Το Σχολείο μας, παγκρήτιου χαρακτήρα, υπάγεται, κατ’ αρχήν, όπως και η ημιαυτόνομη Εκκλησία Κρήτης, στην πνευματική δικαιοδοσία της Μητρός Εκκλησίας, του Οικουμενικού μας Πατριαρχείου.
Η ιστορία της παλαιφάτου Σχολής μας άρχεται την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα και συγκεκριμένα το εύσημο έτος 1892, οπότε αυτή λειτούργησε ευδόκιμα στους κόλπους της Ιεράς Μονής Αγίας Τριάδος των Τζαγκαρόλων, σε δυσχερείς για την Πατρίδα περιστάσεις και εν καιρώ της παρατεταμένης για την Μεγαλόνησο Τουρκοκρατίας. Το κληροδότημα του αειμνήστου Επισκόπου Γερασίμου Στρατηγάκη αποτέλεσε τότε την βάση για τον ευγενή αυτό σκοπό. Στην αρχή, οι υπεύθυνοι της τότε συσταθείσης Εφορίας είχαν επιλέξει τον σημερινό χώρο του Αγίου Ματθαίου για την λειτουργία του εκπαιδευτηρίου, όμως η έναρξη της τελευταίας Κρητικής επαναστάσεως του 1895 – 97, οδηγεί τελικά στην επιλογή του χώρου της ιεράς μονής Αγίας Τριάδος Ακρωτηρίου ως ασφαλεστέρου. Η φιλόμουσος εκείνη Ι. Μονή ως φιλόστοργος μήτηρ «υιοθέτησε» με ειδική Πράξη του τότε Ηγουμενοσυμβουλίου το Ιεροδιδασκαλείο και συνέβαλε καθοριστικά στην εύρυθμη λειτουργία του, για την οποία είχαν συμβάλει τα μέγιστα σύνολη η κοινωνία και επιφανείς φορείς των Χανίων, μεταξύ δε αυτών και ο Ελευθέριος Βενιζέλος.
Στην Αγία Τριάδα η Σχολή λειτούργησε από το 1892 μέχρι το 1897, οπότε λόγω της επαναστάσεως αναστέλλει την λειτουργία της, με πρώτους διευθυντές τους μετέπειτα Επισκόπους Δωρόθεο Κλωνάρη και Χρύσανθο Τσεπετάκη. Οι πρώτοι απόφοιτοι του Ιεροδιδασκαλείου, ιερείς μαζί και διδάσκαλοι, θα επανδρώσουν τις δοκιμασμένες λόγω της επαναστάσεως ενορίες της Κρήτης.
Το εκπαιδευτήριο θα επαναλειτουργήσει σε πλήρη μορφή επί Αυτονόμου Κρητικής Πολιτείας (1898-1905), όμως η γνωστή επανάσταση του Θερίσσου σηματοδοτεί την εκ νέου διακοπή της λειτουργίας του. Η πρώτη χρονική αυτή περίοδος (1892 έως 1905) της λειτουργίας της Σχολής μπορεί να χαρακτηριστεί ως η λαμπρότερη περίοδος της λειτουργίας αυτής.
Λόγω της ασταθούς πολιτικής καταστάσεως που επικράτησε στην Κρήτη και στην υπόλοιπη Ελλάδα με τους Βαλκανικούς πολέμους και την εν συνεχεία Μικρασιατική καταστροφή, η Σχολή για 15 ακόμη χρόνια δεν θα λειτουργήσει, μέχρι το 1924, οπότε επαναλειτουργεί και πάλι ως «Ιερατική Σχολή» στην ι. μονή της Αγίας Τριάδος, μέχρι και το 1929.
Τη περίοδο 1930 έως 1946 η σχολή μεταστεγάζεται στην ι. μονή Ζωοδόχου Πηγής (Χρυσοπηγής) Χανίων.
Το 1947 επιστρέφει στον φυσικό και ιστορικό της χώρο, την ι. μονή Αγίας Τριάδος, όπου και λειτουργεί απρόσκοπτα μέχρι το 1974, με διάφορες μορφές: ως επτατάξια Ιερατική Σχολή, 6τάξια Εκκλησιαστική Σχολή, ενώ παράλληλα τότε λειτούργησε Κατώτερο και Ανώτερο Εκκλησιαστικό Φροντιστήριο, (1945 έως 1959).
Λόγω στεγαστικών προβλημάτων η Σχολή το θέρος του 1974 θα μεταστεγαστεί στο ιερό και καθαγιασμένο χώρο της παλαιάς ( περίοδος ύστερης ενετοκρατίας) ι. μονής του Αγίου Ματθαίου, όπου και θα λειτουργήσει μέχρι σήμερα με τις ακόλουθες μορφές: Ως επτατάξια Ιερατική Σχολή (1974-1977) και εν συνεχεία (1978 έως σήμερα) με τον γνωστό τύπο του Εκκλησιαστικού Γυμνασίου και Λυκείου, με παράλληλη λειτουργία μονοετούς μεταλυκειακής τάξεως, κύρια ιερατικής, η οποία καταργήθηκε πρόσφατα, (βάσει του Π.Δ. 407/1998 και του Νόμου 3432/2006).
Αξιομνημόνευτη είναι τέλος η πολυσχιδής και καθοριστική προσφορά της Σχολής μας στην Εκκλησία Κρήτης και την κοινωνία. Δικαιούμεθα να καυχόμεθα εν Κυρίω, ότι η Σχολή έδωσε μέχρι σήμερα στην Ορθοδοξία 14 επισκόπους εκ των αποφοίτων της και 9 εκ των διευθυντών της, ενώ πλειάδα καταξιωμένων πανεπιστημιακών επανδρώνει την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Ιερείς, απόφοιτοι του Σχολείου, διακονούν σε σημαντικές ενορίες της χώρας και στην αλλοδαπή, με ένθεο ζήλο και υποδειγματική ενοριακή δραστηριότητα.
Με την δέουσα τέλος λαμπρότητα εορτάσαμε την Εκατονταετηρίδα του Σχολείου το 1992, ενώ δύο φορές είχαμε την τιμή και ευλογία της Πατριαρχικής Επισκέψεως.
Η Σχολή σήμερα λειτουργεί ως μία εκ των ομοειδών σχολών της χώρας, υπαγόμενη απευθείας στο ΥΠ.Ε.Π.Θ, (Διεύθυνση Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης και Αγωγής), με την μορφή του «Γενικού Εκκλησιαστικού Λυκείου και Εκκλησιαστικού Γυμνασίου», στα οποία και προΐσταται κοινός Διευθυντής, ενώ η Σχολική Εφορία συγκροτείται από τον εκάστοτε επιχώριο Μητροπολίτη (ως πρόεδρο) και επίλεκτα μέλη της τοπικής κοινωνίας.
Η Σχολή είναι, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, ισότιμη με τα αντίστοιχα σχολεία της Β/βάθμιας Εκπαίδευσης, ως εκ τούτου δε και οι παρεχόμενοι τίτλοι σπουδών.
Του Ευαγγέλου Δελάκη, Φιλολόγου
Η ιστορία της παλαιφάτου Σχολής μας άρχεται την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα και συγκεκριμένα το εύσημο έτος 1892, οπότε αυτή λειτούργησε ευδόκιμα στους κόλπους της Ιεράς Μονής Αγίας Τριάδος των Τζαγκαρόλων, σε δυσχερείς για την Πατρίδα περιστάσεις και εν καιρώ της παρατεταμένης για την Μεγαλόνησο Τουρκοκρατίας. Το κληροδότημα του αειμνήστου Επισκόπου Γερασίμου Στρατηγάκη αποτέλεσε τότε την βάση για τον ευγενή αυτό σκοπό. Στην αρχή, οι υπεύθυνοι της τότε συσταθείσης Εφορίας είχαν επιλέξει τον σημερινό χώρο του Αγίου Ματθαίου για την λειτουργία του εκπαιδευτηρίου, όμως η έναρξη της τελευταίας Κρητικής επαναστάσεως του 1895 – 97, οδηγεί τελικά στην επιλογή του χώρου της ιεράς μονής Αγίας Τριάδος Ακρωτηρίου ως ασφαλεστέρου. Η φιλόμουσος εκείνη Ι. Μονή ως φιλόστοργος μήτηρ «υιοθέτησε» με ειδική Πράξη του τότε Ηγουμενοσυμβουλίου το Ιεροδιδασκαλείο και συνέβαλε καθοριστικά στην εύρυθμη λειτουργία του, για την οποία είχαν συμβάλει τα μέγιστα σύνολη η κοινωνία και επιφανείς φορείς των Χανίων, μεταξύ δε αυτών και ο Ελευθέριος Βενιζέλος.
Στην Αγία Τριάδα η Σχολή λειτούργησε από το 1892 μέχρι το 1897, οπότε λόγω της επαναστάσεως αναστέλλει την λειτουργία της, με πρώτους διευθυντές τους μετέπειτα Επισκόπους Δωρόθεο Κλωνάρη και Χρύσανθο Τσεπετάκη. Οι πρώτοι απόφοιτοι του Ιεροδιδασκαλείου, ιερείς μαζί και διδάσκαλοι, θα επανδρώσουν τις δοκιμασμένες λόγω της επαναστάσεως ενορίες της Κρήτης.
Το εκπαιδευτήριο θα επαναλειτουργήσει σε πλήρη μορφή επί Αυτονόμου Κρητικής Πολιτείας (1898-1905), όμως η γνωστή επανάσταση του Θερίσσου σηματοδοτεί την εκ νέου διακοπή της λειτουργίας του. Η πρώτη χρονική αυτή περίοδος (1892 έως 1905) της λειτουργίας της Σχολής μπορεί να χαρακτηριστεί ως η λαμπρότερη περίοδος της λειτουργίας αυτής.
Λόγω της ασταθούς πολιτικής καταστάσεως που επικράτησε στην Κρήτη και στην υπόλοιπη Ελλάδα με τους Βαλκανικούς πολέμους και την εν συνεχεία Μικρασιατική καταστροφή, η Σχολή για 15 ακόμη χρόνια δεν θα λειτουργήσει, μέχρι το 1924, οπότε επαναλειτουργεί και πάλι ως «Ιερατική Σχολή» στην ι. μονή της Αγίας Τριάδος, μέχρι και το 1929.
Τη περίοδο 1930 έως 1946 η σχολή μεταστεγάζεται στην ι. μονή Ζωοδόχου Πηγής (Χρυσοπηγής) Χανίων.
Το 1947 επιστρέφει στον φυσικό και ιστορικό της χώρο, την ι. μονή Αγίας Τριάδος, όπου και λειτουργεί απρόσκοπτα μέχρι το 1974, με διάφορες μορφές: ως επτατάξια Ιερατική Σχολή, 6τάξια Εκκλησιαστική Σχολή, ενώ παράλληλα τότε λειτούργησε Κατώτερο και Ανώτερο Εκκλησιαστικό Φροντιστήριο, (1945 έως 1959).
Λόγω στεγαστικών προβλημάτων η Σχολή το θέρος του 1974 θα μεταστεγαστεί στο ιερό και καθαγιασμένο χώρο της παλαιάς ( περίοδος ύστερης ενετοκρατίας) ι. μονής του Αγίου Ματθαίου, όπου και θα λειτουργήσει μέχρι σήμερα με τις ακόλουθες μορφές: Ως επτατάξια Ιερατική Σχολή (1974-1977) και εν συνεχεία (1978 έως σήμερα) με τον γνωστό τύπο του Εκκλησιαστικού Γυμνασίου και Λυκείου, με παράλληλη λειτουργία μονοετούς μεταλυκειακής τάξεως, κύρια ιερατικής, η οποία καταργήθηκε πρόσφατα, (βάσει του Π.Δ. 407/1998 και του Νόμου 3432/2006).
Αξιομνημόνευτη είναι τέλος η πολυσχιδής και καθοριστική προσφορά της Σχολής μας στην Εκκλησία Κρήτης και την κοινωνία. Δικαιούμεθα να καυχόμεθα εν Κυρίω, ότι η Σχολή έδωσε μέχρι σήμερα στην Ορθοδοξία 14 επισκόπους εκ των αποφοίτων της και 9 εκ των διευθυντών της, ενώ πλειάδα καταξιωμένων πανεπιστημιακών επανδρώνει την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Ιερείς, απόφοιτοι του Σχολείου, διακονούν σε σημαντικές ενορίες της χώρας και στην αλλοδαπή, με ένθεο ζήλο και υποδειγματική ενοριακή δραστηριότητα.
Με την δέουσα τέλος λαμπρότητα εορτάσαμε την Εκατονταετηρίδα του Σχολείου το 1992, ενώ δύο φορές είχαμε την τιμή και ευλογία της Πατριαρχικής Επισκέψεως.
Η Σχολή σήμερα λειτουργεί ως μία εκ των ομοειδών σχολών της χώρας, υπαγόμενη απευθείας στο ΥΠ.Ε.Π.Θ, (Διεύθυνση Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης και Αγωγής), με την μορφή του «Γενικού Εκκλησιαστικού Λυκείου και Εκκλησιαστικού Γυμνασίου», στα οποία και προΐσταται κοινός Διευθυντής, ενώ η Σχολική Εφορία συγκροτείται από τον εκάστοτε επιχώριο Μητροπολίτη (ως πρόεδρο) και επίλεκτα μέλη της τοπικής κοινωνίας.
Η Σχολή είναι, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, ισότιμη με τα αντίστοιχα σχολεία της Β/βάθμιας Εκπαίδευσης, ως εκ τούτου δε και οι παρεχόμενοι τίτλοι σπουδών.
Του Ευαγγέλου Δελάκη, Φιλολόγου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου