τη νέα πολυάριθμη υπόθεση. Άρχισε η ρουτίνα του χρόνου που αργοκυλούσε. Ανακάλυψα έναν τρόπο να περνάει ο χρόνος. Δυστυχώς, μολύβι και χαρτί δεν υπήρχε περίπτωση να έχω. Η κουβέρτα ξέφτιζε εύκολα κι έβγαζα κλωστές και νήματα διαφόρων μεγεθών, τις έκοβα σε ένα μετρημένο σταθερό μήκος και προσπαθούσα στο κάθε κομμάτι να κάνω τους περισσότερους, κατά το δυνατόν, κόμπους. Ογδόντα πέντε, ενενήντα δυο, εκατό τρεις. Αγώνας για νέο ρεκόρ.
Μας έφερναν φαγητό και νερό και κατάλαβα ότι ήμασταν πολλοί.
Με κυρίευσε η ανάγκη της επικοινωνίας με τους συμπάσχοντες. Να φωνάξεις δε γινόταν. Είχα διαβάσει παλαιότερα τα βιβλία του Άρθουρ Κέσλερ. Το Μηδέν και το Άπειρο, ο Κομισάριος κι ο Γιόγκι. Δε θυμάμαι καλά σε ποιο περίγραφε ένα τρόπο επικοινωνίας του τραγικού του ήρωα μέσω ενός ηχητικού αλφάβητου. Χωρίζεις το αλφάβητο σε ομάδες, εδώ τέσσερεις. Η πρώτη ομάδα προσδιορίζεται μ’ έναν χτύπο, η δεύτερη με δυο κ.ο.κ. Η κάθε ομάδα επομένως έχει έξι γράμματα και προσδιορίζονται από τους αντίστοιχους ήχους. Το μυαλό ακόμη νεανικό και σε αναγκαστική εγρήγορση.
Άρχισα από τη μια πλευρά. Το χτύπημα του αλφάβητου μια φορά, δυο φορές, δέκα. Σιγά και από την εσωτερική πλευρά του τοίχου. Αναπάντεχα μου ήρθε η απάντηση. Δηλαδή ο διπλανός κρατούμενος κατάλαβε το αλφάβητο. Άρχισε η συνεννόηση. Ήταν ένα νέο παιδί, σαν και μένα, τραπεζικός υπάλληλος, ο Βαγγέλης από τον Πειραιά. Τα περισσότερα τα ξέρω εκ των υστέρων, αφού υπήρξαμε συγκρατούμενοι στις φυλακές Αβέρωφ και Κορυδαλλού. Ο Βαγγέλης είχε λογοτεχνικές ανησυχίες και μέσα στη φυλακή έγραψε ένα μεγάλο ποίημα που αναφέρεται σ’ αυτό το γεγονός.
Από την άλλη πλευρά ήταν ο Γιάννης, ένα στέλεχος του ΚΚΕ. Επί τρεις μέρες χτυπούσα το αλφάβητο στον τοίχο.
Όταν επιτέλους πήρα επαφή η πρώτη ερώτηση του ήταν με ποια οργάνωση πιάστηκα. Όταν απάντησα «Ρήγας Φεραίος», έπεσε του τάφου η σιωπή. Καμιά απάντηση. Ήμουν από τους «αναθεωρητές». Στη συνέχεια έζησα και με αυτόν επίσης χρόνια στη φυλακή.
Κάποια στιγμή ήρθε η ώρα να κάνω τη προσωπική μου κατάθεση. Δέχτηκα τη συμμετοχή μου στην οργάνωση του Ρήγα Φεραίου, δέχτηκα ότι καθοδηγούσα τα δυο κορίτσια, την Πόπη και την Μαργαρίτα, δέχτηκα ότι με φιλοξενούσε ο Δημήτρης και ότι καθοδηγητής μου ήταν ο Γιάννης. Σαν σάλτσα μίλησα για ένα φανταστικό ραντεβού στη Σεβαστουπόλεως και έναν πολύγραφο που θα μου έδιναν στο μέλλον. Έτσι το νέο πρόσωπο που έβαλα σε δικογραφία ήταν ο Γιάννης. Ευτυχώς όμως όταν εκτάκτως μεταχθήκαμε στη Λάρισα να δικαστούμε στο τοπικό έκτακτο Στρατοδικείο ο Γιάννης αθωώθηκε. Είχε συλληφθεί από ανεξάρτητους λόγους λίγο πριν τη δίκη. Δυστυχώς βέβαια δεν απόκτησε την ελευθερία του, αφού στάλθηκε κατευθείαν εξορία στο νησί
Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα και εγώ στο κελί μόνος, απομονωμένος με πληγές που επιτέλους βρίσκονταν στο τελευταίο στάδιο της ίασης, βρώμικος, άπλυτος για ένα μήνα και κάτι παραπάνω. Η Ντόρα μου είχε στείλει καθαρά εσώρουχα και έλιωνα για ένα μπάνιο.
Ένας νέος αστυφύλακας που έχει βάρδια τη νύχτα κάθε τόσο ανοίγει το παραθυράκι για να μας έχει υπό έλεγχο.
Παίρνω το θάρρος και του πετάω:
-Σε παρακαλώ, να κάνω ένα μπάνιο!
- Δε μπορώ να βοηθήσω, απαγορεύεται!
-Σε παρακαλώ, Άγιες Μέρες είναι και βρωμάω.
Δεν είπε τίποτα. Όταν, μετά δυο μέρες ήταν πάλι υπηρεσία, κάποια στιγμή άνοιξε την πόρτα και με προφανή ανησυχία μου είπε
-Γρήγορα! .. Γρήγορα!
Ήταν ένα ντουζ με παγωμένο νερό, αλλά ένιωσα μια ευχαρίστηση λες και ήταν σάουνα. Οι υπόλοιπες μέρες ήταν μέρες γραφειοκρατικής αναμονής. Την ημέρα του Αη Γιάννη, 1969 πια, έφτασα στις φυλακές Αβέρωφ γεμάτος με παράξενα και ανάμεικτα συναισθήματα ανάμεσα σε αγαπημένους φίλους, συντρόφους των φοιτητικών και νεολαιίστικων αγώνων στα προδικτατορικά χρόνια. Είχα να τους δω από το 1965. Κατά τη μεταγωγή μου από την Ασφάλεια στη φυλακή έγινε ένα ωφέλιμο για μένα γραφειοκρατικό λάθος. Ο υπάλληλος που μου έδωσε τα προσωπικά είδη που κατασχέθηκαν τη στιγμή της σύλληψης- δηλαδή το απολυτήριο του στρατού με τη κακή διαγωγή, το λουρί του παντελονιού, τα γυαλιά μυωπίας- μου έδωσε «καθ’ υπέρβασιν», όπως ειπώθηκε, και τα χρήματα που είχα επάνω μου, 8.500 δρχ. ποσό σεβαστό για τα μέτρα της εποχής. Κανονικά αυτό έπρεπε να κατασχεθεί. Όταν μετά από λίγες μέρες το συνειδητοποίησαν, ήρθε άρον-άρον αξιωματικός της Ασφάλειας στη φυλακή να τα πάρει. Όμως αυτά είχαν ήδη κάνει φτερά, γυρνώντας στον αρχικό τους κάτοχο. Έτσι, για να δικαιολογήσουν την έλλειψή τους έγραψαν ένα χαρτί που υπέγραψα προφανώς ότι ήταν δικά μου, από την τρίμηνη απασχόλησή μου, ως φορτοεκφορτωτής στην αποθήκη της Ζίμενς.
Είχαν συμπληρωθεί 52 ολόκληρες μέρες. Μετά από τόσα χρόνια που πέρασαν, εκ των υστέρων, αναρωτιέσαι και λες τι είναι αυτό που σε κρατάει όρθιο και αξιοπρεπή. Τα πολιτικά σου πιστεύω, η ιδεολογία σου, το όραμα της ιδανικής για σένα κοινωνίας;
Αυτά μέσα μου ήταν τόσο θολά κι αμορφοποίητα. Υπήρχαν σίγουρα τάσεις, ροπές, αλλά όχι συγκεκριμένα σχήματα και αντίστοιχες δομές. Μόνο ακούσματα για μια ιδεολογία και πασαλείμματα αναγνώσεων από τα πρωτότυπα. Πρέπει, εδώ που ξεγυμνώνουμε τη ψυχή μας, να ομολογήσω κάτι. Όταν διάβασα το πρώτο μαρξιστικό βιβλίο δεν εντυπωσιάστηκα, αλλά δεν κατάλαβα και πολλά. Δεν έβαλα όμως το αναπόφευκτο ερώτημα:
- Μήπως δε φταίω μόνο εγώ;
Αργότερα όταν, για λόγους δικούς μου, έχοντας σπουδάσει Φυσική και γνωρίζοντας την αξία και το μέγεθος του Αυστριακού φυσικού Μαχ, απαλλαγμένος από τις αρχικές προκαταλήψεις, διάβασα το βιβλίο του Λένιν « Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός » κατέληξα στο «βλάσφημο» συμπέρασμα ότι είναι ένας λίβελος πολεμικού χαρακτήρα γραμμένος στο πόδι. Η αλήθεια, τελικά, είναι κάπου στη μέση. Όταν γράφτηκε το βιβλίο ικανοποιούσε μια σκοπιμότητα της συγκυρίας και της πολιτικής διαπάλης. Δεν επιτρέπεται με τη σημερινή ματιά, την ασφάλεια της σύγχρονης κοινωνίας να κρίνεις, «ελαφρά τη καρδία », συμβάντα πριν από εκατό χρόνια.
Μήπως με στήριζε το μίσος απέναντι στους ανθρώπους που με αντιμετώπισαν σαν μια ιδιότυπη περίπτωση «ασυμφωνίας με το μέσο όρο» για να αποσπάσουν από μένα αυτό που εκ των προτέρων ήθελαν χρησιμοποιώντας απάνθρωπες «τεχνικές βίας»;
Όχι! Όχι! Πιστέψτε με! Το αίσθημα του μίσους ίσως να μου είναι άγνωστο. Θυμώνω, εξοργίζομαι, μου έρχεται να σκοτώσω, αλλά αυτές οι επιθυμίες είναι στιγμιαία αδικήματα. Μετά από λίγο τάχει πάρει το ποτάμι. Μένει μόνο μια ασυνείδητη αντιπάθεια, μια τάση αποφυγής ίδιων καταστάσεων.
Περισσότερο κλίνω στις προσωπικές ενοχές, που δημιουργούνται από τη «χριστιανική παράδοση της αμαρτίας» απέναντι σε φίλους, συντρόφους στη κοινή προσπάθεια.
Τι θα πουν οι φίλοι, τι θα πουν οι άλλοι, αλλά και το σπουδαιότερο, πως θα μπορέσω να συμβιώσω με τον ίδιο μου τον εαυτό στη συνέχεια.
Δε ξέρω τελικά πιο είναι πλήρως το σωστό. Αυτό νιώθω σήμερα και αυτό γράφω.
Ήδη και πριν τη σύλληψη μου ήμουν σε απόγνωση.
Αφελώς αναρωτιόμουν:
-Πως γίνεται να συνεχίζεται απτόητη η ζωή;
Όμως μπορούσε να γίνει και διαφορετικά;
Να σταματήσουν οι ταφές στα νεκροταφεία, οι γέννες στα μαιευτήρια, οι γάμοι στις εκκλησίες, τα γλέντια στις επετείους, τα φλερτάκια στα θρανία, οι έρωτες στις γειτονιές, οι κρυφοί αναστεναγμοί στα απόμερα μέρη;
Δε γίνεται!
Κάθε πρωί οι δρόμοι θα γεμίζουν, θα ανοίγουν τα μαγαζιά, θα γίνονται όλων των ειδών τα αλισβερίσια, το βράδυ θα γεμίζουν οι σινεμάδες, στις κρεβατοκάμαρες θα γίνονται νέοι κόμποι στο κομποσκοίνι της ζωής. Η ζωή δε έχει άλλη επιλογή από τη συνέχισή της.
Εγώ ήμουν εκείνος που ονειροβατούσε! Όμως να σας πω κάτι; Οι ψευδαισθήσεις είναι αναπόσπαστο μέρος της ζωής. Οι αναμνήσεις του ανθρώπου είναι ένα σύνθετο οικοδόμημα από αληθινά γεγονότα, ανεκπλήρωτες επιθυμίες και ψευδαισθήσεις που προς στιγμή θεωρήθηκαν γεγονότα.
Ιούλιος 2008

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου