11.Υπηρέτησα την πατρίδα
(μνήμες και σκηνές από τη θητεία μου στο στρατό)
α1) Αντικείμενον πολλάκις διδαχθέν!
Στο στρατό πήγα με «γραμμή». Δυστυχώς! Οι συνθήκες της εποχής με ανάγκασαν να πάρω στοιχειώδη μέτρα προφύλαξης για τη σωματική και πνευματική μου ακεραιότητα. Για ένα αυτονόητο και –γιατί όχι– ιερό καθήκον: Να υπηρετήσω την πατρίδα. Όμως ο στρατός τότε είχε αναλάβει με προθυμία αλλότρια καθήκοντα. Να χωρίσει τα παιδιά της πατρίδας μας σε κατηγορίες, και κάποιους, χωρίς ντροπή κι αναστολές, να τους ποδοπατά.
Η «γραμμή» ήταν: Δεν απαντάμε σε πολιτικές ερωτήσεις. Λέμε «δεν ξέρω». Δεν ανοίγουμε συζητήσεις. Τη γραμμή αυτήν την ακολούθησα με μονολιθική συνέπεια, με επιμονή και πίστη. Από την αρχή μέχρι το τέλος. Τύφλα να ’χει το τραμ!
Το 26μηνο στρατιωτικό ήταν για μένα μια κόλαση. Όλα τα υπέμενα αγόγγυστα με την ελπίδα ότι κάποτε θα τελειώσουν. Εκείνο που με συνέθλιβε και μ’ έκανε κουρέλι και που συγχρόνως με εξόργιζε, ήταν η αμφισβήτηση –από ανθρώπους νάνους και παραδόπιστους– της αγάπης μου για την πατρίδα, τον τόπο που μεγάλωσα κι έγινα ένα με το χώμα και την ιστορία του. Αλλά τι να κάνω; Πώς να αντιδράσω, σε ποια αυτιά ν’ αποταθώ; Αν άνοιγα συζήτηση δε θα την έβγαζα καθαρή!
Η περίοδος αυτή έχει πολλά επεισόδια. Εδώ θέλω ν’ αφηγηθώ ένα από αυτά.
Υπηρετούσα στην Αλεξανδρούπολη το 1966 ως σκαπανέας-πυροβολητής σε μια μονάδα λίγο έξω από την πόλη. Κάποια μέρα ήρθε μια διαταγή από το Γ.Ε.Σ.: Οι «μορφωμένοι» φαντάροι να βγάλουν μια ομιλία μπροστά σ’ όλη τη μονάδα. Τα κριτήρια της εποχής περιλάμβαναν αυτούς που είχαν τελειώσει το γυμνάσιο. Την ώρα της εθνικής ηθικής διαπαιδαγώγησης (Η.Ε.Δ.), ένας έφεδρος ανθυπολοχαγός μας μίλησε για το παιδομάζωμα. Στην πραγματικότητα, διάβασε ένα δισέλιδο, προετοιμασμένο από την αρμόδια υπηρεσία κείμενο. Ο λοχαγός του Α2 προσπάθησε ν’ ανοίξει τη συζήτηση πάνω στο θέμα. Του κάκου όμως. Καμιά ανταπόκριση από το ακροατήριο.
Μια μέρα ο λοχίας του λόχου μας μου λέει:
- Σε θέλει ο λοχαγός!
Άρχισαν τα όργανα, είπα μέσα μου. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Το σενάριο ήταν γνωστό.
Μόλις μπήκα στο γραφείο του, χωρίς προλόγους και εισαγωγές μου λέει:
- Λευτέρη, θα μιλήσεις με θέμα το «προαιώνιο όνειρο των Σλάβων να πλύνουν τα βρώμικα πόδια τους στο γαλάζιο μας Αιγαίο».
- Είμαι ένας απλός φαντάρος χωρίς ειδικότητα.
- Ναι! αλλά είσαι μαθηματικός!
Δεν τον διόρθωσα ότι σπούδασα Φυσική. Απλώς, σφράγισα το στόμα μου με βουλοκέρι...
Αρκετή ώρα άκουγα το κήρυγμά του με την κατάληξη:
- Κρίμα, παιδί μου! Εσύ θα φας το κεφάλι σου!
Το κατοπινά χρόνια έδειξαν πως είχε λίγο δίκιο αλλά αυτός ήταν πολύ μικρός για να του δίνει κανείς σημασία.
Οι ομιλίες συνεχίστηκαν με θέματα ποικίλου ενδιαφέροντος. Κάθε φορά ο Α2 που διηύθυνε τη συζήτηση έλεγε:
- Εσύ τι λες, Λευτέρη;
- Δεν ξέρω.
Εγώ το βιολί μου, σα διάκος με το Κυρ Ελέησον. Μια συνεχής πίεση αψυχολόγητη που είχε τα αντίθετα αποτελέσματα. Όμως με κρατούσε σε διαρκή επιφυλακή και δε μ’ άφηνε στιγμή να ησυχάσω. Έφτασα να βλέπω στον ύπνο μου εφιάλτες.
Ο διπλανός μου στο κρεβάτι, μου έλεγε ένα πρωί:
- Τη νύχτα φώναζες: «Δεν ξέρω, δεν ξέρω...»
(μνήμες και σκηνές από τη θητεία μου στο στρατό)
α1) Αντικείμενον πολλάκις διδαχθέν!
Στο στρατό πήγα με «γραμμή». Δυστυχώς! Οι συνθήκες της εποχής με ανάγκασαν να πάρω στοιχειώδη μέτρα προφύλαξης για τη σωματική και πνευματική μου ακεραιότητα. Για ένα αυτονόητο και –γιατί όχι– ιερό καθήκον: Να υπηρετήσω την πατρίδα. Όμως ο στρατός τότε είχε αναλάβει με προθυμία αλλότρια καθήκοντα. Να χωρίσει τα παιδιά της πατρίδας μας σε κατηγορίες, και κάποιους, χωρίς ντροπή κι αναστολές, να τους ποδοπατά.
Η «γραμμή» ήταν: Δεν απαντάμε σε πολιτικές ερωτήσεις. Λέμε «δεν ξέρω». Δεν ανοίγουμε συζητήσεις. Τη γραμμή αυτήν την ακολούθησα με μονολιθική συνέπεια, με επιμονή και πίστη. Από την αρχή μέχρι το τέλος. Τύφλα να ’χει το τραμ!
Το 26μηνο στρατιωτικό ήταν για μένα μια κόλαση. Όλα τα υπέμενα αγόγγυστα με την ελπίδα ότι κάποτε θα τελειώσουν. Εκείνο που με συνέθλιβε και μ’ έκανε κουρέλι και που συγχρόνως με εξόργιζε, ήταν η αμφισβήτηση –από ανθρώπους νάνους και παραδόπιστους– της αγάπης μου για την πατρίδα, τον τόπο που μεγάλωσα κι έγινα ένα με το χώμα και την ιστορία του. Αλλά τι να κάνω; Πώς να αντιδράσω, σε ποια αυτιά ν’ αποταθώ; Αν άνοιγα συζήτηση δε θα την έβγαζα καθαρή!
Η περίοδος αυτή έχει πολλά επεισόδια. Εδώ θέλω ν’ αφηγηθώ ένα από αυτά.
Υπηρετούσα στην Αλεξανδρούπολη το 1966 ως σκαπανέας-πυροβολητής σε μια μονάδα λίγο έξω από την πόλη. Κάποια μέρα ήρθε μια διαταγή από το Γ.Ε.Σ.: Οι «μορφωμένοι» φαντάροι να βγάλουν μια ομιλία μπροστά σ’ όλη τη μονάδα. Τα κριτήρια της εποχής περιλάμβαναν αυτούς που είχαν τελειώσει το γυμνάσιο. Την ώρα της εθνικής ηθικής διαπαιδαγώγησης (Η.Ε.Δ.), ένας έφεδρος ανθυπολοχαγός μας μίλησε για το παιδομάζωμα. Στην πραγματικότητα, διάβασε ένα δισέλιδο, προετοιμασμένο από την αρμόδια υπηρεσία κείμενο. Ο λοχαγός του Α2 προσπάθησε ν’ ανοίξει τη συζήτηση πάνω στο θέμα. Του κάκου όμως. Καμιά ανταπόκριση από το ακροατήριο.
Μια μέρα ο λοχίας του λόχου μας μου λέει:
- Σε θέλει ο λοχαγός!
Άρχισαν τα όργανα, είπα μέσα μου. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Το σενάριο ήταν γνωστό.
Μόλις μπήκα στο γραφείο του, χωρίς προλόγους και εισαγωγές μου λέει:
- Λευτέρη, θα μιλήσεις με θέμα το «προαιώνιο όνειρο των Σλάβων να πλύνουν τα βρώμικα πόδια τους στο γαλάζιο μας Αιγαίο».
- Είμαι ένας απλός φαντάρος χωρίς ειδικότητα.
- Ναι! αλλά είσαι μαθηματικός!
Δεν τον διόρθωσα ότι σπούδασα Φυσική. Απλώς, σφράγισα το στόμα μου με βουλοκέρι...
Αρκετή ώρα άκουγα το κήρυγμά του με την κατάληξη:
- Κρίμα, παιδί μου! Εσύ θα φας το κεφάλι σου!
Το κατοπινά χρόνια έδειξαν πως είχε λίγο δίκιο αλλά αυτός ήταν πολύ μικρός για να του δίνει κανείς σημασία.
Οι ομιλίες συνεχίστηκαν με θέματα ποικίλου ενδιαφέροντος. Κάθε φορά ο Α2 που διηύθυνε τη συζήτηση έλεγε:
- Εσύ τι λες, Λευτέρη;
- Δεν ξέρω.
Εγώ το βιολί μου, σα διάκος με το Κυρ Ελέησον. Μια συνεχής πίεση αψυχολόγητη που είχε τα αντίθετα αποτελέσματα. Όμως με κρατούσε σε διαρκή επιφυλακή και δε μ’ άφηνε στιγμή να ησυχάσω. Έφτασα να βλέπω στον ύπνο μου εφιάλτες.
Ο διπλανός μου στο κρεβάτι, μου έλεγε ένα πρωί:
- Τη νύχτα φώναζες: «Δεν ξέρω, δεν ξέρω...»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου