Η τεχνική-επαγγελματική εκπαίδευση
Η μοναδική μορφή τεχνικής-επαγγελματικής εκπαίδευσης, σε όλο τον 19ο αιώνα, ήταν η εξειδικευμένη κατάρτιση στις γυναικείες τέχνες και τα οικιακά έργα (κεντητική, ραπτική, πλέξιμο, μαγειρική), που απευθυνόταν κυρίως σε φτωχά κορίτσια. Οργανώθηκε και αναπτύχθηκε από φιλεκπαιδευτικούς και φιλανθρωπικούς συλλόγους γυναικών προερχόμενων κυρίως από τα μεσαία στρώματα («Φιλανθρωπική Εταιρεία Κυριών», «Σύλλογος κυριών υπέρ της γυναικείας Παιδεύσεως», «Ένωσις των Ελληνίδων»), οι οποίοι επιδίωκαν, παράλληλα με την επαγγελματική κατάρτιση, τη γενικότερη μόρφωση, ηθικοποίηση και εκπολιτισμό των γυναικών από τα λαϊκά στρώματα. Οι σπουδαιότερες επαγγελματικές σχολές ήταν το «Κυριακό Σχολείο των γυναικών και κορασίων του λαού» (1889) και το «Άσυλον των υπηρετριών και εργατίδων» (1892), που ιδρύθηκαν με πρωτοβουλία της Καλλιρρόης Παρρέν. Επίσης, το 1897 ιδρύθηκε από την «Ένωσιν των Ελληνίδων» η «Οικοκυρική και Επαγγελματική Σχολή» (1897), που εξυπηρετούσε δύο στόχους: το Οικοκυρικό τμήμα αναλάμβανε την πρακτική άσκηση της εύπορης οικοδέσποινας στις οικιακές εργασίες και τα καθήκοντα του νοικοκυριού και το Επαγγελματικό τμήμα την προετοιμασία μαθητριών από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για γυναικεία επαγγέλματα (μοδίστρες, μαγείρισσες, καπελούδες κ.ά.)[17].
Διεκδικήσεις και απόπειρες μεταρρύθμισης
Καθώς πλησιάζουμε προς την καμπή του αιώνα, η ανακάλυψη της παιδικής ηλικίας, η εξύμνηση της μητρότητας και του οικιακού ιδεώδους συνέπεσαν με την αναζωπύρωση του εθνικού ζητήματος και του αλυτρωτισμού. Τότε διατυπώθηκαν απόψεις που συνέκλιναν στο γεγονός ότι η Ελληνίδα έπρεπε να μορφωθεί για να ανταποκριθεί καλύτερα στο νέο της ρόλο, που ήταν η διαπαιδαγώγηση πολιτών άξιων να αγωνιστούν για την εκπλήρωση της Μεγάλης Ιδέας και πρόθυμων να μεταδώσουν τον ελληνικό πολιτισμό στην Ανατολή. Τότε, ο προοδευτικός παιδαγωγός Γ.Γ. Παπαδόπουλος πρότεινε τη διδασκαλία της νεότερης ελληνικής ιστορίας στα Ανώτερα Παρθεναγωγεία με σκοπό την ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης των μαθητριών καθώς και την εισαγωγή του μαθήματος της Φυσικής Αγωγής για τη βελτίωση της υγείας τους. Αποτέλεσμα αυτών των απόψεων ήταν ο επαναπροσδιορισμός της σημασίας της γυναικείας εκπαίδευσης, η οποία άρχισε να αποκτά ένα χαρακτήρα πιο λειτουργικό[18].
Την ίδια εποχή, ένας μικρός αριθμός μορφωμένων γυναικών, χωρίς να αμφισβητεί τον ρόλο που απέδιδε στη γυναίκα η κυρίαρχη ιδεολογία, ούτε να απομακρύνεται από το πρότυπο της μητέρας και συζύγου, έθεσε δημόσια το ζήτημα της εκπαίδευσης και της επαγγελματικής κατάρτισης και απασχόλησης των γυναικών και διεκδίκησε ισότητα στις εκπαιδευτικές ευκαιρίες και νέες επαγγελματικές προοπτικές. Πρωτεργάτριες στον αγώνα αυτό ήταν γνωστές δασκάλες της εποχής (Καλλιρρόη Παρρέν[19], Αικατερίνη Λασκαρίδου[20], Σαπφώ Λεοντιάς[21], Καλλιόπη Κεχαγιά[22]) οι οποίες με το εκπαιδευτικό, πνευματικό και κοινωνικό τους έργο θεμελίωναν και προωθούσαν αυτές τις διεκδικήσεις και άνοιγαν το δρόμο προς τη δημόσια δράση. Όπως επισημαίνει η Βαρίκα:«το επάγγελμα της δασκάλας ενώ είχε οριστεί αρχικά ως προέκταση της «γυναικείας φύσης» και ως θεσμοθέτηση της ένταξης των γυναικών στην ιδιωτική σφαίρα, μετατράπηκε από τις ίδιες τις γυναίκες όχι μόνο σε μέσο για την ανεξαρτησία τους, αλλά και σε μοχλό που τους επέτρεπε να μετατοπίσουν τα εμπόδια που τις απέκλειαν από τη δημόσια σφαίρα»[23].
Ιδιαίτερα η Καλλιρρόη Παρρέν, με τον δημοσιογραφικό της αγώνα, πρόβαλε το αίτημα για βελτίωση της δημοτικής, παροχή μέσης εκπαίδευσης ισότιμης με την ανδρική, ίδρυση επαγγελματικών σχολών που θα άνοιγαν νέες επαγγελματικές προοπτικές και πρόσβαση των γυναικών στις πανεπιστημιακές σπουδές. «Έχετε γυμνάσια τέλεια δια τα άρρενα, ιδρύσατε τοιαύτα και δια τα θήλεα. […] Έχετε πολυτεχνείον, πρακτικά λύκεια, γεωργικά και βιομηχανικά σχολεία δια τους άνδρας, ιδρύσατε τουλάχιστον μιαν πρακτική τεχνική σχολήν δι’ εκείνας […] Είναι ανάγκη επείγουσα να φροντίση πλέον και η Ελλάς περί μορφώσεως Ελληνίδων!»[24].
Ωστόσο, οι προτάσεις της Παρρέν δεν βρήκαν ανταπόκριση στους άνδρες πολιτικούς που επέμεναν στη διαφοροποίηση της Μέσης εκπαίδευσης των κοριτσιών. Στα εκπαιδευτικά νομοσχέδια των υπουργών Α. Αυγερινού (1880), Γ. Θεοτόκη (1889) και Α. Ευταξία (1899) είναι εμφανής η πρόθεση να επεκταθεί η στοιχειώδης εκπαίδευση των κοριτσιών, να διαχωριστεί το Διδασκαλείο από το σχολείο γενικής εκπαίδευσης και να ιδρυθούν κρατικά Ανώτερα Παρθεναγωγεία και Διδασκαλείο θηλέων. Όμως, σε όλα αυτά τα νομοσχέδια, η Μέση εκπαίδευση των κοριτσιών ήταν έντονα διαφοροποιημένη και υποβαθμισμένη, σε σχέση με αυτή των αγοριών, και το Γυμνάσιο προοριζόταν μόνο για τα αγόρια[25].
Συνεπώς, στα τέλη του 19ου αιώνα διαμορφώθηκαν δύο κατευθύνσεις για τη γυναικεία εκπαίδευση: από τη μια η Πολιτεία και άνδρες παιδαγωγοί διαφοροποιούσαν τη Μέση εκπαίδευση των κοριτσιών, ως προς τη διάρκεια και τα διδασκόμενα μαθήματα, και την περιόριζαν στην προετοιμασία για το ρόλο της συζύγου, νοικοκυράς και μητέρας και από την άλλη οι μορφωμένες γυναίκες δεν ικανοποιούνταν με την πρακτική αυτή και ζητούσαν εκπαίδευση αντίστοιχη με την ανδρική που να εξασφαλίζει στις γυναίκες ουσιαστική μόρφωση και μεγαλύτερη συμμετοχή στην κοινωνική και οικονομική ζωή του τόπου.
20ος αιώνας: Οι πρώτες ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις
Στις αρχές του 20ου αιώνα, άρχισαν να μεταβάλλονται σταδιακά οι κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές συνθήκες και να δημιουργούνται προοπτικές για την είσοδο των γυναικών στην αγορά εργασίας και τα επαγγέλματα, πράγμα το οποίο προανήγγειλε την αναβάθμιση της γυναικείας εκπαίδευσης. Στη Δημοτική εκπαίδευση το ποσοστό των μαθητριών αυξήθηκε κατά 10%, ενώ στη Μέση εκπαίδευση συνέχισε να παραμένει πολύ χαμηλό. Η ανάγκη για τη βελτίωση της γυναικείας εκπαίδευσης γινόταν ολοένα και πιο αισθητή, αλλά υιοθετούνταν από το παρελθόν απόψεις για την ιδιαιτερότητα της «φύσης» και του «προορισμού» της γυναίκας, που έθεταν όρια στην ποιότητα και τη διάρκεια της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Έτσι, οι απόπειρες μεταρρύθμισης, που έγιναν ως το 1910, ήταν αρκετά συγκρατημένες και δεν έδιναν λύσεις στα χρονίζοντα προβλήματα. Την ίδια εποχή, αρκετοί φιλελεύθεροι διανοούμενοι και νεωτεριστές παιδαγωγοί, μέλη του Εκπαιδευτικού Ομίλου, επαναπροσδιόρισαν τον γυναικείο ρόλο διευρύνοντας τα πλαίσια της γυναικείας σφαίρας δραστηριότητας, πρότειναν ουσιαστική εκπαίδευση που να εξασφαλίζει πλατύτερη κοινωνική και επαγγελματική δραστηριότητα και παρουσίασαν απόψεις σχετικές με την πνευματική ισοτιμία της γυναίκας με τον άνδρα[26].
Τομή στην ιστορία της γυναικείας εκπαίδευσης αποτέλεσαν οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις των κυβερνήσεων του Βενιζέλου (1914, 1917, 1929), που επιχείρησαν να οργανώσουν το σχολείο σύμφωνα με τις ιδεολογικές απαιτήσεις του αστικού καθεστώτος και να το προσαρμόσουν στις ανάγκες της οικονομικής ανάπτυξης. Η γυναικεία εκπαίδευση αναβαθμίστηκε με την ίδρυση Αστικών σχολείων και κρατικών Διδασκαλείων θηλέων το 1914, Ελληνικών σχολείων και Γυμνασίων θηλέων το 1917 και τη νομοθετική κατοχύρωση «Πρακτικών Σχολών θηλέων» το 1918[27]. Με τη μεταρρύθμιση του 1929 ικανοποιήθηκε, μετά από έναν αιώνα προβληματισμού και συζητήσεων, το αίτημα για την ισότητα στις εκπαιδευτικές ευκαιρίες των δύο φύλων, καθώς καθιερώθηκε η εξάχρονη υποχρεωτική φοίτηση σε μικτά Δημοτικά σχολεία και η ισότιμη και ομοιόμορφη δευτεροβάθμια εκπαίδευση για τους μαθητές και τις μαθήτριες, με τη λειτουργία Γυμνασίων αρρένων και θηλέων στις πόλεις και μικτών στις επαρχίες (σε περιοχές που αδυνατούσαν να ιδρύσουν και να συντηρήσουν δεύτερο σχολείο). Στο πρόγραμμα των μαθημάτων η μόνη διαφοροποίηση είχε σχέση με τη διδασκαλία των Οικοκυρικών για τις μαθήτριες και το χωρισμό των δύο φύλων στο μάθημα της Φυσικής Αγωγής, στην περίπτωση που το σχολείο ήταν μικτό[28].
[1] Κων/νος Τσουκαλάς, Εξάρτηση και αναπαραγωγή. Ο κοινωνικός ρόλος των εκπαιδευτικών μηχανισμών στην Ελλάδα (1830-1922), εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 19875, σσ. 472-475.
[2] Ελένη Φουρναράκη, Εκπαίδευση και αγωγή των κοριτσιών. Ελληνικοί προβληματισμοί (1830-1910). Ένα ανθολόγιο, εκδ. ΙΑΕΝ, Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, Αθήνα 1987, σσ. 14-15. Κατερίνα Δαλακούρα, «Εκπαίδευση και γυναικεία συνείδηση στις ελληνικές κοινότητες του οθωμανικού χώρου (19ος αι.): Το αδύνατο, το “ανωφελές” και το “άκαιρον” ενός φεμινιστικού αυτοπροσδιορισμού», στο: Αριάδνη, Επιστημονική επετηρίδα της Φιλοσοφικής Σχολής, τόμ. 13ος, Παν/μιο Κρήτης, Ρέθυμνο 2007, σσ. 225-226.
[3] Χαράλαμπος Μπαμπούνης, Η εκπαίδευση κατά την Καποδιστριακή Περίοδο. Διοικητική οργάνωση και εκπαιδευτική λειτουργία, εκδ. Σύλλογος προς διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, Αθήναι 1999, σσ. 121-123, 443-445. Αλεξάνδρα Λαμπράκη-Παγανού, Η εκπαίδευση των Ελληνίδων κατά την Οθωνική περίοδο, Διδακτορική διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Φιλοσοφική Σχολή, Αθήνα 1988, σσ. 63, 88.
[4] Αλέξης Δημαράς, Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε, (Τεκμήρια ιστορίας), τομ. Α΄ (1821-1894), εκδ. Εστία, Αθήνα 19992, σ. 48.
[5] Το θέμα της συνεκπαίδευσης των δύο φύλων απασχόλησε τους παιδαγωγούς και τις κυβερνήσεις όλο τον 19οαλλά και στις αρχές του 20ου αιώνα. Οι παιδαγωγοί δεν αποδέχονταν τα μικτά σχολεία για δύο λόγους: α) θεωρούσαν ότι τα κορίτσια δεν χρειάζονταν τη γνώση που ήταν κατάλληλη για τα αγόρια και β) συμμερίζονταν τις κοινωνικές αντιλήψεις της εποχής σύμφωνα με τις οποίες ο συγχρωτισμός των δύο φύλων στα σχολεία θα οδηγούσε στην «έκλυση των ηθών». Μέχρι το 1852 δεν απαγορευόταν η μικτή φοίτηση εκεί που δεν υπήρχαν αμιγή σχολεία θηλέων. Από το Σεπτέμβριο του 1852 απαγορεύτηκε αυστηρά ακόμα και στα νηπιαγωγεία, όχι μόνο η συμφοίτηση αλλά και η απλή συστέγαση αγοριών και κοριτσιών γιατί «…η τοιαύτη επιμειξία προκαταβάλλει σπέρματα δυσαρέστων συνεπειών» (Α. Λαμπράκη-Παγανού, ό.π., σσ. 108-109).
[6] Αλεξάνδρα Μπακαλάκη και Ελένη Ελεγμίτου, Η εκπαίδευση «εις τα του οίκου» και τα γυναικεία καθήκοντα. Από την ίδρυση του ελληνικού κράτους έως την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1929, εκδ. ΙΑΕΝ, Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, Αθήνα 1987, σσ. 33-34. Σιδηρούλα Ζιώγου-Καραστεργίου, «“Φρονίμους δεσποινίδας και αρίστας μητέρας”. Στόχοι των Παρθεναγωγείων και εκπαιδευτική πολιτική στον 19ο αιώνα», στο Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου «Ιστορικότητα της παιδικής ηλικίας και της νεότητας», τόμ. Β΄, εκδ. ΙΑΕΝ, Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, Αθήνα 1986, σσ. 483-484.
[7] Α. Δημαράς, ό.π., σ. 60.
[8] Ο όρος παρθεναγωγείο συναντάται για πρώτη φορά στον αναλυτικό πίνακα «της εν τη Ελλάδι δημοσίας εκπαιδεύσεως» του υπουργού Π. Αργυρόπουλου (1854), για να χαρακτηρίσει το σχολείο των κοριτσιών που έχει «ανώτερο» τμήμα (παρέχει μόρφωση ανώτερη από αυτή που παρέχεται στο δημοτικό σχολείο). Από το 1893 καθιερώθηκε ο όρος ανώτερο παρθεναγωγείο για τα σχολεία μέσης εκπαίδευσης, ενώ ο όρος παρθεναγωγείο χαρακτηρίζει και τα δημοτικά σχολεία κοριτσιών. (Σ. Ζιώγου-Καραστεργίου, Η μέση εκπαίδευση των κοριτσιών στην Ελλάδα, (1830-1893), εκδ. ΙΑΕΝ, Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, Αθήνα 1986, σσ. 125-126, 221).
[9] Ιδρύθηκε στην Αθήνα το 1836, μετά από ενέργειες των Ι. Κοκκώνη, Γ. Γεννάδιου και Μ. Αποστολίδη και άρχισε τη δράση της το 1837 με τη σύσταση ενός «κατώτερου» και ενός «ανώτερου» σχολείου με σκοπό τη διάδοση της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και την παραγωγή διδασκαλισσών. Με τη συμπαράσταση του κράτους και στα πρώτα χρόνια ορισμένων δήμων, αλλά κυρίως με τις εισφορές Ελλήνων της διασποράς (Α. Αρσάκη, Σπ. Βαλέτα, Μ. Ράλλη, Δ. Στίνη), η Εταιρεία με τα σχολεία της (νηπιαγωγείο, δημοτικό, παρθεναγωγείο-διδασκαλείο, οικοτροφείο) που βρίσκονταν στην Αθήνα, Πάτρα, Κέρκυρα, πρόσφερε σημαντικές υπηρεσίες στον τομέα της εκπαίδευσης των Ελληνίδων. (Α. Λαμπράκη-Παγανού, ό.π., σσ. 241-245. Σ. Ζιώγου-Καραστεργίου, Η μέση εκπαίδευση των κοριτσιών στην Ελλάδα, ό.π., σσ. 79-103).
[10] Σ. Ζιώγου-Καραστεργίου, « “Φρονίμους δεσποινίδας και αρίστας μητέρας” …», ό.π., σσ. 485-487.
[11] Κ. Τσουκαλάς, ό.π., σ. 473.
[12] Από τα μέσα του 19ου αιώνα προβλήθηκε η ανάγκη για διαφοροποίηση στη μέση εκπαίδευση των κοριτσιών με το επιχείρημα ότι ήταν διαφορετική η «φύσις» (σωματικά και ψυχολογικά χαρακτηριστικά) και ο «προορισμός» τους στη ζωή (σύζυγοι, μητέρες και νοικοκυρές). Η αδύναμη και ευαίσθητη «φύσις» των κοριτσιών απαιτούσε απλούστερα μαθήματα και ο «προορισμός» κατεύθυνε σε προετοιμασία για τα οικιακά έργα. Τα επιχειρήματα αυτά στηρίζονταν σε ιατρικές απόψεις ξένων επιστημόνων που παρουσίαζαν τις βιολογικές και ψυχολογικές διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα, και υποστήριζαν ότι η υπερβολική διανοητική εργασία και η ανώτερη εκπαίδευση μπορεί να έχει επιπτώσεις, όχι μόνο στην υγεία, αλλά και την αναπαραγωγική ικανότητα των κοριτσιών και πρόβαλαν την ανάγκη για εκπαίδευση ποιοτικά διαφορετική από αυτή των αγοριών. Τις απόψεις αυτές υιοθετούσαν και πολλοί γνωστοί Έλληνες παιδαγωγοί, όπως ο Χαρίσιος Παπαμάρκος, ο οποίος πρότεινε για τα παρθεναγωγεία ένα πρόγραμμα μαθημάτων αρκετά υποβαθμισμένο και διαφοροποιημένο σε σχέση με το πρόγραμμα των δευτεροβάθμιων σχολείων των αγοριών (Σ. Ζιώγου-Καραστεργίου, Η μέση εκπαίδευση των κοριτσιών στην Ελλάδα, ό.π., σσ. 274-275).
[13] Στην καμπή του 19ου αιώνα ο μηνιαίος μισθός μιας δασκάλας, κυμαινόταν από 80 έως 120 δραχμές. Την ίδια εποχή το εισόδημα των κατώτερων τραπεζικών υπαλλήλων υπολογίζεται σε 123 δρχ. το μήνα, ενώ ο μηνιαίος μισθός του ειρηνοδίκη γύρω στις 200 δρχ. Αν και οι αποδοχές της δασκάλας ήταν χαμηλότερες από τις αποδοχές επαγγελμάτων που ασκούσαν άνδρες από τα μεσαία στρώματα, έδιναν τη δυνατότητα σε μια γυναίκα να ζει μια ζωή μετρημένη, αλλά ανεξάρτητη (Ε. Βαρίκα, Η εξέγερση των κυριών. Η γένεση μιας φεμινιστικής συνείδησης στην Ελλάδα 1833-1907, εκδ. Κατάρτι, Αθήνα, 19962, σ. 230).
[14] Σύμφωνα με την έκθεση του Δ. Πετρίδη (Σύρος, 1880), οι δασκάλες απόφοιτες του Αρσακείου «… υστερούσι κατά τας γνώσεις, ούτε θεωρητικώς διδαχθείσαι επαρκώς ούτε πρακτικώς ασκηθείσαι εν τω έργω […] επιμένουσι κυρίως εις την μετάδοσιν των μηχανικών εμπειριών της Αναγνώσεως, Γραφής και Αριθμητικής και την εκστήθησιν των βιβλιαρίων και των άλλων μαθημάτων». Για τις εκθέσεις των επιθεωρητών της περιόδου αυτής (βλ. Σ. Ζιώγου-Καραστεργίου, Η μέση εκπαίδευση των κοριτσιών…, ό.π., σσ. 161-162).
[15] Σήφης Μπουζάκης και Χρήστος Τζήκας, Η κατάρτιση των Δασκάλων-Διδασκαλισσών και των Νηπιαγωγών στην Ελλάδα, τόμ. Α΄ (Η περίοδος των Διδασκαλείων 1834-1933), εκδ. Gutenberg, Αθήνα 20022, σσ. 40-42, 275-276.
[16] Ε. Φουρναράκη, ό.π., σσ. 56-57.
[17] Μ. Κορασίδου, «Η υλική και ηθική “αναμόρφωση” των φτωχών γυναικών: Οχυρό κατά της “βίας” και της “αγριότητας” των αποκλήρων της Αθήνας του 19ου αιώνα», Δίνη, 6, 1993, σσ. 146-157. Σ. Ζιώγου-Καραστεργίου, « “Φρονίμους δεσποινίδας και αρίστας μητέρας”…», ό.π., σσ. 487-489.
[18] Ε. Βαρίκα, ό.π., σσ. 127-133. Ε. Φουρναράκη, ό.π., σσ. 36-37.
[19] Γεννημένη στην Κρήτη το 1861, σπούδασε δασκάλα και εργάστηκε ως διευθύντρια ελληνικών παρθεναγωγείων στη Ρωσία και τα Βαλκάνια. Μετά το γάμο της με τον Ιωάννη Παρρέν, Γάλλο δημοσιογράφο από την Κωνσταντινούπολη και ιδρυτή του Αθηναϊκού Πρακτορείου, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και ανέλαβε την έκδοση της Εφημερίδος των Κυριών (1887), μέσω της οποίας έθεσε το θέμα της «χειραφετήσεως» των γυναικών «δια της εκπαιδεύσεως και δια της εργασίας». Στον τομέα της γυναικείας εκπαίδευσης, παρακολουθούσε τις εξελίξεις, κριτίκαρε τη «διακοσμητική» και αναχρονιστική μόρφωση που δινόταν στα παρθεναγωγεία και διατύπωνε το αίτημα για ουσιαστική και εκσυγχρονισμένη εκπαίδευση, σε συνδυασμό με εξειδικευμένες γνώσεις στις οικιακές εργασίες (Ε. Φουρναράκη, ό.π., σσ. 49, 53-56, 67. Ε. Βαρίκα, ό.π., σσ. 274-280).
[20] Το 1880 παρακολούθησε μαθήματα της φροβελιανής μεθόδου στη Δρέσδη της Γερμανίας και μόλις επέστρεψε στην Αθήνα εισήγαγε στο σχολείο της «Ελληνικό Παρθεναγωγείο» το σύστημα των φροβελιανών «παιδικών κήπων», όπου κεντρική θέση στη μάθηση έχει το παιχνίδι. Ασχολήθηκε και με την εκπαίδευση των νηπιαγωγών (Σ. Ζιώγου-Καραστεργίου, Η μέση εκπαίδευση των κοριτσιών …, ό.π., σσ. 177-178).
[21] Γεννημένη στην Κωνσταντινούπολη το 1832, σπούδασε ελληνική, γαλλική και γερμανική φιλολογία. Διετέλεσε διευθύντρια παρθεναγωγείων στη Σάμο και τη Σμύρνη. Μετέφρασε τους Πέρσες του Αισχύλου και τηνΕσθήρ του Ρακίνα. Έγραψε ποιήματα, μελέτες, το σχολικό εγχειρίδιο Κορασιακή Χρηστομάθεια (1876), και το σχολικό Ιερόν εκλόγιον ήτοι Συλλογή εκ του Συναξαριστού (1874). Συνεργάστηκε με το περιοδικό Ευρυδίκη που εξέδιδε η αδελφή της Αιμιλία Κτενά, την Πανδώρα και την Εφημερίδα των Κυριών (Α. Μπακαλάκη και Ε. Ελεγμίτου, ό.π., σσ. 21-22).
[22] Διευθύντρια του «Ελληνικού Παρθεναγωγείου» μαζί με την Αικ. Λασκαρίδου (1867), και του «Ζαππείου» Παρθεναγωγείου της Κωνσταντινούπολης (1875). Με δική της πρωτοβουλία ιδρύθηκε το 1872 στην Αθήνα ο «Σύλλογος Κυριών υπέρ της Γυναικείας Παιδεύσεως» με κύριο σκοπό την προώθηση της γυναικείας εκπαίδευσης. Από τις πιο αξιόλογες δραστηριότητές του ήταν η σύσταση του «Εργαστηρίου απόρων γυναικών» που συνέβαλε στην επαγγελματική κατάρτιση των γυναικών και η ίδρυση παρθεναγωγείου στα 1890. Με το πλούσιο εκπαιδευτικό έργο και την κοινωνική προσφορά της, εντάσσεται στις πρωτοπόρες Ελληνίδες παιδαγωγούς (Σ. Ζιώγου-Καραστεργίου, Η μέση εκπαίδευση των κοριτσιών …, ό.π., σσ. 204, 208, 270-271, 330).
[23] Ε. Βαρίκα, ό.π., σ. 242.
[24] Καλλιρρόη Παρρέν, «Τι την θέλουσιν αι γυναίκες την αρχαίαν ελληνικήν», στο: Ε. Φουρναράκη, ό.π., σσ. 401-403.
[25] Για τα εκπαιδευτικά νομοσχέδια βλ. Ε. Φουρναράκη, ό.π., σσ. 58-60· Σ. Ζιώγου-Καραστεργίου, Η μέση εκπαίδευση των κοριτσιών…, ό.π., σσ. 287-294.
[26] Σ. Ζιώγου-Καραστεργίου, « “Υπερβαίνοντας τα εσκαμμένα”. 1890: Η πρώτη ελληνίδα φοιτήτρια – Τα δύσκολα βήματα προς την αναγνώριση», ένθετο Επτά ημέρες/Η Καθημερινή, 2/5/99, σ. 15.
[27] Σ. Ζιώγου-Καραστεργίου, «Η διάσταση του φύλου στην παιδαγωγική θεωρία και εκπαιδευτική πράξη από το 1900 έως το 1930: Λόγος-αντίλογος στο πλαίσιο των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων του Ελευθερίου Βενιζέλου», στο: Χρήστος Τζήκας (Επιμ.), Ζητήματα ιστορίας και ιστοριογραφίας της εκπαίδευσης, Πρακτικά επιστημονικής διημερίδας, εκδ. Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 158.
[28] Σ. Ζιώγου-Καραστεργίου, «Η μικτή εκπαίδευση στα δευτεροβάθμια σχολεία στην Ελλάδα: προοπτικές και δημόσιες συζητήσεις από τις αρχές του αιώνα μας μέχρι σήμερα» στο: Β. Δεληγιάννη, και Σ. Ζιώγου (Επιμ.)Εκπαίδευση και φύλο. Ιστορική Διάσταση και Σύγχρονος Προβληματισμός, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 198.
Πηγή: Κριτική Παιδαγωγική
Η μοναδική μορφή τεχνικής-επαγγελματικής εκπαίδευσης, σε όλο τον 19ο αιώνα, ήταν η εξειδικευμένη κατάρτιση στις γυναικείες τέχνες και τα οικιακά έργα (κεντητική, ραπτική, πλέξιμο, μαγειρική), που απευθυνόταν κυρίως σε φτωχά κορίτσια. Οργανώθηκε και αναπτύχθηκε από φιλεκπαιδευτικούς και φιλανθρωπικούς συλλόγους γυναικών προερχόμενων κυρίως από τα μεσαία στρώματα («Φιλανθρωπική Εταιρεία Κυριών», «Σύλλογος κυριών υπέρ της γυναικείας Παιδεύσεως», «Ένωσις των Ελληνίδων»), οι οποίοι επιδίωκαν, παράλληλα με την επαγγελματική κατάρτιση, τη γενικότερη μόρφωση, ηθικοποίηση και εκπολιτισμό των γυναικών από τα λαϊκά στρώματα. Οι σπουδαιότερες επαγγελματικές σχολές ήταν το «Κυριακό Σχολείο των γυναικών και κορασίων του λαού» (1889) και το «Άσυλον των υπηρετριών και εργατίδων» (1892), που ιδρύθηκαν με πρωτοβουλία της Καλλιρρόης Παρρέν. Επίσης, το 1897 ιδρύθηκε από την «Ένωσιν των Ελληνίδων» η «Οικοκυρική και Επαγγελματική Σχολή» (1897), που εξυπηρετούσε δύο στόχους: το Οικοκυρικό τμήμα αναλάμβανε την πρακτική άσκηση της εύπορης οικοδέσποινας στις οικιακές εργασίες και τα καθήκοντα του νοικοκυριού και το Επαγγελματικό τμήμα την προετοιμασία μαθητριών από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για γυναικεία επαγγέλματα (μοδίστρες, μαγείρισσες, καπελούδες κ.ά.)[17].
Διεκδικήσεις και απόπειρες μεταρρύθμισης
Καθώς πλησιάζουμε προς την καμπή του αιώνα, η ανακάλυψη της παιδικής ηλικίας, η εξύμνηση της μητρότητας και του οικιακού ιδεώδους συνέπεσαν με την αναζωπύρωση του εθνικού ζητήματος και του αλυτρωτισμού. Τότε διατυπώθηκαν απόψεις που συνέκλιναν στο γεγονός ότι η Ελληνίδα έπρεπε να μορφωθεί για να ανταποκριθεί καλύτερα στο νέο της ρόλο, που ήταν η διαπαιδαγώγηση πολιτών άξιων να αγωνιστούν για την εκπλήρωση της Μεγάλης Ιδέας και πρόθυμων να μεταδώσουν τον ελληνικό πολιτισμό στην Ανατολή. Τότε, ο προοδευτικός παιδαγωγός Γ.Γ. Παπαδόπουλος πρότεινε τη διδασκαλία της νεότερης ελληνικής ιστορίας στα Ανώτερα Παρθεναγωγεία με σκοπό την ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης των μαθητριών καθώς και την εισαγωγή του μαθήματος της Φυσικής Αγωγής για τη βελτίωση της υγείας τους. Αποτέλεσμα αυτών των απόψεων ήταν ο επαναπροσδιορισμός της σημασίας της γυναικείας εκπαίδευσης, η οποία άρχισε να αποκτά ένα χαρακτήρα πιο λειτουργικό[18].
Την ίδια εποχή, ένας μικρός αριθμός μορφωμένων γυναικών, χωρίς να αμφισβητεί τον ρόλο που απέδιδε στη γυναίκα η κυρίαρχη ιδεολογία, ούτε να απομακρύνεται από το πρότυπο της μητέρας και συζύγου, έθεσε δημόσια το ζήτημα της εκπαίδευσης και της επαγγελματικής κατάρτισης και απασχόλησης των γυναικών και διεκδίκησε ισότητα στις εκπαιδευτικές ευκαιρίες και νέες επαγγελματικές προοπτικές. Πρωτεργάτριες στον αγώνα αυτό ήταν γνωστές δασκάλες της εποχής (Καλλιρρόη Παρρέν[19], Αικατερίνη Λασκαρίδου[20], Σαπφώ Λεοντιάς[21], Καλλιόπη Κεχαγιά[22]) οι οποίες με το εκπαιδευτικό, πνευματικό και κοινωνικό τους έργο θεμελίωναν και προωθούσαν αυτές τις διεκδικήσεις και άνοιγαν το δρόμο προς τη δημόσια δράση. Όπως επισημαίνει η Βαρίκα:«το επάγγελμα της δασκάλας ενώ είχε οριστεί αρχικά ως προέκταση της «γυναικείας φύσης» και ως θεσμοθέτηση της ένταξης των γυναικών στην ιδιωτική σφαίρα, μετατράπηκε από τις ίδιες τις γυναίκες όχι μόνο σε μέσο για την ανεξαρτησία τους, αλλά και σε μοχλό που τους επέτρεπε να μετατοπίσουν τα εμπόδια που τις απέκλειαν από τη δημόσια σφαίρα»[23].
Ιδιαίτερα η Καλλιρρόη Παρρέν, με τον δημοσιογραφικό της αγώνα, πρόβαλε το αίτημα για βελτίωση της δημοτικής, παροχή μέσης εκπαίδευσης ισότιμης με την ανδρική, ίδρυση επαγγελματικών σχολών που θα άνοιγαν νέες επαγγελματικές προοπτικές και πρόσβαση των γυναικών στις πανεπιστημιακές σπουδές. «Έχετε γυμνάσια τέλεια δια τα άρρενα, ιδρύσατε τοιαύτα και δια τα θήλεα. […] Έχετε πολυτεχνείον, πρακτικά λύκεια, γεωργικά και βιομηχανικά σχολεία δια τους άνδρας, ιδρύσατε τουλάχιστον μιαν πρακτική τεχνική σχολήν δι’ εκείνας […] Είναι ανάγκη επείγουσα να φροντίση πλέον και η Ελλάς περί μορφώσεως Ελληνίδων!»[24].
Ωστόσο, οι προτάσεις της Παρρέν δεν βρήκαν ανταπόκριση στους άνδρες πολιτικούς που επέμεναν στη διαφοροποίηση της Μέσης εκπαίδευσης των κοριτσιών. Στα εκπαιδευτικά νομοσχέδια των υπουργών Α. Αυγερινού (1880), Γ. Θεοτόκη (1889) και Α. Ευταξία (1899) είναι εμφανής η πρόθεση να επεκταθεί η στοιχειώδης εκπαίδευση των κοριτσιών, να διαχωριστεί το Διδασκαλείο από το σχολείο γενικής εκπαίδευσης και να ιδρυθούν κρατικά Ανώτερα Παρθεναγωγεία και Διδασκαλείο θηλέων. Όμως, σε όλα αυτά τα νομοσχέδια, η Μέση εκπαίδευση των κοριτσιών ήταν έντονα διαφοροποιημένη και υποβαθμισμένη, σε σχέση με αυτή των αγοριών, και το Γυμνάσιο προοριζόταν μόνο για τα αγόρια[25].
Συνεπώς, στα τέλη του 19ου αιώνα διαμορφώθηκαν δύο κατευθύνσεις για τη γυναικεία εκπαίδευση: από τη μια η Πολιτεία και άνδρες παιδαγωγοί διαφοροποιούσαν τη Μέση εκπαίδευση των κοριτσιών, ως προς τη διάρκεια και τα διδασκόμενα μαθήματα, και την περιόριζαν στην προετοιμασία για το ρόλο της συζύγου, νοικοκυράς και μητέρας και από την άλλη οι μορφωμένες γυναίκες δεν ικανοποιούνταν με την πρακτική αυτή και ζητούσαν εκπαίδευση αντίστοιχη με την ανδρική που να εξασφαλίζει στις γυναίκες ουσιαστική μόρφωση και μεγαλύτερη συμμετοχή στην κοινωνική και οικονομική ζωή του τόπου.
20ος αιώνας: Οι πρώτες ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις
Στις αρχές του 20ου αιώνα, άρχισαν να μεταβάλλονται σταδιακά οι κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές συνθήκες και να δημιουργούνται προοπτικές για την είσοδο των γυναικών στην αγορά εργασίας και τα επαγγέλματα, πράγμα το οποίο προανήγγειλε την αναβάθμιση της γυναικείας εκπαίδευσης. Στη Δημοτική εκπαίδευση το ποσοστό των μαθητριών αυξήθηκε κατά 10%, ενώ στη Μέση εκπαίδευση συνέχισε να παραμένει πολύ χαμηλό. Η ανάγκη για τη βελτίωση της γυναικείας εκπαίδευσης γινόταν ολοένα και πιο αισθητή, αλλά υιοθετούνταν από το παρελθόν απόψεις για την ιδιαιτερότητα της «φύσης» και του «προορισμού» της γυναίκας, που έθεταν όρια στην ποιότητα και τη διάρκεια της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Έτσι, οι απόπειρες μεταρρύθμισης, που έγιναν ως το 1910, ήταν αρκετά συγκρατημένες και δεν έδιναν λύσεις στα χρονίζοντα προβλήματα. Την ίδια εποχή, αρκετοί φιλελεύθεροι διανοούμενοι και νεωτεριστές παιδαγωγοί, μέλη του Εκπαιδευτικού Ομίλου, επαναπροσδιόρισαν τον γυναικείο ρόλο διευρύνοντας τα πλαίσια της γυναικείας σφαίρας δραστηριότητας, πρότειναν ουσιαστική εκπαίδευση που να εξασφαλίζει πλατύτερη κοινωνική και επαγγελματική δραστηριότητα και παρουσίασαν απόψεις σχετικές με την πνευματική ισοτιμία της γυναίκας με τον άνδρα[26].
Τομή στην ιστορία της γυναικείας εκπαίδευσης αποτέλεσαν οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις των κυβερνήσεων του Βενιζέλου (1914, 1917, 1929), που επιχείρησαν να οργανώσουν το σχολείο σύμφωνα με τις ιδεολογικές απαιτήσεις του αστικού καθεστώτος και να το προσαρμόσουν στις ανάγκες της οικονομικής ανάπτυξης. Η γυναικεία εκπαίδευση αναβαθμίστηκε με την ίδρυση Αστικών σχολείων και κρατικών Διδασκαλείων θηλέων το 1914, Ελληνικών σχολείων και Γυμνασίων θηλέων το 1917 και τη νομοθετική κατοχύρωση «Πρακτικών Σχολών θηλέων» το 1918[27]. Με τη μεταρρύθμιση του 1929 ικανοποιήθηκε, μετά από έναν αιώνα προβληματισμού και συζητήσεων, το αίτημα για την ισότητα στις εκπαιδευτικές ευκαιρίες των δύο φύλων, καθώς καθιερώθηκε η εξάχρονη υποχρεωτική φοίτηση σε μικτά Δημοτικά σχολεία και η ισότιμη και ομοιόμορφη δευτεροβάθμια εκπαίδευση για τους μαθητές και τις μαθήτριες, με τη λειτουργία Γυμνασίων αρρένων και θηλέων στις πόλεις και μικτών στις επαρχίες (σε περιοχές που αδυνατούσαν να ιδρύσουν και να συντηρήσουν δεύτερο σχολείο). Στο πρόγραμμα των μαθημάτων η μόνη διαφοροποίηση είχε σχέση με τη διδασκαλία των Οικοκυρικών για τις μαθήτριες και το χωρισμό των δύο φύλων στο μάθημα της Φυσικής Αγωγής, στην περίπτωση που το σχολείο ήταν μικτό[28].
[1] Κων/νος Τσουκαλάς, Εξάρτηση και αναπαραγωγή. Ο κοινωνικός ρόλος των εκπαιδευτικών μηχανισμών στην Ελλάδα (1830-1922), εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 19875, σσ. 472-475.
[2] Ελένη Φουρναράκη, Εκπαίδευση και αγωγή των κοριτσιών. Ελληνικοί προβληματισμοί (1830-1910). Ένα ανθολόγιο, εκδ. ΙΑΕΝ, Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, Αθήνα 1987, σσ. 14-15. Κατερίνα Δαλακούρα, «Εκπαίδευση και γυναικεία συνείδηση στις ελληνικές κοινότητες του οθωμανικού χώρου (19ος αι.): Το αδύνατο, το “ανωφελές” και το “άκαιρον” ενός φεμινιστικού αυτοπροσδιορισμού», στο: Αριάδνη, Επιστημονική επετηρίδα της Φιλοσοφικής Σχολής, τόμ. 13ος, Παν/μιο Κρήτης, Ρέθυμνο 2007, σσ. 225-226.
[3] Χαράλαμπος Μπαμπούνης, Η εκπαίδευση κατά την Καποδιστριακή Περίοδο. Διοικητική οργάνωση και εκπαιδευτική λειτουργία, εκδ. Σύλλογος προς διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, Αθήναι 1999, σσ. 121-123, 443-445. Αλεξάνδρα Λαμπράκη-Παγανού, Η εκπαίδευση των Ελληνίδων κατά την Οθωνική περίοδο, Διδακτορική διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Φιλοσοφική Σχολή, Αθήνα 1988, σσ. 63, 88.
[4] Αλέξης Δημαράς, Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε, (Τεκμήρια ιστορίας), τομ. Α΄ (1821-1894), εκδ. Εστία, Αθήνα 19992, σ. 48.
[5] Το θέμα της συνεκπαίδευσης των δύο φύλων απασχόλησε τους παιδαγωγούς και τις κυβερνήσεις όλο τον 19οαλλά και στις αρχές του 20ου αιώνα. Οι παιδαγωγοί δεν αποδέχονταν τα μικτά σχολεία για δύο λόγους: α) θεωρούσαν ότι τα κορίτσια δεν χρειάζονταν τη γνώση που ήταν κατάλληλη για τα αγόρια και β) συμμερίζονταν τις κοινωνικές αντιλήψεις της εποχής σύμφωνα με τις οποίες ο συγχρωτισμός των δύο φύλων στα σχολεία θα οδηγούσε στην «έκλυση των ηθών». Μέχρι το 1852 δεν απαγορευόταν η μικτή φοίτηση εκεί που δεν υπήρχαν αμιγή σχολεία θηλέων. Από το Σεπτέμβριο του 1852 απαγορεύτηκε αυστηρά ακόμα και στα νηπιαγωγεία, όχι μόνο η συμφοίτηση αλλά και η απλή συστέγαση αγοριών και κοριτσιών γιατί «…η τοιαύτη επιμειξία προκαταβάλλει σπέρματα δυσαρέστων συνεπειών» (Α. Λαμπράκη-Παγανού, ό.π., σσ. 108-109).
[6] Αλεξάνδρα Μπακαλάκη και Ελένη Ελεγμίτου, Η εκπαίδευση «εις τα του οίκου» και τα γυναικεία καθήκοντα. Από την ίδρυση του ελληνικού κράτους έως την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1929, εκδ. ΙΑΕΝ, Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, Αθήνα 1987, σσ. 33-34. Σιδηρούλα Ζιώγου-Καραστεργίου, «“Φρονίμους δεσποινίδας και αρίστας μητέρας”. Στόχοι των Παρθεναγωγείων και εκπαιδευτική πολιτική στον 19ο αιώνα», στο Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου «Ιστορικότητα της παιδικής ηλικίας και της νεότητας», τόμ. Β΄, εκδ. ΙΑΕΝ, Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, Αθήνα 1986, σσ. 483-484.
[7] Α. Δημαράς, ό.π., σ. 60.
[8] Ο όρος παρθεναγωγείο συναντάται για πρώτη φορά στον αναλυτικό πίνακα «της εν τη Ελλάδι δημοσίας εκπαιδεύσεως» του υπουργού Π. Αργυρόπουλου (1854), για να χαρακτηρίσει το σχολείο των κοριτσιών που έχει «ανώτερο» τμήμα (παρέχει μόρφωση ανώτερη από αυτή που παρέχεται στο δημοτικό σχολείο). Από το 1893 καθιερώθηκε ο όρος ανώτερο παρθεναγωγείο για τα σχολεία μέσης εκπαίδευσης, ενώ ο όρος παρθεναγωγείο χαρακτηρίζει και τα δημοτικά σχολεία κοριτσιών. (Σ. Ζιώγου-Καραστεργίου, Η μέση εκπαίδευση των κοριτσιών στην Ελλάδα, (1830-1893), εκδ. ΙΑΕΝ, Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, Αθήνα 1986, σσ. 125-126, 221).
[9] Ιδρύθηκε στην Αθήνα το 1836, μετά από ενέργειες των Ι. Κοκκώνη, Γ. Γεννάδιου και Μ. Αποστολίδη και άρχισε τη δράση της το 1837 με τη σύσταση ενός «κατώτερου» και ενός «ανώτερου» σχολείου με σκοπό τη διάδοση της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και την παραγωγή διδασκαλισσών. Με τη συμπαράσταση του κράτους και στα πρώτα χρόνια ορισμένων δήμων, αλλά κυρίως με τις εισφορές Ελλήνων της διασποράς (Α. Αρσάκη, Σπ. Βαλέτα, Μ. Ράλλη, Δ. Στίνη), η Εταιρεία με τα σχολεία της (νηπιαγωγείο, δημοτικό, παρθεναγωγείο-διδασκαλείο, οικοτροφείο) που βρίσκονταν στην Αθήνα, Πάτρα, Κέρκυρα, πρόσφερε σημαντικές υπηρεσίες στον τομέα της εκπαίδευσης των Ελληνίδων. (Α. Λαμπράκη-Παγανού, ό.π., σσ. 241-245. Σ. Ζιώγου-Καραστεργίου, Η μέση εκπαίδευση των κοριτσιών στην Ελλάδα, ό.π., σσ. 79-103).
[10] Σ. Ζιώγου-Καραστεργίου, « “Φρονίμους δεσποινίδας και αρίστας μητέρας” …», ό.π., σσ. 485-487.
[11] Κ. Τσουκαλάς, ό.π., σ. 473.
[12] Από τα μέσα του 19ου αιώνα προβλήθηκε η ανάγκη για διαφοροποίηση στη μέση εκπαίδευση των κοριτσιών με το επιχείρημα ότι ήταν διαφορετική η «φύσις» (σωματικά και ψυχολογικά χαρακτηριστικά) και ο «προορισμός» τους στη ζωή (σύζυγοι, μητέρες και νοικοκυρές). Η αδύναμη και ευαίσθητη «φύσις» των κοριτσιών απαιτούσε απλούστερα μαθήματα και ο «προορισμός» κατεύθυνε σε προετοιμασία για τα οικιακά έργα. Τα επιχειρήματα αυτά στηρίζονταν σε ιατρικές απόψεις ξένων επιστημόνων που παρουσίαζαν τις βιολογικές και ψυχολογικές διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα, και υποστήριζαν ότι η υπερβολική διανοητική εργασία και η ανώτερη εκπαίδευση μπορεί να έχει επιπτώσεις, όχι μόνο στην υγεία, αλλά και την αναπαραγωγική ικανότητα των κοριτσιών και πρόβαλαν την ανάγκη για εκπαίδευση ποιοτικά διαφορετική από αυτή των αγοριών. Τις απόψεις αυτές υιοθετούσαν και πολλοί γνωστοί Έλληνες παιδαγωγοί, όπως ο Χαρίσιος Παπαμάρκος, ο οποίος πρότεινε για τα παρθεναγωγεία ένα πρόγραμμα μαθημάτων αρκετά υποβαθμισμένο και διαφοροποιημένο σε σχέση με το πρόγραμμα των δευτεροβάθμιων σχολείων των αγοριών (Σ. Ζιώγου-Καραστεργίου, Η μέση εκπαίδευση των κοριτσιών στην Ελλάδα, ό.π., σσ. 274-275).
[13] Στην καμπή του 19ου αιώνα ο μηνιαίος μισθός μιας δασκάλας, κυμαινόταν από 80 έως 120 δραχμές. Την ίδια εποχή το εισόδημα των κατώτερων τραπεζικών υπαλλήλων υπολογίζεται σε 123 δρχ. το μήνα, ενώ ο μηνιαίος μισθός του ειρηνοδίκη γύρω στις 200 δρχ. Αν και οι αποδοχές της δασκάλας ήταν χαμηλότερες από τις αποδοχές επαγγελμάτων που ασκούσαν άνδρες από τα μεσαία στρώματα, έδιναν τη δυνατότητα σε μια γυναίκα να ζει μια ζωή μετρημένη, αλλά ανεξάρτητη (Ε. Βαρίκα, Η εξέγερση των κυριών. Η γένεση μιας φεμινιστικής συνείδησης στην Ελλάδα 1833-1907, εκδ. Κατάρτι, Αθήνα, 19962, σ. 230).
[14] Σύμφωνα με την έκθεση του Δ. Πετρίδη (Σύρος, 1880), οι δασκάλες απόφοιτες του Αρσακείου «… υστερούσι κατά τας γνώσεις, ούτε θεωρητικώς διδαχθείσαι επαρκώς ούτε πρακτικώς ασκηθείσαι εν τω έργω […] επιμένουσι κυρίως εις την μετάδοσιν των μηχανικών εμπειριών της Αναγνώσεως, Γραφής και Αριθμητικής και την εκστήθησιν των βιβλιαρίων και των άλλων μαθημάτων». Για τις εκθέσεις των επιθεωρητών της περιόδου αυτής (βλ. Σ. Ζιώγου-Καραστεργίου, Η μέση εκπαίδευση των κοριτσιών…, ό.π., σσ. 161-162).
[15] Σήφης Μπουζάκης και Χρήστος Τζήκας, Η κατάρτιση των Δασκάλων-Διδασκαλισσών και των Νηπιαγωγών στην Ελλάδα, τόμ. Α΄ (Η περίοδος των Διδασκαλείων 1834-1933), εκδ. Gutenberg, Αθήνα 20022, σσ. 40-42, 275-276.
[16] Ε. Φουρναράκη, ό.π., σσ. 56-57.
[17] Μ. Κορασίδου, «Η υλική και ηθική “αναμόρφωση” των φτωχών γυναικών: Οχυρό κατά της “βίας” και της “αγριότητας” των αποκλήρων της Αθήνας του 19ου αιώνα», Δίνη, 6, 1993, σσ. 146-157. Σ. Ζιώγου-Καραστεργίου, « “Φρονίμους δεσποινίδας και αρίστας μητέρας”…», ό.π., σσ. 487-489.
[18] Ε. Βαρίκα, ό.π., σσ. 127-133. Ε. Φουρναράκη, ό.π., σσ. 36-37.
[19] Γεννημένη στην Κρήτη το 1861, σπούδασε δασκάλα και εργάστηκε ως διευθύντρια ελληνικών παρθεναγωγείων στη Ρωσία και τα Βαλκάνια. Μετά το γάμο της με τον Ιωάννη Παρρέν, Γάλλο δημοσιογράφο από την Κωνσταντινούπολη και ιδρυτή του Αθηναϊκού Πρακτορείου, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και ανέλαβε την έκδοση της Εφημερίδος των Κυριών (1887), μέσω της οποίας έθεσε το θέμα της «χειραφετήσεως» των γυναικών «δια της εκπαιδεύσεως και δια της εργασίας». Στον τομέα της γυναικείας εκπαίδευσης, παρακολουθούσε τις εξελίξεις, κριτίκαρε τη «διακοσμητική» και αναχρονιστική μόρφωση που δινόταν στα παρθεναγωγεία και διατύπωνε το αίτημα για ουσιαστική και εκσυγχρονισμένη εκπαίδευση, σε συνδυασμό με εξειδικευμένες γνώσεις στις οικιακές εργασίες (Ε. Φουρναράκη, ό.π., σσ. 49, 53-56, 67. Ε. Βαρίκα, ό.π., σσ. 274-280).
[20] Το 1880 παρακολούθησε μαθήματα της φροβελιανής μεθόδου στη Δρέσδη της Γερμανίας και μόλις επέστρεψε στην Αθήνα εισήγαγε στο σχολείο της «Ελληνικό Παρθεναγωγείο» το σύστημα των φροβελιανών «παιδικών κήπων», όπου κεντρική θέση στη μάθηση έχει το παιχνίδι. Ασχολήθηκε και με την εκπαίδευση των νηπιαγωγών (Σ. Ζιώγου-Καραστεργίου, Η μέση εκπαίδευση των κοριτσιών …, ό.π., σσ. 177-178).
[21] Γεννημένη στην Κωνσταντινούπολη το 1832, σπούδασε ελληνική, γαλλική και γερμανική φιλολογία. Διετέλεσε διευθύντρια παρθεναγωγείων στη Σάμο και τη Σμύρνη. Μετέφρασε τους Πέρσες του Αισχύλου και τηνΕσθήρ του Ρακίνα. Έγραψε ποιήματα, μελέτες, το σχολικό εγχειρίδιο Κορασιακή Χρηστομάθεια (1876), και το σχολικό Ιερόν εκλόγιον ήτοι Συλλογή εκ του Συναξαριστού (1874). Συνεργάστηκε με το περιοδικό Ευρυδίκη που εξέδιδε η αδελφή της Αιμιλία Κτενά, την Πανδώρα και την Εφημερίδα των Κυριών (Α. Μπακαλάκη και Ε. Ελεγμίτου, ό.π., σσ. 21-22).
[22] Διευθύντρια του «Ελληνικού Παρθεναγωγείου» μαζί με την Αικ. Λασκαρίδου (1867), και του «Ζαππείου» Παρθεναγωγείου της Κωνσταντινούπολης (1875). Με δική της πρωτοβουλία ιδρύθηκε το 1872 στην Αθήνα ο «Σύλλογος Κυριών υπέρ της Γυναικείας Παιδεύσεως» με κύριο σκοπό την προώθηση της γυναικείας εκπαίδευσης. Από τις πιο αξιόλογες δραστηριότητές του ήταν η σύσταση του «Εργαστηρίου απόρων γυναικών» που συνέβαλε στην επαγγελματική κατάρτιση των γυναικών και η ίδρυση παρθεναγωγείου στα 1890. Με το πλούσιο εκπαιδευτικό έργο και την κοινωνική προσφορά της, εντάσσεται στις πρωτοπόρες Ελληνίδες παιδαγωγούς (Σ. Ζιώγου-Καραστεργίου, Η μέση εκπαίδευση των κοριτσιών …, ό.π., σσ. 204, 208, 270-271, 330).
[23] Ε. Βαρίκα, ό.π., σ. 242.
[24] Καλλιρρόη Παρρέν, «Τι την θέλουσιν αι γυναίκες την αρχαίαν ελληνικήν», στο: Ε. Φουρναράκη, ό.π., σσ. 401-403.
[25] Για τα εκπαιδευτικά νομοσχέδια βλ. Ε. Φουρναράκη, ό.π., σσ. 58-60· Σ. Ζιώγου-Καραστεργίου, Η μέση εκπαίδευση των κοριτσιών…, ό.π., σσ. 287-294.
[26] Σ. Ζιώγου-Καραστεργίου, « “Υπερβαίνοντας τα εσκαμμένα”. 1890: Η πρώτη ελληνίδα φοιτήτρια – Τα δύσκολα βήματα προς την αναγνώριση», ένθετο Επτά ημέρες/Η Καθημερινή, 2/5/99, σ. 15.
[27] Σ. Ζιώγου-Καραστεργίου, «Η διάσταση του φύλου στην παιδαγωγική θεωρία και εκπαιδευτική πράξη από το 1900 έως το 1930: Λόγος-αντίλογος στο πλαίσιο των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων του Ελευθερίου Βενιζέλου», στο: Χρήστος Τζήκας (Επιμ.), Ζητήματα ιστορίας και ιστοριογραφίας της εκπαίδευσης, Πρακτικά επιστημονικής διημερίδας, εκδ. Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 158.
[28] Σ. Ζιώγου-Καραστεργίου, «Η μικτή εκπαίδευση στα δευτεροβάθμια σχολεία στην Ελλάδα: προοπτικές και δημόσιες συζητήσεις από τις αρχές του αιώνα μας μέχρι σήμερα» στο: Β. Δεληγιάννη, και Σ. Ζιώγου (Επιμ.)Εκπαίδευση και φύλο. Ιστορική Διάσταση και Σύγχρονος Προβληματισμός, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 198.
Πηγή: Κριτική Παιδαγωγική
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου