Θα επιχειρήσουμε στη συνέχεια να δώσουμε ένα σύντομο διάγραμμα της ιστορίας της Ανωτάτης Γεωπονικής Σχολής Αθηνών και του Γεωπονικού Πανεπιστημίου όπως έχει μετεξελιχτεί σήμερα. Η αναδρομή αυτή αναγκαστικά θα είναι σύντομη και αποσπασματική και θα περιλαμβάνει τα σημαντικότερα γεγονότα και τους βασικότερους σταθμούς της εξέλιξης αυτής, αφού μόνο μια ξεχωριστή και εμπεριστατωμένη μελέτη δύναται να αναλύσει τα επιμέρους ζητήματα και να συνθέσει αποτελεσματικά την πολυμορφία των εκπαιδευτικών, επιστημονικών και πνευματικών κατακτήσεων με τα ιστορικά, κοινωνικά και οικονομικά δεδομένα στη διαχρονική τους αλληλουχία και αλληλεπίδραση.
Για την καλύτερη κατανόηση της πορείας και εξέλιξης, χωρίζουμε σχηματικά την ανασκόπηση αυτή σε 6 χρονικές περιόδους:
Ι. ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1920 - 1937
Οι σκέψεις, οι προτάσεις και οι ενέργειες για τη συστηματική εκπαίδευση γεωπόνων ανάγονται, όπως έχει λεχθεί, στην περίοδο της διακυβέρνησης του Ι. Καποδίστρια, με την ίδρυση της Γεωργικής Σχολής της Τίρυνθας, αλλά και στα μετέπειτα χρόνια, με τη δημιουργία των Τριανταφυλλιδείων Γεωργικών Σχολείων. Μάλιστα, όπως αναφέρει ο Κ.Π. Μπίρης (Ιστορία του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου, Αθήνα 1956, σελ. 153 και 156), ήδη από το 1852 και ο Ευεργέτης Ν. Στουρνάρας, όταν άφηνε στη διαθήκη του το ποσό για την ίδρυση «λαμπρού Πολυτεχνείου», όριζε ότι: «έπρεπε να ευρίσκωνται όλα τα εργαλεία της γεωργικής, καθώς και όσα κατά καιρούς εφευρίσκονται, δια να διδάσκηται η εφαρμογή των εις την Ελλάδα, όπως προοδεύση ολίγον κατ΄ ολίγον η γεωργία μας, αύτη η βάσις αληθούς ευτυχίας ενός Έθνους».
Παρόλα αυτά η πρώτη "Ανωτέρα Γεωπονική Σχολή Αθηνών" (Α.Γ.Σ.Α) ιδρύθηκε αρκετά αργότερα με το νόμο 1844 του 1920, επί Κυβερνήσεως Ελ. Βενιζέλου, στους χώρους που προϋπήρχε, καθώς προαναφέραμε, η Τριανταφυλλίδειος Γεωργική Σχολή που ιδρύθηκε το 1888 και ήταν τριετούς φοιτήσεως. Έως το 1925 διατέθηκαν για την εγκατάστασή της 95 στρέμματα του συγκροτήματος Χασεκή-Ρούφ, ενώ 25 στρέμματα παρέμειναν στο Πανεπιστήμιο για τη διατήρηση του Βοτανικού του Κήπου που λειτουργούσε στον ίδιο χώρο από το 1835. Μέχρι το 1937 η Σχολή, οι κτιριακές εγκαταστάσεις και οι εκπαιδευτικές (πειραματικές) καλλιέργειες, εκτείνονταν σε μια έκταση 240 περ. στρ., περιλαμβάνοντας το χώρο που καλύπτει μέχρι σήμερα.
Στον ιδρυτικό νόμο αναφέρονταν ότι:
«Εις την σχολήν ταύτην επιδιώκεται δια διδασκαλίας αναλόγου προς τας προόδους της συγχρόνου γεωργικής επιστήμης και τας ιδιαιτέρας φυσικάς και οικονομικάς συνθήκας της Ελλάδος, η μόρφωσις νέων ικανών δια
α) Να χρησιμεύουν ως ανώτερα όργανα των γεωργικών υπηρεσιών του κράτους (διοικητικών, εποικισμού, επιστημονικών ερευνών, γεωργικής εκπαίδευσεως κλπ)
β) Να καταρτίζουν σχέδια συστηματικών γεωργικών εκμεταλλέυσεων και συναφών βιομηχανιών.
γ) Να διευθύνουν μεγάλας γεωργικάς και συναφείς επιχειρήσεις.
δ) Να προάγουν δια επιστημονικών μελετών και ερευνών την Ελληνικήν επιστήμην εν σχέσει προς τας διαφόρους κλάδους της γεωργικής παραγωγής.»
Όπως διαφαίνεται δηλαδή και από τον ιδρυτικό νόμο, το νέο πανεπιστημιακό ίδρυμα, ανοίγει ένα καινούργιο δρόμο στην εκπαίδευση και στην επιστήμη, που δεν είχε καμιά σχέση με το περιορισμένο, αποσπασματικό χαρακτήρα των προηγούμενων προσπαθειών. Αναγνωρίζεται ουσιαστικά η αναγκαιότητα κατάρτισης επιστημόνων γεωπόνων και η σπουδαιότητα του ρόλου τους και περιβάλλεται με ιδιαίτερη εκτίμηση και κύρος το επάγγελμα του γεωπόνου, αφού καθώς αναφέρει:
«....υπάρχει έλλειψις γεωπόνων, σήμερον κυρίως, ότε λόγω της από ημέρας εις ημέραν εντατικωτέρας μορφής την οποία λαμβάνει η γεωργία ........ απαιτείται χρησιμοποίησις πλείστων επιστημόνων γεωπόνων.»
Επιπλέον δε : «οι διπλωματούχοι της σχολής θα έχουν το μέγα προσόν, ότι ευθύς μετά το πέρας των σπουδών των γνωρίζουν καλώς τας συνθήκας της Ελληνικής γεωργίας κατ΄ αντίθεσιν με τους εκ ξένων σχολών τοιούτους, οίτινες έρχονται αδαείς των εδαφολογικών, κλιματολογικών και οικονομολογικών και κοινωνικών της Ελλάδος συνθηκών, χρειαζόμενοι ούτω αρκετόν χρόνον δια να προσανατολισθούν και δυνηθούν επωφελώς να εφαρμόσουν τας γνώσεις τους.»
Η διάρκεια των σπουδών στη σχολή τα πρώτα χρόνια ήταν αρχικά 3,5 χρόνια και το 1930 αυξάνεται σε 4 χρόνια, από τα οποία το τελευταίο εξάμηνο χρησιμοποιείτο για την πρακτική εξάσκηση των φοιτητών σε γεωργικά κτήματα ή ιδρύματα. Η επιλογή γίνεται με εισιτήριο διαγωνισμό, ο οποίος διενεργείτο το τελευταίο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου και για ορισμένο αριθμό εισακτέων, τον οποίο εισηγείτο η Σχολή και επικύρωνε (τις περισσότερες φορές προσαύξανε ) το Υπουργείο.
Η Διοικητική διάρθρωση της Σχολής αποτελείτο, από το Διευθυντή, τον Υποδιευθυντή και το «Διδακτικό Συμβούλιο». Διευθυντής διοριζόταν από το Υπουργείο Γεωργίας (στο οποίο άλλωστε υπαγόταν διοικητικά η Σχολή μέχρι το έτος 1959), ένας από τους επί μισθώ (μόνιμους) Καθηγητές, μετά από πρόταση του Διδακτικού Συμβουλίου με θητεία πέντε ( 5 ) ετών.
Πρώτος Διευθυντής της ήταν ο Σπυρίδων Χασιώτης (1919-1926), γεωπόνος και πολιτικός, εξέχουσα προσωπικότητα της Γεωπονικής Επιστήμης στην Ελλάδα . Είχε διατελέσει, μεταξύ άλλων, Διευθυντής της Γεωργικής Σχολής Τίρυνθας το διάστημα 1894-1897, που ήταν όπως αναφέρθηκε, η πρώτη προσπάθεια που έγινε από τον Κυβερνήτη Ι. Καποδίστρια στον τομέα της γεωργικής εκπαίδευσης
Ο Υποδιευθυντής, διοριζόταν με τον ίδιο τρόπο, με τη διαφορά ότι αυτός μπορεί να είναι επί μισθώ ή επί επιμισθίω (έκτακτος) Καθηγητής.
Το Διδακτικό Συμβούλιο, αποτελείτο από όλους τους Καθηγητές, εκτός των Καθηγητών των ξένων γλωσσών. Το πρώτο Διδακτικό Συμβούλιο (Συνεδρία : 11 Μαρτίου 1920), αποτελούνταν από τον Σπ. Χασιώτη, Πρόεδρο και μέλη τους καθηγητές: Μιχαλόπουλο Αλέξανδρο, Παληατσέα Φώτιο, Μοντεσάντο Νικόλαο, Κρητικό Νικόλαο, Γεωργαλά Γεώργιο, Πασιόκα Χρήστο και Κουτσομητόπουλο Παναγιώτη.
Αρχικά προβλέπονταν 25 Έδρες. Παρόλα αυτά οι πρώτοι Καθηγητές ήταν κατά πολύ λιγότεροι και στη συνέχεια συμπληρώνονταν με διορισμό από το Υπουργείο Γεωργίας ή μετά από Εκλογή από το Διδακτικό Συμβούλιο, που έπαιρνε την απόφαση κατά πλειοψηφία.
Το Βοηθητικό Προσωπικό αποτελείτο, από τους Επιμελητές - Βοηθούς - Παρασκευαστές. Ο αριθμός των πρώτων εισακτέων του έτους 1919-20 ήταν 16, του έτους 1920-21, 53 και το 1921-22, 49. Οι πρώτοι 5 φοιτητές αποφοίτησαν το έτος 1922 - 23.
Τα πρώτα χρόνια ήταν πραγματικά δύσκολα καθώς υπήρχαν βασικές ελλείψεις που αναφέρονταν σε ζητήματα χώρων (το κτίριο Χασεκή π.χ. χρησιμοποιείτο για την κατοικία του Δ/ντη του Κεντρικού Γεωπονικού Χημείου Αθηνών ), έλλειψη πόρων (καθώς η επιχορήγηση από το Υπουργείο ήταν πενιχρή), έλλειψη προσωπικού καθώς και έλλειψη μέσων, μηχανημάτων, ζώων, σπόρων. Όλα αυτά σε συνδυασμό με την ιστορική συγκυρία (μικρασιατική εκστρατεία, επιστράτευση φοιτητών κ.λ.π.) δίνουν το στίγμα της πραγματικής κατάστασης που απαιτούσε θυσίες εκ μέρους όλων.
Το Προσωπικό της Σχολής κατά την περίοδο της καταργήσεως αυτής (1936-1937) αποτελούνταν από: 19 Καθηγητές ( εκ των οποίων οι 16 επί επιμισθίω), 1 Καθηγητή ξένων γλωσσών, 6 Επιμελητές, 5 Διοικητικούς υπαλλήλους (Γραμματέα, Λογιστή, δακτυλογράφο, γραφέα, Αρχικλητήρα) και 6 κλητήρες. Συνεπώς μόλις 37 διορισμένοι επί συνόλω 82 που προέβλεπε ο αρχικός νόμος.
Παρόλα ταύτα η Σχολή έδωσε το παρόν βοηθώντας στο μεγάλο έργο της αποκατάστασης των προσφύγων, τον εκσυγχρονισμό της παραγωγής, την στελέχωση των υπηρεσιών του Υπουργείου και της Α.Τ.Ε. καθώς και της υπαίθρου, με καταρτισμένους γεωπόνους που αναμφισβήτητα συνέβαλαν ώστε να υπερδιπλασιαστεί ο συνολικός όγκος της αγροτικής παραγωγής, στη δεκαετία 1928 - 1938.
Το 1926 ιδρύεται το Ειδικό Ταμείο της Σχολής (ν.δ. της 2 Ιουλίου 1926/ ΦΕΚ 221) που αποτελεί ν.π.δ.δ. και το οποίο έδωσε ώθηση σε όλες τις υποθέσεις της και κυρίως στην επίλυση του κτιριακού προβλήματος, στον εξοπλισμό των Εργαστηρίων και την καλύτερη οργάνωση των Αγροκτημάτων. Τα έσοδα του προέρχονταν από την εκμετάλλευση του αγροκτήματος της Σχολής, από την πώληση των προϊόντων που αυτά παρήγαγαν, από τα δίδακτρα των φοιτητών καθώς και την κρατική επιχορήγηση που ήταν πραγματικά πενιχρή και ενδεικτικά κυμαίνονταν από 500.000 ( το 1920) μέχρι 2,950.000 (το 1936 - 37).
Το 1929 (ν.3894/1929) η Σχολή μετονομάζεται από «Ανωτέρα» σε «Ανωτάτη» και το «Σχολικόν έτος» σε «Ακαδημαϊκό». Επίσης η φοίτηση το 1930 αυξάνεται σε τέσσερα (4) χρόνια από τα οποία το τελευταίο εξάμηνο «διατίθεται δια την πρακτικήν εξάσκησιν εις γεωργικά κτήματα ή ιδρύματα».Το 1934 εξάλλου (ν.6263/1934 - ΦΕΚ 282) η Σχολή γίνεται ισότιμη με το Εθνικό Πανεπιστήμιο και τάσσεται μετά από το Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο.
Παράλληλα την περίοδο αυτή λειτουργούσε στη Σχολή Φροντιστήριο μετεκπαιδεύσεως δημοδιδασκάλων, ενώ από την 1/10/1930 αρχίζει να λειτουργεί και η πρώτη Σχολή Συνεταιριστών προσαρτημένη στην Α.Γ.Σ.Α.(νόμος 4142 του 1929 άρθρ. 69). Η Σχολή αυτή ήταν διετούς φοιτήσεως και η εισαγωγή των σπουδαστών γινόταν με διαγωνισμό. Σκοπός της ήταν η κατάρτιση Εποπτών για τους συνεταιρισμούς που θα υπηρετούσαν στην Εποπτική Υπηρεσία της ΑΤΕ η οποία ιδρύθηκε το 1929 καθώς και η μετεκπαίδευση Εποπτών υπαλλήλων της Α.Τ.Ε. Στη Σχολή αυτή δίδαξαν μεγάλες μορφές της συνεταιριστικής ιδέας όπως ο Θ. Τζωρτζάκης (πρώτος Υφηγητής της Σχολής) αλλά και άλλοι επιφανείς Καθηγητές της Σχολής όπως ο Α. Σίδερις, ο Στ. Παπανδρέου, ο Β Κριμπάς κ.ά..
Παρόλα αυτά από καιρού εις καιρόν, ακούγονταν φήμες περί μεταφοράς της Σχολής ή περί συγχωνεύσεως αυτής ( για λόγους οικονομίας ) με την Ανωτέρα Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών, σε μια Σχολή με Έδρα το Πολυτεχνείο.
Για την καλύτερη κατανόηση της πορείας και εξέλιξης, χωρίζουμε σχηματικά την ανασκόπηση αυτή σε 6 χρονικές περιόδους:
Ι. ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1920 - 1937
Οι σκέψεις, οι προτάσεις και οι ενέργειες για τη συστηματική εκπαίδευση γεωπόνων ανάγονται, όπως έχει λεχθεί, στην περίοδο της διακυβέρνησης του Ι. Καποδίστρια, με την ίδρυση της Γεωργικής Σχολής της Τίρυνθας, αλλά και στα μετέπειτα χρόνια, με τη δημιουργία των Τριανταφυλλιδείων Γεωργικών Σχολείων. Μάλιστα, όπως αναφέρει ο Κ.Π. Μπίρης (Ιστορία του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου, Αθήνα 1956, σελ. 153 και 156), ήδη από το 1852 και ο Ευεργέτης Ν. Στουρνάρας, όταν άφηνε στη διαθήκη του το ποσό για την ίδρυση «λαμπρού Πολυτεχνείου», όριζε ότι: «έπρεπε να ευρίσκωνται όλα τα εργαλεία της γεωργικής, καθώς και όσα κατά καιρούς εφευρίσκονται, δια να διδάσκηται η εφαρμογή των εις την Ελλάδα, όπως προοδεύση ολίγον κατ΄ ολίγον η γεωργία μας, αύτη η βάσις αληθούς ευτυχίας ενός Έθνους».
Παρόλα αυτά η πρώτη "Ανωτέρα Γεωπονική Σχολή Αθηνών" (Α.Γ.Σ.Α) ιδρύθηκε αρκετά αργότερα με το νόμο 1844 του 1920, επί Κυβερνήσεως Ελ. Βενιζέλου, στους χώρους που προϋπήρχε, καθώς προαναφέραμε, η Τριανταφυλλίδειος Γεωργική Σχολή που ιδρύθηκε το 1888 και ήταν τριετούς φοιτήσεως. Έως το 1925 διατέθηκαν για την εγκατάστασή της 95 στρέμματα του συγκροτήματος Χασεκή-Ρούφ, ενώ 25 στρέμματα παρέμειναν στο Πανεπιστήμιο για τη διατήρηση του Βοτανικού του Κήπου που λειτουργούσε στον ίδιο χώρο από το 1835. Μέχρι το 1937 η Σχολή, οι κτιριακές εγκαταστάσεις και οι εκπαιδευτικές (πειραματικές) καλλιέργειες, εκτείνονταν σε μια έκταση 240 περ. στρ., περιλαμβάνοντας το χώρο που καλύπτει μέχρι σήμερα.
Στον ιδρυτικό νόμο αναφέρονταν ότι:
«Εις την σχολήν ταύτην επιδιώκεται δια διδασκαλίας αναλόγου προς τας προόδους της συγχρόνου γεωργικής επιστήμης και τας ιδιαιτέρας φυσικάς και οικονομικάς συνθήκας της Ελλάδος, η μόρφωσις νέων ικανών δια
α) Να χρησιμεύουν ως ανώτερα όργανα των γεωργικών υπηρεσιών του κράτους (διοικητικών, εποικισμού, επιστημονικών ερευνών, γεωργικής εκπαίδευσεως κλπ)
β) Να καταρτίζουν σχέδια συστηματικών γεωργικών εκμεταλλέυσεων και συναφών βιομηχανιών.
γ) Να διευθύνουν μεγάλας γεωργικάς και συναφείς επιχειρήσεις.
δ) Να προάγουν δια επιστημονικών μελετών και ερευνών την Ελληνικήν επιστήμην εν σχέσει προς τας διαφόρους κλάδους της γεωργικής παραγωγής.»
Όπως διαφαίνεται δηλαδή και από τον ιδρυτικό νόμο, το νέο πανεπιστημιακό ίδρυμα, ανοίγει ένα καινούργιο δρόμο στην εκπαίδευση και στην επιστήμη, που δεν είχε καμιά σχέση με το περιορισμένο, αποσπασματικό χαρακτήρα των προηγούμενων προσπαθειών. Αναγνωρίζεται ουσιαστικά η αναγκαιότητα κατάρτισης επιστημόνων γεωπόνων και η σπουδαιότητα του ρόλου τους και περιβάλλεται με ιδιαίτερη εκτίμηση και κύρος το επάγγελμα του γεωπόνου, αφού καθώς αναφέρει:
«....υπάρχει έλλειψις γεωπόνων, σήμερον κυρίως, ότε λόγω της από ημέρας εις ημέραν εντατικωτέρας μορφής την οποία λαμβάνει η γεωργία ........ απαιτείται χρησιμοποίησις πλείστων επιστημόνων γεωπόνων.»
Επιπλέον δε : «οι διπλωματούχοι της σχολής θα έχουν το μέγα προσόν, ότι ευθύς μετά το πέρας των σπουδών των γνωρίζουν καλώς τας συνθήκας της Ελληνικής γεωργίας κατ΄ αντίθεσιν με τους εκ ξένων σχολών τοιούτους, οίτινες έρχονται αδαείς των εδαφολογικών, κλιματολογικών και οικονομολογικών και κοινωνικών της Ελλάδος συνθηκών, χρειαζόμενοι ούτω αρκετόν χρόνον δια να προσανατολισθούν και δυνηθούν επωφελώς να εφαρμόσουν τας γνώσεις τους.»
Η διάρκεια των σπουδών στη σχολή τα πρώτα χρόνια ήταν αρχικά 3,5 χρόνια και το 1930 αυξάνεται σε 4 χρόνια, από τα οποία το τελευταίο εξάμηνο χρησιμοποιείτο για την πρακτική εξάσκηση των φοιτητών σε γεωργικά κτήματα ή ιδρύματα. Η επιλογή γίνεται με εισιτήριο διαγωνισμό, ο οποίος διενεργείτο το τελευταίο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου και για ορισμένο αριθμό εισακτέων, τον οποίο εισηγείτο η Σχολή και επικύρωνε (τις περισσότερες φορές προσαύξανε ) το Υπουργείο.
Η Διοικητική διάρθρωση της Σχολής αποτελείτο, από το Διευθυντή, τον Υποδιευθυντή και το «Διδακτικό Συμβούλιο». Διευθυντής διοριζόταν από το Υπουργείο Γεωργίας (στο οποίο άλλωστε υπαγόταν διοικητικά η Σχολή μέχρι το έτος 1959), ένας από τους επί μισθώ (μόνιμους) Καθηγητές, μετά από πρόταση του Διδακτικού Συμβουλίου με θητεία πέντε ( 5 ) ετών.
Πρώτος Διευθυντής της ήταν ο Σπυρίδων Χασιώτης (1919-1926), γεωπόνος και πολιτικός, εξέχουσα προσωπικότητα της Γεωπονικής Επιστήμης στην Ελλάδα . Είχε διατελέσει, μεταξύ άλλων, Διευθυντής της Γεωργικής Σχολής Τίρυνθας το διάστημα 1894-1897, που ήταν όπως αναφέρθηκε, η πρώτη προσπάθεια που έγινε από τον Κυβερνήτη Ι. Καποδίστρια στον τομέα της γεωργικής εκπαίδευσης
Ο Υποδιευθυντής, διοριζόταν με τον ίδιο τρόπο, με τη διαφορά ότι αυτός μπορεί να είναι επί μισθώ ή επί επιμισθίω (έκτακτος) Καθηγητής.
Το Διδακτικό Συμβούλιο, αποτελείτο από όλους τους Καθηγητές, εκτός των Καθηγητών των ξένων γλωσσών. Το πρώτο Διδακτικό Συμβούλιο (Συνεδρία : 11 Μαρτίου 1920), αποτελούνταν από τον Σπ. Χασιώτη, Πρόεδρο και μέλη τους καθηγητές: Μιχαλόπουλο Αλέξανδρο, Παληατσέα Φώτιο, Μοντεσάντο Νικόλαο, Κρητικό Νικόλαο, Γεωργαλά Γεώργιο, Πασιόκα Χρήστο και Κουτσομητόπουλο Παναγιώτη.
Αρχικά προβλέπονταν 25 Έδρες. Παρόλα αυτά οι πρώτοι Καθηγητές ήταν κατά πολύ λιγότεροι και στη συνέχεια συμπληρώνονταν με διορισμό από το Υπουργείο Γεωργίας ή μετά από Εκλογή από το Διδακτικό Συμβούλιο, που έπαιρνε την απόφαση κατά πλειοψηφία.
Το Βοηθητικό Προσωπικό αποτελείτο, από τους Επιμελητές - Βοηθούς - Παρασκευαστές. Ο αριθμός των πρώτων εισακτέων του έτους 1919-20 ήταν 16, του έτους 1920-21, 53 και το 1921-22, 49. Οι πρώτοι 5 φοιτητές αποφοίτησαν το έτος 1922 - 23.
Τα πρώτα χρόνια ήταν πραγματικά δύσκολα καθώς υπήρχαν βασικές ελλείψεις που αναφέρονταν σε ζητήματα χώρων (το κτίριο Χασεκή π.χ. χρησιμοποιείτο για την κατοικία του Δ/ντη του Κεντρικού Γεωπονικού Χημείου Αθηνών ), έλλειψη πόρων (καθώς η επιχορήγηση από το Υπουργείο ήταν πενιχρή), έλλειψη προσωπικού καθώς και έλλειψη μέσων, μηχανημάτων, ζώων, σπόρων. Όλα αυτά σε συνδυασμό με την ιστορική συγκυρία (μικρασιατική εκστρατεία, επιστράτευση φοιτητών κ.λ.π.) δίνουν το στίγμα της πραγματικής κατάστασης που απαιτούσε θυσίες εκ μέρους όλων.
Το Προσωπικό της Σχολής κατά την περίοδο της καταργήσεως αυτής (1936-1937) αποτελούνταν από: 19 Καθηγητές ( εκ των οποίων οι 16 επί επιμισθίω), 1 Καθηγητή ξένων γλωσσών, 6 Επιμελητές, 5 Διοικητικούς υπαλλήλους (Γραμματέα, Λογιστή, δακτυλογράφο, γραφέα, Αρχικλητήρα) και 6 κλητήρες. Συνεπώς μόλις 37 διορισμένοι επί συνόλω 82 που προέβλεπε ο αρχικός νόμος.
Παρόλα ταύτα η Σχολή έδωσε το παρόν βοηθώντας στο μεγάλο έργο της αποκατάστασης των προσφύγων, τον εκσυγχρονισμό της παραγωγής, την στελέχωση των υπηρεσιών του Υπουργείου και της Α.Τ.Ε. καθώς και της υπαίθρου, με καταρτισμένους γεωπόνους που αναμφισβήτητα συνέβαλαν ώστε να υπερδιπλασιαστεί ο συνολικός όγκος της αγροτικής παραγωγής, στη δεκαετία 1928 - 1938.
Το 1926 ιδρύεται το Ειδικό Ταμείο της Σχολής (ν.δ. της 2 Ιουλίου 1926/ ΦΕΚ 221) που αποτελεί ν.π.δ.δ. και το οποίο έδωσε ώθηση σε όλες τις υποθέσεις της και κυρίως στην επίλυση του κτιριακού προβλήματος, στον εξοπλισμό των Εργαστηρίων και την καλύτερη οργάνωση των Αγροκτημάτων. Τα έσοδα του προέρχονταν από την εκμετάλλευση του αγροκτήματος της Σχολής, από την πώληση των προϊόντων που αυτά παρήγαγαν, από τα δίδακτρα των φοιτητών καθώς και την κρατική επιχορήγηση που ήταν πραγματικά πενιχρή και ενδεικτικά κυμαίνονταν από 500.000 ( το 1920) μέχρι 2,950.000 (το 1936 - 37).
Το 1929 (ν.3894/1929) η Σχολή μετονομάζεται από «Ανωτέρα» σε «Ανωτάτη» και το «Σχολικόν έτος» σε «Ακαδημαϊκό». Επίσης η φοίτηση το 1930 αυξάνεται σε τέσσερα (4) χρόνια από τα οποία το τελευταίο εξάμηνο «διατίθεται δια την πρακτικήν εξάσκησιν εις γεωργικά κτήματα ή ιδρύματα».Το 1934 εξάλλου (ν.6263/1934 - ΦΕΚ 282) η Σχολή γίνεται ισότιμη με το Εθνικό Πανεπιστήμιο και τάσσεται μετά από το Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο.
Παράλληλα την περίοδο αυτή λειτουργούσε στη Σχολή Φροντιστήριο μετεκπαιδεύσεως δημοδιδασκάλων, ενώ από την 1/10/1930 αρχίζει να λειτουργεί και η πρώτη Σχολή Συνεταιριστών προσαρτημένη στην Α.Γ.Σ.Α.(νόμος 4142 του 1929 άρθρ. 69). Η Σχολή αυτή ήταν διετούς φοιτήσεως και η εισαγωγή των σπουδαστών γινόταν με διαγωνισμό. Σκοπός της ήταν η κατάρτιση Εποπτών για τους συνεταιρισμούς που θα υπηρετούσαν στην Εποπτική Υπηρεσία της ΑΤΕ η οποία ιδρύθηκε το 1929 καθώς και η μετεκπαίδευση Εποπτών υπαλλήλων της Α.Τ.Ε. Στη Σχολή αυτή δίδαξαν μεγάλες μορφές της συνεταιριστικής ιδέας όπως ο Θ. Τζωρτζάκης (πρώτος Υφηγητής της Σχολής) αλλά και άλλοι επιφανείς Καθηγητές της Σχολής όπως ο Α. Σίδερις, ο Στ. Παπανδρέου, ο Β Κριμπάς κ.ά..
Παρόλα αυτά από καιρού εις καιρόν, ακούγονταν φήμες περί μεταφοράς της Σχολής ή περί συγχωνεύσεως αυτής ( για λόγους οικονομίας ) με την Ανωτέρα Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών, σε μια Σχολή με Έδρα το Πολυτεχνείο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου