Παρασκευή 1 Μαΐου 2015

ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΜΑΣ Αρτοπούλα

Oι πολιτιστικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες κάτω από τις οποίες έκανε τα πρώτα της βήματα η μετεπαναστατική Ελλάδα ήταν δύσκολες και χρειάστηκε πολύς κόπος και μόχθος, αρκετή θέληση και χρόνος για να κατακτήσει ο ελληνικός λαός τα απαραίτητα στοιχεία της επιστήμης και του πολιτισμού που θα τον έβαζαν δίπλα στους προηγμένους ευρωπαϊκούς λαούς.
Σ’ αυτό το ιστορικό, βιοτικό, μορφωτικό, επιστημονικό και κοινωνικό ανέβασμα για τη βελτίωσή του, σ’ αυτό το «ψάξιμο» για την εύρεση του στόχου του, τον κύριο και καθοριστικό, ρυθμιστικό ρόλο, τον έπαιξε η παιδεία, ενώ τον ουσιαστικό, εξελικτικό, δημιουργικό και προοδευτικό ρόλο τον είχε ο δάσκαλος.
Από το 1453 έως το 1653 η παιδεία βρισκόταν στην πιο βαθιά παρακμή. Η κατάσταση άρχισε να βελτιώνεται το 17ο και 18ο αιώνα. Επί τουρκοκρατίας έκλεισαν σχολεία και εκκλησίες και εκεί που διαφέντευε η γνώση ξαπλώθηκε η αμάθεια.
Από το 1453 μέχρι τις αρχές του 17ου αιώνα δίδασκαν στα Ελληνόπουλα ανάγνωση περικοπών από την Οκτώηχο, τον Απόστολο, το Ωρολόγιο, το Κυριακοδρόμιο και το Ψαλτήρι και τους μάθαιναν λίγη γραφή και αποστήθιση διαφόρων προσευχών κρυφά στις μονές και στους νάρθηκες των εκκλησιών. Αυτά ήταν τα βιβλία που είχαν για ανάγνωση και ηθική διδασκαλία, για φρονηματισμό και κατήχηση.
Το 18ο αιώνα μεγάλη ήταν η συμβολή του Εθναπόστολου Κοσμά του Αιτωλού, στην ανάπτυξη των γραμμάτων και στη σύσταση των σχολείων.
Στις περιοδείες του (1760-1779) άρχιζε και τελείωνε τους λόγους του με τη σύσταση για ίδρυση σχολείων και ύστερα εκκλησιών.
Σε όποιο χωριό πήγαινε έστηνε ένα σταυρό, ίδρυε σχολείο και τοποθετούσε δάσκαλο. Στην Ήπειρο συνέστησε 30 ελληνικά σχολεία και 200 κοινά.
Στη Χειμάρρα πρωτοστάτησε ο ίδιος στο γκρέμισμα μιας αλειτούργητης εκκλησιάς για να ιδρυθεί σχολείο, λέγοντας πως το σχολείο ανοίγει τις εκκλησιές και τα μοναστήρια. Στην Ε΄ Διδαχή αναφέρει «καλύτερον αδελφέ μου να έχεις ελληνικό σχολείο στη χώρα σου, παρά βρύσες και ποτάμια και σαν μάθεις το παιδί σου γράμματα, τότε λέγεσαι άνθρωπος».
Από το 1850 όλα σχεδόν τα χωριά της Λάκκας Σουλίου έχουν δημοτικό σχολείο.
Τα περισσότερα σχολεία που ιδρύθηκαν κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας προικοδοτήθηκαν από τις μονές και τις εκκλησίες και βρίσκονταν κάτω από την προστασία τους. Η εκκλησία φρόντιζε για τη μόρφωση των στελεχών της αλλά και για τη μόρφωση του έθνους.
Όλοι σχεδόν οι ηγούμενοι των φτωχών μοναστηριών του τμήματος Τσαρκοβίστας δίνουν στους δασκάλους 150-300 γρόσια ετήσιο μισθό και 240 οκάδες καλαμπόκι, 15 οκάδες τυρί, 5 οκάδες βούτυρο και όσπρια. Το 1864 ο Αρχιμανδρίτης και ηγούμενος των ηνωμένων Μοναστηριών Ρωμανού και Σιστρουνίου, Παρθένιος Α΄ (Δημήτριος Μπατουμάνος), από τη Μοκοβίνα, ίδρυσε την εκκλησία της Μεταμόρφωσης, δίνοντας 25.000 γρόσια και 4.000 γρόσια για σχολείο των δύο Κοινοτήτων και από το 1871 χορηγεί για τη διατήρησή του 2.650 γρόσια αλλά και τα εφόδια για τους φτωχούς μαθητές και δίνει και τρεις υποτροφίες για παιδιά των Κοινοτήτων Ρωμανού, Μοκοβίνας και Άρδοσης (Ιωάν. Λαμπρίδου. «Περί των εν Ηπείρω Αγαθοεργημάτων» Μέρος Α΄. Εν Αθήναις 1880, σελ. 53-54).
Ο ίδιος ηγούμενος δαπάνησε για την ίδρυση σχολείου στο Σιστρούνι (1878) 5.000 γρόσια και στο Ρωμανό (1878) 2.800 γρόσια και για τη διατήρηση αυτών των σχολείων δαπανά 12 λίρες για το πρώτο και 20 λίρες για το δεύτερο και εκτός αυτών διατρέφει δωρεάν και 5-6 μαθητές από την Άρδοση και τη Μοκοβίνα.
Οι δάσκαλοι του χωριού έπαιρναν μισθό, έτρωγαν και κοιμούνταν στο μοναστήρι και τα βιβλία των μαθητών τα πλήρωνε η μονή. Το σπίτι τού ηγούμενου στη Μοκοβίνα είχε γίνει σχολείο και πλήρωνε ο ίδιος το δάσκαλο και τα βιβλία των μαθητών.
Η Μονή των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου των Μεσσιανών (βρίσκεται μεταξύ Δερβιζιάνων και Μηλιανών και είναι χτισμένη το 1764) ιδρύει το 1878 ελληνικό σχολείο στα Δερβίζιανα και δίνει για τα σχολεία Δερβιζιάνων και Ρουσιάτσας από 250 γρόσια.
Η Μονή της Αγίας Παρασκευής Βαλανιδιάς, μετόχι της μονής Διχούνης και αργότερα της μονής Καταμάχης, που κάηκε το 1831 όπως μαθαίνουμε από μαρτυρικό του 1867 που υπογράφουν παπάδες, μουχτάρηδες και αζάδες των χωριών: Βαλανιδιάς, Ζαγόρτσας, Κόπρας, Πετουσίου, Σενίκου, Πράδαλας και Ζαραβουτσίου, δίνει για το δημοτικό σχολείο Βαλανιδιάς 500 γρόσια και πληρώνει και το μισθό του δασκάλου που έφτανε τις 13 χρυσές τούρκικες λίρες το χρόνο.
Στον Άγιο Ανδρέα (Λιβιάχοβο) λειτουργούσε το 1827 δημοτικό σχολείο με δάσκαλο τον παπα-Γιάννη από τη Λίππα. Αυτό φαίνεται σε ενθύμηση που σημειώνεται σε εξώφυλλο Ευαγγελίου, (έκδοση Βενετίας 1668), «Ετουτο το άγιον ιερον εβαγγέλιον ηνε της παναγίας μαναστιρι λιβιαχοβινο 1827 Νοεμβριου 26 παπαγιάνις εφιμεριος κε δασκαλος πο λιπα μαχαλάδες». Στο ίδιο Ευαγγέλιο και σε δεύτερη ενθύμηση σημειώνει ο εφημέριος και δάσκαλος του χωριού παπα-Γιάννης «ηδου φανερονο εγο ο παπαγιανις ονοματις λιβιαχοβινουν πος ετουτο το χοριον οπου ινε εδο γιναιμενι εχουν ένα σινιθιον όπου οπιος παπας να βρισκετε σε τουτουνους τον κατιγορουν αν ινε νεος τον κατιγορουν σε γυνεκες αν ινε γερος τον κατιγορουν σε αρπαγιν μονον οπιος παπας να τιχι εδο καταραν κε αφορεσμον ν αφισι οντας να φεβγι καθος κε γω αφισα 1827 Νοεμβρις 27 Παπαγιανις» (διατηρώ την ορθογραφία του πρωτότυπου).
Το 1880 λειτουργούσαν σχολεία στα Πλατάνια (στο νάρθηκα της εκκλησίας),στους Μπαουσιούς (σε κελί) και στην Αρτοπούλα "κελλίον τι προς διδασκαλίαν των φίλων τούτων της κακοπαθείας χρησιμεύει..." (Ιωάννου Λαμπρίδου, Περί των εν Ηπείρω Αγαθοεργημάτων, μέρος Δεύτερον, Εν Αθήναις, Εκ του τυπογραφείου Ν. Ρουσόπουλου, 1880, σελ. 5).
Το 1881 υπάρχουν στη Λάκκα Σουλίου τα παρακάτω σχολεία: 1) Ελληνικό σχολείο Δερβιζιάνων με 10 μαθητές, 2) αλληλοδιδακτικό σχολείο στο Σιστρούνι, 3) σχολικά κτίρια στο Ρωμανό, Σιστρούνι, Γεωργάνου, Τόσκεσι, Γρατσανά, Αλποχώρι Μπότσαρη και Παλαιοχώρι Μπότσαρη, αλλά χωρίς μαθητές. Στη Λίππα λειτουργούσε σχολείο στο σπίτι του Αν. Ντάσιου που το διέθετε για το σκοπό αυτό.
Στο Τόσκεσι υπήρχε σχολείο πριν τις περιοδείες του Πατροκοσμά στο οποίο έμαθε τα πρώτα γράμματα κι ένας Λιππιώτης, από την οικογένεια Παξινού που έγινε αρχιεπίσκοπος Κεφαλληνίας. Το σχολείο στο οποίο δίδαξε και κάποιος Μπισδέκης από το Αλποχώρι της Δωδώνης, το συντηρούσε η μονή της Παναγίας που ανεγέρθηκε το 1772 εκ θεμελίων από το Λιππιώτη Νικόλαο Κονταξή και είχε μεγάλη περιουσία στο Τόσκεσι και στη Γκουλιμή που τα είχε αφιερώσει η γυναίκα του ήρωα Βόγλη.
Από το 1913 και ύστερα όλα τα δημοτικά σχολεία βρίσκονται κάτω από την προστασία και τον έλεγχο του ελληνικού κράτους.
Δεν μπορούμε βέβαια να μιλάμε για προβληματισμούς και έρευνες, για νέες μεθόδους και τομές στην αγωγή και τη διδασκαλία εκείνης της εποχής, που στη διδασκαλική έδρα των σχολείων είχαμε έναν ημιμαθή ή και αμαθή γραμματοδιδάσκαλο ή «δάσκαλο των δυο μαρτύρων» τον οποίο πολλές φορές οι μαθητές κορόιδευαν με το τραγούδι:
«Δάσκαλε παπαχωνή
ποιο ποδάρι σε πονεί,
το ζερβί για το δεξί !
Το ΄να μάτι να σου βγει.»
Μελετώντας όμως κανείς τα «Ημερολόγια Περιοδείας» των Επιθεωρητών από το 1914 και μετά, με τη λιτή και επιγραμματική τους περιγραφή, πιστεύω ότι έχει να μάθει πολλά για το κλίμα του τόπου, τις ασχολίες, την προέλευση και τον αριθμό των κατοίκων των χωριών της Λάκκας, την ίδρυση, το είδος και τη λειτουργία των σχολείων και το διδακτηριακό πρόβλημα, τη φοίτηση των μαθητών, τη μόρφωση, τον τρόπο διδασκαλίας, αλλά και τη ζωή που περνούσαν οι δάσκαλοι στα χωριά μας.
Όλα όσα διαβάζουμε στα «Ημερολόγια» δεν μας δίνουν απλά μια εικόνα της δημοτικής εκπαίδευσης αλλά μας περιγράφουν θαυμάσια και την κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική κατάσταση των χωριών μας.
Ο τόπος μας ήταν τότε καθαρά γεωργικός και κτηνοτροφικός και ύστερα από τη μακραίωνη τουρκική σκλαβιά επικρατούσε η υπανάπτυξη στον πολιτιστικό, κοινωνικό, οικονομικό και εκπαιδευτικό τομέα.
Οι επιθεωρητές ξεκινούσαν από τα Ιωάννινα όπου είχαν την έδρα τους και με τα πόδια πήγαιναν στα σχολεία για επιθεώρηση. Σ’ όποιο χωριό νύχτωναν, διανυκτέρευαν και την άλλη μέρα ξεκινούσαν πάλι.
Στα «Ημερολόγια Περιοδείας» υπάρχουν βέβαια και αρκετές παρατηρήσεις για τον τρόπο διδασκαλίας και σχετικές υποδείξεις και συστάσεις των Επιθεωρητών προς τους δασκάλους. Εγώ εδώ δε θα στρέψω την προσοχή μου σ’ αυτά για λόγους ευνοήτους. Θα προσπαθήσω όμως μέσα από τις εκθέσεις ως και την υπάρχουσα βιβλιογραφία, τις πληροφορίες και τις παραδόσεις να ερευνήσω και να σκιαγραφήσω την ιστορία του Δημοτικού Σχολείου Αρτοπούλας και γιατί όχι και των γύρω χωριών της Λάκκας Σουλίου. Για την ολοκλήρωση αυτής της εργασίας οφείλω να ομολογήσω ότι μου έδωσαν πολύτιμες πληροφορίες αρκετοί κάτοικοι των χωριών της Λάκκας Σουλίου και αισθάνομαι την υποχρέωση να τους ευχαριστήσω όλους όσους με λόγο ή έργο με βοήθησαν.
Αυτή την έρευνα, που τη βλέπω συνεχιζόμενη, την αφιερώνω στους Γραμματοδιδασκάλους, Υποδιδασκάλους, Δημοδιδασκάλους και Διδασκάλους που δίδαξαν στο Δημοτικό Σχολείο του χωριού μου αλλά σε όλους όσους δίδαξαν στα Δημοτικά Σχολεία των χωριών της Λάκκας Σουλίου.
ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΑΡΤΟΠΟΥΛΑΣ
Από τον αποκλεισμό του Αλή μέχρι το 1856 η Αρτοπούλα ανήκε στην υποδιοίκηση Παραμυθιάς.
Από το 1850 που ίδρυσαν οι Μητροπόλεις σχολεία στα μεγαλύτερα χωριά, άρχισαν να φτάνουν κι εδώ οι πρώτοι δάσκαλοι για να βρουν εργασία σύμφωνα με το λαϊκό στίχο:
«Και την αύριον με πήραν
και με ράβδον και ομπρέλαν
επλανώντο στα χωρία
από ανα-παρα-δία».
Στην Αρτοπούλα άρχισε να λειτουργεί σχολείο το 1865 στο χαγιάτι (πρόναο) της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου του Μεγαλομάρτυρα. Ο ναός ήταν ρυθμού Βασιλικής και το χαγιάτι βρισκόταν στη νότια πτέρυγά του.
Δάσκαλος πρωτοδιορίστηκε ο χωριανός Δημήτριος Ιωάννου Παπαδόπουλος ή Αναγνώστη Γιάννης, ο οποίος σπούδασε στη Σχολή των Φιλανθρωπινών του Νησιού Ιωαννίνων με τη βοήθεια της Ιεράς Μητρόπολης Ιωαννίνων, γιατί ο πατέρας του Ιωάννης Χρ. Παπαδόπουλος, ήταν «καφάσης» δηλαδή υπηρέτης στη Μητρόπολη.
Ο Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Καταμάχης, Κωνστάντιος, διόρισε λοιπόν τον Αναγνώστη Γιάννη δάσκαλο στην Αρτοπούλα και τον πλήρωνε το μοναστήρι με «…12 χρυσές τούρκικες λίρες το χρόνο, 12 οκάδες τυρί αλατισμένο και 6 οκάδες λιωμένο βούτυρο» (Σπύρου Μουσελίμη. Η ΛΑΚΚΑ ΤΟΥ ΜΠΟΤΣΑΡΗ. Γιάννινα 1976, σελ. 66) και ό,τι άλλο συγκέντρωνε από τους γονείς των μαθητών.
Ο Αναγνώστη Γιάννης, που ήταν και άριστος ψάλτης, υπηρέτησε ως δάσκαλος μέχρι το 1913 οπότε και παραιτήθηκε με τη θέλησή του. Δίδαξε στο σχολείο της Αρτοπούλας σαράντα οκτώ ολόκληρα χρόνια. Στο χαγιάτι της εκκλησίας από το 1865 μέχρι το 1886 και από το 1886 μέχρι το 1913 στο παλιό σχολείο. Ο Αναγνώστη Γιάννης με ιδιόχειρη διαθήκη του δώρισε στο σχολείο δυο αγρούς στη θέση «Γκίρλα» και «Κουτσουπιά» συνολικής έκτασης πέντε στρεμμάτων περίπου και μια άλλη έκταση τριών στρεμμάτων.

Το 1880 δεν υπάρχει σχολικό κτίριο, αλλά χρησιμεύει ως αίθουσα διδασκαλίας "κελλίον τι προς διδασκαλίαν των φίλων τούτων της κακοπαθείας..." (Ιωάννου Λαμπρίδου: Περί των εν Ηπείρω Αγαθοεργημάτων. Μέρος Δεύτερον. Εν Αθήναις. Εκ του τυπογραφείου Ν. Ρουσόπουλου, 1880, σελ. 5), με 15 μαθητές που διδάσκονται από τα εκκλησιαστικά βιβλία χωρίς καμιά συγκεκριμένη μέθοδο, αλλά με μηχανική απομνημόνευση μάθαιναν πρώτα τα «ψηφία» για να μπουν μετά στο «οκτωήχι» και στα άλλα εκκλησιαστικά βιβλία.
Το 1886 είχαν νοικιάσει το χωριό από τους Τούρκους και για μια τετραετία, ο Βασίλειος Μπλέτσας από την Κοσμηρά και ο Κονταξής από το Κουτσελιό Ιωαννίνων. Οι δυο ενοικιαστές συμφώνησαν με τους κατοίκους του χωριού να κτίσουν μια αποθήκη (κοτσέκι) όπου θα συγκέντρωναν τη «δεκάτη». Για το κτίσιμο πλήρωσαν τους μαστόρους οι ενοικιαστές και οι χωριανοί μετέφεραν την πέτρα και την ξυλεία. Συμφώνησαν επίσης μετά τη λήξη της ενοικίασης να χρησιμοποιηθεί η αποθήκη για σχολείο.
Το κτίριο κτίστηκε στη ΒΑ πλευρά του «κουλουριού» της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου, εκεί που είναι σήμερα το κτίριο του Πνευματικού Κέντρου, σε σχέδιο χωριάτικου αρχοντικού σπιτιού, με μεγάλο υπόγειο και επάνω ένα ευρύχωρο και με πολλά παράθυρα δωμάτιο και δίπλα ένα στρωτό μικρό δωμάτιο με τζάκι.
Το παλιό Σχολείο
Το κτίριο αυτό χρησιμοποιήθηκε ως σχολείο μέχρι το 1933 που έγινε το καινούριο διδακτήριο.
Κατά διαστήματα χρησιμοποιήθηκε ως διδακτήριο, όταν επισκευάζονταν το καινούριο σχολείο, ως αποθήκη, ως καφενείο και ως κατάστημα ετοίμων ενδυμάτων.
Πάνω και αριστερά από το υπέρθυρο του καινούριου σχολείου υπήρχε μέχρι το 1957 θυμάμαι μια πλάκα εντοιχισμένη που έγραφε 1927. Ήταν φαίνεται το έτος που άρχισε να κτίζεται το Σχολείο της Αρτοπούλας. Ύστερα από χρόνια και σε κάποια επισκευή του σχολείου πέταξαν την πλάκα με τη χρονολογία και αφαίρεσαν και τη φωτογραφία του πρώτου Γραμματοδιδάσκαλου, του Αναγνώστη Γιάννη.
Το 1927 που άρχισε να κτίζεται το σχολείο ήταν πρόεδρος της Σχολικής Εφορείας ο Γεώργιος Σπυρ. Παπαδόπουλος (Γιωργο-Σπύρος) και πρόεδρος της Κοινότητας ο Λάμπρος Βάγιας (Λάμπρο Νάσης).
Το οικόπεδο, για να χτιστεί το νέο σχολείο, το δώρισαν από μισό η Αικατερίνη Δημητρίου Βλάχου (Γκελοπούλα ) και ο Θεόδωρος Γεωργίου Λιόλιος ( Θοδωρ’ Λιόλιος).
Άλλοι χωριανοί ήθελαν να χτιστεί καινούριο σχολείο κι άλλοι υποστήριζαν να μη γίνει λέγοντας «κι εγώ τα γράμματα τα έμαθα στο χαγιάτι του Αι – Γιώρη» ή «καλό είναι και το Κοτσέκι». Άλλοι πάλι χωριανοί χαίρονταν για τη δωρεά των συμπατριωτών τους Αναστασίου και Γεωργίου Μπέκα κι άλλοι προτιμούσαν να χτιστεί το σχολείο με την κρατική βοήθεια.
Στο με αριθμό 16 / 13.11.1926 Πρακτικό της Κοινότητας αναφέρεται μεταξύ των άλλων: «Το νέο κτίριο του Σχολείου μας που ανεγείρεται έφερε σε μεγάλη έχθρα την Κοινότητα και το χωριό διαιρέθηκε σε τρία – τέσσερα μέρη». Το Πρακτικό είναι γραμμένο από το χέρι του Λεωνίδα Ζήκου και υπογράφει ο πρόεδρος της Κοινότητας Λάμπρος Βάγιας.
Για την τελική απόφαση τόσο της τοποθεσίας όσο και της ανέγερσης του κτιρίου χρειάστηκε να επέμβει ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων και αργότερα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Σπυρίδων.
Τα χρήματα για το χτίσιμο του σχολείου τα διέθεσαν τα αδέλφια Αναστάσιος και Γεώργιος Δημητρίου Μπέκας που βρισκόταν στη Νέα Υόρκη των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και επειδή δεν έφταναν τα χρήματα έκαναν έρανο οι χωριανοί και συγκέντρωσαν άλλες 11.000 δραχμές. Ο Αναστάσιος και ο Γεώργιος Μπέκας, εκτός από τα χρήματα, είχαν στείλει και το σχέδιο του σχολείου που το ονειρευόταν διτάξιο και σημείωναν ως τοποθεσία του σχολείου τη «Γκορτσιά του Γούσια». Οι χωριανοί όμως κανόνισαν να γίνει πιο ψηλά στη ράχη όπου υπήρχε ένα αλώνι.
Σε επιστολή της Ιεράς Μητρόπολης Ιωαννίνων προς το Γεώργιο Μπέκα, με ημερομηνία 22 Μαρτίου 1926, αναφέρεται ότι έστειλε μεν στο Χαρισιάδη χρήματα αλλά απομένουν ακόμη 22.000 δρχ.. Η Ιερά Μητρόπολη Ιωαννίνων θα διαθέσει βέβαια «γενναίον ποσόν εκ των γενικών κληροδοτημάτων», αλλ’ επειδή η δαπάνη θα ανέλθει ως 200.000 περίπου δρχ. «ποιώμεθα έκκλησιν προς τα ευγενή και φιλοπάτριδα υμών αισθήματα όπως προβείτε εις μίαν εισέτι γενναίαν προσπάθειαν, ούτως ώστε να δυνηθώμεν εντός του τρέχοντος έτους να φέρωμεν εις αίσιον πέρας το έργον και να στεγάσωμεν ευπροσώπως τας νεαράς παιδικάς υπάρξεις παρασκευάζοντας δι’ αυτούς τουλάχιστον αισιώτερον μέλλον…».
Στις 10 Μαΐου 1926 σε επιστολή που στέλνει ο χωριανός Γεώργιος Σπύρου Παπαδόπουλος προς τον Επιθεωρητή της Εκπ/κής Περιφέρειας Ιωαννίνων γράφει : «…Ο Μπέκας έστειλε 30.000 δραχμές στον Χαρισιάδη Ιωάννη, δικηγόρο Ιωαννίνων και λίγο πριν το θάνατό του μετεφέρθη το ελάχιστον ποσόν εις το Ταμείον Ιεράς Μητροπόλεως Ιωαννίνων, το δε υπόλοιπον ευρίσκεται σκορπισμένον εις διαφόρους αυτών πράξεις…».
Στις 27 Ιουλίου 1926 σε έκθεση που υπογράφουν οι δημοδιδάσκαλοι Γεώργιος Ίκκος και Αθανάσιος Γκαραμέτσιος αναφέρουν: «Το Σχολείον της Κοινότητος Ελέζνης είναι τελείως ακατάλληλον, ανήλιον, χαμηλόν και εν γένει τελείως ανθυγιεινόν. Καθ΄ ό διάστημα υπηρέτει ως δημοδιδάσκαλος ο υποφαινόμενος Γεώργιος Ίκκος κατώρθωσε διά παραινετικών επιστολών προς τους εν Ν. Υόρκη εξ Ελέζνης αδελφούς Μπέκα όπως πείσει αυτούς ν’ αναλάβουν δι’ ιδίων εξόδων την ανέγερσιν Σχολικού κτιρίου και οίτινες πράγματι έστειλαν και ίδιον σχέδιον ως και την πρώτην χρηματικήν δόσιν εκ δρχ. 40 χιλιάδων επ’ ονόματι του αποβιώσαντος Ιωάννου Χαρισιάδου, κατοίκου Ιωαννίνων και μιας διορισθείσης Επιτροπής αποτελουμένης δυστυχώς εξ ατόμων ουχί καταλλήλων διά την διαχείρισιν των κοινών και οίτινες ηθέλησαν να διαχειρισθώσιν τα του σχολείου χρήματα διά ιδικήν των χρήσιν. Εντεύθεν και η ψυχρότης των δωρητών οίτινες έπαψαν πλέον να ενδιαφέρονται…». Συνεχίζοντας την έκθεσή τους αναφέρουν ότι η Επιτροπή πήρε 10.000 δρχ. για να φτιάξει ασβέστη και δεν έφτιαξε ούτε μια οκά. Παρακαλούν δε τον Επιθεωρητή να καταργήσει αυτή την Επιτροπή με τρόπο εύσχημο και «τέλος διά την εν γένει κίνησιν διά την ανέγερσιν του σχολείου να δοθή ελευθερία δράσεως εις τον Πρόεδρον της Σχολικής Επιτροπής κ. Γεώργιον Σπύρου Παπαδόπουλον, νέον με σθένος και ζήλον εν συνεννοήσει μετά του διδασκάλου της Κοινότητος αλλά και να προταθή νέα Σχολική Επιτροπή».
Στις 21 Σεπτεμβρίου του 1926 ο Επιθεωρητής των Δημοτικών Σχολείων Ιωαννίνων στέλνει το με αριθμ, 771 έγγραφο προς το Σεβασμιότατο Μητροπολίτη Ιωαννίνων, ως πρόεδρο της επιτροπής ανεγέρσεως διδακτηρίων, μαζί με σχετικά παραστατικά και παρακαλεί να διατάξει τα «δέοντα» για το σχολείο.
Στις 18 Οκτωβρίου 1926 ο πρόεδρος της Κοινότητας, Λάμπρος Βάγιας, στέλνει αναφορά προς τον Επιθεωρητή Δημοτικών Σχολείων με αριθμό πρωτ. 1290/2.11.26. « Λαμβάνω την τιμήν να αναφέρω υμίν κύριε Επιθεωρητά και να γνωρίσω τα εξής. Από διετίας και πλέον μας εδώρησαν οι αδελφοί Μπέκα εξ Αμερικής 35.000 δραχμάς τας οποίας μας εδώρησαν ίνα διατεθώσιν διά την ανέγερσιν νέου σχολείου. Όντως μας έστειλον και σχέδιον ίνα το σχολείον γίνη διτάξιον. Συνάμα δε και ακόμη να μας βοηθήσουν όταν παρουσιασθή ανάγκη και επειδή ανέκαθεν στερούμεθα καταλλήλου σχολείου απεφασίσαμεν ενεργούντες διά νέον σχολείον και οικοδομήσαμε μέρος αναγκαιούσης ασβεστοκαμίνου. Παρακαλούμεν υμάς κύριε Επιθεωρητά εξ ονόματος όλης της Κοινότητος ίνα ενεργήσετε και διετεθή εις ημάς ανάλογος χρηματική βοήθεια, συνάμα δε και να μας εγκρίνητε ίνα το σχολείον γίνη διτάξιον διά να μη δυσαρεστήσωμεν και τους δωρητές μας και η Κοινότης μας περισσότερον ζήλον θα επιδείξη προσφέροντας υλικήν υποστήριξιν και προσωπικήν εργασίαν».
Σε έκθεση της Σχολικής Επιτροπής προς την Ιερά Μητρόπολη Ιωαννίνων με ημερομηνία 5 Φεβρουαρίου 1927 αναφέρεται, ότι η ασβεστοκάμινος είχε γίνει μαζί με την ασβεστοκάμινο της Κόπρας και ότι η Μονή της Καταμάχης διέθεσε 2.000 οκάδες ασβέστη. Σε σχετικό έγγραφο του Ιερομόναχου που στέλνει στην Ιερά Μητρόπολη μεταξύ των άλλων αναφέρεται: «Το ζήτημα είναι διά τον ασβέστη προς το παρόν διότι διά τον ασβέστη της Έλεζνας ο μηχανικός είπε ότι είναι άχρηστος και πρέπει να φροντίσωμεν διά άλλην. Η δε Λιβίκστα θα φτιάξη ασβεστοκάμινο ιδικό της. Εις Κόπρα τώρα όπου πάω επιτοπίως αλλά κι εκείνη διά τον ασβέστη έχει ανάγκη…»
Στη με αριθμό 76/10.3.1927 βεβαίωση για την έκδοση ατελούς άδειας, ο έκτακτος σχολικός εμπειροτέχνης, Ιωάννης Αναγνωστόπουλος, βεβαιώνει ότι γιά την ανέγερση του σχολείου της Κοινότητας Ελέζνης και την περιτείχιση του οικοπέδου απαιτούνται 25.000 οκάδες ασβέστη.
Στις 13 Μάρτη του 1927, ημέρα Κυριακή, υπογράφεται το συμφωνητικό μεταξύ της Σχολικής Επιτροπής η οποία αποτελούνταν από το Γεώργιο Σπ. Παπαδόπουλο, ως Πρόεδρο, και τα μέλη 1) Αρχιμανδρίτη, Παπαθανάση Παπαθανασίου, 2) Γεώργιο Νικ. Παπαδόπουλο, 3) Γεώργιο Αρ. Γκιόκα, και 4) Γεώργιο Κ. Παπαδόπουλο και των μαστόρων: 1) Χρήστο Ιωάν. Γαλάνη, 2) Κωνσταντίνο Ευαγ. Γαλάνη και 3) Κωνσταντίνο Γ. Μακρυγιάννη από το Κεράσοβο Κόνιτσας, το επάγγελμα χτίστες και αποφάσισαν: «οι μεν πρώτοι συμβαλλόμενοι υπόσχονται να πληρώσουν διά έκαστον τρέχον μέτρον δραχμάς εκατόν πεντήκοντα. Υπόσχονται δε και την μεταφοράν ασβέστου και νερού ως και μερικά άλλα χρήσιμα υλικά. Υπόσχονται και διά τα εξής τροφήματα: 1) 25 οκάδες ούζο, 2) 12 σφάγια , 3) 25 οκάδες φασόλια και ανάλογα άλλα όσπρια, και 4) 30 οκάδες τυρί. Οι δε δεύτεροι συμβαλλόμενοι αναλαμβάνουσι την μεταφοράν άμμου και της πέτρας εν γένει μέχρι τέλους της κτίσεως. Οι μεν γωνίες και παράθυρα θα γίνουν με το σουφλί όχι καθαρό πελέκι και στην κορυφή υπόσχονται να περάσουν δύο γριπίδες και μία κορνίζα εν τω πατώματι».
Την ίδια μέρα έκαναν και άλλη συμφωνία με τους χτίστες για τον ασβέστη και η Σχολική Επιτροπή υποσχέθηκε να πληρώσει 60 λεπτά για κάθε οκά ασβέστη και οι μαστόροι από την πλευρά τους ότι θα παραδώσουν καθαρή ασβέστη και έλαβαν ως προκαταβολή 6.000 δραχμές.
Στις 2 Μάη του 1927 ο πρόεδρος της Κοινότητας, Λάμπρος Βάγιας, στέλνει τη με αριθμό 44 αναφορά προς την Ιερά Μητρόπολη Ιωαννίνων συνυποβάλλοντας και το με αριθμό 6 πρακτικό του Κοινοτικού συμβουλίου για υποχρεωτικό έρανο 25.583 δραχμών.
Από έγγραφο με ημερομηνία 15 Μάη του 1927 που στέλνει η προσωρινή διοικούσα επιτροπή προς την Ιερά Μητρόπολη Ιωαννίνων, μαθαίνουμε ότι η ασβεστοκάμινος κάηκε και η Κοινότητα με μεγάλη προθυμία μετέφερε τον ασβέστη και ακόμη ότι το έργο προχώρησε στο κτίσιμο αλλά τα χρήματα της δωρεάς του Μπέκα τελείωσαν και παρακαλεί να ληφθεί πρόνοια για την αποπεράτωση του έργου καθόσον η Κοινότητα δεν μπορεί να προσφέρει χρήματα για την πληρωμή των μαστόρων.
Σε ένα μικρό σημείωμα 5Χ10 γραμμένο με μολύβι και ημερομηνία 6 Ιουνίου 1927 διαβάζουμε: «ΕΛΕΖΝΑ: Διδακτήριον μονοτάξιον. ΠΟΡΟΙ: προσέφερον 22.000 δραχμές δωρεάς Μπέκα. Επέβαλον υποχρεωτικόν έρανον και προσωπικήν εργασίαν. Η τοιχοποιία τελείωσε. Η Κ.Δ.Ε. ήταν αρωγός με 5.000 δραχμές επιφυλασσομένη να προβή εις νέαν ενίσχυσιν συν τη προόδω των εργασιών. Ανάγκη μεταβάσεως μηχανικού διά παραλαβήν του έργου».
Στις 9 Ιουνίου 1927 το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας στέλνει το με αριθμό πρωτ. 25146 έγγραφο προς τον Επιθεωρητή Δημοτικών Σχολείων και γράφει: «Απαντώντες εις την υπ’ αριθ. 5802 ε.έ. υμετέραν αναφοράν γνωρίζομεν υμίν ότι έχοντας υπ’ όψιν την διάταξιν του άρθρου 4 του από 21 Ιουλίου 1925 Ν.Δ. συνιστώμεν διά την ανέγερσιν διδακτηρίου εν Ελέζνη πενταμελή διδακτηριακήν επιτροπήν αποτελουμένην εκ των κ.κ. 1) Γεωργίου Αναγνώστου Παπαδοπούλου, 2) Λάμπρου Βάγια, 3) Γεωργίου Ν. Παπαδοπούλου, 4) Αρχιμανδρίτου Αθανασίου, ηγουμένου της Ιεράς μονής Διχούνης ή Καταμάχης και 5) εκ του διευθυντού του Σχολείου όστις θέλει εκτελεί συγχρόνως και χρέη Γραμματέως της ως άνω επιτροπής».
Από έκθεση του αρχιμανδρίτη Αθανασίου με ημερομηνία 15 Ιουνίου 1927 πληροφορούμαστε ότι δαπανήθηκαν για την τοιχοποιία του σχολείου 12.904,60 δραχμές, για την ασβεσταριά 6.996,60 δραχμές, για έκτακτα έξοδα χτιστών 2.100 δραχμές, για ξύλα και πρόκες 610 δραχμές και για έξοδα ταμία 631 δραχμές. Σύνολον εξόδων 23.242,20 δραχμές. Έσοδα (από τη δωρεά των αδελφών Μπέκα 22.750 δρχ., και από το Ταμείο της Ι. Μητρόπολης 5.000 δραχμές) σύνολον 27.750 δραχμές.
Ο Γενικός Διοικητής Ηπείρου, Χ. Μαυρομάτης, με το υπ’ αριθ. 11/17.6. 1927 έγγραφό του εγκρίνει τη διενέργεια εράνου στην Κοινότητα με σκοπό την αποπεράτωση του διδακτηρίου.
Στην από 25 Ιουνίου 1927 επιστολή της Ιεράς Μητρόπολης Ιωαννίνων προς τον Γεώργιο Μπέκα διαβάζουμε: «Έντιμε κύριε Μπέκα. Ευχόμεθά σοι εν Κυρίω πατρικώς. Ευχαρίστως αναγγέλομεν υμίν ότι χάρις εις την υμετέραν γενναιοδωρίαν επερατώθη ήδη η τοιχοποιία του σχολείου της υμετέρας κοινότητος κατόπιν ενισχύσεως και υφ’ ημών διά αρκετού ποσού εκ μέρους των γενικών κληροδοτημάτων. Ήδη υπολείπεται η στέγασις και αι εσωτερικαί εργασίαι. Η υμετέρα Κοινότης επέβαλεν ήδη εις τους κατοίκους υποχρεωτικόν έρανον παρά την πενίαν των. Ημείς εντεύθεν θα προσέλθωμεν και πάλιν αρωγοί αλλά προς ταχύν και αίσιον τέρμα του αρξαμένου έργου συνιστώμεν πατρικώς και ποιούμεν έκκλησιν εις τα φιλοπάτριδα και γενναία υμών αισθήματα όπως προβήτε εις μίαν ακόμη γενναιόδωρον χειρονομίαν. Το όνομά σας θα συνδεθή αρρήκτως προς την αναγέννησιν και την πρόοδον της ευτυχούς ιδιαιτέρας σας πατρίδος της οποίας τα τέκνα θα ευλογώσιν εσαεί την μνήμη σας».
Με χρήματα των αδελφών, Αναστασίου και Γεωργίου Μπέκα και με τους ίδιους μαστόρους που έφτιαξαν το σχολικό κτίριο, έγινε και το μονότοξο πέτρινο γεφύρι στη θέση "Ειρήνη".
Δυστυχώς δεν υπήρξε ποτέ μια εντοιχισμένη πλάκα στο σχολείο για να αναφέρει τα όνοματα των δωρητών και ουδέποτε δεν έγινε ένα μνημόσυνο για αυτούς.
Στις 12 Ιουλίου 1927 τριάντα πέντε κάτοικοι της Κοινότητας υποβάλλουν αναφορά προς το Σεβασμιότατο Μητροπολίτη και ζητούν να απαλλαγούν από τον έρανο γιατί είναι φτωχοί άνθρωποι και πέρα από την προσωπική τους εργασία δεν μπορούν να προσφέρουν χρήματα.
Την αναφορά υπογράφουν: Βασίλη Γιώτης, Παύλο Παππάς, Κώστα Μάντης, Βαγγέλη Γιώτης, Γιάννη Πέτρης, Ιωάννης Παπαδόπουλος, Χρήστος Κ. Παπαδόπουλος, Γεώργιος Αθ. Γκιόκας, Χρήστος Φωτίου Μπέκας, Γεώργιος Μαντόπουλος, Ευάγγελος Κώστα Μακάριος, Βασίλη Γιώρης, Αποστόλη Γιώτης, Πέτρο Γιώτης, Νάκο Γιώτης, Πέτρο Γιάννης, Γιάννη Βασίλης, Κώστα Βασίλης, Θοδωρ’ Γιάννης, Νάσιο Γιάννης, Δημήτριος Μαντόπουλος, Ζαχαρίας Μάντης, Μήτρο Χρήστος, Γεώργιος Γκιόκας, Σπύρο Παππάς, Νικόλα Λάμπρος, Θοδωρ’ Μπέκας, Θοδωρ’ Γκέλης, Ηλίας Μητρο -Νικόλας, Βασίλη Κώστας, Γληγόρ’ Γιώτης, Νικόλα Διαμάντης, Γάκη Πέτρης, Μήτρο Πανταζής και Νικόλας Παπαδόπουλος. Τη βεβαίωση της γνησιότητας των υπογραφών κάνει ο εφημέριος Κωνσταντίνος Δήμου (παπα-Κώστας) και υπογράφει και ο πρόεδρος της Κοινότητας Λάμπρος Βάγιας.
Στις 10 Οκτωβρίου 1927 στέλνει ο σχολικός αρχιτέκτονας Κ. Ρουσόπουλος προς το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων (Τμήμα Αρχιτεκτονικό), και ζητά αρωγή για την αποπεράτωση των εργασιών του κτιρίου του σχολείου της Κοινότητας Έλεζνας (Κεντρική Διδακτηριακή Επιτροπή Κ.Δ.Ε. Ηπείρου: 621). «Λαμβάνω την τιμήν να παρακαλέσω όπως χορηγηθή αρωγή δραχμών τεσσαράκοντα χιλιάδων προς συμπλήρωσιν επειγουσών οικοδομικών αναγκών του νεοανεγειρομένου διδακτηρίου Ελέζνης Επαρχίας Ιωαννίνων». Κάτω από την υπογραφή του αρχιτέκτονα με κόκκινα γράμματα σημειώνεται: «Η υποβληθείσα αίτησις έγινε διά αρωγήν 20.000 επιφυλασσόμενοι όπως ζητήσωμεν αργότερον το υπόλοιπον».
Η Διδακτηριακή Επιτροπή δεν έχει δυστυχώς χρήματα να πληρώσει τους μαστόρους και ο σχολικός αρχιτέκτονας με το με αριθμό 130/28.5.1930 έγγραφο που στέλνει, παρακαλεί: «Κατόπιν επανειλημμένων παραπόνων του εργολάβου Χρήστου Τσιάντα παρακαλούμεν όπως μεριμνήσετε διά την εκκαθάρισιν του λογαριασμού και την πληρωμήν αυτού».
Στις 26 Απριλίου 1931 ο δάσκαλος Φατούρος γράφει. «Κύριε Αναγνωστόπουλε, δεν πήρα ακόμη κανένα σας γράμμα διά τους τεχνίτες που μου είχατε πει. Προ πάσης όμως αποφάσεως ο κύριος Επιθεωρητής θέλει να ενημερωθή υφ’ υμών περί της απαιτηθησομένης ξυλείας διά την κατασκευήν ταβανίων, θυρών, παραθύρων και θρανίων και τας διαστάσεις αυτών, έστω κι αν η εργασία θα γίνη κατά μονάδα. Διά τούτο σας παρακαλώ να δώσετε εις τον επιφέροντα την ανωτέρω βεβαίωσιν διά να μας εγκρίνη ο κύριος Επιθεωρητής την ανάθεσιν της εργασίας εις τον α΄ ή τον β΄ τεχνίτην».
Ο σχολικός εμπειροτέχνης, Ιωάννης Αναγνωστόπουλος, με το υπ’ αριθ. 515 / 30.4. 1931 έγγραφο προς τη Διδακτηριακή Επιτροπή της Έλεζνας γράφει: «Αποστέλλομεν υμίν συνημμένως κατάλογον απαιτηθεισομένης ξυλείας διά την αποπεράτωσιν των ξυλουργικών έργων του διδακτηρίου σας και παρακαλούμεν διά τα περαιτέρω.
Κατάλογος της απαιτηθεισομένης ξυλείας των ξυλουργικών έργων του διδακτηρίου της Κοινότητος Ελέζνης. Είδος ξυλείας: Σανίδια πατώματος, Οροφής, διά πήχεις, θυρών και περβαζίων, ντογραμάδες εξώθυρας, κάσσες παραθύρων, κάσσες υαλοστασίων. Τα θρανία θα κατασκευασθώσιν ενταύθα και δεν παρίσταται ανάγκη καταλόγου. Έκαστον θα στοιχίσει δραχμάς 340-350 με τα έξοδα συσκευής».
Ο σχολικός εργοδηγός Φιλιατών Παραμυθιάς με το υπ’ αριθ. πρωτ. 14/8.1.1935 έγγραφο προς τον Επιθεωρητή Δημοτικών Σχολείων αναφέρει: «Έχομεν την τιμήν να γνωρίσωμεν υμίν ότι κατόπιν υμετέρου εγγράφου μεταβάς εις Έλεζναν εξήτασα τας διδακτηριακάς ανάγκας του Σχολείου Ελέζνης και εκ της εξετάσεως ταύτης διεπίστωσα ότι επί του παρόντος λόγω των καιρικών συνθηκών και του απεμακρυσμένου μέρους, η εργασία της ανακατασκευής της στέγης διά κεράμων θέλει γίνει περί του τέλους Μαρτίου 1935. Οπότε θα είναι δυνατόν να μεταφερθώσιν εξ Ιωαννίνων οι κέραμοι διά προσωπικής εργασίας και τούτο διότι τα υποζύγια των κατοίκων Ελέζνης ευρίσκονται εις τας χειμερινάς βοσκάς της Πάργης. Παρ’ ημών ποσόν χιλίων δραχμών θα δοθή διά άμεσον ανάγκην και θέλει χρησιμοποιηθεί. Ως επί τούτου υπέδειξα εις την σχολικήν εφορείαν επί τη αποδώσει εν καιρώ λογαριασμού» (Κ.Δ.Ε. 23/ 16.1.35).
Η Σχολική Εφορεία Έλεζνας με το αριθ. Πρωτ. 1/27.9.1934 που στέλνει προς το σχολικό αρχιτέκτονα αναφέρει: «Λαμβάνομεν την τιμήν να αναφέρωμεν υμίν ότι το διδακτήριον Ελέζνης το οποίον λειτουργεί από το 1930 και από τότε έμεινεν ατελείωτος εργασία υπό του εργολάβου ξυλουργού (…) ήτοι η τοποθέτησις μανταλούδων και τα σοβατίσματα όπως είχεν την εργασίαν εργολαβικώς. Τούτο δε έγινεν γνωστόν και εις τον μηχανικόν των σχολείων της Παραμυθίας από πέρυσι αλλά ουδεμίαν μέριμναν ελήφθη. Επειδή όμως το πάτωμα διατρέχει κίνδυνον να σαπή λόγω του ότι κατά τας θυέλλας εισέρχονται τα νερά εκ των διακένων της εξωθύρας άτινα είναι ανοικτά και να τοποθετηθώσι ύαλοι, πολλώ μάλλον εισέρχεται αέρας δυνατός κατά την χειμερινήν περίοδον και οι μαθηταί υποφέρουν εκ του ψύχους. Διά ταύτα παρακαλούμεν υμάς όπως ευαρεστούμενοι διατάξητε αρμοδίως ίνα αποπερατωθή η υπολειπομένη εργασία του Σχολείου μας υπό του εργολάβου διότι είναι αισχρόν κατά τας σημερινάς περιστάσεις να φθείρεται το διδακτήριον διά το οποίον τόσα χρήματα εδαπανήθησαν».(Κ.Δ.Ε. Ηπείρου. Αριθμός πρωτ. 637.Ελήφθη 9.10.1934).
Για το χτίσιμο του καινούριου σχολείου ο Ελευθέριος Δ. Παπαδόπουλος (Λευτέρη Μπόρος) μας είπε: «Όταν ήρθε ο Δεσπότης Σπυρίδων, μας πήγαν όλα τα μαθητούδια με τους χωριανούς στο Σέλλωμα για να τον προϋπαντήσουμε. Είχε μαζί του το μηχανικό Αναγνωστόπουλο από την Κοβίλιανη και άλλους 5-6 λαϊκούς και παπάδες. Το βράδυ κοιμήθηκε στου παπα-Κώστα και την άλλη μέρα συγκεντρώθηκαν όλοι στην εκκλησία για να συζητήσουν μετά τη Θεία λειτουργία για το σχολείο. ΄Ηταν εκεί ο Γιώρ’ Θανάσης, ο Λάμπρο Νάσης, ο παπα-Κώστας, ο Μήτρο Πανταζής, ο Πάντο Δημητριώτης, ο Γάκη Πέτρης, ο Μήτρο Μπόρος, ο Γιώργο Σπύρος κ. ά.. Υπήρχε και κρατική βοήθεια για το χτίσιμο του σχολείου αλλά τους λέει ο δεσπότης: «μια και τα χρήματα που στέλνει ο συγχωριανός σας φτάνουν για να γίνει το σχολείο σας θα δώσουμε την κρατική επιχορήγηση στην Καταμάχη για να γίνει και το σχολείο τους».
»Το κτίριο το έκτισαν μαστόροι Κονιτσιώτες. Οι ίδιοι έκτισαν το σπίτι του Γάκη Κώστα και των Νασαίων (Γιώρ’ Θανάση ).
» Αφού έγινε ο σκελετός και έφτασε το κτίριο μέχρι τη γριπίδα, έβαλαν τα πέτροβα και έπρεπε να πάρουν το κεραμίδι, το οποίο είχαν φέρει μέχρι την Κοσμηρά, μια και τότε ο δημόσιος δρόμος μέχρι εκεί έφτανε. Οι χωριανοί όμως δεν πήγαν να το πάρουν με την πρόφαση ότι δεν έχουν ζώα για να το κουβαλήσουν και έβγαλαν μόνοι τους πλάκα και σκέπασαν το καινούριο σχολείο. Το κεραμίδι το πήρε το Ανθοχώρι (τότε Κόπρα) και σκέπασαν το σχολείο τους».
Το σχολικό κτίριο τελείωσε το 1933 όταν δάσκαλος ήταν ο Γεράσιμος Γοργιάς, από την Πελοπόννησο. Το νέο διδακτήριο είναι 100 τ.μ. και έχει μια ευρύχωρη αίθουσα διδασκαλίας (54 τ.μ.), δωμάτιο για το δάσκαλο με τζάκι, γραφείο και ένα διάδρομο. Η συνολική έκταση του οικοπέδου είναι 2.750 τ.μ. και ο υπαίθριος χώρος 200 τ.μ.. Για τη Σχολική βιβλιοθήκη, ο τότε πρόεδρος της Σχολικής Εφορείας, Γεώργιος Σπυρ. Παπαδόπουλος, δώρισε στο σχολείο την πεντάτομη Ιστορία του Ελληνικού Έθνους του Παπαρηγόπουλου.
Το κτίριο επισκευάζεται ύστερα από κάμποσα χρόνια και στις 27. 1. 1947 γίνεται ειδική συγγραφή υποχρεώσεων για την επισκευή του διδακτηρίου η οποία αποτελείται από έντεκα άρθρα.
Στον σχετικό προϋπολογισμό και το τιμολόγιο διαβάζουμε: «Ο υπογεγραμμένος εμπειροτέχνης εργολάβος, Κωνσταντίνος Φαρμάκης, κάτοικος Μπαουσιών, δηλώ διά της παρούσης ότι αναλαμβάνω την εκτέλεσιν των κατωτέρω διά την κατασκευήν του ξυλουργικού έργου του εν λόγω διδακτηρίου διά των έναντι σημειωμένων τιμών μονάδων εις άς περιλαμβάνονται πάσαι αι νόμιμαι κρατήσεις και το αναλογούν χαρτόσημον. Η εκτέλεσις των εργασιών γενήσεται συμφώνως προς τας σχετικάς διατάξεις της σχετικής συγγραφής υποχρεώσεων του Υπουργείου Παιδείας και των οδηγιών της επιβλεπούσης επιτροπής.
ΕΙΔΟΣ ΠΟΣΟΤΗΤΑ ΤΙΜΗ ΜΟΝΑΔΟΣ ΚΟΣΤΟΣ
Κατασκευή υαλοστασίων 14 τ.μ. 70.000 980.000
Επισκευή υαλοστασίων και θυρών 3 τεμάχια 20.000 60.000
Σποραδικά πατώματα 4 τ.μ. 25.000 100.000
Επισκευή κατωκασίων παραθύρων 5 τεμάχια 15.000 75.000
Προμήθεια και τοποθέτηση υαλοπινάκων 16 τ.μ. 10.000 160.000
ΣΥΝΟΛΟΝ 1.375.000
Εν Ιωαννίνοις τη 3 Φεβρουαρίου 1947. Ο εργολάβος».
Από τότε μέχρι και σήμερα έγιναν και γίνονται αρκετές επισκευές και τροποποιήσεις στους τοίχους, τη στέγη και τα παράθυρα του διδακτηρίου και κατά τη γνώμη μας χρειάζονται ακόμη κι άλλες.
Τα πατώματα θέλουν αλλαγή και τα παράθυρα καινούρια κατασκευή. Το σχολείο έκλεισε αλλά το κτίριο με την πολύχρονη ιστορία του και τις αναμνήσεις μας, παραμένει εκεί για να θυμίζει σε μας και σ΄αυτούς που έρχονται, ότι έγινε με τον κόπο, το μόχθο, τους αγώνες, την αγωνία και τα χρήματα των Αρτοπουλιωτών. Και να θυμίζει ακόμη τις
Το οικόπεδο, για να χτιστεί το νέο σχολείο, το δώρισαν από μισό η Αικατερίνη Δημητρίου Βλάχου (Γκελοπούλα ) και ο Θεόδωρος Γεωργίου Λιόλιος ( Θοδωρ’ Λιόλιος).
Άλλοι χωριανοί ήθελαν να χτιστεί καινούριο σχολείο κι άλλοι υποστήριζαν να μη γίνει λέγοντας «κι εγώ τα γράμματα τα έμαθα στο χαγιάτι του Αι – Γιώρη» ή «καλό είναι και το Κοτσέκι». Άλλοι πάλι χωριανοί χαίρονταν για τη δωρεά των συμπατριωτών τους Αναστασίου και Γεωργίου Μπέκα κι άλλοι προτιμούσαν να χτιστεί το σχολείο με την κρατική βοήθεια.
Στο με αριθμό 16 / 13.11.1926 Πρακτικό της Κοινότητας αναφέρεται μεταξύ των άλλων: «Το νέο κτίριο του Σχολείου μας που ανεγείρεται έφερε σε μεγάλη έχθρα την Κοινότητα και το χωριό διαιρέθηκε σε τρία – τέσσερα μέρη». Το Πρακτικό είναι γραμμένο από το χέρι του Λεωνίδα Ζήκου και υπογράφει ο πρόεδρος της Κοινότητας Λάμπρος Βάγιας.
Για την τελική απόφαση τόσο της τοποθεσίας όσο και της ανέγερσης του κτιρίου χρειάστηκε να επέμβει ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων και αργότερα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Σπυρίδων.
Τα χρήματα για το χτίσιμο του σχολείου τα διέθεσαν τα αδέλφια Αναστάσιος και Γεώργιος Δημητρίου Μπέκας που βρισκόταν στη Νέα Υόρκη των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και επειδή δεν έφταναν τα χρήματα έκαναν έρανο οι χωριανοί και συγκέντρωσαν άλλες 11.000 δραχμές. Ο Αναστάσιος και ο Γεώργιος Μπέκας, εκτός από τα χρήματα, είχαν στείλει και το σχέδιο του σχολείου που το ονειρευόταν διτάξιο και σημείωναν ως τοποθεσία του σχολείου τη «Γκορτσιά του Γούσια». Οι χωριανοί όμως κανόνισαν να γίνει πιο ψηλά στη ράχη όπου υπήρχε ένα αλώνι.
Σε επιστολή της Ιεράς Μητρόπολης Ιωαννίνων προς το Γεώργιο Μπέκα, με ημερομηνία 22 Μαρτίου 1926, αναφέρεται ότι έστειλε μεν στο Χαρισιάδη χρήματα αλλά απομένουν ακόμη 22.000 δρχ.. Η Ιερά Μητρόπολη Ιωαννίνων θα διαθέσει βέβαια «γενναίον ποσόν εκ των γενικών κληροδοτημάτων», αλλ’ επειδή η δαπάνη θα ανέλθει ως 200.000 περίπου δρχ. «ποιώμεθα έκκλησιν προς τα ευγενή και φιλοπάτριδα υμών αισθήματα όπως προβείτε εις μίαν εισέτι γενναίαν προσπάθειαν, ούτως ώστε να δυνηθώμεν εντός του τρέχοντος έτους να φέρωμεν εις αίσιον πέρας το έργον και να στεγάσωμεν ευπροσώπως τας νεαράς παιδικάς υπάρξεις παρασκευάζοντας δι’ αυτούς τουλάχιστον αισιώτερον μέλλον…».
Στις 10 Μαΐου 1926 σε επιστολή που στέλνει ο χωριανός Γεώργιος Σπύρου Παπαδόπουλος προς τον Επιθεωρητή της Εκπ/κής Περιφέρειας Ιωαννίνων γράφει : «…Ο Μπέκας έστειλε 30.000 δραχμές στον Χαρισιάδη Ιωάννη, δικηγόρο Ιωαννίνων και λίγο πριν το θάνατό του μετεφέρθη το ελάχιστον ποσόν εις το Ταμείον Ιεράς Μητροπόλεως Ιωαννίνων, το δε υπόλοιπον ευρίσκεται σκορπισμένον εις διαφόρους αυτών πράξεις…».
Στις 27 Ιουλίου 1926 σε έκθεση που υπογράφουν οι δημοδιδάσκαλοι Γεώργιος Ίκκος και Αθανάσιος Γκαραμέτσιος αναφέρουν: «Το Σχολείον της Κοινότητος Ελέζνης είναι τελείως ακατάλληλον, ανήλιον, χαμηλόν και εν γένει τελείως ανθυγιεινόν. Καθ΄ ό διάστημα υπηρέτει ως δημοδιδάσκαλος ο υποφαινόμενος Γεώργιος Ίκκος κατώρθωσε διά παραινετικών επιστολών προς τους εν Ν. Υόρκη εξ Ελέζνης αδελφούς Μπέκα όπως πείσει αυτούς ν’ αναλάβουν δι’ ιδίων εξόδων την ανέγερσιν Σχολικού κτιρίου και οίτινες πράγματι έστειλαν και ίδιον σχέδιον ως και την πρώτην χρηματικήν δόσιν εκ δρχ. 40 χιλιάδων επ’ ονόματι του αποβιώσαντος Ιωάννου Χαρισιάδου, κατοίκου Ιωαννίνων και μιας διορισθείσης Επιτροπής αποτελουμένης δυστυχώς εξ ατόμων ουχί καταλλήλων διά την διαχείρισιν των κοινών και οίτινες ηθέλησαν να διαχειρισθώσιν τα του σχολείου χρήματα διά ιδικήν των χρήσιν. Εντεύθεν και η ψυχρότης των δωρητών οίτινες έπαψαν πλέον να ενδιαφέρονται…». Συνεχίζοντας την έκθεσή τους αναφέρουν ότι η Επιτροπή πήρε 10.000 δρχ. για να φτιάξει ασβέστη και δεν έφτιαξε ούτε μια οκά. Παρακαλούν δε τον Επιθεωρητή να καταργήσει αυτή την Επιτροπή με τρόπο εύσχημο και «τέλος διά την εν γένει κίνησιν διά την ανέγερσιν του σχολείου να δοθή ελευθερία δράσεως εις τον Πρόεδρον της Σχολικής Επιτροπής κ. Γεώργιον Σπύρου Παπαδόπουλον, νέον με σθένος και ζήλον εν συνεννοήσει μετά του διδασκάλου της Κοινότητος αλλά και να προταθή νέα Σχολική Επιτροπή».
Στις 21 Σεπτεμβρίου του 1926 ο Επιθεωρητής των Δημοτικών Σχολείων Ιωαννίνων στέλνει το με αριθμ, 771 έγγραφο προς το Σεβασμιότατο Μητροπολίτη Ιωαννίνων, ως πρόεδρο της επιτροπής ανεγέρσεως διδακτηρίων, μαζί με σχετικά παραστατικά και παρακαλεί να διατάξει τα «δέοντα» για το σχολείο.
Στις 18 Οκτωβρίου 1926 ο πρόεδρος της Κοινότητας, Λάμπρος Βάγιας, στέλνει αναφορά προς τον Επιθεωρητή Δημοτικών Σχολείων με αριθμό πρωτ. 1290/2.11.26. « Λαμβάνω την τιμήν να αναφέρω υμίν κύριε Επιθεωρητά και να γνωρίσω τα εξής. Από διετίας και πλέον μας εδώρησαν οι αδελφοί Μπέκα εξ Αμερικής 35.000 δραχμάς τας οποίας μας εδώρησαν ίνα διατεθώσιν διά την ανέγερσιν νέου σχολείου. Όντως μας έστειλον και σχέδιον ίνα το σχολείον γίνη διτάξιον. Συνάμα δε και ακόμη να μας βοηθήσουν όταν παρουσιασθή ανάγκη και επειδή ανέκαθεν στερούμεθα καταλλήλου σχολείου απεφασίσαμεν ενεργούντες διά νέον σχολείον και οικοδομήσαμε μέρος αναγκαιούσης ασβεστοκαμίνου. Παρακαλούμεν υμάς κύριε Επιθεωρητά εξ ονόματος όλης της Κοινότητος ίνα ενεργήσετε και διετεθή εις ημάς ανάλογος χρηματική βοήθεια, συνάμα δε και να μας εγκρίνητε ίνα το σχολείον γίνη διτάξιον διά να μη δυσαρεστήσωμεν και τους δωρητές μας και η Κοινότης μας περισσότερον ζήλον θα επιδείξη προσφέροντας υλικήν υποστήριξιν και προσωπικήν εργασίαν».
Σε έκθεση της Σχολικής Επιτροπής προς την Ιερά Μητρόπολη Ιωαννίνων με ημερομηνία 5 Φεβρουαρίου 1927 αναφέρεται, ότι η ασβεστοκάμινος είχε γίνει μαζί με την ασβεστοκάμινο της Κόπρας και ότι η Μονή της Καταμάχης διέθεσε 2.000 οκάδες ασβέστη. Σε σχετικό έγγραφο του Ιερομόναχου που στέλνει στην Ιερά Μητρόπολη μεταξύ των άλλων αναφέρεται: «Το ζήτημα είναι διά τον ασβέστη προς το παρόν διότι διά τον ασβέστη της Έλεζνας ο μηχανικός είπε ότι είναι άχρηστος και πρέπει να φροντίσωμεν διά άλλην. Η δε Λιβίκστα θα φτιάξη ασβεστοκάμινο ιδικό της. Εις Κόπρα τώρα όπου πάω επιτοπίως αλλά κι εκείνη διά τον ασβέστη έχει ανάγκη…»
Στη με αριθμό 76/10.3.1927 βεβαίωση για την έκδοση ατελούς άδειας, ο έκτακτος σχολικός εμπειροτέχνης, Ιωάννης Αναγνωστόπουλος, βεβαιώνει ότι γιά την ανέγερση του σχολείου της Κοινότητας Ελέζνης και την περιτείχιση του οικοπέδου απαιτούνται 25.000 οκάδες ασβέστη.
Στις 13 Μάρτη του 1927, ημέρα Κυριακή, υπογράφεται το συμφωνητικό μεταξύ της Σχολικής Επιτροπής η οποία αποτελούνταν από το Γεώργιο Σπ. Παπαδόπουλο, ως Πρόεδρο, και τα μέλη 1) Αρχιμανδρίτη, Παπαθανάση Παπαθανασίου, 2) Γεώργιο Νικ. Παπαδόπουλο, 3) Γεώργιο Αρ. Γκιόκα, και 4) Γεώργιο Κ. Παπαδόπουλο και των μαστόρων: 1) Χρήστο Ιωάν. Γαλάνη, 2) Κωνσταντίνο Ευαγ. Γαλάνη και 3) Κωνσταντίνο Γ. Μακρυγιάννη από το Κεράσοβο Κόνιτσας, το επάγγελμα χτίστες και αποφάσισαν: «οι μεν πρώτοι συμβαλλόμενοι υπόσχονται να πληρώσουν διά έκαστον τρέχον μέτρον δραχμάς εκατόν πεντήκοντα. Υπόσχονται δε και την μεταφοράν ασβέστου και νερού ως και μερικά άλλα χρήσιμα υλικά. Υπόσχονται και διά τα εξής τροφήματα: 1) 25 οκάδες ούζο, 2) 12 σφάγια , 3) 25 οκάδες φασόλια και ανάλογα άλλα όσπρια, και 4) 30 οκάδες τυρί. Οι δε δεύτεροι συμβαλλόμενοι αναλαμβάνουσι την μεταφοράν άμμου και της πέτρας εν γένει μέχρι τέλους της κτίσεως. Οι μεν γωνίες και παράθυρα θα γίνουν με το σουφλί όχι καθαρό πελέκι και στην κορυφή υπόσχονται να περάσουν δύο γριπίδες και μία κορνίζα εν τω πατώματι».
Την ίδια μέρα έκαναν και άλλη συμφωνία με τους χτίστες για τον ασβέστη και η Σχολική Επιτροπή υποσχέθηκε να πληρώσει 60 λεπτά για κάθε οκά ασβέστη και οι μαστόροι από την πλευρά τους ότι θα παραδώσουν καθαρή ασβέστη και έλαβαν ως προκαταβολή 6.000 δραχμές.
Στις 2 Μάη του 1927 ο πρόεδρος της Κοινότητας, Λάμπρος Βάγιας, στέλνει τη με αριθμό 44 αναφορά προς την Ιερά Μητρόπολη Ιωαννίνων συνυποβάλλοντας και το με αριθμό 6 πρακτικό του Κοινοτικού συμβουλίου για υποχρεωτικό έρανο 25.583 δραχμών.
Από έγγραφο με ημερομηνία 15 Μάη του 1927 που στέλνει η προσωρινή διοικούσα επιτροπή προς την Ιερά Μητρόπολη Ιωαννίνων, μαθαίνουμε ότι η ασβεστοκάμινος κάηκε και η Κοινότητα με μεγάλη προθυμία μετέφερε τον ασβέστη και ακόμη ότι το έργο προχώρησε στο κτίσιμο αλλά τα χρήματα της δωρεάς του Μπέκα τελείωσαν και παρακαλεί να ληφθεί πρόνοια για την αποπεράτωση του έργου καθόσον η Κοινότητα δεν μπορεί να προσφέρει χρήματα για την πληρωμή των μαστόρων.
Σε ένα μικρό σημείωμα 5Χ10 γραμμένο με μολύβι και ημερομηνία 6 Ιουνίου 1927 διαβάζουμε: «ΕΛΕΖΝΑ: Διδακτήριον μονοτάξιον. ΠΟΡΟΙ: προσέφερον 22.000 δραχμές δωρεάς Μπέκα. Επέβαλον υποχρεωτικόν έρανον και προσωπικήν εργασίαν. Η τοιχοποιία τελείωσε. Η Κ.Δ.Ε. ήταν αρωγός με 5.000 δραχμές επιφυλασσομένη να προβή εις νέαν ενίσχυσιν συν τη προόδω των εργασιών. Ανάγκη μεταβάσεως μηχανικού διά παραλαβήν του έργου».
Στις 9 Ιουνίου 1927 το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας στέλνει το με αριθμό πρωτ. 25146 έγγραφο προς τον Επιθεωρητή Δημοτικών Σχολείων και γράφει: «Απαντώντες εις την υπ’ αριθ. 5802 ε.έ. υμετέραν αναφοράν γνωρίζομεν υμίν ότι έχοντας υπ’ όψιν την διάταξιν του άρθρου 4 του από 21 Ιουλίου 1925 Ν.Δ. συνιστώμεν διά την ανέγερσιν διδακτηρίου εν Ελέζνη πενταμελή διδακτηριακήν επιτροπήν αποτελουμένην εκ των κ.κ. 1) Γεωργίου Αναγνώστου Παπαδοπούλου, 2) Λάμπρου Βάγια, 3) Γεωργίου Ν. Παπαδοπούλου, 4) Αρχιμανδρίτου Αθανασίου, ηγουμένου της Ιεράς μονής Διχούνης ή Καταμάχης και 5) εκ του διευθυντού του Σχολείου όστις θέλει εκτελεί συγχρόνως και χρέη Γραμματέως της ως άνω επιτροπής».
Από έκθεση του αρχιμανδρίτη Αθανασίου με ημερομηνία 15 Ιουνίου 1927 πληροφορούμαστε ότι δαπανήθηκαν για την τοιχοποιία του σχολείου 12.904,60 δραχμές, για την ασβεσταριά 6.996,60 δραχμές, για έκτακτα έξοδα χτιστών 2.100 δραχμές, για ξύλα και πρόκες 610 δραχμές και για έξοδα ταμία 631 δραχμές. Σύνολον εξόδων 23.242,20 δραχμές. Έσοδα (από τη δωρεά των αδελφών Μπέκα 22.750 δρχ., και από το Ταμείο της Ι. Μητρόπολης 5.000 δραχμές) σύνολον 27.750 δραχμές.
Ο Γενικός Διοικητής Ηπείρου, Χ. Μαυρομάτης, με το υπ’ αριθ. 11/17.6. 1927 έγγραφό του εγκρίνει τη διενέργεια εράνου στην Κοινότητα με σκοπό την αποπεράτωση του διδακτηρίου.
Στην από 25 Ιουνίου 1927 επιστολή της Ιεράς Μητρόπολης Ιωαννίνων προς τον Γεώργιο Μπέκα διαβάζουμε: «Έντιμε κύριε Μπέκα. Ευχόμεθά σοι εν Κυρίω πατρικώς. Ευχαρίστως αναγγέλομεν υμίν ότι χάρις εις την υμετέραν γενναιοδωρίαν επερατώθη ήδη η τοιχοποιία του σχολείου της υμετέρας κοινότητος κατόπιν ενισχύσεως και υφ’ ημών διά αρκετού ποσού εκ μέρους των γενικών κληροδοτημάτων. Ήδη υπολείπεται η στέγασις και αι εσωτερικαί εργασίαι. Η υμετέρα Κοινότης επέβαλεν ήδη εις τους κατοίκους υποχρεωτικόν έρανον παρά την πενίαν των. Ημείς εντεύθεν θα προσέλθωμεν και πάλιν αρωγοί αλλά προς ταχύν και αίσιον τέρμα του αρξαμένου έργου συνιστώμεν πατρικώς και ποιούμεν έκκλησιν εις τα φιλοπάτριδα και γενναία υμών αισθήματα όπως προβήτε εις μίαν ακόμη γενναιόδωρον χειρονομίαν. Το όνομά σας θα συνδεθή αρρήκτως προς την αναγέννησιν και την πρόοδον της ευτυχούς ιδιαιτέρας σας πατρίδος της οποίας τα τέκνα θα ευλογώσιν εσαεί την μνήμη σας».
Με χρήματα των αδελφών, Αναστασίου και Γεωργίου Μπέκα και με τους ίδιους μαστόρους που έφτιαξαν το σχολικό κτίριο, έγινε και το μονότοξο πέτρινο γεφύρι στη θέση "Ειρήνη".
Δυστυχώς δεν υπήρξε ποτέ μια εντοιχισμένη πλάκα στο σχολείο για να αναφέρει τα όνοματα των δωρητών και ουδέποτε δεν έγινε ένα μνημόσυνο για αυτούς.
Στις 12 Ιουλίου 1927 τριάντα πέντε κάτοικοι της Κοινότητας υποβάλλουν αναφορά προς το Σεβασμιότατο Μητροπολίτη και ζητούν να απαλλαγούν από τον έρανο γιατί είναι φτωχοί άνθρωποι και πέρα από την προσωπική τους εργασία δεν μπορούν να προσφέρουν χρήματα.
Την αναφορά υπογράφουν: Βασίλη Γιώτης, Παύλο Παππάς, Κώστα Μάντης, Βαγγέλη Γιώτης, Γιάννη Πέτρης, Ιωάννης Παπαδόπουλος, Χρήστος Κ. Παπαδόπουλος, Γεώργιος Αθ. Γκιόκας, Χρήστος Φωτίου Μπέκας, Γεώργιος Μαντόπουλος, Ευάγγελος Κώστα Μακάριος, Βασίλη Γιώρης, Αποστόλη Γιώτης, Πέτρο Γιώτης, Νάκο Γιώτης, Πέτρο Γιάννης, Γιάννη Βασίλης, Κώστα Βασίλης, Θοδωρ’ Γιάννης, Νάσιο Γιάννης, Δημήτριος Μαντόπουλος, Ζαχαρίας Μάντης, Μήτρο Χρήστος, Γεώργιος Γκιόκας, Σπύρο Παππάς, Νικόλα Λάμπρος, Θοδωρ’ Μπέκας, Θοδωρ’ Γκέλης, Ηλίας Μητρο -Νικόλας, Βασίλη Κώστας, Γληγόρ’ Γιώτης, Νικόλα Διαμάντης, Γάκη Πέτρης, Μήτρο Πανταζής και Νικόλας Παπαδόπουλος. Τη βεβαίωση της γνησιότητας των υπογραφών κάνει ο εφημέριος Κωνσταντίνος Δήμου (παπα-Κώστας) και υπογράφει και ο πρόεδρος της Κοινότητας Λάμπρος Βάγιας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου