Σε δέκα πόλεις λειτούργησαν οι γαλλικές σχολές "Alliance Israelite Universelle", την περίοδο 1865-1934, εκπαιδεύοντας και γαλουχώντας στο διάστημα αυτό χιλιάδες μαθητές. Σημαντικά στοιχεία για το εκπαιδευτικό έργο των σχολών αυτών μάς δίνει ο επί σειρά ετών πρόεδρος της Ισραηλιτικής Κοινότητας Βόλου, Ραφαήλ Φρεζής. Όπως αναφέρουν ιστορικοί, σημειώνει ο κ. Φρεζής, η παρουσία των Εβραίων στην πόλη (Αρχαία Δημητριάδα) ανάγεται από την εποχή Βασιλείας του Φιλίππου του Ε' (Β' αιώνας π.Χ.), ενώ στις γειτονικές Φθιώτιδες Θήβαις ή Αχαϊκές (σημερινή Ν. Αγχίαλο) βρέθηκαν επιτύμβιες εβραϊκές πλάκες του 3-6ου μ.Χ. αιώνα. Αλλά και στο γειτονικό Αλμυρό, που επισκέφθηκε το 1.102 ο Ισπανός ραβίνος -περιηγητής Βενιαμίν μπεν Πονά, αναφέρει στο "οδοιπορικό" του, ότι υπήρχαν εκεί περίπου 400 Εβραίοι. Μεταγενέστεροι ιστορικοί και περιηγητές αναφέρονται στους Εβραίους του Βόλου, που κατοικούσαν γύρω από το Κάστρο (Φρούριο των Τούρκων) της πόλης. Το 1864 ήταν μια καλή χρονιά και το εμπόριο της πόλης γνώριζε μεγάλη άνθιση. Μερικοί αισιόδοξοι φίλοι, οι Δαβίδ Αμπραβανέλ, Γαβριήλ Φαρατζής, Α. Φρεζής, Δαφφάς, Μπάλτσερ και Γκατένιο, πήραν την πρωτοβουλία και αποτάθηκαν στην Αλλιάνς των Παρισίων, για τη λειτουργία σχολής της στο Βόλο, με πρόθεση να επιτύχουν τη βελτίωση του πνευματικού επιπέδου των εβραιοπαίδων της Κοινότητας. Η πρόταση βρήκε θετική απήχηση και στις 13/6/1865 έφτασε από το Παρίσι στον Βόλο, ο δάσκαλος Μ. Βάισκοπ, ο οποίος λειτούργησε το σχολείο το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς. Όπως ο ίδιος ανέφερε στα κεντρικά της Αλλιάνς, "έτυχε καλής υποδοχής και εντυπωσιάστηκε από το γεγονός ότι βρήκε μια καλά οργανωμένη Κοινότητα".
Οι πρώτες εμπειρίες του υπήρξαν ενθαρρυντικές, επειδή "ο Βόλος είχε μια ευχάριστη ευρωπαϊκή κοινωνία κι ένα αξιόλογο εβραϊκό κέντρο". Ωστόσο, στις παρατηρήσεις του ανέφερε τα εξής: "Οι συνθήκες του σχολείου ήταν απογοητευτικές. Ο χώρος όπου λειτουργούσε ήταν πρωτόγονος και για φωτισμό χρησιμοποιούταν ένα παλιό λυχνάρι του 13ου αιώνα... Τα περισσότερα παιδιά ήταν αγράμματα και αγνοούσαν τις στοιχειώδεις γνώσεις της αριθμητικής και της γραμματικής". Ο Βάισκοπ, χάρη στις ικανότητες του, μπόρεσε, σε σύντομο χρονικό διάστημα, να βελτιώσει το επίπεδο των μαθητών κι έπειτα από διδασκαλία 15 μηνών, ανέφερε στα Κεντρικά τις θετικές εξελίξεις της διδασκαλίας.
Η Κοινότητα παρά τις μικρές δυνατότητες της -σύμφωνα με τον κ. Φρεζή- στήριζε οικονομικά το σχολείο, αφού οι περισσότεροι μαθητές ήταν φτωχοί και δεν μπορούσαν να πληρώνουν δίδακτρα. Ωστόσο, οι διάφορες συγκυρίες που μεσολάβησαν, επέδρασαν στην οικονομία του τόπου, διαφοροποιώντας τα οικονομικά αρκετών Εβραίων, ώστε να μην μπορούν να συνεισφέρουν, και το σχολείο άρχισε να αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα.
Τον Οκτώβριο του 1866 έγινε μια πρόταση, να μεταφερθεί το σχολείο στη Λάρισα, όπου εκεί υπήρχε μια μεγαλύτερη εβραϊκή Κοινότητα, αλλά αυτό δεν έγινε αποδεκτό. Έγινε απ' όλους μια προσπάθεια να συγκεντρωθούν χρήματα και μερικοί συνέβαλαν οικονομικά για τη διατήρηση του σχολείου. Η πρόοδος των μαθητών με δάσκαλο τον Σαμουήλ Χιρέχ και η καλή φήμη του σχολείου, παρεκίνησαν -το 1867- μερικούς χριστιανούς Βολιώτες να ζητήσουν τη φοίτηση των παιδιών τους στο σχολείο της Αλλιάνς. Η άποψη που διατυπώθηκε από τα Κεντρικά των Παρισίων ήταν: "θα πρέπει να αφήσουμε τις πόρτες ανοικτές σε παιδιά και άλλων θρησκευμάτων, για να συνηθίσουν την αδελφικότητα με το δικό μας θρήσκευμα και την Κοινότητα, από μικρή ηλικία. Όμως θα πρέπει να υπάρξουν διαβεβαιώσεις, πως αν γίνει κάτι τέτοιο, δεν θα ήταν σε βάρος της διδασκαλίας των εβραιοπαίδων και δεν θα επηρεάζονταν τα μαθήματα για την εβραϊκή θρησκεία".
Τον Οκτώβριο του 1868, η Σχολή πραγματοποίησε μια μεγάλη εορταστική εκδήλωση για τη βράβευση αριστούχων μαθητών, όπως συνηθίζονταν κάθε χρόνο. Όπως αναφέρθηκε, στην εκδήλωση αυτή υπήρξε μεγάλη συμμετοχή γονέων και κοινού. Παρέστησαν ο Δήμαρχος, οι Πρόξενοι Γαλλίας και Αυστρίας καθώς και άλλοι επίσημοι. Το 1869 ήταν μια δύσκολη χρονιά για την Κοινότητα Βόλου, στην οποία κατέφυγαν εβραϊκές οικογένειες από τα Γιάννενα, ύστερα από τη μεγάλη πυρκαγιά της πόλης και την καταστροφή της περιουσίας τους, είχαν μείνει άστεγοι και χωρίς τροφή. Η Κοινότητα έκανε ό,τι μπορούσε για την περίθαλψη τους. Δάσκαλος ήταν ο Ι. Μπλούμ.
Το 1870, διευθυντής του σχολείου ανέλαβε ο Δαβίδ Καζές με δάσκαλο τον Α. Bloch. Στο σχολείο φοιτούσαν 54 μαθητές, στους οποίους περιλαμβάνονταν λίγοι χριστιανοί και καθολικοί. Η θητεία του Καζές υπήρξε επιτυχής. Ο διευθυντής του σχολείου πέτυχε να τοποθετήσει 25 μαθητές σε διάφορα βιοτεχνικά εργαστήρια και δύο έμαθαν την τέχνη του ράφτη, δύο του τσαγκάρη, δύο του σιδερά. Ένας από τους καλούς μαθητές επιλέχθηκε ως βοηθός φαρμακοποιού κι έπειτα από σύντομη εκπαίδευση μπόρεσε να γίνει βοηθός σε έναν Ιταλό γιατρό. Η επιμέλεια αυτή του μαθητή τον οδήγησε αργότερα στο Παρίσι για ανώτερες σπουδές, μετά τις οποίες εργάστηκε σ' ένα εβραϊκό νοσοκομείο. Ο Δαβίδ Καζές πρότεινε στην Αλλιάνς τη λειτουργία χωριστής σχολής θηλέων, αλλά οι οικονομικές συνθήκες δεν το επέτρεψαν. Για το λόγο αυτό, από το 1873 το σχολείο έγινε μικτό και το 1874 μεταξύ των 50 μαθητών, περιλαμβάνονταν 7 μαθήτριες.
Το 1875, ο Καζές μετατέθηκε στη Σμύρνη και το σχολείο ανέλαβε ο αδελφός του Αβραάμ Καζές. Η διδασκαλία του Αβρ. Καζέ δεν πρόσφερε τίποτε θετικό στην εκπαίδευση των μαθητών, ενώ ο ίδιος με την στάση του, προκαλούσε προστριβές με τους γονείς και την Κοινότητα. Στις 6-12-1875 έγινε στη νεόκτιστη Συναγωγή Βόλου η καθιερωμένη γιορτή "Χανουκά", μέσα σε μια ατμόσφαιρα πανηγυρική και εορταστική. Στην κατάφωτη και ανθοστόλιστη Συναγωγή, μετά τη θρησκευτική Λειτουργία τιμήθηκαν για τη γενναιόδωρη προσφορά τους για την ανέγερσή της ο βαρόνος Χιρς και ο Αλλατίνι. Ο Χιρς δώρισε στο σχολείο ποσό 4.500 γαλλικών φράγκων, για να ανταπεξέλθει στις δυσκολίες που αντιμετώπιζε κι ένα ακόμη ποσό στην Κοινότητα. Το σχολείο, σύμφωνα με τον συγγραφέα, άρχισε να αποκτά καλή φήμη και στις αρχές του 1877 το επισκέφθηκε ο Μητροπολίτης, τον οποίο προσφώνησε ο δάσκαλος της Ελληνικής Κώστας Αστεριάδης.
Τη σχολική χρονιά 1876-77 ο Καζές αντικαταστάθηκε από τον Ααρών Μιζάν. Στη σχολή δίδαξαν, επίσης, ο Σαλώμ Κοέν και αναφέρονται διευθυντές της οι Αβραάμ Κοέν, Εμμανουήλ και Ιωσήφ Δαφφάς. Ενώ ξεπεράστηκαν- έστω και προσωρινά- οι οικονομικές δυσκολίες, άρχισαν οι προστριβές με τον Ααρών Μιζάν ο οποίος, όπως ενημερώθηκαν τα Κεντρικά στο Παρίσι, "ήταν ακατάλληλος και αποτελούσε κακό παράδειγμα για τους μαθητές, αφού δεν τηρούσε τους κανόνες της εβραϊκής θρησκείας, τα έθιμα και την αργία του Σαββάτου". Η ένταση που άρχισε να δημιουργείται, μείωσε τον αριθμό των μαθητών και στο τέλος έφθασαν τους 30.
Το καλοκαίρι του 1878, ο Δαβίδ Αμπραβανέλ με επιστολή του στο Παρίσι, επισήμανε την κακή κατάσταση του σχολικού κτιρίου, τις συνθήκες που δημιουργήθηκαν γενικότερα με τη συνεχή αποδιοργάνωση και τη μείωση του αριθμού των μαθητών. Τα γεγονότα αυτά τον οδήγησαν ώστε να προτείνει διακοπή λειτουργίας του σχολείου. Αυτό έγινε αποδεκτό από τα Κεντρικά και η λειτουργία του σταμάτησε. Ωστόσο, οι επαφές της Κοινότητας Βόλου με το Παρίσι συνεχίστηκαν. Οι μετέπειτα εξελίξεις στην Ευρώπη και στην Ελλάδα δεν επέτρεψαν την υλοποίηση των καλών προθέσεων της Κοινότητας.
Η Χιτλερική λαίλαπα κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, προκάλεσε καταστροφές και θύματα, ιδιαίτερα στον εβραϊκό πληθυσμό του Βόλου. Ο αριθμός ανήλθε στους 155, δηλ. απώλειες 26% των μελών της Κοινότητας, που θεωρείται μικρότερος από άλλες Κοινότητες, αφού η συμβολή της Εκκλησίας, της Πολιτείας και της Εθνικής Αντίστασης υπήρξε καθοριστική στη διάσωση των περισσότερων Εβραίων της πόλης. Λάρισα Σύμφωνα με ιστορικά στοιχεία, η Εβραϊκή Κοινότητα Λάρισας θεωρείται μία από τις αρχαιότερες της Ελλάδας, αφού η ύπαρξη της εμφανίζεται από τους πρώτους Ρωμαϊκούς χρόνους. Στη διαδρομή των αιώνων προβάλλεται η συνεχής και δραστήρια παρουσία των Εβραίων στην πόλη.
Το 1492 εγκαταστάθηκαν εκεί αρκετοί Ισπανοεβραίοι (Σεφαραδίμ) -μετά το διωγμό από τη χώρα τους- και αποτέλεσαν μία χωριστή Κοινότητα, η οποία αργότερα ενσωματώθηκε στην ήδη υπάρχουσα (Ρωμανιώτικη), μεταδίδοντας τη γλώσσα και την κουλτούρα τους, συμβάλλοντας έτσι στην ανύψωση του μορφωτικού και του κοινωνικού επιπέδου. Η εβραϊκή συνοικία βρισκόταν κοντά στο ποτάμι "Πηνειός". Από τα παλιά χρόνια, η Κοινότητα, λόγω του μεγάλου πληθυσμού της, διατηρούσε επτά Συναγωγές, νεκροταφείο, σχολεία, πολιτιστικά και φιλανθρωπικά ιδρύματα και συλλόγους. Μέσα από τα υπάρχοντα "ιεροσπουδαστήρια" αναδείχθηκαν μεγάλοι ραβίνοι και δάσκαλοι, ώστε μία εποχή, η Κοινότητα να αποκαλείται "Μάντρε ντ' Ισραέλ" (Μητέρα του Ισραήλ).
Η λειτουργία της Σχολής Αλλιάνς άρχισε στις 15-3-1869, ύστερα από το μεγάλο ενδιαφέρον που έδειξαν οι ιθύνοντες της Κοινότητας για τη λειτουργία της, ενθαρρυμένοι από το εκπαιδευτικό έργο της σχολής στο Βόλο. Με διευθυντή τον Bloch, η πρώτη χρονιά πήγε πολύ καλά. Στη δεύτερη, όμως, χρονιά γράφτηκαν μαθητές και άλλων θρησκευμάτων, γεγονός που προκάλεσε τις διαμαρτυρίες πολλών γονέων, οι οποίοι μάλιστα εκφράσανε τη δυσαρέσκεια τους στα Κεντρικά της Αλλιάνς. Ο μεγάλος αριθμός των μαθητών καθιστούσε τη συμβίωση δύσκολη και η έλλειψη βιβλίων ανάγκαζε πολλούς απ' αυτούς να μελετούν από τα ίδια βιβλία. Οι εύποροι -κυρίως σεφαραδίτες- έστελναν τα παιδιά τους για σπουδές στη Θεσσαλονίκη, όπου εκεί υπήρχε η θρησκευτική σχολή "Ταλμούδ Τορά" και μάθαιναν τις προσευχές, την εβραϊκή ιστορία, τα ήθη και τα έθιμα.
ο σχολείο της Αλλιάνς άρχισε να αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα και έγιναν προσπάθειες για τη συγκέντρωση χρημάτων. Οργανώθηκε, αναφέρει ο κ. Φρεζής, μια γιορτή για την επέτειο γενεθλίων του βαρόνου Χιρς και μέσα στο φωταγωγημένο και ανθοστόλιστο προαύλιο χώρο του σχολείου, εμπρός από τη Συναγωγή, έγιναν ομιλίες στους παρευρισκομένους που προκάλεσαν τη συγκίνηση τους. Με τον τρόπο αυτό συγκεντρώθηκαν 500 γαλλικά φράγκα, για την επισκευή της στέγης του σχολείου που είχε καταστραφεί. Παρά την άποψη μερικών ότι, "οι δάσκαλοι ήταν ανίκανοι και επέβαλαν αυστηρές ποινές σε άτακτους και αμελείς μαθητές" ώστε να εξοργίζουν τους γονείς, εν τούτοις ο Bloch δέχονταν από πολλούς συγχαρητήρια "για την πρόοδο των μαθητών και το επιτυχημένο πρόγραμμα του σχολείου".
Στο τέλος κάθε χρονιάς γίνονταν οι εξετάσεις των μαθητών, με την παρουσία των γονέων και αξιωματούχων της πόλης. Μια χρονιά, μάλιστα, οι εξετάσεις κινηματογραφήθηκαν, για να αποτυπωθεί η πρόοδος των μαθητών στη γαλλική και τα άλλα μαθήματα.
Το 1872, ο Bloch αντικαταστάθηκε από τον Μ. Bendelac, ο οποίος ήταν απόφοιτος της σχολής Παρισίων. Αυτός είχε την πρωτοβουλία να προσθέσει μερικά μαθήματα για το "Ταλμούδ" και επέμεινε στη διδασκαλία τόσο των εβραϊκών όσο και της ισπανοεβραϊκής, μολονότι στο σχολείο φοιτούσαν και μαθητές χριστιανοί και λίγοι Αλβανοί. Το 1873, ο πρόεδρος της Κοινότητας Γκατένιο, με αναφορά του στο Παρίσι, κατέγραψε τη δραματική κατάσταση των Εβραίων στη Λάρισα, που μαστίζονταν από φτώχεια και αγραμματοσύνη σε τρόπο ώστε να μην κατανοούν τα πλεονεκτήματα του σχολείου.
Το δυσμενές κλίμα που επηρέαζε το σχολείο, επιβαρύνονταν από την αδιαφορία των Κοινοτικών παραγόντων. Ο Bendelac μετατέθηκε στην Αδριανούπολη, αφού προηγουμένως απηύθυνε έκκληση στην Κοινότητα να βοηθήσει τους 130 φτωχούς μαθητές, για τη συνέχιση των σπουδών τους. Το περιβάλλον εξακολουθούσε να αδιαφορεί, και η διοίκηση της Αλλιάνς σε συνεδρίαση της 11-4-1874 προδιέγραψε το κλείσιμο του σχολείου. Στην περίοδο του ναζιστικού διωγμού (1943) η Κοινότητα αριθμούσε 1120 μέλη, από τα οποία τα 726 διασώθηκαν στις γύρω περιοχές. Όμως, οι απώλειες της ανήλθαν σε 394 άτομα (35%).
Πηγή: ΑΘΗΝΑΪΚΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ ΕΙΔΗΣΕΩΝ - ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ ΕΙΔΗΣΕΩ, 30 Νοεμβρίου 2010, www.google.com/…/epa/art…/ALeqM5jeYpzCspO4c1I-sqbDtoPGB-iDng
Οι πρώτες εμπειρίες του υπήρξαν ενθαρρυντικές, επειδή "ο Βόλος είχε μια ευχάριστη ευρωπαϊκή κοινωνία κι ένα αξιόλογο εβραϊκό κέντρο". Ωστόσο, στις παρατηρήσεις του ανέφερε τα εξής: "Οι συνθήκες του σχολείου ήταν απογοητευτικές. Ο χώρος όπου λειτουργούσε ήταν πρωτόγονος και για φωτισμό χρησιμοποιούταν ένα παλιό λυχνάρι του 13ου αιώνα... Τα περισσότερα παιδιά ήταν αγράμματα και αγνοούσαν τις στοιχειώδεις γνώσεις της αριθμητικής και της γραμματικής". Ο Βάισκοπ, χάρη στις ικανότητες του, μπόρεσε, σε σύντομο χρονικό διάστημα, να βελτιώσει το επίπεδο των μαθητών κι έπειτα από διδασκαλία 15 μηνών, ανέφερε στα Κεντρικά τις θετικές εξελίξεις της διδασκαλίας.
Η Κοινότητα παρά τις μικρές δυνατότητες της -σύμφωνα με τον κ. Φρεζή- στήριζε οικονομικά το σχολείο, αφού οι περισσότεροι μαθητές ήταν φτωχοί και δεν μπορούσαν να πληρώνουν δίδακτρα. Ωστόσο, οι διάφορες συγκυρίες που μεσολάβησαν, επέδρασαν στην οικονομία του τόπου, διαφοροποιώντας τα οικονομικά αρκετών Εβραίων, ώστε να μην μπορούν να συνεισφέρουν, και το σχολείο άρχισε να αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα.
Τον Οκτώβριο του 1866 έγινε μια πρόταση, να μεταφερθεί το σχολείο στη Λάρισα, όπου εκεί υπήρχε μια μεγαλύτερη εβραϊκή Κοινότητα, αλλά αυτό δεν έγινε αποδεκτό. Έγινε απ' όλους μια προσπάθεια να συγκεντρωθούν χρήματα και μερικοί συνέβαλαν οικονομικά για τη διατήρηση του σχολείου. Η πρόοδος των μαθητών με δάσκαλο τον Σαμουήλ Χιρέχ και η καλή φήμη του σχολείου, παρεκίνησαν -το 1867- μερικούς χριστιανούς Βολιώτες να ζητήσουν τη φοίτηση των παιδιών τους στο σχολείο της Αλλιάνς. Η άποψη που διατυπώθηκε από τα Κεντρικά των Παρισίων ήταν: "θα πρέπει να αφήσουμε τις πόρτες ανοικτές σε παιδιά και άλλων θρησκευμάτων, για να συνηθίσουν την αδελφικότητα με το δικό μας θρήσκευμα και την Κοινότητα, από μικρή ηλικία. Όμως θα πρέπει να υπάρξουν διαβεβαιώσεις, πως αν γίνει κάτι τέτοιο, δεν θα ήταν σε βάρος της διδασκαλίας των εβραιοπαίδων και δεν θα επηρεάζονταν τα μαθήματα για την εβραϊκή θρησκεία".
Τον Οκτώβριο του 1868, η Σχολή πραγματοποίησε μια μεγάλη εορταστική εκδήλωση για τη βράβευση αριστούχων μαθητών, όπως συνηθίζονταν κάθε χρόνο. Όπως αναφέρθηκε, στην εκδήλωση αυτή υπήρξε μεγάλη συμμετοχή γονέων και κοινού. Παρέστησαν ο Δήμαρχος, οι Πρόξενοι Γαλλίας και Αυστρίας καθώς και άλλοι επίσημοι. Το 1869 ήταν μια δύσκολη χρονιά για την Κοινότητα Βόλου, στην οποία κατέφυγαν εβραϊκές οικογένειες από τα Γιάννενα, ύστερα από τη μεγάλη πυρκαγιά της πόλης και την καταστροφή της περιουσίας τους, είχαν μείνει άστεγοι και χωρίς τροφή. Η Κοινότητα έκανε ό,τι μπορούσε για την περίθαλψη τους. Δάσκαλος ήταν ο Ι. Μπλούμ.
Το 1870, διευθυντής του σχολείου ανέλαβε ο Δαβίδ Καζές με δάσκαλο τον Α. Bloch. Στο σχολείο φοιτούσαν 54 μαθητές, στους οποίους περιλαμβάνονταν λίγοι χριστιανοί και καθολικοί. Η θητεία του Καζές υπήρξε επιτυχής. Ο διευθυντής του σχολείου πέτυχε να τοποθετήσει 25 μαθητές σε διάφορα βιοτεχνικά εργαστήρια και δύο έμαθαν την τέχνη του ράφτη, δύο του τσαγκάρη, δύο του σιδερά. Ένας από τους καλούς μαθητές επιλέχθηκε ως βοηθός φαρμακοποιού κι έπειτα από σύντομη εκπαίδευση μπόρεσε να γίνει βοηθός σε έναν Ιταλό γιατρό. Η επιμέλεια αυτή του μαθητή τον οδήγησε αργότερα στο Παρίσι για ανώτερες σπουδές, μετά τις οποίες εργάστηκε σ' ένα εβραϊκό νοσοκομείο. Ο Δαβίδ Καζές πρότεινε στην Αλλιάνς τη λειτουργία χωριστής σχολής θηλέων, αλλά οι οικονομικές συνθήκες δεν το επέτρεψαν. Για το λόγο αυτό, από το 1873 το σχολείο έγινε μικτό και το 1874 μεταξύ των 50 μαθητών, περιλαμβάνονταν 7 μαθήτριες.
Το 1875, ο Καζές μετατέθηκε στη Σμύρνη και το σχολείο ανέλαβε ο αδελφός του Αβραάμ Καζές. Η διδασκαλία του Αβρ. Καζέ δεν πρόσφερε τίποτε θετικό στην εκπαίδευση των μαθητών, ενώ ο ίδιος με την στάση του, προκαλούσε προστριβές με τους γονείς και την Κοινότητα. Στις 6-12-1875 έγινε στη νεόκτιστη Συναγωγή Βόλου η καθιερωμένη γιορτή "Χανουκά", μέσα σε μια ατμόσφαιρα πανηγυρική και εορταστική. Στην κατάφωτη και ανθοστόλιστη Συναγωγή, μετά τη θρησκευτική Λειτουργία τιμήθηκαν για τη γενναιόδωρη προσφορά τους για την ανέγερσή της ο βαρόνος Χιρς και ο Αλλατίνι. Ο Χιρς δώρισε στο σχολείο ποσό 4.500 γαλλικών φράγκων, για να ανταπεξέλθει στις δυσκολίες που αντιμετώπιζε κι ένα ακόμη ποσό στην Κοινότητα. Το σχολείο, σύμφωνα με τον συγγραφέα, άρχισε να αποκτά καλή φήμη και στις αρχές του 1877 το επισκέφθηκε ο Μητροπολίτης, τον οποίο προσφώνησε ο δάσκαλος της Ελληνικής Κώστας Αστεριάδης.
Τη σχολική χρονιά 1876-77 ο Καζές αντικαταστάθηκε από τον Ααρών Μιζάν. Στη σχολή δίδαξαν, επίσης, ο Σαλώμ Κοέν και αναφέρονται διευθυντές της οι Αβραάμ Κοέν, Εμμανουήλ και Ιωσήφ Δαφφάς. Ενώ ξεπεράστηκαν- έστω και προσωρινά- οι οικονομικές δυσκολίες, άρχισαν οι προστριβές με τον Ααρών Μιζάν ο οποίος, όπως ενημερώθηκαν τα Κεντρικά στο Παρίσι, "ήταν ακατάλληλος και αποτελούσε κακό παράδειγμα για τους μαθητές, αφού δεν τηρούσε τους κανόνες της εβραϊκής θρησκείας, τα έθιμα και την αργία του Σαββάτου". Η ένταση που άρχισε να δημιουργείται, μείωσε τον αριθμό των μαθητών και στο τέλος έφθασαν τους 30.
Το καλοκαίρι του 1878, ο Δαβίδ Αμπραβανέλ με επιστολή του στο Παρίσι, επισήμανε την κακή κατάσταση του σχολικού κτιρίου, τις συνθήκες που δημιουργήθηκαν γενικότερα με τη συνεχή αποδιοργάνωση και τη μείωση του αριθμού των μαθητών. Τα γεγονότα αυτά τον οδήγησαν ώστε να προτείνει διακοπή λειτουργίας του σχολείου. Αυτό έγινε αποδεκτό από τα Κεντρικά και η λειτουργία του σταμάτησε. Ωστόσο, οι επαφές της Κοινότητας Βόλου με το Παρίσι συνεχίστηκαν. Οι μετέπειτα εξελίξεις στην Ευρώπη και στην Ελλάδα δεν επέτρεψαν την υλοποίηση των καλών προθέσεων της Κοινότητας.
Η Χιτλερική λαίλαπα κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, προκάλεσε καταστροφές και θύματα, ιδιαίτερα στον εβραϊκό πληθυσμό του Βόλου. Ο αριθμός ανήλθε στους 155, δηλ. απώλειες 26% των μελών της Κοινότητας, που θεωρείται μικρότερος από άλλες Κοινότητες, αφού η συμβολή της Εκκλησίας, της Πολιτείας και της Εθνικής Αντίστασης υπήρξε καθοριστική στη διάσωση των περισσότερων Εβραίων της πόλης. Λάρισα Σύμφωνα με ιστορικά στοιχεία, η Εβραϊκή Κοινότητα Λάρισας θεωρείται μία από τις αρχαιότερες της Ελλάδας, αφού η ύπαρξη της εμφανίζεται από τους πρώτους Ρωμαϊκούς χρόνους. Στη διαδρομή των αιώνων προβάλλεται η συνεχής και δραστήρια παρουσία των Εβραίων στην πόλη.
Το 1492 εγκαταστάθηκαν εκεί αρκετοί Ισπανοεβραίοι (Σεφαραδίμ) -μετά το διωγμό από τη χώρα τους- και αποτέλεσαν μία χωριστή Κοινότητα, η οποία αργότερα ενσωματώθηκε στην ήδη υπάρχουσα (Ρωμανιώτικη), μεταδίδοντας τη γλώσσα και την κουλτούρα τους, συμβάλλοντας έτσι στην ανύψωση του μορφωτικού και του κοινωνικού επιπέδου. Η εβραϊκή συνοικία βρισκόταν κοντά στο ποτάμι "Πηνειός". Από τα παλιά χρόνια, η Κοινότητα, λόγω του μεγάλου πληθυσμού της, διατηρούσε επτά Συναγωγές, νεκροταφείο, σχολεία, πολιτιστικά και φιλανθρωπικά ιδρύματα και συλλόγους. Μέσα από τα υπάρχοντα "ιεροσπουδαστήρια" αναδείχθηκαν μεγάλοι ραβίνοι και δάσκαλοι, ώστε μία εποχή, η Κοινότητα να αποκαλείται "Μάντρε ντ' Ισραέλ" (Μητέρα του Ισραήλ).
Η λειτουργία της Σχολής Αλλιάνς άρχισε στις 15-3-1869, ύστερα από το μεγάλο ενδιαφέρον που έδειξαν οι ιθύνοντες της Κοινότητας για τη λειτουργία της, ενθαρρυμένοι από το εκπαιδευτικό έργο της σχολής στο Βόλο. Με διευθυντή τον Bloch, η πρώτη χρονιά πήγε πολύ καλά. Στη δεύτερη, όμως, χρονιά γράφτηκαν μαθητές και άλλων θρησκευμάτων, γεγονός που προκάλεσε τις διαμαρτυρίες πολλών γονέων, οι οποίοι μάλιστα εκφράσανε τη δυσαρέσκεια τους στα Κεντρικά της Αλλιάνς. Ο μεγάλος αριθμός των μαθητών καθιστούσε τη συμβίωση δύσκολη και η έλλειψη βιβλίων ανάγκαζε πολλούς απ' αυτούς να μελετούν από τα ίδια βιβλία. Οι εύποροι -κυρίως σεφαραδίτες- έστελναν τα παιδιά τους για σπουδές στη Θεσσαλονίκη, όπου εκεί υπήρχε η θρησκευτική σχολή "Ταλμούδ Τορά" και μάθαιναν τις προσευχές, την εβραϊκή ιστορία, τα ήθη και τα έθιμα.
ο σχολείο της Αλλιάνς άρχισε να αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα και έγιναν προσπάθειες για τη συγκέντρωση χρημάτων. Οργανώθηκε, αναφέρει ο κ. Φρεζής, μια γιορτή για την επέτειο γενεθλίων του βαρόνου Χιρς και μέσα στο φωταγωγημένο και ανθοστόλιστο προαύλιο χώρο του σχολείου, εμπρός από τη Συναγωγή, έγιναν ομιλίες στους παρευρισκομένους που προκάλεσαν τη συγκίνηση τους. Με τον τρόπο αυτό συγκεντρώθηκαν 500 γαλλικά φράγκα, για την επισκευή της στέγης του σχολείου που είχε καταστραφεί. Παρά την άποψη μερικών ότι, "οι δάσκαλοι ήταν ανίκανοι και επέβαλαν αυστηρές ποινές σε άτακτους και αμελείς μαθητές" ώστε να εξοργίζουν τους γονείς, εν τούτοις ο Bloch δέχονταν από πολλούς συγχαρητήρια "για την πρόοδο των μαθητών και το επιτυχημένο πρόγραμμα του σχολείου".
Στο τέλος κάθε χρονιάς γίνονταν οι εξετάσεις των μαθητών, με την παρουσία των γονέων και αξιωματούχων της πόλης. Μια χρονιά, μάλιστα, οι εξετάσεις κινηματογραφήθηκαν, για να αποτυπωθεί η πρόοδος των μαθητών στη γαλλική και τα άλλα μαθήματα.
Το 1872, ο Bloch αντικαταστάθηκε από τον Μ. Bendelac, ο οποίος ήταν απόφοιτος της σχολής Παρισίων. Αυτός είχε την πρωτοβουλία να προσθέσει μερικά μαθήματα για το "Ταλμούδ" και επέμεινε στη διδασκαλία τόσο των εβραϊκών όσο και της ισπανοεβραϊκής, μολονότι στο σχολείο φοιτούσαν και μαθητές χριστιανοί και λίγοι Αλβανοί. Το 1873, ο πρόεδρος της Κοινότητας Γκατένιο, με αναφορά του στο Παρίσι, κατέγραψε τη δραματική κατάσταση των Εβραίων στη Λάρισα, που μαστίζονταν από φτώχεια και αγραμματοσύνη σε τρόπο ώστε να μην κατανοούν τα πλεονεκτήματα του σχολείου.
Το δυσμενές κλίμα που επηρέαζε το σχολείο, επιβαρύνονταν από την αδιαφορία των Κοινοτικών παραγόντων. Ο Bendelac μετατέθηκε στην Αδριανούπολη, αφού προηγουμένως απηύθυνε έκκληση στην Κοινότητα να βοηθήσει τους 130 φτωχούς μαθητές, για τη συνέχιση των σπουδών τους. Το περιβάλλον εξακολουθούσε να αδιαφορεί, και η διοίκηση της Αλλιάνς σε συνεδρίαση της 11-4-1874 προδιέγραψε το κλείσιμο του σχολείου. Στην περίοδο του ναζιστικού διωγμού (1943) η Κοινότητα αριθμούσε 1120 μέλη, από τα οποία τα 726 διασώθηκαν στις γύρω περιοχές. Όμως, οι απώλειες της ανήλθαν σε 394 άτομα (35%).
Πηγή: ΑΘΗΝΑΪΚΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ ΕΙΔΗΣΕΩΝ - ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ ΕΙΔΗΣΕΩ, 30 Νοεμβρίου 2010, www.google.com/…/epa/art…/ALeqM5jeYpzCspO4c1I-sqbDtoPGB-iDng
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου