14.Υπηρέτησα
την πατρίδα
(μνήμες
και σκηνές από τη θητεία μου στο στρατό) Το
«βρώμικο» αίμα
Στο στρατό μου συνέβη το εξής περιστατικό. Δείχνει ανάγλυφα
πως η μισαλλοδοξία κι ο φανατισμός, μπορούν να φτάσουν τον άνθρωπο να χάσει τα
κύρια χαρακτηριστικά που τον ξεχωρίζουν σαν ένα ιδιαίτερο πλάσμα μέσα στη φύση.
Είναι όμορφο μέρος η πόλη της Αλεξανδρούπολης. Έμεινα εκεί,
πάνω από ένα χρόνο, όμως δε πρόφτασα δυστυχώς να τη γνωρίσω στις περιορισμένες
εξόδους κι ευκαιρίες, που σου παρουσιάζονται στη στρατιωτική ζωή. Η πόλη τότε
είχε καταληφθεί από στρατιώτες. Έμπαινες στην αίθουσα του κινηματογράφου και
από τα εκατό άτομα, οι εξήντα τουλάχιστον ήταν φαντάροι.
Μόνο μια φορά μπήκα στα ενδότερα της πόλης όταν ο ντόπιος
στρατιώτης και καλός μου φίλος Σάκης, με
πήγε στην τούρκικη συνοικία και γνώρισα από μέσα ένα τούρκικο σπίτι. Μια άλλη
φορά θα σας πω αυτήν την ιστορία, μα ο Σάκης, ένας πελώριος Πατούχας με καρδιά
αθώου παιδιού, ήταν μια ενδιαφέρουσα περίπτωση από πολλές πλευρές. Μια από
αυτές ήταν πως μου μετέφερε, καθημερινά σχεδόν, τους τίτλους κάποιων
εφημερίδων. Έπιαναν τα χέρια του και τέτοιοι φαντάροι είναι χρυσάφι σε μια
μονάδα. Υδραυλικός, ηλεκτρολόγος, ξυλουργός και ότι άλλο ήταν αναγκαίο. Έτσι
κάθε βράδυ είχε άδεια να πηγαίνει στο σπίτι του και είχε το ελεύθερο στο
μαγειρείο για όσο φαγητό ήθελε. Και ήθελε πολύ!
Το στρατόπεδο του Μ. Αλεξάνδρου ήταν τότε, έξω από την πόλη
και στο χωματόδρομο μπροστά του υπήρχε αρκετή κίνηση. Στρατιωτικά οχήματα
κυρίως.
Ένα πρωινό μετά την αναφορά κι όταν άρχιζε το συνηθισμένο
πρόγραμμα σήμανε συναγερμός. Στον εξωτερικό δρόμο συνέβη ένα αυτοκινητιστικό
ατύχημα με ένα σοβαρά τραυματισμένο στρατιώτη. Μέσα στο απέραντο στρατόπεδο
υπήρχε μια μονάδα κινητού νοσοκομείου, που ήταν καλά εξοπλισμένη. Ο τραυματίας
μεταφέρθηκε εκεί και έπεσαν πάνω του οι στρατιωτικοί γιατροί.
Σε λίγο έγινε έκτακτη συγκέντρωση της μονάδας και ο
διοικητής ανήσυχος κι αλαφιασμένος μας λέει:
«Ποιοι από σας έχουν αίμα ομάδας Α2;»
Την ομάδα αίματος την έγραφε για όλους μας το ατομικό
βιβλιάριο του καθενός. Σηκώθηκαν μερικά χέρια.
«Ποιοι μπορούν να δώσουν αίμα;»
Βγήκαμε μπροστά εγώ κι ο γραφέας στο υπασπιστήριο. Μας πήγαν
αμέσως στο χειρουργείο. Δύο νοσοκόμοι άρχισαν να παίρνουν αίμα, Στο διπλανό
χώρο, αντίσκηνα ήταν, οι γιατροί έδιναν τη μάχη τους. Πήραν από τον καθένα μας
δύο μπουκάλες!
Τι ήταν αυτό τότε; Τίποτα!
Το κάναμε εθελοντικά με όλη μας τη καρδιά και το χαρήκαμε γιατί εκεί- επιτόπου-
αυτό το αίμα θα έμπαινε στον τραυματία που αιμορραγούσε και έδινε τη μάχη να
κρατηθεί στη ζωή. Έτσι κι έγινε. Ο φαντάρος, από άλλη μονάδα- δεν έμαθα ποτέ τ’
όνομά του- την έβγαλε καθαρή. Εμάς μας τάισαν καλά και πήραμε δύο μέρες
«ελεύθεροι υπηρεσίας». Πέρασαν μέρες και το περιστατικό ξεχάστηκε.
Μια μέρα ο συνέταιρος στο αίμα έρχεται χαρούμενος και μου
λέει:
«Ήρθε και για τους δυο μας
τιμητική άδεια από τη μεραρχία. Δεκαπέντε μέρες!»
Απλώς εκεί ο γιατρός-αξιωματικός κράτησε τα ονόματα μας κι έστειλε αναφορά στους ανώτερους.
«Ωραία, είπα. Θα κατέβω επιτέλους στο Βόλο»
Το είπα σε δύο-τρεις δικούς μου.
Όμως σε δύο μέρες ξανάρχεται ο γραφέας και έντρομος μου
λέει:
«Λευτέρη, μη με κάψεις! Δε σου είπα κουβέντα»
Πέρασαν μερικές ημέρες κι αυτός πήρε την άδεια. Για μένα
τσιμουδιά. Όμως το αίμα του μιάσματος έκανε την ίδια δουλειά με το αίμα του
γραφέα.
Τότε πληγώθηκα, πληγώθηκα βαθιά! Τόσο που ορκίστηκα:
«Δεν ξαναδίνω αίμα με τίποτα!»
Η ζωή όμως στη συνέχεια μ’ ανάγκασε πολλές φορές να παραβώ
τον όρκο μου για συγγενείς και φίλους. Μέσα μου όμως παραμένει ακόμα η πίκρα.
Στο περιστατικό αυτό βλέπεις, πως οι διαιρέσεις σε μια χώρα μπορούν να φτάσουν
τους ανθρώπους σε ακρότητες. Ας μας
γίνει, αυτό, ένα μάθημα…(2005)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου