Κυριακή 17 Μαΐου 2015

Το αμάρτημα της νιότης μου

 Όταν ήμουν παιδί του δημοτικού στο σπίτι μας υπήρχαν δυο βιβλία. Πρώτα η απαραίτητη «Σύνοψη». Κάθε Μεγάλη Παρασκευή την κουβαλούσα στον Επιτάφιο, να ψάλλω με την παρέα το «Ω! γλυκύ μου έαρ». Μετά, ένα κακοτυπωμένο πρόχειρο φυλλάδιο - λησμονώ τον τίτλο του- που είχε τρομερές περιγραφές των τιμωριών και μαρτυρίων που θα υποστούμε στην κόλαση αν αμαρτήσουμε και απομακρυνθούμε από το δρόμο του Κυρίου.
Ο φόβος κρατάει στο μαντρί και φυλάει τα έρημα.
Η κόνα-Μαριγώ, η παλαιοημερολογίτισσα γιαγιά μου, μ’ έβαζε κάθε τόσο να της διαβάζω αποσπάσματα, όχι τόσο για την πάρτη της, αφού από την επανάληψη τα σιγοψιθύριζε μαζί μου, όσο για να μου κάνει την απαραίτητη «ηθική διαπαιδαγώγηση» και να με κρατάει ενεργό μέλος της εκκλησίας.

Τα βιβλία του σχολείου ήταν τότε μετρημένα, με κυρίαρχο το «Αναγνωστικό». Αυτά τα αγόραζα μεταχειρισμένα από μεγαλύτερα παιδιά ή πιο σπάνια μου τα χάριζε καμιά φιλική οικογένεια. Η «δωρεάν παιδεία» ήταν ακόμα πολύ μακριά.
Μια φορά, στην τρίτη δημοτικού, «έχασα» το «Αναγνωστικό». Ακούμπησα στα κάγκελα τη χασεδένια τσάντα μου και μπήκα με δύναμη στο «δίτερμα» που άρχιζε στο προαύλιο του σχολείου μετά το τελευταίο κουδούνι. Όταν τελείωσε ο αγώνας από την τσάντα έλειπε το «Αναγνωστικό». Είχαν αφήσει ανέπαφα τα «ντυμένα» τετράδια της Αντιγραφής, της Αριθμητικής και της Ιχνογραφίας.
Ο δάσκαλός μου σ’ αυτήν την τάξη ήταν ένας νεοφερμένος από τα νότια κύριος. Ένα απρόσωπο άτομο που παρέμεινε ξένο με τον τόπο μας, δεν γνώρισε τη ψυχοσύνθεση των ανθρώπων της συνοικίας, αλλά, το χειρότερο, δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να μάθει. Με βάση τα δεδομένα της εποχής, ήταν από τις περιπτώσεις εκείνες που θα «ευδοκίμησαν εν υπηρεσία», όταν σε δύο χρόνια κατάφερε να φύγει από το «διαολότοπο» που τον είχαν στείλει.
Μια μέρα, πήρε χαμπάρι ότι δεν έχω Αναγνωστικό. Όταν με σήκωσε να διαβάσω το μάθημα εγώ αδέξια πήρα το βιβλίο του διπλανού μου. Αμέσως μ’ έδιωξε από την τάξη και το ίδιο επαναλήφθηκε την επόμενη μέρα. Τότε πρόσθεσε και το δυσβάστακτο όρο να επιστρέψω με τους γονείς μου. Αυτό ήταν εκ των πραγμάτων αδύνατο. Το μεροκάματο δεν χανόταν με τίποτα. Τελικά έπεισα μια παντρεμένη ξαδέλφη μου να έρθει μαζί μου και, εν τω μεταξύ, είχα βρει άλλο αντίτυπο του κλεμμένου Αναγνωστικού. Το πρόβλημα λύθηκε, αλλά γι’ αυτόν τον «παιδαγωγό» σας έχω ήδη διηγηθεί την ιστορία με την τριχιά και το αριστερό μου χέρι.
Όμως πάντα και με ευχαρίστηση διάβαζα ό,τι έπεφτε στα χέρια μου από φτωχά περιοδικά, ρομάντζα και ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς. Θυμάμαι πως παραφύλαγα στο καφενείο κι αν η τοπική εφημερίδα ήταν ελεύθερη, έριχνα γρήγορες ματιές.
Όταν πήγα στο γυμνάσιο οι σχολικές ανάγκες με υποχρέωσαν ν’ αγοράζω και άλλα βοηθητικά βιβλία. Με τον πατέρα μου υπήρχε μια σιωπηρή συμφωνία με βάση και τις πραγματικές του δυνατότητες.
«Εγώ θα σου εξασφαλίζω στέγη και φαγητό. Το σχολείο και τα τυχόν έξοδά του φρόντισε τα μόνος σου»
Αυτό έκανα. Μικρές απασχολήσεις στα μαγαζιά της γειτονιάς κάποια απογεύματα, στο μεγαλομπακάλικο το Σαββατόβραδο με την πολλή δουλειά. Ιδιαίτερα τα καλοκαίρια έβγαζα το χαρτζιλίκι...
Με αυτά τα λεφτά αγόραζα τις μεταφράσεις των Αρχαίων, τις λύσεις των ασκήσεων της Αριθμητικής. Τέτοια! Αργότερα όταν μου μπήκε η λόξα με τα Μαθηματικά άρχισα ν’ αγοράζω τους τόμους του Πέτρου Τόγκα, Άλγεβρα και Γεωμετρία, τη μεγάλη Γεωμετρία του Νικολάου, τη μεγάλη Άλγεβρα του Παπανικολάου και κάποια στιγμή τον ογκώδη δεμένο τόμο της Γεωμετρίας των Ιησουϊτών. Πάνω σ’ αυτά τα βιβλία έκανα πολλά μεροκάματα. Ώρες και ώρες. Μέρες και μήνες ν’ αθροίζω τις ασκήσεις που έλυσα.
Κανονική μανία.
Επειδή πήγα στο Πρακτικό πήρα και λίγο Φυσική. Τη σημαντική σειρά βιβλίων των Παλαιολόγου-Περιστεράκη και τη Χημεία Παπαγεωργίου-Λιάτη.
Το πρώτο προσωπικό «εξωσχολικό» βιβλίο που αγόρασα ήταν η Παγκόσμια Ιστορία του Ουέλς, δεμένο σ’ έναν βαρύ τόμο. Αφορμή στάθηκε ένας συμμαθητής μου που νωρίς-νωρίς μπήκε στη βιοπάλη κι έτρεχε πουλώντας βιβλία με δόσεις. Δύσκολο για μένα βιβλίο, γεμάτο γεγονότα, μάχες, τόπους, ονόματα. Εγώ όμως το πέρασα και το ξαναπέρασα σειρά-σειρά έχοντας άπειρες απορίες στην άκρη του μυαλού μου. Αργότερα το χάρισα σ’ ένα ανίψι μου. Ένα «σπάραγμά» του βρίσκεται χωμένο στην άκρη μιας βιβλιοθήκης ακόμα και σήμερα.
Όταν πέρασα στο Πανεπιστήμιο έφερα στο φοιτητικό μου δωμάτιο σε δυο χάρτινες κούτες από το «Γάλα Βλάχας» αυτά τα βοηθητικά βιβλία. Χιλιοχρησιμοποιημένα, με σχισμένα πολλές φορές εξώφυλλα και άπειρες σημειώσεις πάνω τους.
Σε κάποια φάση ένιωσα την ανάγκη να πάρω ένα αξιοπρεπές ρούχο πάνω μου... Γυνή γάρ!
Ο άθλιος εγώ, τα σκότωσα σε ομάδες στα παλαιοβιβλιοπωλεία της Νομικής, στη Μασσαλίας και Σόλωνος. Μ’ αυτά τα λεφτά, αγόρασα ένα ανοιξιάτικο παντελόνι και, για πρώτη φορά στη ζωή μου, μια μπλούζα, που αντικατέστησε τα χιλιοφορεμένα από τα μεγαλύτερα αδέρφια μου πουκάμισα. Καμαρωτός και άνετος κυκλοφορούσα εκεί που έπρεπε.
Αργότερα άρχισαν να με ζώνουν τα φίδια. Οι τύψεις άρχισαν να με πνίγουν. Δεν πούλησα κάποια μεταχειρισμένα βιβλία. Πούλησα ένα κομμάτι της ζωής μου! Αυτό κι αν ήταν αμαρτία. Το αμάρτημα της νιότης μου!
Όταν πέρασαν κι άλλα χρόνια, άρχισα να αγοράζω παλαιά βιβλία. Το θέμα ξεκίνησε από μια ερευνητική ανάγκη, αργότερα όμως αυτό έγινε σημαντικό κομμάτι της ζωής μου. Ίσως πίσω από αυτήν την ενασχόλησή μου να κρύβεται ασυνείδητα η ανάγκη για μερική εξιλέωση στο ανίερο νεανικό μου ολίσθημα... Ίσως!
Απόσπασμα από το βιβλίο μου: «Κι όμως ήταν όμορφα»

1 σχόλιο:

  1. Ξέρετε, Δάσκαλε, για μικρές αμαρτίες μιλάω από χθες... Την "πρώτη" νιότη σκεφτόμουν...

    ΑπάντησηΔιαγραφή