Κυριακή 3 Μαΐου 2015

ΒΕΛΕΣΙΩΤΙΚΑ

Τα διδακτήρια αποτελούν εκείνες τις εγκαταστάσεις που θεωρούνται απαραίτητες για την ζωή μίας κοινότητας και αγκαλιάζονται ως τέτοια. Το σχολικό κτίριο είναι ο τόπος στον οποίο διαδραματίζονται αρκετές σκηνές της καθημερινότητας των ανθρώπων της κοινότητας. Μέσα από το εκπαιδευτικό πρόγραμμα αναζητείται και επικυρώνεται η εθνική ταυτότητα. Οι αφηγήσεις των ανθρώπων του χωριού και οι ιστορικές καταγραφές της εκπαιδευτικής μετάβασης στις αρχές του 20ου αιώνα, είναι πλούσιες σε περιεχόμενο και επικυρώνουν τις παραπάνω διαπιστώσεις.
Μετά την απελευθέρωση των θεσσαλικών εδαφών το 1881 δημιουργούνται δημοτικά σχολεία και στις περιοχές αυτές. Η στελέχωσή τους με δασκάλους αποτελεί ένα ζητούμενο, καθώς οι λίγοι δάσκαλοι που αποφοιτούν από το Μαράσλειο Διδασκαλείο Αθηνών δεν επαρκούν για να καλύψουν τις θέσεις.

Για να αυξηθούν λοιπόν τα στελέχη της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, ιδρύθηκαν τρία νέα διδασκαλεία, της Πελοποννήσου, της Επτανήσου και της Θεσσαλίας με έδρες την Τρίπολη, την Κέρκυρα και την Λάρισα αντίστοιχα. Στις 12 Ιουνίου 1882 συγκεκριμένα ψηφίστηκε ο νόμος ΑΙΒ΄ «περί συστάσεως Διδασκαλείου εν Θεσσαλία». Η επιλογή αυτή υπαγορεύτηκε από δύο λόγους. Ο πρώτος είχε να κάμει με τις νέες ανάγκες, που όπως προαναφέραμε, προέκυψαν σε εκπαιδευτικό προσωπικό, και ο δεύτερος σχετιζόταν με την εθνική αναγκαιότητα, αφού μόλις ένα χρόνο πριν είχαν ενσωματωθεί στο ελληνικό κράτος οι επαρχίες της Θεσσαλίας και της Άρτας.
Με την έναρξη λειτουργίας του Διδασκαλείου άρχισαν και οι πρώτες δυσκολίες. Ο διευθυντής Π.Π. Οικονόμου δηλώνει απογοητευμένος από την μικρή προσέλευση υποψηφίων δασκάλων: «…Εκ των 22 τούτων μαθητών μόνο οκτώ είναι θεσσαλοί. Βλέπομεν πόσον ολίγη είναι η συνδρομή μιας επαρχίας αριθμούσης περί τας 250 χιλιάδων ψυχών!», σημειώνει και συνεχίζει: «Αλλά και εκ των ολίγων μαθητών των προσερχομένων εις το Διδασκαλείον, όλοι ανήκουσιν εις τας απόρους τάξεις και αντιπαλαίουσιν εν τω σχολείω προς τε τους αγώνας τους βαρείς της παιδεύσεώς των και προς τους αγώνας της δυστυχίας των…».
Η κατάσταση αυτή, καθώς και οι έριδες των εκπαιδευτικών αρχών με τον διευθυντή του Διδασκαλείου οδήγησαν τέσσερα χρόνια αργότερα στην αναστολή της λειτουργίας του. Όμως το 1891 επανασυστάθηκε το Διδασκαλείο Θεσσαλίας με νέο διευθυντή τον Θεμ. Μιχαλόπουλο και έναν χρόνο αργότερα τον Γ. Παπασωτηρίου στην προσπάθεια του κράτους να αντιμετωπιστεί η έλλειψη δασκάλων, η οποία στους μικρούς οικισμούς, ιδίως μετά την φυγή των τούρκων ήταν οξύτατη.
Για το λόγο αυτό, ήδη από το σχολικό έτος 1882-1883 δημιουργήθηκε μία ειδική επιτροπή με έδρα το 1ο δημοτικό σχολείο Καρδίτσας, αποτελούμενη από τον δήμαρχο της πόλης Γεωργούλα Σταμούλη ως πρόεδρο και μέλη τον ιερέα Κων. Σακελλαρίου, τον διευθυντή του σχολείου και δύο ακόμη πολίτες. Έργο της επιτροπής ήταν η πρόσληψη γραμματοδιδασκάλων και ιερέων για να επανδρώσουν τα σχολεία και τις εκκλησίες των οικισμών της περιοχής μας. Οι υποψήφιοι θεωρούνταν επιτυχόντες αρκεί να γνώριζαν ανάγνωση, γραφή και πράξεις αριθμητικής. Η επιτροπή λειτούργησε μέχρι το 1892, δηλαδή επί μία δεκαετία, και προσέλαβε 130 περίπου γραμματοδιδάσκαλους και 40 ιερείς. Αξίζει να σημειώσουμε ότι από τους προσελθόντες οι 10 απερρίφθησαν.[1] 1
Εκτός από αυτό της Θεσσαλίας, ούτε τα υπόλοιπα τρία διδασκαλεία φαίνεται να κατάφεραν να βγάλουν τον αριθμό των διδασκάλων που απαιτούσαν οι περιστάσεις. Έτσι, το 1892 ο παιδαγωγός Χαρ. Παπαμάρκος εισηγήθηκε την ίδρυση υποδιδασκαλείων. Στις 9 Νοεμβρίου του 1896 ιδρύεται στο χωριό με βασιλικό διάταγμα γραμματοσχολείο[2] το οποίο στεγάζεται σε διάφορους ακατάλληλους χώρους.
Στο νομό Τρικάλων στον οποίο τότε ανήκε η επαρχία Καρδίτσας ιδρύθηκε το 1899 το Υποδιδασκαλείο Σοφάδων. Είναι πραγματικά απορίας άξιον πώς ανάμεσα σε πόλεις και κωμοπόλεις του αρκετά μεγάλου αυτού νομού προτιμήθηκαν οι Σοφάδες. Το πιθανότερο είναι ότι υπήρξε ενδιαφέρον από κάποιον βουλευτή ο οποίος είχε τις διασυνδέσεις του.[3] Η εκτίμηση που υπήρχε εκείνη την εποχή είναι ότι είχε διαμεσολαβήσει ο βουλευτής Δημ. Τερτίπης, ο οποίος είχε συμμετάσχει στη μάχη της Ματαράγκας και έχαιρε εκτίμησης και σεβασμού στην ευρύτερη περιοχή.
Το Υποδιδασκαλείο των Σοφάδων, συνεστήθη με Β. Δ. της 30-7-1899 που δημοσιεύτηκε στο αριθμό 165/31-7-1899 ΦΕΚ. Η λειτουργία του κράτησε μόνον ένα χρόνο και μετά καταργήθηκε με βασιλικό διάταγμα της 27-7-1900 που δημοσιεύτηκε στον αριθμό 179/27-7-1900. Στη συνέχεια και σχεδόν ταυτόχρονα δημιουργήθηκε το Υποδιδασκαλείο Καρδίτσας το οποίο λειτούργησε μέχρι το 1903.[4] Το Υποδιδασκαλείον Καρδίτσας λειτούργησε τρία σχολικά έτη (1900-1903). Η φοίτηση ήταν μονοετής και οι σπουδαστές έδιναν απολυτήριες εξετάσεις σε ένα από τα Διδασκαλεία της χώρας. […] Η διακοπή διδασκαλίας του Υποδιδασκαλείου πιθανότατα έγινε γιατί δεν υπήρξε ενδιαφέρον από τους νέους της εποχής να γίνουν δάσκαλοι.
Η τετραετής λειτουργία των Υποδιδασκαλείων Σοφάδων και Καρδίτσας έδωσε στην περιοχή μας πάνω από 100 εκπαιδευτικούς. […] Συνέβαλαν αποφασιστικά αρκετοί από αυτούς και στο μεγαλειώδη αγώνα των αγροτών για απαλλοτρίωση των τσιφλικιών: Παπαδήμος Δημήτριος, Ρίζος Ανδρεάδης, Αναστασόπουλος Αντώνης, Καρέλλος Δημήτριος, Τσιανάκας Βασίλειος, Αγγελούσης Αθανάσιος κ.α.[5]
Δάσκαλοι στο χωριό πριν από το 1905
Η έρευνα που βασίζεται στις αφηγήσεις ανθρώπων του χωριού δε μπορεί να μας δώσει πληροφορίες, για ευνόητους -ηλικιακούς- λόγους, για τους δασκάλους που υπηρέτησαν στη Δαφνοσπηλιά πριν από το 1905. Οι πληροφορίες αυτού του κεφαλαίου, λοιπόν, βασίζονται εξ’ ολοκλήρου στο βιβλίο του Βασίλη Μαγόπουλου, «Σχολεία και δάσκαλοι της περιοχής Καρδίτσας από την τουρκοκρατία μέχρι το 1920».
Ο Δημήτρης Γεωργόπουλος (Ταμπακλής) είναι ο παλαιότερος δάσκαλος που έχει καταγραφεί να υπηρετεί στο χωριό (το 1873). Κατάγεται από την Απιδιά και ξέρει λίγα γράμματα. Ο Δημήτρης Γιαννουσάς γίνεται γραμματοδιδάσκαλος το 1888 από την επιτροπή του 1ου δημοτικού σχολείου Καρδίτσας και διορίζεται το ίδιο έτος στο σχολείο του χωριού μας. Ο Γιάννης Γιωτάκης, γραμματοδιδάσκαλος, διδάσκει πριν από το 1900 στο Βελέσι. Το ίδιο και ο παλιός γραμματοδιδάσκαλος Ευάγγελος Λιόλιος. Ο Θωμάς Τσιαδήμας (γεννήθηκε στον Μεσενικόλα περίπου το 1880) αποφοιτά από το Υποδιδασκαλείο Σοφάδων το 1900 και αμέσως διορίζεται στο Παλιούρι. Στη συνέχεια θα εργαστεί στα σχολεία Βελεσιού, Σέκλιζας, Βλασίου και Ζερετσίου. Την ίδια χρονιά αποφοιτά και ο Ευάγγελος Χαραλάμπους ο οποίος αρχικά θα διοριστεί στο Γκέρμπεσι και στη συνέχεια στο Παλιούρι, στους Κουβανάδες, το Ζαΐμι, το Βελέσι και το Παλαιοχώρι. Ο Σωτήρης Πλατανιάς γίνεται γραμματοδιδάσκαλος από την επιτροπή του 1ου δημοτικού σχολείου Καρδίτσας (το 1890) και την ίδια χρονιά διδάσκει στο Κουπρεντζί. Την περίοδο 1901-1902 διδάσκει στο χωριό. Ο Καναλιώτης Βασίλης Σπανός αποφοίτησε από το Υποδιδασκαλείο Καρδίτσας το 1902 και αμέσως διορίστηκε στο Βελέσι. Στη συνέχεια υπηρέτησε στα σχολεία της Απιδιάς, της Λαζαρίνας, της Λοξάδας, της Ριζάβας, του Φράγκου και στο Καπουτσί. Ο Ιωάννης Γιοβάνης (από την Πορτίτσα), εξήλθε υποδιδάσκαλος Β΄ τάξεως από το Υποδιδασκαλείο Καρδίτσας και μετά το 1903 δίδαξε στα σχολεία της Απιδιάς, του Βελεσιού, του Ζαϊμίου και της Σέκλιζας. Τέλος, στο χωριό μας υπηρέτησε ως δάσκαλος και ο Γιώργος Παπουτσόπουλος (από τον Κλειτσό Ευρυτανίας), χωρίς να είναι γνωστό κάποιο παραπάνω στοιχείο.
Το πρώτο σχολείο του χωριού και ο μύθος μίας δωρεάς
Το πρώτο σχολείο του χωριού χτίζεται το 1905 στο σημείο όπου σήμερα βρίσκεται το σπίτι του Βαγγέλη και Σεραφείμ Κασβίκη. Ένας από τους μύθους που το συνοδεύουν είναι ότι έγινε με δωρεά του τραπεζίτη Ανδρέα Συγγρού. Βέβαια αυτός ο μύθος απλώνεται σε πάρα πολλά μέρη της Ελλάδος όπου χτίστηκαν σχολεία εκείνη την περίοδο (στο νομό μας το δημοτικό σχολείο της Ραχούλας καταγράφεται, επίσης, ότι χτίστηκε το 1910 με δωρεά του Συγγρού). Παρόλο αυτά τα σχολικά κτίρια έχουν κατασκευαστεί με δαπάνες από τα εκπαιδευτικά τέλη. Στην πραγματικότητα με τη διαθήκη του που συντάχτηκε το 1896 ο Α. Συγγρός αφήνει στο κράτος το ποσό των 750.000 δραχμών με προορισμό την κατασκευή σχολείων σε όλη τη χώρα εκτός από την πρωτεύουσα. Το κεφάλαιο όμως αυτό, που κατατέθηκε στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος την 1 Ιανουαρίου 1904, παραμένει ακέραιο (κεφάλαιο και τόκοι) το 1926.[6]
Στις 26 Νοεμβρίου του 1943, την ημέρα που οι ναζί εισβάλλουν και καίνε το χωριό, ανατινάζουν και το σχολείο.[7] «Επειδή ήταν όλο πέτρινο του έβαλαν δυναμίτη και το ανατίναξαν».[8] «Το σπίτι μου το παλιό ήταν εκεί στο σχολείο κάτω, δίπλα. Εκεί που είναι του Στέφανου του Καραλή, μπροστά ήταν το δικό μας το σπίτι. Το ανατίναξαν οι γερμανοί το ’43. Βάλανε νάρκες μέσα και το ανατίναξαν».[9]
Οι δάσκαλοι του πρώτου σχολείου
Στο σχολείο αυτό υπηρέτησαν πολλοί δάσκαλοι. Μελετώντας τις πηγές φαίνεται ότι ένα από τα χαρακτηριστικά της εποχής είναι οι συχνές μεταθέσεις των δασκάλων από χωριό σε χωριό. «Ο πρώτος δάσκαλος που ήταν εδώ ήταν ο Σουλτάτης από το Κασνέσι, την Άμπελο. Αργότερα ήτανε κάποιος Γκαβαρδίνας Κωνσταντίνος[10] από την Μολόχα. Έμεινε αρκετά χρόνια. Μετά ήρθε ο Στάθης Γεώργιος[11] από την Στεφανιάδα Αργιθέας. Αυτός έμεινε εδώ πέντε χρόνια. Μετά ασπάστηκε τον κλήρο και έγινε παππάς και πήγε σε ένα χωριό του κάμπου, στα Φάρσαλα κοντά».[12] Η Περσεφόνη Θανασογιώργου θυμάται για τον Στάθη: «Σχολείο πήγα μέχρι την τρίτη τάξη. Αλλά δεν πήγα να βγάλω τις τάξεις όλες γιατί η μάνα μου είχε πολλά παιδιά και εγώ ήμουν η μεγαλύτερη και έπρεπε να τα φυλάξω. Είχαμε [δάσκαλο] έναν κουμπάρο μας από την Στεφανιάδα, είχε βαπτίσει τον αδερφό μου, και επειδή ήμουν καλή στα γράμματα δεν μου έβαζε απουσίες όταν πήγαινα στα πρόβατα […] Στάθης λεγόταν αυτός, πέθανε στην Αμερική».[13]
Έπειτα στο χωριό έρχεται ο Παναγιώτης Μαυρομάτης. «Ο Μαυρομάτης ήταν πρόσφυγας από την ανατολική Θράκη. Διορίστηκε εδώ σε ένα ορεινό χωριό της Αργιθέας, το Μεζήλο, το σημερινό Δροσάτο. Εκεί παντρεύτηκε μία ντόπια κοπέλα, έφτιαξε οικογένεια και πήρε μετάθεση μετά και ήρθε εδώ πέρα στο δικό μας το σχολείο. Αυτός ήρθε το ’39, το ’40 νομίζω. Και έμεινε τότε αρκετά χρόνια».[14] Η Μαρία Τσούρμα δεν έχει ευχάριστες αναμνήσεις: «Παιδιά πολλά ήμασταν, αλλά δεν είχαμε δάσκαλο καλό. Δάσκαλο είχαμε τον Μαυρομάτη, ήταν από τα βουνά επάνω. Ήταν μεγάλος δάσκαλος, ήταν ηλικιωμένος, καθόταν στο θρόνο του, έβαζε έτσι τα χέρια του και κοιμόταν. Εμείς ήμασταν πέντε-έξι παιδάκια, δεν παίρναμε τα γράμματα. Μας έπιανε στο ξύλο, μας έδερνε. Τώρα εγώ και να ήθελα να μάθω γράμματα, έτρεμα. Τρέμαμε από τον φόβο μας, μας έδερνε στα χέρια».[15]
Επόμενη δασκάλα είναι η Καλλιόπη Κάκκου. «Είχε τρία χρόνια αυτή, αλλά εγώ στην πρώτη τάξη πήγα. Τα άλλα παιδιά που σπούδασαν, ο Τσέτσας ο δάσκαλος, ο Δερβέναγκας που είναι καρδιολόγος, ο Γιάννης -ο αδερφός του- που είναι δάσκαλος, αυτοί από εκεί ξεκίνησαν τα πρώτα τα χρόνια. Ήταν πολύ καλή δασκάλα».[16] Κάποιοι από τους δασκάλους νοικιάζουν δωμάτια σε σπίτια χωριανών ή φιλοξενούνται εκεί. Ένα περιστατικό που προέκυψε μέσα από μία τέτοια φιλοξενία μας διηγείται η Σταυρούλα Βαλμά: «Ήταν μία κοπέλα από τα Μαυρομαίνικα, δεν είχαν σχολείο εκεί και έπρεπε να πάει ή στην Σέκλιζα… Τότε δεν υπήρχαν μέσα και ερχόταν εδώ, στη θεία της την Μαριγώ. Τους ταΐζαμε τότε τους δασκάλους εδώ στο χωριό, και αν ο δάσκαλος σου έλεγε πήγαινε φέρε μου μία στάμνα νερό από τη βρύση πηγαίναμε. Με χτύπησε δύο φορές εμένα η δασκάλα. Το να μην ξέρεις το μάθημα και να σε χτυπήσει, το δέχεσαι. Αλλά να το λες το μάθημα και να σε χτυπάει στα καλά καθούμενα… Πήγα στο σπίτι και το είπα στην μάνα μου. Πάει η μάνα μου και λέει ‘‘έλα εδώ κυρία Αντιγόνη, γιατί την χτύπησες την Σταυρούλα’’; ‘‘Να, λέει στον κόσμο ότι την έχω υπηρέτρια, ότι την στέλνω να παίρνει νερό’’. ‘‘Η κόρη μου είπε τέτοια κουβέντα’’; ‘‘Ναι’’. ‘‘Ποιος στο είπε’’; ‘‘Η Σούλα’’. Με τη Σούλα -Χρυσούλα τη λέγανε- μένανε στο ίδιο το σπίτι. ‘‘Έλα εδώ Σούλα, πότε είπε η Σταυρούλα ότι η δασκάλα την έχει υπηρέτρια’’; Λέει η μάνα μου, ‘‘άλλη φορά αν ξαναπείς θα έχεις να κάνεις με εμένα’’».[17]
Μαθήματα στον γυναικωνίτη της Αγίας Τριάδας
Από τον Νοέμβριο του 1943 και μέχρι τη θεμελίωση του νέου σχολείου τα μαθήματα γίνονται στον γυναικωνίτη της Αγίας Τριάδας. «Μέχρι να φτιαχτεί [το νέο σχολείο] πηγαίναμε στην εκκλησία. Μόλις έμπαινες μέσα -τώρα είναι διαφορετικά- είχε μία σκάλα και έμπαινες επάνω. Αυτό το έλεγαν γυναικωνίτη. Εκεί κάναμε μαθήματα».[18] Ούτως ή άλλως η ίδια η σχέση των μαθητών με την εκκλησία ήταν πολύ έντονη. «Τότε ο δάσκαλος έπρεπε να έχει τα παιδιά στην εκκλησία κάθε Κυριακή. Σήμερα την Κυριακή θα πεις εσύ το πάτερ ημών, ο Σέφης το πιστεύω, την άλλη Κυριακή ο άλλος. Δεν έλεγαν οι ψάλτες πιστεύω και πάτερ ημών. Το μανουάλι θα το σηκώσει ένας μαθητής. Με τη σειρά όλα τα παιδιά».[19] .
Τα εγκαίνια του νέου σχολείου
Άρτος και θεάματα από το βασιλικό ζεύγο; το οποίο περιοδεύει (μαζί με την κουστωδία του) ανά την Ελλάδα εγκαινιάζοντας σχολεία. Εδώ διακρίνονται, επίσης, ο παπα-Κώστας Μούρτος και ο παπα-Σταύρος από την Απιδιά. Φωτογραφία του Κώστα Φαρμάκη.
Το 1952 γίνονται τα εγκαίνια του νέου σχολείου του χωριού. Παρών είναι το βασιλικό ζεύγος, ο Παύλος και η Φρειδερίκη, οι οποίοι έχουν βρεθεί στην περιοχή για να παραστούν στη θεμελίωση διαφόρων σχολείων. «Εγώ υπηρετούσα τότε στην στρατολογία. Εκείνη την μέρα έφυγα από το γραφείο να έρθω εδώ στο χωριό. Είχα εδώ την μακαρίτισσα την μάνα μου. Αλλά από την Καρδίτσα και μετά δεν υπήρχε συγκοινωνία. Και βγήκα στα σίδερα στις γραμμές επάνω και περίμενα να περάσει κανένα αυτοκίνητο. Και πέρασε η συνοδεία αυτή της βασιλίσσης που εγκαινίαζε τα σχολεία. Με πήρανε μέσα, πήγαμε πρώτα στην Σέκλιζα, εγκαινίασαν εκεί το σχολείο και μετά ήρθαμε εδώ και εγκαινιάστηκε τούτο το σχολείο».[20] Εθνικός ύμνος, παλαμάκια και το χωριό στο ρόλο του κομπάρσου. Η Μαρία Τσούρμα θυμάται ότι «εκείνη την μέρα ο κόσμος χαιρόταν, χτυπούσαμε παλαμάκια, έβγαλε λόγο, όλα ήταν πολύ καλά. Ήταν όλο το χωριό εκεί πέρα. Και ο δάσκαλος ο Μαυρομάτης».[21]
.
Ο δάσκαλος όλου του χωριού
Στο νέο σχολείο υπηρέτησε και ο Βάιος Καντέλας. Μιλώντας με τους ανθρώπους που υπήρξαν μαθητές του συνειδητοποιείς ότι αποτελεί ένα κεφάλαιο στην εκπαιδευτική ζωή του χωριού. Εργάζεται ως δάσκαλος τον τελευταίο χρόνο της κατοχής, το ’44 προς το ’45. «Τότε δεν είχα γίνει δάσκαλος ακόμη. Υπήρχε το ΕΑΜ εδώ. Είχε δημιουργήσει πειραματικά φροντιστήρια. Εκεί φοιτήσαμε για ένα διάστημα και διοριστήκαμε ως δάσκαλοι.[22] Ένα χρόνο, λοιπόν, υπηρέτησα εδώ πέρα ως δάσκαλος».[23] «Μετά το γυμνάσιο πήγα στην Ακαδημία. […] Η Ακαδημία ήταν δύο χρόνια και κατάφερα να την τελειώσω. Αλλά ήταν πολύ δύσκολα. Ήταν η εποχή του ’45-’47 που είχε αρχίσει ο εμφύλιος πόλεμος και εγώ είχα μόνο την μάνα μου που ήταν μόνη της και έπρεπε να εξοικονομώ χρήματα για να πληρώνω το ενοίκιο στο σπίτι και να συντηρούμαι. Με δυσκολία κατάφερα και την τελείωσα την Ακαδημία το 1947. Μετά την Ακαδημία υπήρχε ο εμφύλιος πόλεμος. Εδώ στο χωριό είχαν σηκώσει τον κόσμο και τον είχαν πάει στα καραγκουνοχώρια για να μην τροφοδοτούνται οι αντάρτες από εδώ. Και την μάνα μου την σηκώσανε και πήγε σε άλλο χωριό. Τα χωράφια που είχαμε δεν οργωνόντουσαν. Τα ζώα που είχαμε άλλα τα πήραν οι αντάρτες, άλλα τα πήρε ο στρατός. Δεν έμεινε τίποτα. Τελείωσα την Ακαδημία. Να έρθουμε εδώ έπρεπε να πάμε ή με την μία παράταξη ή με την άλλη, να πάρουμε όπλο στα χέρια. Προτίμησα να μείνω εκεί στην Θεσσαλονίκη αναζητώντας εργασία. Στο στάδιο που είστε εσείς τώρα έχετε γονείς να σας βοηθούν. Εγώ δεν είχα τίποτα. Και ευτυχώς πέτυχα δουλειά καλή. Εργάστηκα τρία χρόνια, το ’47-’50 στο αμερικάνικο κολλέγιο της Θεσσαλονίκης. Μετά στρατεύτηκα. Υπηρέτησα στον στρατό 18 μήνες ως έφεδρος αξιωματικός της στρατολογίας. Η ειδικότητα που είχα τότε, υπηρετούσε έξι χρόνια, 60 μήνες, αλλά επειδή ήμουν προστάτης οικογενείας υπηρέτησα 18 μήνες. Την θητεία την έκανα στο στρατολογικό γραφείο Τρικάλων. Δεν υπήρχε Καρδίτσας τότε, ήταν ένα το στρατολογικό γραφείο. Τελικώς πήρα μετάθεση για Θεσσαλονίκη. Εν τω μεταξύ διορίστηκα δάσκαλος, υπηρέτησα τρία χρόνια στην Αργιθέα, σε ένα απομακρυσμένο χωριό το Αργύρι. Δύσκολα τα χρόνια εκείνα διότι έπρεπε για να φτάσουμε στο χωριό να βαδίζουμε δύο μέρες με τα πόδια. Έμενα το βράδυ σε χάνι μέχρι να φτάσουμε στο χωριό. Και είχα δύσκολη ζωή εκεί γιατί έπρεπε τα τρόφιμα που χρειαζόμασταν για να ζήσουμε και ότι χρειαζόμασταν για συντήρηση, να πληρώνουμε πανάκριβα για δύο μέρες για τα ζώα. Περάσανε εκείνα τα χρόνια, άλλα δύο χρόνια υπηρέτησα στην Νεβρόπολη, μετά έξι χρόνια υπηρέτησα στην Απιδιά εδώ δίπλα και υπηρέτησα πολλά χρόνια στο χωριό στο σχολείο αυτό».[24] «Τα γράμματα που ξέρω εγώ τώρα τα ξέρω από τον δάσκαλο τον Καντέλα. Αυτός με έμαθε. Μου έκανε έναν χρόνο μάθημα και έμαθα τα γράμματα και διαβάζω. Μπορεί να μην μπορώ να τα συλλαβίσω και να τα διαβάσω αλλά διαβάζω, βάζω και την υπογραφή μου, δεν είμαι κούτσουρο, συγνώμη που λέω τέτοια λόγια. Μου έδιναν το χαρτί να πάω στη δουλειά μου, να δουλέψω. […] Στο σχολείο, με έπαιρνε και καθόταν πάνω από το κεφάλι μου».[25]
Θεατρικό σκέτς στη γιορτή της 25ης Μαρτίου. Μεταξύ άλλων διακρίνονται οι Τρύφωνας Θεολόγος, Ηλίας Αναστασάκος και Νίκος Τσέτσας.
Ο Βάιος Καντέλας περιγράφει τις υποχρεώσεις του δασκάλου, τις σχέσεις με τα παιδιά, τις απαιτήσεις των γονιών. «Τα πρώτα χρόνια ήταν κάπως διαφορετικά. Δηλαδή υπήρχε απόλυτος σεβασμός στον δάσκαλο. Και φόβος εν τω μεταξύ γιατί έπεφτε και ξύλο. Αλλά υπήρχε απόλυτος σεβασμός στον δάσκαλο. Απ’ όλα τα παιδιά. Ήταν απαίτηση και των γονιών ο δάσκαλος να επιβάλλεται στα παιδιά και να φροντίζει επί πάσης πλευράς, εκτός από τα μαθήματα και για την διαγωγή τους. Και στο σχολείο και έξω από το σχολείο. Υπήρχε τακτικός εκκλησιασμός, εργασία έξι μέρες την εβδομάδα -και τα Σάββατα, η καθαριότητα στο σχολείο γινότανε από τα παιδιά εκ περιτροπής υπό την επίβλεψη του δασκάλου».[26]
«Οι δάσκαλοι τότε εργάζονταν πολύ, πάρα πολύ. Όταν ήρθα εδώ πέρα ήταν διθέσιο το σχολείο. Μοιραζόταν κάπως η δουλειά, τρεις και τρεις τάξεις είχε ο κάθε δάσκαλος. Αλλά είχαμε ακόμη δουλειές της Σχολικής Εφορίας. Η Σχολική Εφορία είχε κτήματα εδώ πέρα τα οποία έπρεπε να νοικιαστούν. Για να γίνει η ενοικίαση αυτή χρειάζονταν διαδικασίες, χρειαζόταν δουλειές και κόπος πολύς. Και στεναχώριες φυσικά. Είχαμε συσσίτια. Για να λειτουργήσουν τα συσσίτια χρειάζονταν γραφοδουλειά πολύ. Έπρεπε όλα αυτά να γράφονται, εισαγωγές-εξαγωγές. Είναι πολύ κουραστικό. Καθαριστής δεν υπήρχε, έπρεπε να φροντίζουμε για την καθαριότητα. Το σχολείο δεν ήταν στην μοίρα που είναι σήμερα. Στο σχολείο αυτό -τότε είχαμε και πολλά παιδιά στο σχολείο τα οποία προσφέρανε δουλειά γιατί κάνανε την καθαριότητα- είχαμε ανθόκηπο. Είχαμε δενδρόκηπο μεγάλο στο πίσω μέρος του σχολείου εκεί που είναι οι τουαλέτες. Όλα αυτά τα δένδρα θέλανε κλάδεμα, προσοχή, ραντίσματα κτλ. Είχαμε γύρω-γύρω, εκεί που τώρα είναι ο φράχτης, τριανταφυλλιές. Ανά μέτρο και τριανταφυλλιά. Η αυλή ήταν πάντα πεντακάθαρη. Προσφέρανε τα παιδιά και δεν είχαμε ποτέ αντίρρηση, ούτε από τα παιδιά ούτε από τους γονείς. Είχαμε συνεργασία με τους γονείς. Έμεινα ευχαριστημένος γιατί γινότανε καλή δουλειά με τα παιδιά, έδιναν με επιτυχία εξετάσεις για το γυμνάσιο. Εγώ τα βοηθούσα, έφτανα στο σημείο να μην πηγαίνω το καλοκαίρι διακοπές και να τα κάνω τέσσερις ώρες την ημέρα φροντιστήριο δωρεάν για να δώσουν εξετάσεις το φθινόπωρο να περάσουν στο γυμνάσιο. Συνεπώς είχαμε καλές σχέσεις. Μπορεί ορισμένα παιδιά να τα στριμώχναμε περισσότερο για να αποδώσουν, διότι αυτός ήταν ο σκοπός, να μάθουν τα παιδιά γράμματα».[27]
Οι γονείς, το γυμνάσιο και τα χωράφια
Οι απαιτήσεις των γονιών εκφέρονταν μέσα σε ένα ήδη απαιτητικό περιβάλλον, όπως αυτό διαμορφωνόταν από τους υλικούς όρους διαβίωσης. Η Μαρία Τσούρμα θυμάται την πίεση που δεχόταν: «Ήμουν πολύ στεναχωρημένη γιατί δεν έπαιρνα τα γράμματα. Είχα ένα άγχος επάνω μου. Ήμουν πολύ σφιχτή, είχα το άγχος γι’ αυτό. Και φοβόμουν για τη μαμά μου. Πήγαινα κάτω και με ρώταγε πώς τα πήγες στα γράμματα και εγώ δεν ήξερα τι να απαντήσω. Δεν ήξερα να απαντήσω είπα αυτό, έκανα εκείνο μάνα. Φοβόμουν. Είχα ένα τρακ τόσο μεγάλο. Μέσα μου είχα πολύ άγχος. Παιδικό άγχος. Οι γονείς μας ήταν αυστηροί. Η μάνα μου, επειδή δεν έμαθε αυτή γράμματα, με πίεζε εμένα για τα γράμματα. Γιατί δεν πηγαίνανε τα παιδιά στο σχολείο τότε».[28] Μετά την τρίτη τάξη θα σταματήσει το σχολείο και θα ασχοληθεί με τα χωράφια και τα ζώα της οικογενείας. Η Γιαννούλα Κασβίκη προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην επιθυμία και την ανάγκη της αγροτικής πραγματικότητας: «Είχαμε πρωί-απόγευμα σχολείο. Ώσπου να φάμε, χτυπούσε η καμπάνα. Δεν είχαμε ρολόγια, καμπάνα χτυπούσε. Ώσπου να πάω εγώ επάνω να φάω μου έδινε τον τρουβά η γιαγιά μου και ένα παγούρι νερό κρύο (ασκί με δέρμα), και το πήγαινα απέναντι στον παππού μου που είχε τα πρόβατα, μισοτρώγοντας ή χαζοδιαβάζοντας. Ξυλιά δεν έφαγα από δάσκαλο. Μία από τον θείο σου, όχι με βέργα, με αυτό που φτιάχνουμε τις σκούπες, έπιασε μπροστά και με χτύπησε στο χέρι γιατί πρόδωσα την αριθμητική στην Γεωργή του Θέου. Δεν έφαγα ξύλο από δάσκαλο. Το αυτί, μία ο Μαυρομάτης και μία ο θείος ο Βάϊος».[29]
Οι ιστορίες της Σταυρούλας Βαλμά και της Αριστέας Καραλή, δύο αντίθετες ιστορίες (και ευκαιρίες συνάμα) γύρω από τη συνέχιση ή όχι των σπουδών τους στο γυμνάσιο, είναι χαρακτηριστικές . «Μου είπε ο πατέρας μου να πάω στο γυμνάσιο, άλλα που ξέραμε εμείς τότε, το μετάνιωσα βέβαια, αλλά δεν πήγα. Ύστερα αρχίσαμε αγροτικές εργασίες. Αμπέλια, σκάψιμο με το τσαπί, δουλειά».[30] «Και όταν τελείωσα το σχολείο ήρθε [ο δάσκαλος] στο σπίτι -τον Σεπτέμβριο- και κατέβηκε κάτω στο υπόγειο που ήταν ο πατέρας μου με τα βαρέλια του κρασιού και τον παρακάλαγε να με στείλει στο γυμνάσιο γιατί ήμουν καλή μαθήτρια. Και του έλεγε ‘‘ξέρω ότι βρίσκεσαι καλά, να στείλεις το κορίτσι στο γυμνάσιο’’. Ο πατέρας μου την άλλη μέρα με έστειλε στο χωράφι. Έπρεπε να κάνω το χωράφι».[31]
Πάρα ταύτα οι γνώσεις που είχε αποκομίσει από το σχολείο η Αριστέα Καραλή αποδεικνύονταν εξαιρετικά χρήσιμες στην οικογένειάς της. «Ο πατέρας μου ήταν συνταξιούχος και μου έπαιρνε όλα τα βιβλία. Δεν έλειπε βιβλίο. Πήγαινα στο σχολείο. Τότε ήταν οι γερμανοί και έρχονταν εφημερίδες και τις πούλαγαν. Έπαιρνε ο πατέρας μου, δεν ήξερε καθόλου γράμματα, δεν πήγε στο σχολείο, στον στρατό έμαθε πέντε γραμματάκια. Έρχονταν στο σπίτι και έλεγε ‘‘διάβασε την εφημερίδα’’. Εγώ διάβαζα, ήμουν πολύ καλή μαθήτρια».[32]
Ο Βάιος Καντέλας ερμηνεύει τα γεγονότα. «Βοηθούσαμε εκείνα που υστερούσαν περισσότερο, ιδιαίτερα στην αριθμητική. Ήταν παιδιά τα οποία δεν καταλάβαιναν. Αλλά και στα χωράφια να δουλεύανε και στα γίδια να πηγαίνανε -ερχόταν πατεράδες και μου λέγανε ‘‘δάσκαλε προβίβασε το παιδί, μην το αφήνεις στην ίδια τάξη γιατί δεν θα το στείλουμε του χρόνου καθηγητή, δικηγόρο, γιατρό, θα το στείλουμε στα γίδια’’ -και στα γίδια να πήγαινε το παιδί, και στα χωράφια να πήγαινε, έπρεπε να μάθει ορισμένα πράγματα. Γι’ αυτά φροντίζαμε, όσο μπορούσαμε. Να μάθουμε γνώσεις στα παιδιά που ήταν απαραίτητες για την ζωή τους».[33]
Ο τριψήφιος αριθμός των μαθητών
Το κάθε χωριό έχει τον δικό του δάσκαλο. Το σχολείο της Δαφνοσπηλιάς έχει τριψήφιο αριθμό μαθητών. Ακόμα και κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (με τις συνεχίσεις μετακινήσεις) ο Ηλίας Τσέτσας θυμάται να είναι γύρω στα 120 παιδιά. Η Μαρία Τσούρμα, έξι χρόνια μεγαλύτερη, τα υπολογίζει γύρω στα 180.[34] Η εξήγηση είναι απλή: η κάθε οικογένεια είχε πάνω από πέντε παιδιά. «Οι μανάδες είχαν από 5-6 παιδιά. Εμείς ήμασταν 8 παιδιά. Ήταν οι γειτόνοι μας από κάτω, η θεια η Γιώργαινα, είχε 5 παιδιά. Η θεια μου η Χρύσω είχε 4 παιδιά, 2 αγόρια 2 κορίτσια».[35]
Το θέμα της εκπαίδευσης στο χωριό σίγουρα δεν εξαντλείται στις παραπάνω γραμμές. Η συγκέντρωση και επεξεργασία των στοιχείων συνεχίζεται και εν ευθέτω χρόνο θα υπάρξει μία ακόμη σχετική αναφορά.
________________________________________
[1] Σχολεία και δάσκαλοι της περιοχής Καρδίτσας από την τουρκοκρατία μέχρι το 1920, Βασίλης Μαγόπουλος, Εκτυπωτική, Καρδίτσα, 2007, σελίδες 38 και 39.
[2] Βάσει ενθυμητικών σημειωμάτων που βρέθηκαν σε παλαιά εκκλησιαστικά βιβλία της Απιδιάς, υποτυπώδες σχολείο πρέπει να λειτουργούσε στο χωριό και στα χρόνια της τουρκοκρατίας.
[3] Σχολεία και δάσκαλοι της περιοχής Καρδίτσας από την τουρκοκρατία μέχρι το 1920, Βασίλης Μαγόπουλος, Εκτυπωτική, Καρδίτσα, 2007, σελίδα 42.
[4] ο. π., σελίδα 42.
[5] ο. π., σελίδα 45.
[6] Τα σχολικά κτίρια της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης 1821-1929. Από τις προδιαγραφές στον προγραμματισμό, Ελένη Καλαφάτη, Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας, Αθήνα, 1988, σελίδα 178.
[7] Μπορείτε να διαβάσετε και το σχετικό άρθρο στο πρώτο τεύχος του περιοδικού «Βελεσιώτικα», Ιούνιος 2012, σελίδες 10-13.
[8] Τσέτσας Ηλίας, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 19/08/2011, 03:01-04:414. Και τα σπίτια που είναι πέτρινα τα ανατινάζουν επίσης.
[9] Καντέλας Βάιος, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 18/08/2011, 06:52-08:47.
[10] Γιος του γραμματοδιδάσκαλου Γκαβαρδίνα Θανάση, γεννήθηκε το 1900 στην Μολόχα. Φοίτησε στο Μαράσλειο Διδασκαλείο Αθηνών και το 1918 που αποφοίτησε διορίστηκε στο Παλιούρι, όπου και υπηρέτησε μέχρι το 1921. Πληροφορίες από το βιβλίο «Σχολεία και δάσκαλοι της περιοχής Καρδίτσας από την τουρκοκρατία μέχρι το 1920», Βασίλης Μαγόπουλος, Εκτυπωτική, Καρδίτσα, 2007.
[11] Κουνιάδος του αποθανόντα συγχωριανού μας παπα-Ανδρέα Μούρτου.
[12] Καντέλας Βάιος, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 18/08/2011, 09:38-11:29.
[13] Θανασογιώργου Περσεφόνη, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 23/12/2011, 11:01-13:12.
[14] Καντέλας Βάιος, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 04/06/2012, 09:32-10:18.
[15] Τσούρμα Μαρία, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 16/08/2011, 04:13-05:08.
[16] Βαλμά Σταυρούλα, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 17/08/2011, 02:59-06:45.
[17] Βαλμά Σταυρούλα, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 17/08/2011, 07:04-09:23.
[18] Τσέτσας Ηλίας, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 19/08/2011, 03:01-04:414.
[19] Βαλμά Σταυρούλα, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 17/08/2011, 62:08-63:42.
[20] Καντέλας Βάιος, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 04/06/2012, 06:07-07:00.
[21] Τσούρμα Μαρία, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 16/08/2011, 07:04-07:31.
[22] Το καλοκαίρι του 1944 η ΠΕΕΑ ίδρυσε δύο ολιγόμηνα Παιδαγωγικά Φροντιστήρια στα οποία θα φοιτούσαν «προσωρινοί δάσκαλοι που δεν έχουν παιδαγωγική μόρφωση και νέοι και νέες τελειόφοιτοι γυμνασίου που επιθυμούν να διοριστούν προσωρινοί δάσκαλοι στην Ελεύθερη Ελλάδα». Τα δύο πρώτα φροντιστήρια λειτουργούν στο Καρπενήσι και την Τύρνα -σημερινή Ελάτη- Θεσσαλίας.
[23] Καντέλας Βάιος, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 04/06/2012, 09:38-11:29.
[24] Καντέλας Βάιος, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 04/06/2012, 14:12-18:36.
[25] Τσούρμα Μαρία, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 16/08/2011, 07:33-10:03.
[26] Καντέλας Βάιος, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 18/08/2011, 12:31-13:47.
[27] Καντέλας Βάιος, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 18/08/2011, 19:23-22:42.
[28] Τσούρμα Μαρία, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 16/08/2011, 10:05-11:05.
[29] Κασβίκη Γιαννούλα, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 04/06/2012, 08:35-09:20.
[30] Βαλμά Σταυρούλα, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 17/08/2011, 12:30-12:43.
[31] Καραλή Αριστέα, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 04/06/2012, 03:59-05:46.
[32] Καραλή Αριστέα, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 04/06/2012, 03:59-05:46.
[33] Καντέλας Βάιος, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 18/08/2011, 23:37-25:18.
[34] Λόγω περιορισμού του χώρου θα επανέλθω στο θέμα πιο αναλυτικά σε ένα από τα επόμενα τεύχη του περιοδικού.
[35] Τσούρμα Μαρία, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 16/08/2011, 05:09-06:05.
Φτιάξε δωρεάν site ή blog στο WordPress.com. | The Widely Theme.
Follow
Follow “Βελεσιώτικα”

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου