Τετάρτη 18 Οκτωβρίου 2017


     24.Υπηρέτησα την πατρίδα  (μνήμες και σκηνές από τη θητεία μου στο στρατό)                                                              



                                                 Η σκοπιά

     Ήμουν σκοπός στην αριστερή πλευρά του στρατοπέδου. Στην κεντρική πύλη βέβαια  ήταν τοποθετημένοι –απαραιτήτως- άτομα αυξημένης εμπιστοσύνης με «καθαρό» φάκελο και προσεγμένες στολές: Οι αλφαμίτες. Υπηρετούσα εδώ κι αρκετούς μήνες τη στρατιωτική του θητεία σ’ αυτήν την ακριτική πόλη. Το στρατόπεδο τώρα ήταν σχεδόν άδειο Οι περισσότεροι φαντάροι με δίωρη άδεια είχαν έξοδο στην πόλη. Κάποιοι με την κανονική άδεια ήταν στα σπίτια τους. Κυριακή απόγευμα. Οι αξιωματικοί στις οικογένειές τους, εκτός από αυτόν που του έλαχε η μοίρα να είναι σε  υπηρεσία. Από τους απλούς φαντάρους, λίγοι κλεισμένοι μέσα για τις απαιτούμενες βάρδιες στις σκοπιές γύρω από το στρατόπεδο και λίγοι που βρέθηκαν αυτή τη μέρα ελεύθεροι υπηρεσίας και τελικά κοπροσκυλιάζανε αριστερά και δεξιά μέσα στον έρημο χώρο του στρατοπέδου.

  Έπρεπε να είμαι σε συναγερμό. Προσεκτικός και αυστηρός σε όποιον πλησιάζει, να τον σταματήσω έγκαιρα και να κάνω όλη την προβλεπόμενη τελετουργία. Δεν ήταν πολύ να μου την έχουν στημένη!  Όχι βέβαια! Όρθιος με το όπλο παραπόδα έπρεπε να κοιτάζω συνεχώς γύρω μου και να αφουγκράζομαι κάθε ασυνήθιστο ήχο. Ηλίθια πολιτική φόβου απέναντι σε ανύπαρκτους εχθρούς, αλλά ο στρατός έχει πάντα τη δική του λογική. Μη ζητάς λογικές εξηγήσεις για μια σειρά συμπεριφορές. Είναι μάταιος κόπος.

    Μπροστά ήταν ο δρόμος. Περαντζάδα για τους πολίτες,  αλλά σε κάποια απόσταση. Όλοι σχεδόν οι περαστικοί γυρνούσαν το κεφάλι τους προς τα μένα. Καμιά άλλη αντίδραση. Άγνωστες οι σκέψεις που περνούσαν από το μυαλό τους.  Ίσως αδιάφορες. Πιθανόν αρνητικές. Δεν ήταν δα οι στρατιωτικοί αυτήν την εποχή και οι αγαπημένοι του λαού.  Η κυρίαρχη σκέψη στο μυαλό του ήταν: Πότε θα περάσουν οι 4 ώρες που ήταν η βάρδια μου στη σκοπιά, να πάω να τεντώσω το κορμί μου στο

άβολο κρεβάτι. Η επόμενη μέρα προβλεπόταν κι αυτή κουραστική. Είχε ήδη περάσει η  ώρα και σε λίγο θα άρχιζαν να επιστρέφουν οι εξοδούχοι.

    Τότε ήταν που την αντιλήφθηκε. Για πρώτη φορά. Είχε σταματήσει ακριβώς απέναντί του και με κοίταζε. Με κοίταζε συνέχεια, χωρίς σταματημό. Ένιωσα την αυτονόητη ταραχή και  αμηχανία, που συνεπάγεται κάτι τέτοιο, αλλά δεν μου επιτρεπόταν να της μιλήσω. Το παράξενο ήταν ότι ούτε κι αυτή έπαιρνε κάποια πρωτοβουλία. Εκεί, σχεδόν ακίνητη, σε απόσταση περίπου τριάντα μέτρων, να μην ξεχνά καθόλου την προσήλωσή της σ’ αυτόν.

  Ήταν νέα. Πλησίαζε ίσως τα είκοσι. Φόραγε μια φούστα στενή και μια μπλούζα στο σιέλ. Τα μαλλιά της καστανά και μακριά. Ίσως και τα μάτια της, αλλά δεν υπήρχε αρκετό φως, για μια ξεκάθαρη εικόνα. Η γενική εντύπωση ήταν: Ένα συμπαθητικό νέο κορίτσι Το βλέμμα της είχε κάτι το παρακλητικό κι ήταν ολόκληρη  προσηλωμένη σ’ εμένα. Προσπάθησα να την αγνοήσω, μα εκείνη είχε το ανυποχώρητο πείσμα, που δίνει η απόγνωση.

  Κάποια στιγμή μου μίλησε. Την άκουσα να λέει

  « Ε ! Φαντάρε! Ε! Φαντάρε μ’ ακούς; Σε σένα μιλάω. Πότε απολύεσαι;»

  Δε μπορούσα να κάνω τον αδιάφορο. Μήπως ήταν γνωστή μου; Όχι!  δεν μου θύμιζε τίποτα. Άλλωστε εδώ στου διαόλου τη μάνα, που υπηρετούσα τη θητεία του, δεν ήξερα κανέναν; Μόνο έναν ντόπιο φαντάρο, καλό φίλο, και κάτι άλλες ουδέτερες και τυπικές γνωριμίες στις λίγες ώρες που είχα κυκλοφορήσει στην πόλη.

     Αυτή όμως επέμενε και μάλιστα φορτικά

   « Πότε φεύγεις, πότε; Πότε παίρνεις το απολυτήριο;»

  Δε γινόταν να παριστάνει τον μουγκό, έπρεπε να απαντήσει

   «Μη με ενοχλείς, δεν επιτρέπεται να μιλάμε σε πολίτες. Από στιγμή σε στιγμή θα περάσει η περίπολος. Μη σε δει εδώ κοντά μου. Θα βρω τον μπελά μου, κοπέλα!»

   « Πες μου όμως, πότε φεύγεις;»

Δε γινόταν έπρεπε κάτι να της πω κάτι Αλλιώς δεν θα ξέπλεκα μαζί της.

  «Σε μερικούς μήνες»

 «Σε παρακαλώ, σε ικετεύω, πάρε με μαζί σου! Πάρε με μαζί σου, δε θα σου γίνω βάρος, βοήθα με να ξεφύγω από δω, δεν αντέχω άλλο!»

 «Τι λες κορίτσι μου, είσαι με τα καλά σου!»

 «Πάρε με μαζί σου, δεν αντέχω άλλο! Θα πέσω στη θάλασσα και θα πνιγώ. Στο λέω να το ξέρεις!»

 «Φύγε κορίτσι μου δε γίνονται αυτά!  Έρχεται η περίπολος!»

    Έτσι με όλη την αγωνία του, με τα παρακαλετά γλύτωσα από το στρίμωγμα της. Με έναν μαγικό τρόπο αίφνης εξαφανίστηκε. Σε λίγο πέρασε η περίπολος και έγινε όλη η προβλεπόμενη διαδικασία. Σε λίγη ώρα, άρχισαν να επιστρέφουν οι φαντάροι από την έξοδό τους και το «επεισόδιο» δεν έγινε γνωστό σε κανέναν. Ξεχάστηκε. Ακόμα κι από μένα.

Μια μέρα ο ντόπιος φίλος του, σε μια απρόσμενη στιγμή, του είπε:

  «Τα έμαθες; Χθες το βράδυ η θάλασσα ξέβρασε ένα πτώμα. Ήταν ένα κορίτσι που καθόταν κοντά στο σπίτι μου. Όλοι λένε πως πνίγηκε ενώ κολυμπούσε. Άλλοι, ότι αυτοκτόνησε»

  Δε τόλμησα να  ρωτήσω τίποτα. Πως ήταν το κορίτσι, τι χαρακτηριστικά είχε. Δεν είπα κουβέντα. Όλα τα παράχωσα σε μια σκοτεινή γωνιά του μυαλού μου. Μετά ήρθε η περιπέτεια της Χούντας και η μετάθεσή μου στην Πρέβεζα . Η απορία με ταλανίζει ακόμα και σήμερα.

        Δεκέμβριος 2007




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου