Παρασκευή 13 Οκτωβρίου 2017


 18.Υπηρέτησα την πατρίδα  (μνήμες και σκηνές από τη θητεία μου στο στρατό)                                                                

γ)Πάσχα του 1967

Δε πέρασε πολύ ώρα νάσου κι ο δεύτερος, ο μικρός αδελφός του Λαρισαίου πρωταθλητή στο βάδην Μποντικούλη. Με ρώτησε με τα μάτια και του απάντησα με το δείκτη στο στόμα                                                                                       

«Σιωπή!»                                                            

Σε μια ώρα γίναμε πέντε. Δε θυμάμαι τα ονόματά τους, μόνο ένα καλό παιδί από τη Δράμα που είπε                    

«Έλα μωρέ, τι θα μας κάνουν; Το πολύ-πολύ θα μας στείλουν στην εξορία»                        

Δεν ξέρω τι εντύπωση έκανε στους άλλους, αλλά σε μένα ακούστηκε σα γλυκολαλιά, μάννα εξ ουρανού. Θα βρεθώ με φίλους. Μακάρι θεέ μου, σκέφτηκα, μακάρι! Την πρώτη νύχτα τη βγάλαμε έτσι. Ο καθένας κούρνιασε αμίλητος  και σκεφτικός στη δική του γωνιά.

Το πρωί  το στρατόπεδο ζωντάνεψε. Ο χώρος αναφοράς ήταν δίπλα. Εικόνα δεν είχαμε, μόνο συγκεχυμένοι ήχοι έφταναν στα αυτιά μας. Μια ώρα μετά ήρθαν και πήραν τον πρώτο.  Εκ των υστέρων έμαθα ότι έκανε μια δήλωση αποκήρυξης του κομμουνισμού και γύρισε στη θέση του. Το ίδιο και ο δεύτερος. Ο μόνος που γύρισε πίσω ήταν ο Μποντικούλης .           

«Μου ζήτησαν δήλωση και είπα δεν υπογράφω τίποτε!»

   Με μένα ασχολήθηκαν μετά το βραδινό σιωπητήριο. Οι συνοδοί ήταν δύο και με πήγαιναν προς την αποθήκη του λόχου διοίκησης. Στο στρατόπεδο κυκλοφορούσαν περίπολοι για τους αόρατους εχθρούς με εντολή:

Πυροβολούμε όποιον δεν υπακούει στην εντολή:  Αλτ!  Όταν η περίπολος μας σταμάτησε οι συνοδοί έκαναν την πάπια. Το ένστικτο αυτοσυντήρησης λειτούργησε αμέσως.

«Ο  Λευτέρης είμαι παιδιά!»

Όταν φτάσαμε στην αποθήκη με παρέλαβε ο Χασαπίδης  

   «Λευτεράκη , τελείωσαν τα ψέματα. Κανόνισε την πορεία σου. Θα μεταχθείς στην Καβάλα και από κει εξορία στο νησί!»

Δεν του  έδειξα τη χαρά μου. Παρέμεινα όρθιος και αμίλητος. Σε λίγη ώρα ο λοχαγός αποχώρησε. Έμεινε ο μόνιμος λοχίας. Αυτός γέμισε το αυτόματό του και άρχισε να το περιφέρει με άξονα εμένα. Αμίλητος, χωρίς να λέει τίποτα αλλά οι κινήσεις του να υποδηλώνουν την πρόθεση του. Και τότε συνέβη το εξής παράξενο. Σαν να βγήκα από το σώμα μου και να ταξίδεψα σε  μια θάλασσα αναμνήσεων και επιθυμιών. Όλα όμως αμορφοποίητα και συγκεχυμένα. Όταν ξαναγύρισα πίσω στο σώμα μου και ανέκτησα τις αισθήσεις μου ήμουν ξαπλωμένος σε μια γωνιά του  πειθαρχείου.

  Ο Μποντικούλης   μου είπε αργότερα

  «Σε έφεραν σηκωτό οι ίδιοι!»

Τι έγινε, τι συνέβη δε μπόρεσα να μάθω. Ίσως λιποθύμησα. Ένας ψυχολόγος- ψυχίατρος μπορεί να ερμηνεύσει το φαινόμενο. Αυτή η ασυνειδησία μ’ έσωσε από μια αγωνία ζωντανή και πελώρια

Τώρα είχαμε μείνει δύο. Μας χώρισαν στα ατομικά κελιά. Ξημέρωνε Δευτέρα, η βδομάδα των Παθών. Την Κυριακή θα ήταν το Πάσχα. Ακούσαμε ομιλίες και κινήσεις. Άρχισαν στο θάλαμο να φέρνουν άλλους από γειτονικά στρατόπεδα. Ένα βράδυ αργά, ίσως Μεγάλη Τετάρτη, έκανα αυτό που μόνο μπορούσα. Αναπολούσα καλύτερες στιγμές της ζωής μου. Ξαφνικά ανατρίχιασα μέχρι το μεδούλι ακούγοντας ένα βυζαντινό ύμνο τραγουδημένο  υπέροχα από το θάλαμο. Ήταν ένας έφεδρος ανθυπολοχαγός. Ο πατέρας του ανώτερος υπάλληλος στο υπουργείο Βορείου Ελλάδος. Με την αθωότητα του καθαρού ανθρώπου, με την αυθόρμητη αντίδραση στη βία, δήλωσε στον διοικητή του:

    -Εγώ, δεν πυροβολώ το ανώνυμο πλήθος!

Τον μπουζουριάσαν. Τι απέγινε, δεν ξέρω, γιατί όταν έφυγα στα μέσα  του Μαΐου, αυτός ήταν ακόμα εκεί. Κυκλοφορούσε στο διάδρομο ελεύθερα και ερχόταν  στο  πορτάκι του κελιού μου για παρέα και συζήτηση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου