Το πορνείο των Βούρλων, ο Μανώλης Κανελλής κι ένα
ατάσθαλο ιστολόγιο (συνεργασία πό Spatholouro)
Το ιστολόγιο
έχει ασχοληθεί κι άλλη φορά με τα Βούρλα, με αφορμή τη μεγάλη απόδραση των
27 κομμουνιστών κρατουμένων το 1955. Αλλά πριν γίνουν φυλακή τα Βούρλα ήταν,
για αρκετά μεγαλύτερο χρονικό διαστημα, πορνείο ή μάλλον ολόκληρος συνοικισμός
πορνείων, κλεισμένος με εξωτερικό περιτείχισμα.
Σήμερα
δημοσιεύω ένα εκτενές άρθρο, γραμμένο από τον φίλο μας Spatholouro, που
δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο περιοδικό «συλλογές» (τχ. 381, Απρίλιος 2017, σελ.
375-379) του Αργύρη Βουρνά. Επειδή το περιοδικό αυτό είναι περιορισμένης
κυκλοφορίας, κυρίως μέσω συνδρομητών, έκρινα ότι αξίζει και η διαδικτυακή
δημοσίευση του άρθρου.
Συμμερίζομαι
τη διαπίστωση του συντάκτη ότι «το Διαδίκτυο ομολογουμένως συγκαταλέγεται
μεταξύ των κινήσεων που κάνει όποιος ενδιαφέρεται για κάτι που τον απασχολεί»
οπότε δεν είναι περιττή η ανασκευή απόψεων που έχουν δημοσιευτεί σε ιστολόγια
-εννοείται βέβαια ότι ευχαρίστως στα σχόλια θα φιλοξενηθεί και οποιαδήποτε
απάντηση.
Επειδή στο
κείμενο γίνεται αναφορά σε ένα παλιό άρθρο του λογοτέχνη Μανώλη Κανελλή,
παρακάλεσα το Spatholouro να πληκτρολογήσει και αυτό το άρθρο, που το δημοσιεύω
στο τέλος, μαζί με φωτογραφίες από την αρχική δημοσίευση στην εφημ. Ανεξάρτητος
το 1933. Διατηρώ την ορθογραφία κτλ. αλλά κάνω μια πολύ μικρή επέμβαση
στο πρώτο άρθρο, στο σημείο όπου γίνεται λόγος για μια έκφραση παρμένη από τον
Δάντη. Προσθέτω το πρωτότυπο τρίστιχο για να φανεί ότι πρόκειται για την πολύ
γνωστή έκφραση guarda e passa, που έχει γίνει και με τη μορφή αυτή παροιμιώδης
και στα ελληνικά.
Το πορνείο
των Βούρλων, ο Μανώλης Κανελλής κι ένα ατάσθαλο ιστολόγιο
Κατά τη
διάρκεια της εργώδους ερευνητικής προσπάθειας που καταβάλλεται εδώ κι έναν
χρόνο (από τον Σπύρο Παπαϊωάννου και τον υποφαινόμενο), προκειμένου να ανασυσταθεί
κατά το μέτρο του εφικτού το χρονικό των «Βούρλων» Δραπετσώνας, δηλαδή του
μεγάλου θεσμοθετημένου πορνείου που λειτούργησε εκεί από το 1876 έως το 1941,
καμμία πηγή πληροφόρησης δεν κρίθηκε εκ μέρους μας αμελητέα. Πέρα από την
κοπιώδη αναδίφηση σε συγχρονικές πηγές (όπως ο ημερήσιος και περιοδικός Τύπος)
και παντοειδή φωτογραφικά και άλλα αρχεία, το Διαδίκτυο ομολογουμένως
συγκαταλέγεται μεταξύ των κινήσεων που κάνει όποιος ενδιαφέρεται για κάτι που
τον απασχολεί, είτε απλώς για να λάβει μία πρώτη και πρόχειρη πληροφόρηση είτε
και για ερευνητικούς λόγους.
Ένα
ιστολόγιο για τον Πειραιά και ορισμένα προβλήματα
Έτσι κι
εμείς, κατά τη σχετική πλοήγησή μας στο διαδίκτυο, εντοπίσαμε για το θέμα που
μας απασχολεί δημοσιεύματα του -πειραϊκού ενδιαφέροντος- ιστολογίου «Πειραιόραμα
ιστορίας και πολιτισμού» που διατηρεί ο Στέφανος Μίλεσης,
δημοσιογράφος, συγγραφέας, ιστορικός ερευνητής και Πρόεδρος της «Φιλολογικής
Στέγης Πειραιώς». Καθώς έχουμε αναγνώσει όλες τις αναρτήσεις του εν λόγω
ιστολογίου, η ταπεινή μας γνώμη είναι ότι αυτό θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με
αρκετές επιφυλάξεις, διότι σε πολλά του άρθρα-αναρτήσεις έχουμε παρατηρήσει ότι
σχεδόν ποτέ δεν γίνεται ακριβής παραπομπή στις πηγές από όπου αντλεί ο
ιστολόγος για να συντάξει τα κείμενά του, έτσι ώστε ο αναγνώστης να έχει την
αυτονόητη ευχέρεια να διαπιστώνει εάν τα αναγραφόμενα στις πηγές μεταφέρονται
επακριβώς και χωρίς λάθη, όπως επίσης και για να διαπιστώνει τον ενδεχόμενο βαθμό
παρέμβασης του κειμενογράφου, εάν τυχόν ο τελευταίος διασκευάζει κατά το
δοκούν κάποια πηγή ή και αλλοιώνει το πρωτότυπο κείμενο, όπως και πράγματι
συμβαίνει σε αρκετές περιπτώσεις.
Αναφέροντας
ενδεικτικά κάποιες περιπτώσεις «διαχείρισης» των πηγών εκ μέρους του ιστολόγου,
θα παραπέμπαμε καταρχάς στην ανάρτηση «Ένας Πειραιώτης φωτογραφίζει τον
Παπαδιαμάντη», όπου υποδεικνύεται ως πηγή τα Φιλολογικά απομνημονεύματα του
Π. Νιρβάνα. Εάν συγκρίνει κανείς το πρωτότυπο κείμενο του Νιρβάνα με αυτό που
δημοσιεύει ο ιστολόγος, παρατηρεί ποικίλες προσθαφαιρέσεις, διασκευές και
αλλοιώσεις του κειμένου του Νιρβάνα, χωρίς να σώζεται το πράγμα από τη δήλωση
του ιστολόγου ότι το πρωτότυπο κείμενο «προσαρμόστηκε σε μέγεθος ανάρτησης».
Άλλη μια ενδεικτική περίπτωση αφορά το κείμενο «Στα παλιά καφενεία του
Πειραιά», το οποίο αρχικά, εάν δεν μας γελά η μνήμη μας (εάν μας γελά, ζητούμε
εκ των προτέρων συγγνώμη), φερόταν υπό την υπογραφή του κ. Μίλεση, ενώ κατόπιν
αναγνωστικής παρέμβασης αντικαταστάθηκε από την υπογραφή του Πειραιώτη
δημοσιογράφου και συγγραφέα Χρ. Λεβάντα. Μία τρίτη, εντελώς ενδεικτική και
αυτή, περίπτωση, αφορά την ανάρτηση «Στα χασισοποτεία του Πειραιά του Francis
Carco (1935)», η οποία και συμπεριλαμβάνεται στο πρόσφατο βιβλίο του κ. Μίλεση,
με τίτλο Πειραϊκές Ιστορίες του Μεσοπολέμου (εκδ. Κυριακίδη,
Θεσσαλονίκη, Δεκ. 2016), που αποτελεί μια ανθολόγηση αναρτήσεών του από το
ιστολόγιο. Στο κείμενο του Carco, λοιπόν, το πρώτο που παρατηρεί κανείς είναι
ότι ούτε στη διαδικτυακή ανάρτηση ούτε στην έντυπη έκδοσή της στο βιβλίο
αναφέρεται η πηγή από την οποία άντλησε ο ιστολόγος, παρά μόνο η «πληροφορία»
ότι «δημοσιεύθηκε στον ημερήσιο τύπο τον Μάιο του 1935», χωρίς να
διευκρινίζονται τα αυτονόητα, δηλ. εάν η δημοσίευση είναι από κάποιο γαλλικό
περιοδικό και ποιο είναι αυτό ή από τον ελληνικό Τύπο και ποια εφημερίδα. Δηλ.
στην περίπτωση αυτή δεν τηρήθηκε ούτε η δεοντολογική αυτοδέσμευση του ιδίου στη
σελ. 243 του βιβλίου του: «Οι πηγές στις οποίες βασίστηκα είτε αναγράφονται
εντός του κύριου κειμένου της αφήγησης είτε έχουν τη μορφή των υποσημειώσεων».
Το δεύτερο -και σπουδαιότερο- είναι πως το δημοσιευόμενο κείμενο του Carco,
χωρίς αυτό να δηλώνεται πουθενά από τον ιστολόγο, αποτελεί στην πραγματικότητα
εξαιρετικά συντομευμένη και διασκευασμένη θα λέγαμε εκδοχή (π.χ. αποσιωπάται
ότι ο συνοδός του Carco είναι αστυνομικός και αναφέρεται ως απλώς φίλος του…),
από το πρωτότυπο γαλλικό κείμενο στο περιοδικό Voila, τχ. 215
(4/5/1935), με τον πρωτότυπο γαλλικό τίτλο «Haschisch», ενώ επιπροσθέτως ο
ιστολόγος αγνοεί τη μεταφορά του γαλλικού κειμένου στα ελληνικά από την
εφημερίδα Ελεύθερος Άνθρωπος (7/5/1935) με τίτλο «Ο Φρανσίς Καρκό
περιγράφει τα χασισοποτεία του Πειραιώς».
Μία άλλη
-γενικότερη- παρατήρηση που θα είχαμε να κάνουμε, όσον αφορά το ιστολόγιο,
είναι ότι όλες οι αναδημοσιευόμενες φωτογραφίες, εικόνες κλπ, από τα πρωτότυπα
κείμενα των εφημερίδων κλπ πηγών, φέρουν επάνω τους τη στάμπα του υδατόσημου
του «Πειραιοράματος», ωσάν το τελευταίο να είχε την κυριότητα των εν λόγω, αναδημοσιευόμενων
επαναλαμβάνουμε, φωτογραφιών. Το γεγονός αυτό προκαλεί αλγεινή εντύπωση στον
αναγνώστη, καθώς το δεοντολογικώς αυτονόητο θα ήταν να λείπει το υδατόσημο και
στη θέση του να υπάρχουν επακριβείς παραπομπές στις πηγές, οι οποίες, ως μη
όφειλε, παραμένουν παρασιωπημένες στο ιστολόγιο.
Το πορνείο
των Βούρλων
Θα
μπορούσαμε να πολλαπλασιάσουμε τα παραπάνω παραδείγματα, αλλά είναι καιρός να
εστιάσουμε στο αντικείμενο του ερευνητικού μας ενδιαφέροντος, δηλ. τα «Βούρλα».
Στο πλαίσιο της εν λόγω ερευνητικής μας κατεύθυνσης, φυσικό κι επόμενο ήταν
να προσελκύσουν την προσοχή μας σχετικές αναρτήσεις του κ. Μίλεση, και
όλως ιδιαιτέρως η ανάρτηση με τον εντυπωσιακό τίτλο «Μαντάμ Ντουντού: Η
δράκαινα των Βούρλων και η θρυλική Λουμπίνα». Το ίδιο αυτό άρθρο, μαζί με άλλο
διαδικτυακό, πάλι για τα «Βούρλα», συμπεριλήφθηκε μάλιστα στο προαναφερθέν
βιβλίο του, στις σελ. 69-77.
Το βιβλίο
προλογίζει ο Π. Αβραμίδης, πρόεδρος της Δημοτικής Ραδιοφωνίας Πειραιά. Ο κ.
Αβραμίδης μας ενημερώνει ότι «το βιβλίο υπογράφει ο γνωστός πειραιολάτρης
συγγραφέας και ιστορικός Στέφανος Μίλεσης, ειδικός στην έρευνα των αρχείων και
των στοιχείων που φέρνουν στο φως άγνωστες πτυχές του Πειραιά». Επίσης, σε
βιογραφικό του κ. Μίλεση αναφέρεται ότι «ασχολείται με τη μελέτη της Πειραϊκής
Ιστορίας, τη λογοτεχνία και την ιστορική αρθρογραφία», ενώ σε άλλο βιογραφικό
αναφέρεται ότι «ασχολείται με την έρευνα της Πειραϊκής Ιστορίας» και ότι «έχει
χρησιμοποιηθεί σε τηλεοπτικές παραγωγές ως ιστορικός ερευνητής […])». Αυτές
είναι οι πληροφορίες που μπορέσαμε να αντλήσουμε από το Διαδίκτυο ως προς την
ειδική κατεύθυνση της ερευνητικής δραστηριότητας του κ. Μίλεση, ωστόσο δεν
βρήκαμε καμμία πληροφορία σχετικά με συναφείς τριτοβάθμιες σπουδές στην
επιστήμη της Ιστορίας (για την ακρίβεια δεν εντοπίσαμε καμμία πληροφορία για
οιεσδήποτε τριτοβάθμιες σπουδές), οπότε παραμένουμε με την εντύπωση που
αποκομίσαμε από τον κ. Αβραμίδη, ότι δηλ. ο κ. Μίλεσης είναι «ιστορικός» και
«ειδικός στην έρευνα των αρχείων», δεδομένης μάλιστα της τεκμαιρόμενης
συναίνεσης του ιδίου να τον προλογίσουν υπό αυτή την ιδιότητα.
Ο λόγος για
τα «Βούρλα», λοιπόν. Τα «Βούρλα» υπήρξαν ένα θεσμοθετημένο συγκρότημα πορνείων
που δημιουργήθηκε 180 μέτρα δυτικά του παλαιού νεκροταφείου του Αγ. Διονυσίου
Πειραιά, στην έρημη (το 1876) περιοχή της Δραπετσώνας. Το συγκρότημα οικοδομήθηκε
μετά από αίτημα του Δήμου Πειραιά, προκειμένου να συγκεντρωθούν εκεί -και μόνον
εκεί- οι κοινές γυναίκες, ενώ απαγορευόταν παραλλήλως η κατοίκηση των
ιεροδούλων οπουδήποτε αλλού στον Πειραιά. Τα «Βούρλα» έγιναν πολύ γνωστά στο
ευρύτερο κοινό όταν είχαν ήδη μετατραπεί σε φυλακές, με την περίφημη απόδραση
(1955) των αριστερών εγκλείστων από εκεί. Νομίζουμε ότι αυτά τα λίγα αρκούν για
έναν πρώτο κατατοπισμό όσων αναγνωστών τυχόν δεν γνωρίζουν κάτι για το περίφημο
μεγα-πορνείο της Δραπετσώνας.
Ο Μανώλης Κανελλής
Κι ερχόμαστε
στον τρίτο «πρωταγωνιστή» της ιστορίας μας. Ο Μανώλης Κανελλής (1900-1980)
υπήρξε γνωστός δημοσιογράφος (συνήθως έγραφε με το ψευδώνυμο «Σίσυφος»),
συγγραφέας (εμφανίστηκε το 1924 με τη συλλογή διηγημάτων «Κατακάθια»), ποιητής
(«Τα ρίγη της Γης», 1929) και μεταφραστής («Τα άνθη του κακού» του Μπωντλέρ,
1928). Εργάσθηκε σε πολλές εφημερίδες («Νέος Αιών», «Ελληνική», «Ελληνικό
Μέλλον», «Καθημερινή», «Βραδυνή», «Ανεξάρτητος», «Εθνική» κ.ά.), αλλά και ως
λογοτεχνική παρουσία έκανε αίσθηση στο ευρύ κοινό κατά την εποχή του
Μεσοπολέμου. Όπως έχει προσφυώς παρατηρηθεί (Α. Ζήρας, «Λεξικό Νεοελληνικής
Λογοτεχνίας», εκδ. Πατάκη 2007), ο Κανελλής διέπεται από έναν υπερβολικά
δραματοποιημένο και στομφώδη λόγο, ιδίως σε ό,τι αφορά την περιγραφή περιθωριακών
στρωμάτων, ενώ βαρύνεται και με νοσηρά δραματοποιημένες διατυπώσεις, οι οποίες
πράγματι ανιχνεύονται και στο υπό συζήτηση άρθρο του για τα «Βούρλα».
Αλλά ας
μεταφερθούμε στο κείμενο του κ. Μίλεση, το οποίο αναφέρει ως πηγή το
συγκεκριμένο άρθρο του Κανελλή. Καταρχάς, στην ανάρτησή του στο ιστολόγιο,
προκαλείται μεγάλη σύγχυση στον αναγνώστη από το αναφερόμενο του κ. Μίλεση ότι
«με αυτό τον υπέροχο τρόπο μας περιγράφει το σύστημα της λειτουργίας των
Βούρλων σε ένα μοναδικό του άρθρο ο Μανώλης Κανελλής το 1929 στον ημερήσιο τύπο
(Ελληνική, Ανεξάρτητος) που φέρει τίτλο «Βούρλα το κάτεργο των ιερόδουλων. Μια
ματιά στον Άδη της ηδονής και του θανάτου. Πώς ζουν οι σάπιες εταίρες»». Αυτή
είναι όλη κι όλη η χορηγούμενη πληροφόρηση επί της πηγής της ανάρτησης, δηλ.
ότι κάποτε μέσα στο 1929 σε κάποια εφημερίδα (στην «Ελληνική» άραγε; στον
«Ανεξάρτητο» άραγε; στις υπόλοιπες εφημερίδες όπου εργάστηκε ο Κανελλής άραγε;)
δημοσιεύτηκε αυτό το άρθρο του Κανελλή. Στη συμπερίληψη της ανάρτησης στο
προσφάτως εκδοθέν βιβλίο, τα πράγματα δείχνουν να καλυτερεύουν, καθώς
προσανατολιζόμαστε επιτέλους σε συγκεκριμένη εφημερίδα, αλλά και πάλι η σύγχυση
εξακολουθεί. Στη σελ. 62 του βιβλίου, σε υποσημείωση, ο κ. Μίλεσης παραπέμπει
ως εξής στην πηγή: «Ανεξάρτητος 1929». Το ακανθώδες πρόβλημα είναι ότι ο κ.
Μίλεσης κατ’ επανάληψη επισημαίνει ότι όλα τα τεκταινόμενα στα «Βούρλα»
λαμβάνουν χώρα το 1929, ενώ και η παραπομπή του στην πηγή πάλι στο 1929
αναφέρεται. Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική: η εφημερίδα
«Ανεξάρτητος» δεν είχε καν εκδοθεί το 1929! Το πρώτο φύλλο της κυκλοφορεί στις
26 Οκτωβρίου 1933!
Νέος αγώνας
ξεκινάει τώρα για τον αναγνώστη. Αρχίζει να ξεφυλλίζει από την αρχή την
εφημερίδα, μήπως και εντοπίσει το άρθρο του Κανελλή για τα «Βούρλα». Και
πράγματι, η επιμονή και υπομονή του δικαιώνονται: το άρθρο δημοσιεύτηκε στις 12
Νοεμβρίου 1933, 4 χρόνια αργότερα από τη χρονολογία όπου παραπέμπει τον
αναγνώστη του ο κ. Μίλεσης. Το γεγονός της τόσο εσφαλμένης χρονολόγησης δεν
είναι καθόλου χωρίς σημασία, καθώς η συγκεκριμένη ανάρτηση -με το «πικάντικο»
θέμα της- έχει διαδοθεί και διασκορπισθεί από χρόνια στους πέντε ανέμους του
Διαδικτύου και έχει παρασύρει πολλούς ενδιαφερόμενους, οι οποίοι την εισέπραξαν
άκριτα και ανεπιφύλακτα.
Μέσα σε
αυτούς ανήκει προεχόντως και η θεατρική συγγραφέας Ιωάννα Μαστοράκη, η οποία σε
συνέντευξή της (Independent.gr), με αφορμή το έργο της «Βλέπε και φεύγα»
(που ακριβώς καταπιάνεται με τα «Βούρλα», βασισμένο, όπως υποστηρίζει η ίδια,
«σε αληθινά γεγονότα»), ερωτώμενη πόθεν άντλησε τη συγκεκριμένη έμπνευση,
απαντά: «Εντελώς τυχαία είδα μια ανάρτηση στο διαδίκτυο για την Μαντάμ
Ντουντού, την Δράκαινα των Βούρλων, μου έκανε εντύπωση και ξεκίνησα να διαβάζω
το άρθρο. Έμεινα άφωνη από τα τρομερά γεγονότα που ανακάλυψα, μου κέντρισε το
ενδιαφέρον και άρχισα να ψάχνω και να κάνω έρευνα για την εποχή εκείνη.
Δημιούργησα τους ήρωές μου και έγραψα για όλα τα βιώματά τους, μέσα από το
θεατρικό μου κείμενο τους έδωσα την φωνή που τους είχαν στερήσει τότε». Σε επόμενη
μάλιστα ερώτηση, όσον αφορά την πηγή έμπνευσης του τίτλου του θεατρικού της
έργου (το οποίο παίζεται για δεύτερη χρονιά φέτος), απαντά: «”ΒΛΕΠΕ &
ΦΕΥΓΑ” γράφανε με κιμωλία στην ξύλινη πόρτα του Άδη που χώριζε τους ζωντανούς
από τους νεκρούς. Τα κρατικά πορνεία τα φρουρούσαν αστυνομικοί και οι κοπέλες
μέσα ήταν σαν φυλακισμένες, καμία δεν έβγαινε έξω χωρίς την άδεια της Nτουντού.
Συχνά με κιμωλία γράφανε στην ξύλινη πόρτα “ΒΛΕΠΕ ΚΑΙ ΦΕΥΓΑ” για να κρατήσουν
μακριά τους ανήλικους και τους περίεργους που κουτσομπολεύανε, δεν μπορούσα να
σκεφτώ πιο αντιπροσωπευτικό τίτλο για το θεατρικό μου έργο».
Ώστε
-θαυμάζει ο εντυπωσιασμένος αναγνώστης- έτσι λοιπόν έγραφαν με κιμωλία στην
«καταραμένη» πόρτα των «Βούρλων»; Πολύ δραματοποιημένο ακούγεται για να είναι
αληθινό! Άραγε, έγραψε τέτοιο πράγμα ο Κανελλής, που πάντως είχε, όσο να πεις,
αυτή την τάση της νοσηρής δραματοποίησης; Όχι, βέβαια! Ας δούμε τι όντως έγραψε
(η υπογράμμιση δική μας): «Η πόρτα. Ορθογώνια, κόκκινη, από σκεβρή παληόταβλα.
Διαστάσεις: Τρία μέτρα ύψος. Πλάτος δύο. Αυτή η κόλασις έχει την είσοδο στενή. Και
καμμιά επιγραφή δε χαράζει επάνω της με πύρινο φώσφορο: “Βλέπε και φεύγα!…”».
Ας δούμε τώρα τι μας μεταφέρει ο κ. Μίλεσης ότι έγραψε ο Κανελλής (η
υπογράμμιση και πάλι δική μας): «Μια περιοχή που οι ενδιαφερόμενοι εισέρχονταν
από μια και μόνη πόρτα. Μια απλή ορθογώνια κόκκινη σκέτη παλιόταβλα, με
διαστάσεις τρία μέτρα ύψος και πλάτος δύο. Φαίνεται ότι η είσοδος στην κόλαση
δεν ήταν τόσο πλατιά όσο την περιγράφουν οι «γραφές». Συνήθως με κιμωλία
ήταν γραμμένη πάνω της «Βλέπε και Φεύγα!…»». Ομολογούμε ότι -παρά την
αποδεικνυόμενη κατασκευή/παραποίηση- διακρίνονται ίχνη μιας ορισμένης
δημιουργικής φαντασίας εκ μέρους του κ. Μίλεση, ωστόσο θεωρούμε αυτονόητο ότι
κάτι τέτοιο δεν πρέπει να έχει καμμία θέση στα desiderata ενός «ιστορικού» και
«ειδικού στην έρευνα των αρχείων», ενώ θα ταίριαζε ίσως, υπό συνθήκες, σε έργα
μυθοπλασίας…
Παρόλο που η
κατασκευή αποκαλύφθηκε διά της αντιβολής προς το πρωτότυπο, ο αναγνώστης μένει
και με μια παρεπόμενη απορία: από πού προερχόταν αυτό το «Βλέπε και φεύγα», που
δήθεν έγραφαν με κιμωλία στην πόρτα των «Βούρλων»; Εάν προσέξει κανείς τα
συμφραζόμενα του συγκεκριμένου παραθέματος του Κανελλή, μάλλον δεν θα αργήσει
να εντοπίσει την πηγή. Αφού γράφει ο Κανελλής για «Κόλαση», παραπεμπόμαστε στον
Δάντη. Πράγματι, τη συγκεκριμένη φράση, που αποτελεί μετάφραση του Κανελλή, τη
συναντάμε στο τρίτο άσμα της «Κόλασης» του Δάντη, στους στίχους 49-51.
Παραθέτουμε το συγκεκριμένο τρίστιχο (υπογραμμίζοντας την επίμαχη φράση) από
δύο διαφορετικές μεταφράσεις:
Φήμη ο
κόσμος για αυτούς δε στέργει ν’ απομένει
έλεος, δικαιοσύνη, μ’ όμοια οργή τους διώχνουν
μη μιλούμε γι αυτούς, μόν’ κοίταξε και πέρνα
έλεος, δικαιοσύνη, μ’ όμοια οργή τους διώχνουν
μη μιλούμε γι αυτούς, μόν’ κοίταξε και πέρνα
(μετάφραση Γ
. Καλοσγούρος)
Φήμη γι’
αυτούς στον κόσμο δεν πομένει,
η δικαιοσύνη κι η σπλαχνιά τους διώχνουν·
μιλιά γι’ αυτούς· μόν’ κοίτα τους και πέρνα!»
η δικαιοσύνη κι η σπλαχνιά τους διώχνουν·
μιλιά γι’ αυτούς· μόν’ κοίτα τους και πέρνα!»
(μετάφραση
Νίκος Καζαντζάκης)
[Στο
πρωτότυπο:
Fama di loro il mondo esser non lassa;
misericordia e giustizia li sdegna: ;
non ragioniam di lor, ma guarda e passa;]
misericordia e giustizia li sdegna: ;
non ragioniam di lor, ma guarda e passa;]
Κι έτσι
λοιπόν, διαπιστώσαμε μέσα από ποια φαντασιακή διαδρομή κατέληξαν οι ιερόδουλες
να γράψουν τον στίχο του Δάντη στην πόρτα των «Βούρλων»!
Μία άλλη,
επίσης, περίπτωση κατασκευής εκ μέρους του κ. Μίλεση αφορά την αμοιβή των
ιεροδούλων. Ας δούμε τι γράφει ο ιστολόγος: « […] το πρώτο κορίτσι της μάντρας,
στοίχιζε σαράντα δραχμές! Σαράντα ήταν πολλά λεφτά. Οι άλλες οι καλές είχαν
τριάντα, οι μέτριες είκοσι και οι πεθαμένες δεκαπέντε». Ας παραθέσουμε και τον
Κανελλή: «Σαράντα; Είνε από τις καλές. Οι άλλες μόλις εισπράττουν 15 έως 30
δραχμάς». Διαπιστώνουμε δηλαδή ότι ο ιστολόγος βάζει στο στόμα του Κανελλή μία
τετραμερή «ιεράρχηση» των ιεροδούλων με τις αντίστοιχες αμοιβές τους, ωστόσο ο
τελευταίος πουθενά δεν έγραψε για καλές=30, μέτριες=20, πεθαμένες=15…
Η επόμενη
αλλοίωση, κατά προσθήκη του ιστολόγου (στην εκδεδομένη εκδοχή της ανάρτησης στο
βιβλίο) αφορά την Κική Λουμπίνα. Ο Κανελλής την περιγράφει ως εξής: «[…] ένα
αχαμνό γυναικόμορφο μορμολύκειο. Γυναίκα; Όχι. Άντρας; Ούτε. Τι είνε; Εταίρα».
Ο κ. Μίλεσης (σελ. 72), ωστόσο, αλλιώς τη θέλει τη Λουμπίνα: την περιγράφει ως
ένα όμορφο κορίτσι, που είχε όμως το “ελάττωμα” να διαλέγει εκείνη τους πελάτες
της, πράγμα που οδηγούσε την τσατσά ή τον αγαπητικό σε προστριβές μαζί της.
Ατυχώς, τίποτε από αυτά δεν προκύπτει από το πρωτότυπο κείμενο και απλώς
χρεώνονται στην προαναφερθείσα δημιουργική φαντασία…
Ακολουθεί
στη συνέχεια μια άλλη παραποίηση του κειμένου του Κανελλή εκ μέρους του κ.
Μίλεση. Ο τελευταίος μας μεταφέρει τα γραφόμενα του πρώτου ως εξής (η
υπογράμμιση δική μας): «Οι τρεις ζώνες των Βούρλων όπου κατανέμονται οι
ιερόδουλες ανάλογα με την αξία τους αποτελούνται από μικρά κελιά που στην
γλώσσα τους καλούνται «Μπούκες». Σε κάθε μπούκα από μια ιερόδουλη». Ας διαβάσουμε
και το πρωτότυπο κείμενο: «[…] βαδίζουμε τώρα προς τα κυρίως Βούρλα. Είνε τρεις
ξεχωριστές παράγκες. […] Λέγονται “μπούκες”. Μπαίνουμε. Ένας
στενόμακρος διάδρομος. Αριστερά και δεξιά του ασφυκτιούν τα καμαράκια των
εταιρών. Κάθε μία το δικό της». Διαπιστώνουμε δηλαδή ότι ο Κανελλής με τον όρο
«μπούκες» αναφέρεται στις τρεις ξεχωριστές πτέρυγες των «Βούρλων», που η
καθεμιά αποτελούνταν από πολλά «καμαράκια» δεξιά και αριστερά του κάθε
διαδρόμου. Ωστόσο ο κ. Μίλεσης εξισώνει τις πτέρυγες («μπούκες») με τα ατομικά
δωμάτια («κελλιά» τα ονομάζει, αν και πουθενά δεν τα λέει έτσι ο Κανελλής) των
ιεροδούλων, παραβλέποντας ότι ο Κανελλής αναφέρει ότι κάθε «μπούκα» χωρούσε 80
πόρνες, άρα δεν είναι δυνατόν κάθε «μπούκα» να χωράει μία μόνο πόρνη, όπως
μεταφέρει στον αναγνώστη ο κ. Μίλεσης («Σε κάθε μπούκα από μια ιερόδουλη»).
Μία άλλη
παραποίηση αφορά τα ονόματα κάποιων ιεροδούλων που αναφέρει ο ιστολόγος. Έτσι,
κάνει λόγο για τη «Μαίρη Φρουφρού» (αντί για το ακριβές: «Μαίρη το Φρουφρού»)
και τη «Φρόσω Αλλίμονο» (αντί για το ακριβές: «Φρόσω Αλλοίμονη»). Ετέρα
παραποίηση, προκειμένου –εικάζουμε- η διήγηση του ιστολόγου να γίνει πιο
«πικάντικη», συναντάμε στο σημείο όπου περιγράφει την έκθεση των ιεροδούλων στο
πατάρι του καφενείου (το λεγόμενο «μπανιστήρι»): ο κ. Μίλεσης θέλει τις
γυναίκες να εκτίθενται σε κοινή θέα «γυμνές», ωστόσο ο Κανελλής τις περιγράφει
σε «στάσεις θλιβερώς ασέμνους, με το ένα πόδι πάνω στο άλλο» αλλά όχι και
εντελώς τσίτσιδες, παρά «ημίγυμνες»!
Μία
τελευταία παρατήρησή μας αναφέρεται στο ότι στο κείμενο του ιστολόγου δεν είναι
καθόλου ευδιάκριτο ποιο από τα γραφόμενα αποτελούν προσθήκες του ιδίου και ποιο
αφορά διατυπώσεις του πρωτοτύπου κειμένου του Κανελλή, προκαλώντας μια επιπλέον
σύγχυση στον αναγνώστη. Στη δε εκδεδομένη εκδοχή της ανάρτησης παρατηρείται και
το φαινόμενο, οι 4 πρώτες παράγραφοι να τίθενται εντός εισαγωγικών και να
αποδίδονται ρητά στον Κανελλή, ενώ δεν πρόκειται παρά για διασκευή -με
κατασκευές- του κ. Μίλεση! Ιδού (σελ. 69 του βιβλίου):
«Βούρλα
Δραπετσώνας δεκαετία ’20. Μια περιοχή που οι ενδιαφέρομενοι εισέρχονταν από μια
και μόνη πόρτα. Μια απλή ορθογώνια κόκκινη σκέτη παλιόταβλα, με διαστάσεις τρία
μέτρα ύψος και πλάτος δύο. Φαίνεται ότι η είσοδος στην κόλαση δεν ήταν τόσο
πλατιά όσο την περιγράφουν οι «γραφές». Συνήθως με κιμωλία ήταν γραμμένη πάνω
της «Βλέπε και Φεύγα!…»
»Ακριβώς από
την έξω πλευρά στεκόταν ένας Χωροφύλακας. Ο φρουρός του Άδη; Ίσως αν λάβει
κάποιος υπόψη του πως πολλοί αποκαλούσαν το συγκεκριμένο σημείο, είσοδος στον
Άδη! Ο ένστολος επέβλεπε εκ του προχείρου, μην τυχόν και εισέλθει στο Βασίλειο,
κάποιος ανήλικος, κάποιος που δεν έπρεπε να μπει.
»Από την
είσοδο αυτή έμπαινες στην πόλη της αμαρτίας. Μια σχεδόν πόλη περιτοιχισμένη,
που μέσα της ζούσαν εκατόν πενήντα και βάλε ανώνυμα σώματα. Δεν είχαν σημασία
επίθετα και ονόματα, ήταν ιερόδουλοι. Ο ασβεστωμένος φράχτης χώριζε την
κοινωνία των ζωντανών από τα θανατηφόρα αφροδίσια νοσήματα και την
ανηθικότητα. Όταν κάποιος εισερχόταν στα Βούρλα την δεκαετία του ’20 και
σχεδόν του ’30 έμπαινε στο Βασίλειο της τσατσάς Ντουντού!
»Η
αποκαλούμενη «Δράκαινα των Βούρλων». Χοντρή, ογκώδης, αχανής, λιγομίλητη,
σχεδόν άφωνη, που όλοι μα όλοι φοβόντουσαν. Κρατούσε στα δυο της χέρια τα
στοιχεία εκείνα που όποιος τα κατείχε, αφέντευε όλη την περιοχή. Τις μάρκες
κατανάλωσης και τα κλειδιά των κελιών!».
Αντί
επιλόγου
Η κριτική
περιδιάβασή μας, με αφορμή το πορνείο των «Βούρλων», είχε σκοπό να αναδείξει
ορισμένα προβλήματα που προκαλούνται από την ανοίκεια χρήση των πρωτογενών
πηγών εκ μέρους προσώπων που τους προσάπτεται η ιδιότητα του «ιστορικού», σε
συνδυασμό με τα επιπρόσθετα προβλήματα που δημιουργούνται στο σύμπαν του
Διαδικτύου μέσα από τη διασπορά ανακριβειών, κατασκευών και παραποιήσεων, ιδίως
όσον αφορά ερευνητικά αντικείμενα που εγγενώς προσελκύουν την προσοχή ενός
ευρύτερου κοινού.
Και για να
κλείσουμε. Όσο είναι όντως εύλογο «όταν σε διάφορες ομιλίες που κατά καιρούς
δίνω, μου ζητούν να περιγράψω τα Βούρλα της εποχής εκείνης, δεν βρίσκω καλύτερο
τρόπο από το να παραθέσω το συγκεκριμένο άρθρο του Κανελλή» (σελ. 71 βιβλίου),
άλλο τόσο ευλόγως ευχόμαστε ολόψυχα στον Πρόεδρο της Φιλολογικής Στέγης
Πειραιώς -την επόμενη φορά που θα μιλήσει για τα «Βούρλα»- να παραπέμψει
πράγματι στο άρθρο του Κανελλή, αφήνοντας εκείνο να μιλήσει με τη δική του
φωνή, μακριά από παραποιήσεις και κατασκευές…
Κι επειδή
από τα αποσπάσματα που παρατέθηκαν μπορεί να σας άνοιξε η όρεξη να διαβάσετε
ολόκληρο το άρθρο του Κανελλή, το παρουσιάζω παρακάτω όπως δημοσιεύτηκε στον
Ανεξάρτητο στις 12.11.1933:
Μανώλης
Κανελλής
ΒΟΥΡΛΑ, ΤΟ
ΚΑΤΕΡΓΟ ΤΩΝ ΙΕΡΟΔΟΥΛΩΝ
Μια ματιά
στον Άδη της ηδονής και του θανάτου- Πώς ζουν οι σάπιες εταίρες
«Είμαι
πόρνη. Με νοικιάζουν. Με πετούν…» ΤΟΛΣΤΟΪ
«Ένα λοστό!
Ένα λοστό! Να γκρεμίσω το άτιμο χαμαιτυπείο…» ΚΟΥΠΡΙΝ
Να η πύλη
του Άδου. Από εδώ μέσα μπαίνουν στην πόλι της Πορνείας…Εδώ έχει κτίσει το
κράτος της η σήψις. Έχετε μαντήλι; Θάρρος; Υπομονή;
Ας μπούμε.
Δάντη, κοιμήσου. Δεν είδες τίποτα…
Η πόρτα.
Ορθογώνια, κόκκινη, από σκεβρή παληόταβλα. Διαστάσεις: Τρία μέτρα ύψος. Πλάτος
δύο. Αυτή η κόλασις έχει την είσοδο στενή. Και καμμία επιγραφή δε χαράζει επάνω
της με πύρινο φώσφορο: «Βλέπε και φεύγα!…»
Εδώ μέσα
ζουν τα εκατόν πενήντα ανώνυμα σώματα. Δε ζουν. Κείτονται. Μέρα και νύχτα είνε
ξαπλωμένα. Η στάσις των οριζόντια. Ιερόδουλοι. Ολόγυρα ασβεστωμένος φράκτης.
Έτσι χρειάζεται. Η γαλέρα, η Σπιναλόγγα και τα Βούρλα χωρίζονται από τας
κοινωνίας των ζωντανών με ασβέστη.
Ας μπούμε!
Δάντη, στραβός απέθανες. Ας μπούμε…
***
βΑλτ! Να η
διευθύντρια. Χοντρή, κυβική, ογκώδης, αχανής. Έχει τας σάρκας της αφθόνους,
διότι τρώγει πολύ: 150 ζώα η τροφή της.
-Τσατσά
Ντουντού!
-Γεια χαρά!
Είνε η
δράκαινα του Άδου, ο κέρβερος. Δε λαλεί· γαυγίζει. Στόμα; Ποτέ! Ρύγχος;
Μάλιστα. Η υλακή του έχει κάτι από το σαρδόνιο ανακάγχασμα της υαίνης. Έτσι θα
ωρύονται μετά καννιβαλικήν πανδαισίαν οι νιάμ-νιάμ. Διότι και η δράκαινα μασά
γυναίκας. (Τέως γυναίκας δηλαδή). Φορεί ζώνην η κ. ανθρωποφάγος. Στο ένα μέρος
οι μάρκες της καταναλώσεως, στο άλλο τα κλειδιά των κελλιών.
Μας δίνει
μάρκα:
-Μπρος! Θα
παντρευθήτε;
-Φρίκη!
Είμαστε κατά του γάμου. Προχωρούμε…
***
Πίσω από τα
βουνά των ωμοπλατών της, σαλεύουν δυο-τρεις κάτισχνες σκιές. Είνε οι
«πορτιέρισσες» και οι «κουβαδίστρες». Οι πρώτες εισάγουν τον πελάτη στο άδυτο
του Ταρτάρου, έναντι δραχμής. Οι δεύτερες κουβαλούν τους κάδους του νερού στας
αποσυντεθειμένας ιεροδούλους. Κάθε κορμί πληρώνει πέντε δραχμές τον κουβά.
Μια
πορτιέρισσα βήχει. Ω θεέ μου, ο βήχας της! Υπόκωφος, σπηλαιώδης, συρίζων, σαν
από πνεύμονας βρυκόλακος. Αυτός ο ανατριχιαστικός βήχας, που δεν συναντάται
πουθενά αλλού, είνε η ειδικότης των Βούρλων. Σήμα χάρου:
-Γκούχχχσσστ!…
Την
πλησιάζουμε ταραγμένοι. Είνε γρηά. Πόσο; Ποιος ξέρει; Οι γυναίκες στα Βούρλα
έχουν μόνο μιαν ηλικία: Την ηλικία του πτώματος. Αδύνατη. Κοντή. Κυρτή, με το
μούτσουνο σχεδόν βυθισμένο στα ξύλινα κανιά της. Το πρόσωπό της είνε παγωμένο
από τα σαράκια των παθών. Η μύτη γρυπή -μύτη αποτροπαίας γλαυκός κοιμητηρίου!-
καταρρέει προς το τριχωτό και ζαρωμένο πηγούνι. Και είνε σαν να νυστάζη θάνατο
το βλακώδες και σπανό της βλέφαρο.
Τραυλίζει:
-Ρε βλάμη,
είμαι χαρμάνισσα…
-Λοιπόν;
-Τσιγαρλίκι!
Ζητά η
λύκαινα λίγο χασίς. Μαυράκι. Το ολέθριο παυσίλυπο της καταχθονίου αυτής
σπιναλόγγας, το θανάσιμο φάρμακο που τις βοηθεί να σέρνουν τη λεπρή τους
ύπαρξη…
-Φεύγουμε.
Μας βρίζει ακατονόμαστα:
-Μπαγάσηδες!
Αυτό το
σκύβαλο ατιμάζει το ιερώτερο θέαμα της γης: Το γυναικείο γήρας…
***
Τι όψι
παρέχουν τα Βούρλα από την είσοδο; Μια μάντρα αυλισμένη. Αριστερά το «καφφενείο»,
ισόγειο παράπηγμα. Πουλεί ούζο και κονιάκ. Κονιάκ και ούζο. Οι πελάται διψούν
υγρό δηλητήριο. Και πίνουν. Ένα σπασμένο φωνόγραφο γρινιάζει σερέτικα: «Σαν το
μαρκούτσι του αργελέ/είνε η γάμπα σου καλέεε…» Μια παρέα κρασωμένων κούκων
αρπάζει με βραχνό τρίκλισμα λάρυγγος το χυδαίο ρεφραίν: Είνε η γάμπα σου
καλέεε!…
Μας
κυττάζουν μουγγά, λοξά, υποβρύχια. Η εντύπωσίς των προφανώς κακή. Κολλάρο,
γραβάτα, εδώ μέσα στο κάτεργο; Είμαστε ύποπτοι. Ή «τσίλληδες», ή «μπάτσοι» ή
δημοσιογράφοι. Και ιδίως τους δημοσιογράφους σιχαίνονται. (Ο τύπος, βλέπετε,
πολεμά να ξεπατώση το έλκος, να κλείση το απόστημα). Αν ήξεραν την ιδιότητά
μας, θα περνούσαμε κάποιο άσχημο τέταρτο της ώρας.
Πάνω στο
τεζάκι ακουμπά το γυμνό και λιπόσαρκό της αγκώνα, ένα αχαμνό, γυναικόμορφο
μορμολύκειο. Γυναίκα; Όχι. Άντρας; Ούτε. Τι είνε; Εταίρα. Το άλλο χέρι της
βαμμένο στο κενά, με το βραχίονα διάστικτο από τα κεντήματα των ενέσεων, μας
καλεί:
-Ψσσστ! Με
το ρεπουπλίκι!
-Πάμε. Μιλεί
αργά, βαρειά, επίσημα και από το παράλυτο στόμα της στάζουν οι αφροί της
μορφίνης.
-Ρε κύριος,
ρε! Τι γυρεύεις εδώ; Δεν είσαι για τα μας. Είσαι για τον κινηματογράφο, είσαι
για το θέατρο, είσαι για τα πανσιόν. Δεν είσαι για τα μας.
Φτύνει. Τα
μάτια της, βουτηγμένα σε πρόστυχο ρίμμελ, έχουν την κόρη διεσταλμένη και απλανή.
Το ναρκωτικό τα έχει πρόωρα τυφλώσει.
-Πώς σε
λένε;
-Πώς με
λένε;
-Ναι.
-Με λένε…με
λένε Κική…
-Το άλλο;
-Λουμπίνα.
-Και πόσο
παίρνεις στη βίζιτα;
-Σαράντα
τις. Μπρος! Τσούλα!
-Σαράντα;
Είνε από τις καλές. Οι άλλες μόλις εισπράττουν 15 έως 30 δραχμάς. Κική η
Λουμπίνα είνε από τας αριστοκράτιδας των Βούρλων, διότι έχουν και οι κολάσεις
την ιεραρχία των….
Την κερνούμε
ρακί. Το ρουφά, γαργαρίζοντας, με σπασμούς εμέτου και ψελλίζει αδιάκοπα:
-Σαράντα
τις! Τσούλα!…
Δεξιά της
καταραμένης αυλής ο σταθμός της Χωροφυλακής. Τα Βούρλα είνε τόπος σφαγής. Δίπλα
στην Ηδονή στρατοπεδεύει πάντοτε ο Θάνατος. Οι καυγάδες είνε συχνοί. Αι ρήξεις
καθημεριναί. Ο θαμών έχει το στόμα του φίλημα και το χέρι του κάμα. Μεταξύ δύο
αγκαλών σκοτώνεται και σκοτώνει. Τι πελατεία! Αγαπητικοί, αβανταδόροι,
σερέτηδες, ζόρικοι, μάγκες και οι διαβόητοι νταβατζήδες, οι…τιτουλάριοι ερασταί
των πορνών. Οι νταβατζήδες παίρνουν από τα θηλυκά τους τη μ ί τ ζ α, που
τη μεταφράζουν σε χασίς και σε αλκοόλ. Είνε οι βδέλλες των πορνών. Τις απομυζούν.
Κάθε νταβατζής ως τσέλιγκας έχει ωρισμένα κτήνη. Και τα νέμεται. Να. Μαλώνουν!
Συμπλοκή! Δύο παλληκαράδες -ίφιδες με κόκκινα ζουνάρια!- καυγαδίζουν:
-Εμένα, ρε;
-Εσένα, ρε!
-Σε καρφώνω
ως που να πης αμάν!
Φόρα οι
λάζοι…
***
Οι αντίπαλοι
ιππόται αφοπλίζονται και εμείς βαδίζουμε τώρα προς τα κυρίως Βούρλα. Είνε τρεις
ξεχωριστές παράγκες. Η μεσαία είνε κλειστή. Αργεί ελλείψει κοριτσιών. Η
αριστερή περιέχει 80 τροφίμους και περί τις 80 η άλλη. Λέγονται «μπούκες».
Μπαίνουμε. Ένας στενόμακρος διάδρομος. Αριστερά και δεξιά του ασφυκτιούν τα
καμαράκια των εταιρών. Κάθε μία το δικό της. Μέσα, ένα χαμηλό κλινάρι, μια
καρέκλα και μια νιπτήρα από τενεκέ. Το άντρο της αγοραίας ηδονής. Έξω στην
πορτούλα ένας αριθμός. Το ιδιαίτερο νούμερο της κάθε πόρνης. Και αποκάτω, επί
μικροσκοπικής, άσπρης ταμπελίτσας, το ονοματεπώνυμο. Σταχυολογούμε μερικά
ονόματα: Μαίρη το Φρουφρού, Αγγέλα η Γκαβή, Φρόσω Αλλοίμονη, Νίτσα Σερσέμα,
Ζουζού. Αυτή δεν έχει επίθετο. Γιατί άρά γε;
Στο βάθος
κάτι που μοιάζει με κακόφημο μπαρ λιμανιού. Μια σάλα χαμηλοτάβανη, μουντή,
γιομάτη βρωμερή αναθυμίασι φκιασιδωμένων σαρκών και τσιγάρων. Στο ένα μέρος, σε
καρέκλες, κάθονται οι θαμώνες. Λογής λογής τύποι, με κασκέτα, με σκούφους, με
μπερέ, ακάθαρτες στάλες κοινωνικών βορβόρων, αλήτες, ναύτες πολλών θαλασσών,
μαύροι θερμασταί, ξένοι απάχηδες, συχνασταί ταπιφράγκων, κακοποιοί, δραπέται
ειρκτών και υποψήφιοι ισοβίτες. Λάσπη…
ανδαιμόνιο
κραυγών. Καπνίζουν και ουρλιάζουν σε όλας τας γλώσσας των εθνών:
-Την
ψώνισα, ρε κορόιδο:
-Αδερφάκι
καρούμπα, άρπαξα τη μαστούρα…
-Βιέν
πουπούλ!
-Μπιρ αλλάχ!
Και από τη
ρυπαρή και αποπνικτική αυτή Βαβέλ, σαν από υπόνομο, αναδίδονται βάρβαρες
απόπνοιες αισχρού πάθους και βουρκώδους κυνισμού…
***
Στο άλλο
μέρος της αιθούσης βρίσκεται το λεγόμενο στην αργκό των Βούρλων «μπανιστήρι».
Είνε ένα προσκήνιο, ένα μέτρο ψηλότερο από το υπόλοιπο δάπεδο της σάλας. Εκεί
αραδιάζονται κατά δεκάδας αι τρόφιμοι, εκτίθενται εις κοινήν θέαν, απαράλλακτα
καθώς τα σφάγια του κρεοπωλείου. Ημίγυμνοι, σε στάσεις θλιβερώς ασέμνους, με το
ένα πόδι πάνω στο άλλο, στοιβάζονται κρέας επί κρέατος και το πανόραμά των
εμπνέει τη φρίκη. Άλλη παραμιλεί, βυθισμένη στα οράματα της ηρωίνης. Άλλη
κυττάζει ανέκφραστα το κενό και το σώμα της τραμπαλίζεται με κινήσεις
οινόφλυγος χοίρου. Τούτη γελά προς άγνωστο παράδεισο. Εκείνη κλαίει. Η
τελευταία προς τα αριστερά, μέλπει μονότονα: «Στο Τσανακαλέ με σκοτώσανε, και
πριν να βγη η ψυχή μου στη γη με χώσανε…»
Όχι,
δεν την εσκότωσαν στο Τσανακαλέ. Την εσκότωσαν εδώ στην Ελλάδα· και είνε η
κοινωνία ο φονιάς της.
***
Μία κοντούλα
-είνε όλες κοντές μέσ’ στο κάτεργο, χίλια μέτρα κάτω από την επιφάνεια του
ανθρώπου!- διατηρεί επί του ρημαγμένου της προσώπου κάποια ίχνη ζωής.
-Πώς σε
λένε;
-Κούλα
Μας
εξομολογείται:
-Ήμουνα στο
σχολειό, στη Νάξο. Εδώ με πλάνεψε ένας σωματέμπορος. Έχω όμως παιδί. Το παιδί
μου δεν ξέρει… Μαζεύω τώρα λεφτά για το παιδί μου… να ζήσουμε μαζί με το
παιδάκι μου… να φύγω από δω, να φύγω!
Ναι, να
φύγης, δυστυχισμένο πλάσμα, να ζήσης μαζί με το παιδάκι σου μακρυά από το σάπιο
κάτεργο, έξω από το βούρκο, στις ιερές χώρες της τιμής. Φύγε, φύγε, φύγε από το
Παλαμήδι των Πεθαμένων Κορμιών, έξω, προς την Υγεία, προς τον
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου