Οι Αρσακειάδες
Από τα μέσα του 19ου αιώνα, πολλοί παιδαγωγοί κατήγγειλαν ότι η Μέση εκπαίδευση αποτελούσε προνόμιο λίγων κοριτσιών που ανήκαν σε μια ορισμένη κοινωνική τάξη και ζούσαν στα μεγάλα αστικά κέντρα, ενώ οι υπόλοιπες μαθήτριες αναγκάζονταν να περιοριστούν στις στοιχειώδεις γνώσεις του δημοτικού σχολείου και πρόβαλαν το αίτημα η μέση εκπαίδευση των κοριτσιών να γενικευτεί και να επεκταθεί σε όλη τη χώρα και σε όλες τις κοινωνικές τάξεις. Ωστόσο, καμία αλλαγή δεν επήλθε ως το 1893 οπότε δημοσιεύτηκε το πρώτο Ωρολόγιο και Αναλυτικό Πρόγραμμα μαθημάτων «των πλήρων Παρθεναγωγείων». Σ’ αυτό αποτυπώθηκαν οι αντιλήψεις της εποχής για την εκπαίδευση των κοριτσιών, που όφειλε να είναι προσαρμοσμένη στις «ψυχικές και σωματικές δυνάμεις» και τον «προορισμό» τους[12]. Προς τα τέλη του 19ου αιώνα με την αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών και την αυξανόμενη ζήτηση πανεπιστημιακής εκπαίδευσης από τις γυναίκες, έγιναν προσπάθειες για την βελτίωση και αναβάθμιση της λειτουργίας των Ανώτερων Παρθεναγωγείων, με τη δημιουργία γυμνασιακών τάξεων.
Τα Διδασκαλεία
Τα Διδασκαλεία απευθύνονταν σε κορίτσια από μεσαία ή χαμηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα που ενδιαφέρονταν για το δίπλωμα της δασκάλας. Το επάγγελμα της δασκάλας γινόταν ολοένα και πιο επιθυμητό, καθώς αποτελούσε τη μόνη διέξοδο για επαγγελματική αποκατάσταση και οικονομική ανεξαρτησία[13]. Παρά το διάταγμα του 1834 που προέβλεπε την ίδρυση Διδασκαλείου για δασκάλους και των δύο φύλων, η πολιτεία άφησε την εκπαίδευση της δασκάλας στην πρωτοβουλία της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας. Στο Παρθεναγωγείο της, το οποίο αναγνωρίστηκε το 1861 ως Διδασκαλείο, φοιτούσαν υπότροφες του κράτους, των δήμων και της ίδιας της Εταιρείας, με την υποχρέωση να εργαστούν αργότερα ως δασκάλες. Όμως, η εκπαίδευση της δασκάλας ήταν υποβαθμισμένη σε σχέση με την αντίστοιχη των ανδρών δασκάλων τόσο ως προς τη διάρκεια των σπουδών όσο και προς την παιδαγωγική κατάρτιση και την πρακτική άσκηση. Αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι στο Παρθεναγωγείο-Διδασκαλείο (οι δύο όροι χρησιμοποιούνται για το ίδιο σχολείο) της Εταιρείας μαζί με τις υποψήφιες δασκάλες εκπαιδεύονταν - με κοινό πρόγραμμα μαθημάτων - και κορίτσια εύπορων οικογενειών που επιθυμούσαν να λάβουν γενική μόρφωση. Ο διπλός αυτός στόχος, εκπαίδευση της δασκάλας και γενική-διακοσμητική μόρφωση της οικοδέσποινας, προκάλεσε σύγχυση στο πρόγραμμα σπουδών και μείωσε τις πιθανότητες επίτευξης του ενός ή του άλλου στόχου. Όμως, είχε επιπτώσεις κυρίως στην παιδαγωγική μόρφωση και το διδακτικό έργο της δασκάλας, όπως φαίνεται από την αυστηρή κριτική των επιθεωρητών πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης της εποχής[14].
Μετά την επέκταση του δικαιώματος για εκπαίδευση διδασκαλισσών (διάταγμα 27 Οκτωβρίου 1892) σε όλα τα ιδιωτικά Παρθεναγωγεία, παρατηρήθηκε τέτοια «δασκαλοπλημμύρα», ώστε δημιουργήθηκε μεγάλο εκπαιδευτικό και κοινωνικό πρόβλημα, γιατί συχνά αδιόριστες δασκάλες προσπαθούσαν με κάθε τρόπο και μέσο να πάρουν τις θέσεις των διορισμένων. Το 1893 η Πολιτεία διαχώρισε το επαγγελματικό σχολείο (το Διδασκαλείο), από το σχολείο γενικής παιδείας (το Ανώτερο Παρθεναγωγείο) και δημοσίευσε το πρώτο επίσημο Αναλυτικό Πρόγραμμα μαθημάτων των δύο σχολείων. Ωστόσο, καμία ουσιαστική αλλαγή δεν έγινε στο θεσμικό πλαίσιο μέχρι το 1914, όταν το κράτος ανέλαβε την κατάρτιση των διδασκαλισσών με την ίδρυση κρατικών Διδασκαλείων θηλέων[15].
Η πανεπιστημιακή εκπαίδευση
Oι πύλες του ελληνικού Πανεπιστημίου έμειναν κλειστές για τις γυναίκες μέχρι το 1890 που έγινε δεκτή στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών η πρώτη φοιτήτρια, Ιωάννα Στεφανόπολι. Λίγα χρόνια αργότερα, η Ιατρική Σχολή και το Φυσιογνωστικό τμήμα του Πανεπιστημίου δέχτηκαν τις πρώτες φοιτήτριες. Η ζήτηση ανώτατης εκπαίδευσης από τις γυναίκες έθεσε για μια φορά ακόμα το ζήτημα της αναβάθμισης της δευτεροβάθμιας γυναικείας εκπαίδευσης, αφού το απολυτήριο του Ανώτερου Παρθεναγωγείου δεν εξασφάλιζε τη δυνατότητα εγγραφής στο Πανεπιστήμιο[16].
Από τα μέσα του 19ου αιώνα, πολλοί παιδαγωγοί κατήγγειλαν ότι η Μέση εκπαίδευση αποτελούσε προνόμιο λίγων κοριτσιών που ανήκαν σε μια ορισμένη κοινωνική τάξη και ζούσαν στα μεγάλα αστικά κέντρα, ενώ οι υπόλοιπες μαθήτριες αναγκάζονταν να περιοριστούν στις στοιχειώδεις γνώσεις του δημοτικού σχολείου και πρόβαλαν το αίτημα η μέση εκπαίδευση των κοριτσιών να γενικευτεί και να επεκταθεί σε όλη τη χώρα και σε όλες τις κοινωνικές τάξεις. Ωστόσο, καμία αλλαγή δεν επήλθε ως το 1893 οπότε δημοσιεύτηκε το πρώτο Ωρολόγιο και Αναλυτικό Πρόγραμμα μαθημάτων «των πλήρων Παρθεναγωγείων». Σ’ αυτό αποτυπώθηκαν οι αντιλήψεις της εποχής για την εκπαίδευση των κοριτσιών, που όφειλε να είναι προσαρμοσμένη στις «ψυχικές και σωματικές δυνάμεις» και τον «προορισμό» τους[12]. Προς τα τέλη του 19ου αιώνα με την αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών και την αυξανόμενη ζήτηση πανεπιστημιακής εκπαίδευσης από τις γυναίκες, έγιναν προσπάθειες για την βελτίωση και αναβάθμιση της λειτουργίας των Ανώτερων Παρθεναγωγείων, με τη δημιουργία γυμνασιακών τάξεων.
Τα Διδασκαλεία
Τα Διδασκαλεία απευθύνονταν σε κορίτσια από μεσαία ή χαμηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα που ενδιαφέρονταν για το δίπλωμα της δασκάλας. Το επάγγελμα της δασκάλας γινόταν ολοένα και πιο επιθυμητό, καθώς αποτελούσε τη μόνη διέξοδο για επαγγελματική αποκατάσταση και οικονομική ανεξαρτησία[13]. Παρά το διάταγμα του 1834 που προέβλεπε την ίδρυση Διδασκαλείου για δασκάλους και των δύο φύλων, η πολιτεία άφησε την εκπαίδευση της δασκάλας στην πρωτοβουλία της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας. Στο Παρθεναγωγείο της, το οποίο αναγνωρίστηκε το 1861 ως Διδασκαλείο, φοιτούσαν υπότροφες του κράτους, των δήμων και της ίδιας της Εταιρείας, με την υποχρέωση να εργαστούν αργότερα ως δασκάλες. Όμως, η εκπαίδευση της δασκάλας ήταν υποβαθμισμένη σε σχέση με την αντίστοιχη των ανδρών δασκάλων τόσο ως προς τη διάρκεια των σπουδών όσο και προς την παιδαγωγική κατάρτιση και την πρακτική άσκηση. Αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι στο Παρθεναγωγείο-Διδασκαλείο (οι δύο όροι χρησιμοποιούνται για το ίδιο σχολείο) της Εταιρείας μαζί με τις υποψήφιες δασκάλες εκπαιδεύονταν - με κοινό πρόγραμμα μαθημάτων - και κορίτσια εύπορων οικογενειών που επιθυμούσαν να λάβουν γενική μόρφωση. Ο διπλός αυτός στόχος, εκπαίδευση της δασκάλας και γενική-διακοσμητική μόρφωση της οικοδέσποινας, προκάλεσε σύγχυση στο πρόγραμμα σπουδών και μείωσε τις πιθανότητες επίτευξης του ενός ή του άλλου στόχου. Όμως, είχε επιπτώσεις κυρίως στην παιδαγωγική μόρφωση και το διδακτικό έργο της δασκάλας, όπως φαίνεται από την αυστηρή κριτική των επιθεωρητών πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης της εποχής[14].
Μετά την επέκταση του δικαιώματος για εκπαίδευση διδασκαλισσών (διάταγμα 27 Οκτωβρίου 1892) σε όλα τα ιδιωτικά Παρθεναγωγεία, παρατηρήθηκε τέτοια «δασκαλοπλημμύρα», ώστε δημιουργήθηκε μεγάλο εκπαιδευτικό και κοινωνικό πρόβλημα, γιατί συχνά αδιόριστες δασκάλες προσπαθούσαν με κάθε τρόπο και μέσο να πάρουν τις θέσεις των διορισμένων. Το 1893 η Πολιτεία διαχώρισε το επαγγελματικό σχολείο (το Διδασκαλείο), από το σχολείο γενικής παιδείας (το Ανώτερο Παρθεναγωγείο) και δημοσίευσε το πρώτο επίσημο Αναλυτικό Πρόγραμμα μαθημάτων των δύο σχολείων. Ωστόσο, καμία ουσιαστική αλλαγή δεν έγινε στο θεσμικό πλαίσιο μέχρι το 1914, όταν το κράτος ανέλαβε την κατάρτιση των διδασκαλισσών με την ίδρυση κρατικών Διδασκαλείων θηλέων[15].
Η πανεπιστημιακή εκπαίδευση
Oι πύλες του ελληνικού Πανεπιστημίου έμειναν κλειστές για τις γυναίκες μέχρι το 1890 που έγινε δεκτή στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών η πρώτη φοιτήτρια, Ιωάννα Στεφανόπολι. Λίγα χρόνια αργότερα, η Ιατρική Σχολή και το Φυσιογνωστικό τμήμα του Πανεπιστημίου δέχτηκαν τις πρώτες φοιτήτριες. Η ζήτηση ανώτατης εκπαίδευσης από τις γυναίκες έθεσε για μια φορά ακόμα το ζήτημα της αναβάθμισης της δευτεροβάθμιας γυναικείας εκπαίδευσης, αφού το απολυτήριο του Ανώτερου Παρθεναγωγείου δεν εξασφάλιζε τη δυνατότητα εγγραφής στο Πανεπιστήμιο[16].
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου