26.Υπηρέτησα
την πατρίδα (μνήμες και σκηνές από τη
θητεία μου στο στρατό)
Στ1) Ο τελευταίος σταθμός, η
Πρέβεζα
Αμέσως
μετά τη δικτατορία από τη Χούντα εκδόθηκε η εντολή όλοι οι χαρακτηρισμένοι
εξαιτίας πολιτικών λόγων φαντάροι, πρέπει να αλλάξουν περιβάλλον. Η επίσημη
εξήγηση ήταν να σπάσουν τα παράνομα δίκτυα των αριστερών, αλλά και υπογείως να
αναβιώσει για μια ακόμα φορά η μόνιμη πολιτική των εκφοβισμών τους. Μετά τη
Χούντα άλλαξε κατ’ εμέ η τακτική στο εσωτερικό του στρατεύματος. Μειώθηκαν οι
εσωτερικές επιθέσεις γιατί ζητούσαν εσωτερική ενότητα, αφού και εξ αιτίας του
φόβου οι προοδευτικοί φαντάροι είχαν εκ των πραγμάτων μαζευτεί και αρκετοί δεν
άντεξαν φυσικά στις ατομικές πιέσεις και υπόγραψαν δηλώσεις αποκήρυξης. Αυτό
επιδρούσε ψυχολογικά αρνητικά πάνω τους με αναπόφευκτη συνέπεια την
αυτοαπομόνωσή τους.
Η δική μου μετάθεση καθυστέρησε γιατί, όντας
δογματικός και πείσμων εκείνη την εποχή, αρνούμουν την τζίφρα και όλο αυτό το
διάστημα κρατούμουν στο πειθαρχείο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σε κάποιο από τα
προηγούμενα κομμάτια περιγράφω πως έγινε η μετάθεση μου από την 154 ΜΜΠ της
Αλεξανδρούπολης στην 133 ΜΜΠ της
Πρέβεζας. Εκεί η ατμόσφαιρα ήταν διαφορετική κυρίως από τη συμπεριφορά του
αντισυνταγματάρχη διοικητή της, που ήταν ένας καλόβολος αλλά στο έπακρο
φοβισμένος Επτανήσιος. Όμως ο λοχαγός του Α2 ήταν επάξιος της
θέσης του. Την επόμενη μέρα από την άφιξη μου με κάλεσε στο γραφείο κι έκανε το
εξής κόλπο. Μόλις μπήκα μέσα σηκώθηκε από τη θέση του, μου πάσαρε ένα χαρτί και
μου είπε αυστηρά.
«Διάβασέ
το προσεκτικά και υπόγραψέ το!»
Αμέσως,
πριν προλάβω να αντιδράσω, άνοιξε την πόρτα και μ’ άφησε μόνο. Τώρα ήμουν
αρκετά έμπειρος κι η αγωνία ελεγχόμενη. Του έριξα μια ματιά και είδα ότι ήταν η
πιο soft μορφή της δήλωσης… «Δεν θα ασχοληθώ στο μέλλον με πολιτικές
δραστηριότητες…..». Την είχα υπόψη μου γιατί μου είχε ξανά προταθεί. Σ’ αυτά
ήμουν απόλυτος γιατί ήξερα ότι με ένα βήμα υποχώρησης στη συνέχεια θα σε
λιανίσουν. Έτσι περίμενα να επιστρέψει, πλην ματαίως. Κάποια στιγμή δεν άντεξα
άλλο να περιμένω, από την αναμονή η φούσκα μου πήγαινε να σπάσει. Άνοιξα την
πόρτα και τότε φάντης μπαστούνι να κι ο λοχαγός
«Ε!
πού πας;»
«Θα
κατουρηθώ πάνω μου κυρ λοχαγέ»
Μέχρι
να τελειώσω εκείνος είχε ελέγξει τα χαρτί κι είδε το μάταιο της αναμονής
«Τσίλογλου,
μυαλό δεν θα βάλεις έ;»
Σε
κάτι τέτοια απάντηση δεν υπάρχει
Σύντομα
προσαρμόστηκα στο νέο περιβάλλον, βρήκα ανθρώπους να λέω καμιά κουβέντα. Ένα
καλό παιδί από τη Σούρπη, ο Θερμός από την περιοχή της Πρέβεζας, ο Βασίλης
Γιαννόπουλος από τους Λαμπράκηδες και ο πιο ευρύτερα γνωστός, ηθοποιός, ο αγαπητός Ηλίας Λογοθέτης. Μαζί
του πέρασα πολλές ώρες με ευχάριστες συζητήσεις και το πολύπλευρο ταλέντο του
ήταν για μένα μια παρηγοριά. Τραγούδια, ιστορίες, ανέκδοτα κι ότι μπορείς να
φανταστείς. Κι εγώ εκείνη την εποχή είχα την ικανότητα να κερδίζω την προσοχή
ενός καλοπροαίρετου ανθρώπου κι αυτή μου η ικανότητα με προφύλαξε από τον
κίνδυνο της απομόνωσης, που επεδίωξαν να μου επιβάλλουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου