Επιθυμίες κρεμασμένες σε τσιγκέλια, ως ερίφια,
μετέωρες στο χώρο,
κουρνιασμένες στα βάθη μιας σκέψης μουντής,...
κυνηγημένες σ’ απόμακρα μονοπάτια,
τρεχαλητό δίχως ανασασμό….
………………………………………………..
Μέσα σ’ αλάνες κι’ άδειες οικοδομές,
σε θάμνους ξερούς, στο πεζοδρόμιο,
κάτω από τα δένδρα, σε αρχαία μνήματα
στην τρύπα του βράχου, δίπλα στη θάλασσα.
……………………………………………….
Με την καρδιά ζωσμένη σα σε πνιγμό
από τους ίσκιους γύρω που τον ποδοπατούν
Ίδιο θεριό που τρώει κλεφτά
ρίχνοντας ζερβόδεξα σαΐτικες ματιές.
……………………………………….
Ανάστατη η φούστα, το στήθος γυμνό μες’ τη νύχτα
να ραμφίζεται λες από βρέφος
Τα χάδια απελπισμένες χειρονομίες
Στο πρόσωπο ένας μορφασμός.
…………………………………………
Το φίδι μέσα του βιαστικό κλωτσάει και πρόωρο
αλύτρωτη αφήνοντας την πλήρωση
Το βογκητό ζώου φωνή, παράπονο γιομάτη
Κι’ ύστερα το κενό…..
Ένα φιλί πικρό.
………………………………………………….
Στα χείλη παλεύουν να φτάσουν λόγια
Από ανεκπλήρωτες επιθυμίες
Τα χέρια σφίγγονται κι’ αφήνονται ασταμάτητα
δίνοντας την υπόσχεση μιας επανάληψης
……………………………………………..
Η ώρα του ύστατου λεωφορείου αγγίζει.
Γιατί, Θεέ μου, τόση ανασφάλεια;
μετέωρες στο χώρο,
κουρνιασμένες στα βάθη μιας σκέψης μουντής,...
κυνηγημένες σ’ απόμακρα μονοπάτια,
τρεχαλητό δίχως ανασασμό….
………………………………………………..
Μέσα σ’ αλάνες κι’ άδειες οικοδομές,
σε θάμνους ξερούς, στο πεζοδρόμιο,
κάτω από τα δένδρα, σε αρχαία μνήματα
στην τρύπα του βράχου, δίπλα στη θάλασσα.
……………………………………………….
Με την καρδιά ζωσμένη σα σε πνιγμό
από τους ίσκιους γύρω που τον ποδοπατούν
Ίδιο θεριό που τρώει κλεφτά
ρίχνοντας ζερβόδεξα σαΐτικες ματιές.
……………………………………….
Ανάστατη η φούστα, το στήθος γυμνό μες’ τη νύχτα
να ραμφίζεται λες από βρέφος
Τα χάδια απελπισμένες χειρονομίες
Στο πρόσωπο ένας μορφασμός.
…………………………………………
Το φίδι μέσα του βιαστικό κλωτσάει και πρόωρο
αλύτρωτη αφήνοντας την πλήρωση
Το βογκητό ζώου φωνή, παράπονο γιομάτη
Κι’ ύστερα το κενό…..
Ένα φιλί πικρό.
………………………………………………….
Στα χείλη παλεύουν να φτάσουν λόγια
Από ανεκπλήρωτες επιθυμίες
Τα χέρια σφίγγονται κι’ αφήνονται ασταμάτητα
δίνοντας την υπόσχεση μιας επανάληψης
……………………………………………..
Η ώρα του ύστατου λεωφορείου αγγίζει.
Γιατί, Θεέ μου, τόση ανασφάλεια;
1973
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου