Άκουσε την είδηση στο παλιό ραδιοφωνάκι, που κουβαλούσε πάντα μαζί του και χαμογέλασε πονηρά.
«Θα φάω καλά πάλι, αδελφάκι μου. Ξέρω τον τρόπο. Τον έχω δοκιμάσει κι άλλες φορές και δεν έχω παράπονο»
Με ικανοποίηση πληροφορήθηκε ότι προκηρύχθηκαν πάλι εκλογές. Την πολυτέλεια των «ιδεολογικών δεσμεύσεων» και των «κόκκινων γραμμών» δεν την είχε αισθανθεί μέχρι τώρα. Μόνος οδηγός και φάρος των πράξεών του ήταν πώς θα τα κονομήσει ο ίδιος. Κάνοντας μια αναδρομή στη ζωή του αναστέναξε. Αναλογίστηκε τα χρήματα, που πέρασαν απ’ τα χέρια του και σαν παράπονο βγήκαν τα πονεμένα λόγια
«Α ρε μπαγάσα, αν δεν είχες το πάθος και τα έβαζες στην άκρη σήμερα θα είχες ένα σεβαστό κομπόδεμα! Μια ολόκληρη περιουσία. Αλλά τι να κάνουμε όλοι έχουν τις αδυναμίες τους. Πώς εγώ μπορούσα να είμαι διαφορετικός;»
Κουμάρι και χαρτιά με την αλητοπαρέα που συναντούσε κάθε δειλινό στην παλαιά ταβέρνα του γερό Φώντα στο Κουκάκι. Εκεί τον έγδυναν συνήθως. Δε λέει. Μερικές φορές κέρδισε χρήματα καλά, αλλά λες και τον έτρωγαν στην τσέπη. Σαν αλκοολικός έτρεχε να βρει συμπαίκτες μέχρι να μείνει στο τέλος ταπί. Τότε μόνο σκεφτόταν ότι δεν έχει ένα ευρώ να αγοράσει κάτι για φαγητό. Σκυλόβριζε τον εαυτό του, αλλά τα λεφτά δε γύριζαν πίσω.
Όμως ας πούμε και τα «ελαφρυντικά» του. Μικροκατεργάρης ήταν, όχι κλέφτης και πολύ περισσότερο ληστής. Α! Δεν την ξαναπατούσε άλλη φορά. Μια φορά τον συνέλαβαν παλαιότερα για κλοπή κι έμεινε ένα διάστημα στην ψειρού. Από την πρώτη μέρα ο αποκλεισμός του έφερε τρέλα. Δεν είναι αυτός για κλειστούς χώρους κι απομονώσεις. Αυτός γουστάρει να σεργιανά αμέριμνος στα γνωστά του λημέρια και να κάνει τις δικές του επιλογές. Πάντα υπάρχει τρόπος να εξασφαλίζεις τα προς το ζην, αρκεί να μαθαίνεις τα στέκια και να ξέρεις να παίζεις σωστά το ρόλο σου. Και στον τομέα αυτόν είχε γίνει μετρ.
Εκκλησία, δήμος, φιλανθρωπικά σωματεία και μια σειρά άλλοι ευαίσθητοι ακτιβιστές. Έπαιρνε το κακομοίρικο ύφος, έλεγε με σπασμένη φωνή τη σύντομη ίδια τραγική ιστορία και το παράξενο ήταν ότι σύντομα γινόταν πιστευτός. Κανείς ποτέ δε σκέφτηκε να επαληθεύσει τα λεγόμενά του. Αν βρισκόταν σε δυσκολία ήταν έτοιμος να γλιστρήσει στην ανωνυμία του. Δόξα το θεό υπήρχαν πολλοί πού ήθελαν να «κάνουν το καλό» ίσως για να ικανοποιήσουν δική τους εσωτερική ανάγκη. Έτσι ποτέ δεν του έλειψαν τα βασικά. Οι πονόψυχοι ήταν πάντα άφθονοι στην πιάτσα
Εκείνο που μισούσε ήταν το ωράριο εργασίας. Κάποιες απόπειρες να εργαστεί τον έφεραν σε απόγνωση. Η απορία ήταν μέσα του πελώρια και καθαρή
«Καλά πώς αντέχουν να κλείνονται ολημερίς μέσα σ’ ένα γραφείο, σε μάντρες και τοίχους πίσω από ένα μηχάνημα ή ένα γκισέ ταμείου και να επαναλαμβάνουν τα ίδια και τα ίδια;»
Ευτυχώς μέχρι τώρα δεν είχε μπλέξει με τη γραφειοκρατία του επίσημου κρατικού μηχανισμού. Το μόνο δημόσιο έγγραφο που διέθετε ήταν η αστυνομική ταυτότητα. Ένσημα δεν είχε ποτέ κολλήσει σε κανένα ταμείο, αφού ποτέ δεν εργάστηκε κανονικά. Όταν κάποιος περίεργος της παρέας του είπε για σύνταξη και τέτοια τον αποπήρε λέγοντας
«Ελπίζεις ρε κακομοίρη ότι θα φτάσεις ζωντανός μέχρι εκεί; Εγώ μόνο τι θα φάω το βράδυ σκέφτομαι»
Έτσι πέρασε μέχρι τώρα τη ζωή του. Τίποτε το συγκλονιστικό, μα η αλήθεια να λέγεται, οι απαιτήσεις του από τη ζωή ήταν περιορισμένες.
Μα η περίοδος των εκλογών του έδινε πάντα καλύτερες ευκαιρίες. Ήξερε που θα απευθυνθεί. Όχι στα κεντρικά γραφεία των κομμάτων. Εκεί δεν έβγαζε πολλά. Στα εκλογικά κέντρα των υποψηφίων. Εκεί έβλεπε ποιος έχει το πρόσταγμα και σ’ αυτόν απευθυνόταν. Αν ήταν υποψήφιος της Α’ Αθηνών έλεγε πως είναι κάτοικος κάποιας διπλανής συνοικίας, ότι έχει οικογένεια, είναι άνεργος και θέλει μια μικρή βοήθεια. Δεν πετύχαινε πάντα, αλλά θα μείνετε έκπληκτοι αν σας πω πόσες φορές βγήκε ματσωμένος από εκεί. Γιατί πέρα από το χαρτονόμισμα που του έδινε ο υπεύθυνος κι άλλοι παραβρισκόμενοι τσόνταραν το κατιτίς. Αν ήταν της Β’ Αθηνών έλεγε μια άλλη συνοικία, που κάπως την ήξερε μην τυχόν του ζητήσουν λεπτομέρειες.
Ίσως να μην τον πίστευαν, αλλά στην ατμόσφαιρά των εκλογών κανείς δεν ήθελε να δημιουργήσει εντάσεις και μαλώματα. Για να ξεμπλέξουν απ’ αυτόν το χαρτονόμισμα έβγαινε τελικώς από την τσέπη. Τι τον ένοιαζε τι λένε από μέσα τους. Δεν πάνε να πνιγούνε λέω εγώ!!
«Θα φάω καλά πάλι, αδελφάκι μου. Ξέρω τον τρόπο. Τον έχω δοκιμάσει κι άλλες φορές και δεν έχω παράπονο»
Με ικανοποίηση πληροφορήθηκε ότι προκηρύχθηκαν πάλι εκλογές. Την πολυτέλεια των «ιδεολογικών δεσμεύσεων» και των «κόκκινων γραμμών» δεν την είχε αισθανθεί μέχρι τώρα. Μόνος οδηγός και φάρος των πράξεών του ήταν πώς θα τα κονομήσει ο ίδιος. Κάνοντας μια αναδρομή στη ζωή του αναστέναξε. Αναλογίστηκε τα χρήματα, που πέρασαν απ’ τα χέρια του και σαν παράπονο βγήκαν τα πονεμένα λόγια
«Α ρε μπαγάσα, αν δεν είχες το πάθος και τα έβαζες στην άκρη σήμερα θα είχες ένα σεβαστό κομπόδεμα! Μια ολόκληρη περιουσία. Αλλά τι να κάνουμε όλοι έχουν τις αδυναμίες τους. Πώς εγώ μπορούσα να είμαι διαφορετικός;»
Κουμάρι και χαρτιά με την αλητοπαρέα που συναντούσε κάθε δειλινό στην παλαιά ταβέρνα του γερό Φώντα στο Κουκάκι. Εκεί τον έγδυναν συνήθως. Δε λέει. Μερικές φορές κέρδισε χρήματα καλά, αλλά λες και τον έτρωγαν στην τσέπη. Σαν αλκοολικός έτρεχε να βρει συμπαίκτες μέχρι να μείνει στο τέλος ταπί. Τότε μόνο σκεφτόταν ότι δεν έχει ένα ευρώ να αγοράσει κάτι για φαγητό. Σκυλόβριζε τον εαυτό του, αλλά τα λεφτά δε γύριζαν πίσω.
Όμως ας πούμε και τα «ελαφρυντικά» του. Μικροκατεργάρης ήταν, όχι κλέφτης και πολύ περισσότερο ληστής. Α! Δεν την ξαναπατούσε άλλη φορά. Μια φορά τον συνέλαβαν παλαιότερα για κλοπή κι έμεινε ένα διάστημα στην ψειρού. Από την πρώτη μέρα ο αποκλεισμός του έφερε τρέλα. Δεν είναι αυτός για κλειστούς χώρους κι απομονώσεις. Αυτός γουστάρει να σεργιανά αμέριμνος στα γνωστά του λημέρια και να κάνει τις δικές του επιλογές. Πάντα υπάρχει τρόπος να εξασφαλίζεις τα προς το ζην, αρκεί να μαθαίνεις τα στέκια και να ξέρεις να παίζεις σωστά το ρόλο σου. Και στον τομέα αυτόν είχε γίνει μετρ.
Εκκλησία, δήμος, φιλανθρωπικά σωματεία και μια σειρά άλλοι ευαίσθητοι ακτιβιστές. Έπαιρνε το κακομοίρικο ύφος, έλεγε με σπασμένη φωνή τη σύντομη ίδια τραγική ιστορία και το παράξενο ήταν ότι σύντομα γινόταν πιστευτός. Κανείς ποτέ δε σκέφτηκε να επαληθεύσει τα λεγόμενά του. Αν βρισκόταν σε δυσκολία ήταν έτοιμος να γλιστρήσει στην ανωνυμία του. Δόξα το θεό υπήρχαν πολλοί πού ήθελαν να «κάνουν το καλό» ίσως για να ικανοποιήσουν δική τους εσωτερική ανάγκη. Έτσι ποτέ δεν του έλειψαν τα βασικά. Οι πονόψυχοι ήταν πάντα άφθονοι στην πιάτσα
Εκείνο που μισούσε ήταν το ωράριο εργασίας. Κάποιες απόπειρες να εργαστεί τον έφεραν σε απόγνωση. Η απορία ήταν μέσα του πελώρια και καθαρή
«Καλά πώς αντέχουν να κλείνονται ολημερίς μέσα σ’ ένα γραφείο, σε μάντρες και τοίχους πίσω από ένα μηχάνημα ή ένα γκισέ ταμείου και να επαναλαμβάνουν τα ίδια και τα ίδια;»
Ευτυχώς μέχρι τώρα δεν είχε μπλέξει με τη γραφειοκρατία του επίσημου κρατικού μηχανισμού. Το μόνο δημόσιο έγγραφο που διέθετε ήταν η αστυνομική ταυτότητα. Ένσημα δεν είχε ποτέ κολλήσει σε κανένα ταμείο, αφού ποτέ δεν εργάστηκε κανονικά. Όταν κάποιος περίεργος της παρέας του είπε για σύνταξη και τέτοια τον αποπήρε λέγοντας
«Ελπίζεις ρε κακομοίρη ότι θα φτάσεις ζωντανός μέχρι εκεί; Εγώ μόνο τι θα φάω το βράδυ σκέφτομαι»
Έτσι πέρασε μέχρι τώρα τη ζωή του. Τίποτε το συγκλονιστικό, μα η αλήθεια να λέγεται, οι απαιτήσεις του από τη ζωή ήταν περιορισμένες.
Μα η περίοδος των εκλογών του έδινε πάντα καλύτερες ευκαιρίες. Ήξερε που θα απευθυνθεί. Όχι στα κεντρικά γραφεία των κομμάτων. Εκεί δεν έβγαζε πολλά. Στα εκλογικά κέντρα των υποψηφίων. Εκεί έβλεπε ποιος έχει το πρόσταγμα και σ’ αυτόν απευθυνόταν. Αν ήταν υποψήφιος της Α’ Αθηνών έλεγε πως είναι κάτοικος κάποιας διπλανής συνοικίας, ότι έχει οικογένεια, είναι άνεργος και θέλει μια μικρή βοήθεια. Δεν πετύχαινε πάντα, αλλά θα μείνετε έκπληκτοι αν σας πω πόσες φορές βγήκε ματσωμένος από εκεί. Γιατί πέρα από το χαρτονόμισμα που του έδινε ο υπεύθυνος κι άλλοι παραβρισκόμενοι τσόνταραν το κατιτίς. Αν ήταν της Β’ Αθηνών έλεγε μια άλλη συνοικία, που κάπως την ήξερε μην τυχόν του ζητήσουν λεπτομέρειες.
Ίσως να μην τον πίστευαν, αλλά στην ατμόσφαιρά των εκλογών κανείς δεν ήθελε να δημιουργήσει εντάσεις και μαλώματα. Για να ξεμπλέξουν απ’ αυτόν το χαρτονόμισμα έβγαινε τελικώς από την τσέπη. Τι τον ένοιαζε τι λένε από μέσα τους. Δεν πάνε να πνιγούνε λέω εγώ!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου