Της Γιώτας Μυρτσιώτη
«H πατρίς πρέπει να κάμει σχολεία σε όλα τα χωριά. Εκ των γραμμάτων γεννάται η προκοπή, με την οποία λάμπουν τα ελεύθερα έθνη», έλεγε ο Ρήγας Φεραίος και η πατρίς, αλλά και πολλοί εθνικοί ευεργέτες ακολούθησαν την προτροπή του, αναγνωρίζοντας την αναγκαιότητα και τη σημασία της εκπαίδευσης για το νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Τα «Νεοελληνικά Εκπαιδευτήρια» -κτίρια λαμπρά, δείγματα διαφόρων αρχιτεκτονικών ρευμάτων- που ιδρύθηκαν από τη σύσταση του νέου ελληνικού κράτους ώς τον B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1830-1940) συγκεντρώνει η έκδοση της διεύθυνσης Λαϊκού Πολιτισμού του υπουργείου Πολιτισμού. Οκτώ Εφορείες Νεωτέρων Μνημείων της χώρας εργάστηκαν για τη συλλογή των στοιχείων γύρω από εναπομείναντα εκπαιδευτήρια όλων των βαθμίδων που έχουν χαρακτηριστεί διατηρητέα μνημεία ή και έργα τέχνης.
Πολλά από αυτά δεν χρησιμοποιούνται πλέον, άλλα άλλαξαν χρήσεις και σε αρκετά το κουδούνι θα ηχήσει και πάλι σε λίγες ημέρες. H μελέτη δεν εξετάζει τα παλαιά σχολικά κτίρια ως απλά κελύφη ούτε τα αντιμετωπίζει ρομαντικά με νοσταλγική διάθεση. Αντίθετα, όπως διευκρινίζει η διευθύντρια της Διεύθυνσης Λαϊκού Πολιτισμού του ΥΠΠΟ κ. Τέτη Χατζηνικολάου, που είχε και την επιμέλεια του καταλόγου, τα προσεγγίζει «με τρόπο συνθετικό, ως τεκμήρια της τοπικής ιστορίας και της ανάπτυξης της κάθε συγκεκριμένης κοινωνίας σε συνδυασμό με τη γενικότερη κρατική μέριμνα για την εκπαίδευση και το εκάστοτε ισχύον θεσμικό πλαίσιο, με την κυρίαρχη ιδεολογία, αλλά και τη διεθνή συγκυρία».
Σύμφωνα με τη μελέτη, από το πρώτο κρατικό πρόγραμμα ανέγερσης σχολικών κτιρίων που τέθηκε σε εφαρμογή το 1898, κτίστηκαν περί τα 400 σχολεία, τα περισσότερα εκ των οποίων σώζονται μέχρι σήμερα. Στα πρώτα σχολεία από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους συγκαταλέγονται το παλαιό Πανεπιστήμιο στην Πλάκα, τα εργαστήρια του Πανεπιστημίου Αθηνών στην οδό Ακαδημίας (σημερινό «Κωστή Παλαμά»), το Αρσάκειο Μέγαρο στην οδό Πανεπιστημίου και το Πολυτεχνείο στην οδό Πατησίων που ανήκουν στα πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα του αθηναϊκού νεοκλασικισμού. H στροφή προς τα νέα αρχιτεκτονικά ρεύματα βρήκε εφαρμογή το 1929, στο πρόγραμμα του τότε υπουργού Παιδείας Γεωργίου Παπανδρέου, με την κατασκευή κτιρίων που χαρακτηρίζονται από τις λιτές όψεις, τη λειτουργικότητα των κατόψεων, τα μεγάλα ανοίγματα για άπλετο φωτισμό και καλό εξαερισμό των αιθουσών. Περίπου 4.000 σχολεία κτίστηκαν κατά τη διάρκεια του προγράμματος αυτού που ολοκληρώθηκε ώς το 1937 με αντιπροσωπευτικά δείγματα το Δημοτικό Σχολείο στα Πευκάκια, το Δημοτικό Σχολείο της Γούβας και το Δημοτικό Σχολείο στις οδούς Λιοσίων και Μιχαήλ Βόδα.
Πελοπόννησος. Στις πρώτες απελευθερωμένες περιοχές εφαρμόστηκαν όλα τα νέα μέτρα για το σχολείο, ως πρώτιστη αναγκαιότητα του νεοσύστατου κράτους, διαπιστώνει ο Ιωσήφ Φανουράκης της 2ης Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων. Από το 1830 ώς το 1880 μόνο στην Πελοπόννησο κτίστηκαν συνολικά 215 σχολεία, χωροθετημένα στα μεγάλα αστικά κέντρα και στις κωμοπόλεις, με συγκεκριμένη κτιριολογική τυπολογία, προσαρμοσμένη στα τοπικά χαρακτηριστικά του πελοποννησιακού χώρου.
Δωδεκάνησα. Με δωρεές εύπορων Δωδεκανησίων κτίστηκαν τα ελληνικά σχολεία στην πόλη και τα χωριά της Ρόδου, καθώς και σε άλλα νησιά της Δωδεκανήσου. Λιθόκτιστα διώροφα κτίρια ήταν τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά των πρώτων σχολικών συγκροτημάτων με την όψη τους να κοσμούν κίονες, πεσσοί, γωνιακές παραστάδες, αετώματα και διακοσμητικές περιμετρικές κορνίζες, όπως περιγράφει ο Γιώργος Καρυδάκης της 3ης Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων. Σχολεία όλων των βαθμίδων κτίστηκαν και επί ιταλικής κατοχής (1912-1945), όταν επιβλήθηκε η διδασκαλία της ιταλικής γλώσσας. Τα κτίρια αυτά φέρουν διάφορα αρχιτεκτονικά ιδιώματα, άλλα στις όψεις επενδυμένα με «finta pietra», απομίμηση δηλαδή πέτρας, άλλα διακοσμημένα με μπαρόκ ή αναγεννησιακά στοιχεία και ορισμένα με τον λεγόμενο «διεθνή ρυθμό». Μετά την απελευθέρωση, το ελληνικό κράτος μετέτρεψε σε εκπαιδευτήρια κι άλλα κτίρια της ιταλοκρατίας (στρατώνες, βιομηχανίες κ.λπ.), τα περισσότερα εκ των οποίων λειτουργούν ώς σήμερα.
Μακεδονία - Θράκη. Το ενδιαφέρον για την παιδεία στην υπόδουλη Μακεδονία και Θράκη άρχισε να εντείνεται μετά το 1870 με φορείς της εκπαίδευσης τους Συλλόγους που ίδρυσε η αστική τάξη κι αργότερα τους εύπορους Ελληνες της διασποράς που εξασφάλιζαν τη δαπάνη για την ανέγερση διδακτηρίων (Τσανάκλειος Σχολή στην Κομοτηνή, Λεονταρίδειος Σχολή στην Αλεξανδρούπολη, Μαράσλειος και Ιωαννίδειος σχολή στη Θεσσαλονίκη, Νίκειος Σχολή στη Φλώρινα κ.λπ.). Τα ταραγμένα χρόνια μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας και της Θράκης, το 1912, διαδέχτηκε μια περίοδος ανάκαμψης και προόδου, ενώ περί το 1930 στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης σχεδιάζονται και κατασκευάζονται νέα σχολικά κτίρια.
Θεσσαλία. O τουρκικός ζυγός δεν εμπόδισε την ανάπτυξη των γραμμάτων στην υπόδουλη Θεσσαλία. Σχολεία στην περιοχή λειτουργούσαν ήδη από τον 17ο και τον 18ο αιώνα στο Πήλιο, την Αγιά, τα Αμπελάκια, στον Τύρναβο, τα Αγραφα, ενώ γνωστό είναι το σχολείο της Ζαγοράς, το οποίο στεγάστηκε το 1777 στο «Ελληνομουσείο», καθώς και η Σχολή των Μηλεών που ιδρύθηκε το 1814. Τα σχολικά κτίρια στην περιοχή άρχισαν να πληθαίνουν από το 1856 και έπειτα, μετά τις ελευθερίες που παραχώρησαν οι Οθωμανοί στις θρησκευτικές κοινότητες της αυτοκρατορίας. «Τοπικές κοινότητες και προύχοντες ενισχύουν τη σχολική στέγη, ενώ εύποροι Αιγυπτιώτες κατασκευάζουν μεγάλα διδακτήρια στην περιοχή του Πηλίου», σημειώνει στη μελέτη του ο Δημήτρης Παλιούρας της 5ης Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων. Χαρακτηριστικά δείγματα αυτής της περιόδου είναι η Αχιλλοπούλειος Εμπορική Σχολή και το Καρτάλειο Δημοτικό Σχολείο της Τσαγκαράδας, η Μανιάριειος σχολή των Αμπελακίων, το 4ο Δημοτικό Σχολείο Τρικάλων, η Δωροθέα Σχολή Τρικάλων, το σχολείο του Αγίου Βλασίου στο Πήλιο κ.ά.
Η εκπαίδευση στη Θεσσαλία οργανώθηκε σε νέες βάσεις μετά την απευλευθέρωσή της το 1881, ενώ από το 1911 ώς το 1930 κτίστηκαν πολυάριθμα διδακτήρια κυρίως από το κληροδότημα Συγγρού με χαρακτηριστικά τη συμμετρική οργάνωση στις όψεις και στις κατόψεις. Αντιπροσωπευτικά δείγματα αυτής της περιόδου είναι το Δημοτικό Σχολείο Αμπελώνος Λάρισας, καθώς και τα σχολεία Σούρπης Μαγνησίας, Ρεντίνας και Καναλίων Καρδίτσας.
Ηπειρος. H επιθυμία και η ανάγκη των Ηπειρωτών για τη λευτεριά εκφράστηκε κυρίως στην ανάπτυξη της εκπαίδευσης με την ίδρυση πολλών και λαμπρών σχολείων. Τα Ιωάννινα, έδρα του εκάστοτε πασά, υπήρξαν το μοναδικό αστικό κέντρο της τουρκοκρατούμενης Ελλάδος στο οποίο ιδρύθηκε τόσο μεγάλος αριθμός σχολών. Οι ευεργέτες με τα κληροδοτήματά τους και οι διδάσκαλοι του Γένους με το πνεύμα τους έβαλαν τα θεμέλια της παιδείας στην Ηπειρο, ενώ εύποροι Ηπειρώτες στήριξαν την εκπαίδευση και στην πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους (Αρσάκειο, Τοσίτσειο, Ακαδημία Αθηνών, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Μετσόβειο Πολυτεχνείο, Βαρβάκειος Σχολή, Σχολή Ευελπίδων, Ριζάρειος σχολή κ.ά.). Τα σχολεία της Ηπείρου και ιδιαίτερα των Ιωαννίνων διαφέρουν ριζικά από τα σχολεία άλλων περιοχών, παρατηρεί στην έρευνά του ο Σπύρος Πανταζής της 6ης Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων. Πρόκειται για λαμπρά κτίρια με ξεχωριστή αρχιτεκτονική στις πόλεις και ταπεινά στους οικισμούς.
Η ίδρυση και η λειτουργία των σχολείων στην Ηπειρο ξεκίνησε τον 13ο αιώνα, πριν από την τουρκική κατάκτηση, και συνεχίστηκε καθ' όλη τη διάρκεια της οθωμανικής παρουσίας. Χαρακτηριστικά δείγματα μεταξύ του 13ου και 18ου αιώνα είναι οι Σχολές Φιλανθρωπιών στο νησί των Ιωαννίνων, Στρατηγοπούλου, Δεσποτών, Αβακούμειος, Επιφανίου, Γκιούμα (μετέπειτα Μπαλαναία), Μαρουτσαία με επιστέγασμα την περίφημη Ζωσιμαία σχολή, από τα κορυφαία εκπαιδευτικά ιδρύματα του ελληνικού χώρου.
Λέσβος - Χίος. H οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη στη Λέσβο (1856) είχε ως συνέπεια μια μεγάλη στροφή στα γράμματα και την αύξηση του μαθητικού δυναμικού. Εντυπωσιακά εκπαιδευτήρια σε σχέδια σημαντικών αρχιτεκτόνων ιδρύθηκαν στο νησί με την οικονομική συμβολή εύπορων Μυτιληνιών. Σύμφωνα με τη μελέτη της κ. Μαρίας Ταπανλή-Δανιά της 8ης Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων, την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα ξανακτίστηκαν το 1ο Γυμνάσιο και το Παρθεναγωγείο Μυτιλήνης, ενώ την ίδια περίοδο οι Τούρκοι του νησιού σε μια προσπάθεια γοήτρου και επιβολής κτίζουν το τουρκικό Γυμνάσιο Αρρένων, το Ινταντιέ (σημερινό δικαστικό Μέγαρο Μυτιλήνης) και το τουρκικό Σχολαρχείο, το Ρουσδιέ (σημερινό πειραματικό γυμνάσιο).
Κρήτη. Μολονότι ο αγώνας για την ελευθερία στην Κρήτη δεν θα ευοδωθεί πριν από το 1898 η εικόνα της εκπαίδευσης αλλάζει το 1856 μετά τα προνόμια που παραχώρησε στους υπόδουλους η έκδοση του «Χάττι-Χουμαγιούν» από τον σουλτάνο. Οι χριστιανικές δημογεροντίες ιδρύουν σχολεία που λειτουργούν με την οικονομική ενίσχυση της εκκλησίας. Ηδη από το 1862 αναφέρονται η Επιμενίδειος Ελληνική Σχολή, η Αλληλοδιδακτική Σχολή και ένα Παρθεναγωγείο. Κατά τη δεκαετία 1870-1880, οπότε καθιερώθηκε και στην Κρήτη ως επίσημη γλώσσα η ελληνική, η διδασκαλία της οποίας επιβλήθηκε και στα τουρκικά εκπαιδευτήρια, στο νησί λειτουργούσαν αρκετά σχολεία, όπως αναφέρει η Χρυσούλα Τζομπανάκη της 7ης Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων.
«Το 1881 όταν η Κρητική Βουλή ψήφισε ειδικό νόμο για την παιδεία με τον οποίο η βασική εκπαίδευση έγινε υποχρεωτική τόσο για τους χριστιανούς όσο και για τους μουσουλμάνους, λειτουργεί το πρώτο γυμνάσιο στο Ηράκλειο, ενώ ιδρύονται ελληνικά σχολεία στις πρωτεύουσες των διοικήσεων, καθώς και στις περισσότερες κωμοπόλεις. Οταν η Κρήτη απέκτησε καθεστώς αυτονομίας, η αύξηση του αριθμού των σχολείων ήταν εντυπωσιακή». Περί τα 130 Δημοτικά Σχολεία κτίστηκαν κατά τη δεκαετία 1890-1900, αυξάνοντας τον αριθμό σε 656 από τα 523 που λειτουργούσαν σ' όλη την Κρήτη.
«H πατρίς πρέπει να κάμει σχολεία σε όλα τα χωριά. Εκ των γραμμάτων γεννάται η προκοπή, με την οποία λάμπουν τα ελεύθερα έθνη», έλεγε ο Ρήγας Φεραίος και η πατρίς, αλλά και πολλοί εθνικοί ευεργέτες ακολούθησαν την προτροπή του, αναγνωρίζοντας την αναγκαιότητα και τη σημασία της εκπαίδευσης για το νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Τα «Νεοελληνικά Εκπαιδευτήρια» -κτίρια λαμπρά, δείγματα διαφόρων αρχιτεκτονικών ρευμάτων- που ιδρύθηκαν από τη σύσταση του νέου ελληνικού κράτους ώς τον B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1830-1940) συγκεντρώνει η έκδοση της διεύθυνσης Λαϊκού Πολιτισμού του υπουργείου Πολιτισμού. Οκτώ Εφορείες Νεωτέρων Μνημείων της χώρας εργάστηκαν για τη συλλογή των στοιχείων γύρω από εναπομείναντα εκπαιδευτήρια όλων των βαθμίδων που έχουν χαρακτηριστεί διατηρητέα μνημεία ή και έργα τέχνης.
Πολλά από αυτά δεν χρησιμοποιούνται πλέον, άλλα άλλαξαν χρήσεις και σε αρκετά το κουδούνι θα ηχήσει και πάλι σε λίγες ημέρες. H μελέτη δεν εξετάζει τα παλαιά σχολικά κτίρια ως απλά κελύφη ούτε τα αντιμετωπίζει ρομαντικά με νοσταλγική διάθεση. Αντίθετα, όπως διευκρινίζει η διευθύντρια της Διεύθυνσης Λαϊκού Πολιτισμού του ΥΠΠΟ κ. Τέτη Χατζηνικολάου, που είχε και την επιμέλεια του καταλόγου, τα προσεγγίζει «με τρόπο συνθετικό, ως τεκμήρια της τοπικής ιστορίας και της ανάπτυξης της κάθε συγκεκριμένης κοινωνίας σε συνδυασμό με τη γενικότερη κρατική μέριμνα για την εκπαίδευση και το εκάστοτε ισχύον θεσμικό πλαίσιο, με την κυρίαρχη ιδεολογία, αλλά και τη διεθνή συγκυρία».
Σύμφωνα με τη μελέτη, από το πρώτο κρατικό πρόγραμμα ανέγερσης σχολικών κτιρίων που τέθηκε σε εφαρμογή το 1898, κτίστηκαν περί τα 400 σχολεία, τα περισσότερα εκ των οποίων σώζονται μέχρι σήμερα. Στα πρώτα σχολεία από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους συγκαταλέγονται το παλαιό Πανεπιστήμιο στην Πλάκα, τα εργαστήρια του Πανεπιστημίου Αθηνών στην οδό Ακαδημίας (σημερινό «Κωστή Παλαμά»), το Αρσάκειο Μέγαρο στην οδό Πανεπιστημίου και το Πολυτεχνείο στην οδό Πατησίων που ανήκουν στα πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα του αθηναϊκού νεοκλασικισμού. H στροφή προς τα νέα αρχιτεκτονικά ρεύματα βρήκε εφαρμογή το 1929, στο πρόγραμμα του τότε υπουργού Παιδείας Γεωργίου Παπανδρέου, με την κατασκευή κτιρίων που χαρακτηρίζονται από τις λιτές όψεις, τη λειτουργικότητα των κατόψεων, τα μεγάλα ανοίγματα για άπλετο φωτισμό και καλό εξαερισμό των αιθουσών. Περίπου 4.000 σχολεία κτίστηκαν κατά τη διάρκεια του προγράμματος αυτού που ολοκληρώθηκε ώς το 1937 με αντιπροσωπευτικά δείγματα το Δημοτικό Σχολείο στα Πευκάκια, το Δημοτικό Σχολείο της Γούβας και το Δημοτικό Σχολείο στις οδούς Λιοσίων και Μιχαήλ Βόδα.
Πελοπόννησος. Στις πρώτες απελευθερωμένες περιοχές εφαρμόστηκαν όλα τα νέα μέτρα για το σχολείο, ως πρώτιστη αναγκαιότητα του νεοσύστατου κράτους, διαπιστώνει ο Ιωσήφ Φανουράκης της 2ης Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων. Από το 1830 ώς το 1880 μόνο στην Πελοπόννησο κτίστηκαν συνολικά 215 σχολεία, χωροθετημένα στα μεγάλα αστικά κέντρα και στις κωμοπόλεις, με συγκεκριμένη κτιριολογική τυπολογία, προσαρμοσμένη στα τοπικά χαρακτηριστικά του πελοποννησιακού χώρου.
Δωδεκάνησα. Με δωρεές εύπορων Δωδεκανησίων κτίστηκαν τα ελληνικά σχολεία στην πόλη και τα χωριά της Ρόδου, καθώς και σε άλλα νησιά της Δωδεκανήσου. Λιθόκτιστα διώροφα κτίρια ήταν τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά των πρώτων σχολικών συγκροτημάτων με την όψη τους να κοσμούν κίονες, πεσσοί, γωνιακές παραστάδες, αετώματα και διακοσμητικές περιμετρικές κορνίζες, όπως περιγράφει ο Γιώργος Καρυδάκης της 3ης Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων. Σχολεία όλων των βαθμίδων κτίστηκαν και επί ιταλικής κατοχής (1912-1945), όταν επιβλήθηκε η διδασκαλία της ιταλικής γλώσσας. Τα κτίρια αυτά φέρουν διάφορα αρχιτεκτονικά ιδιώματα, άλλα στις όψεις επενδυμένα με «finta pietra», απομίμηση δηλαδή πέτρας, άλλα διακοσμημένα με μπαρόκ ή αναγεννησιακά στοιχεία και ορισμένα με τον λεγόμενο «διεθνή ρυθμό». Μετά την απελευθέρωση, το ελληνικό κράτος μετέτρεψε σε εκπαιδευτήρια κι άλλα κτίρια της ιταλοκρατίας (στρατώνες, βιομηχανίες κ.λπ.), τα περισσότερα εκ των οποίων λειτουργούν ώς σήμερα.
Μακεδονία - Θράκη. Το ενδιαφέρον για την παιδεία στην υπόδουλη Μακεδονία και Θράκη άρχισε να εντείνεται μετά το 1870 με φορείς της εκπαίδευσης τους Συλλόγους που ίδρυσε η αστική τάξη κι αργότερα τους εύπορους Ελληνες της διασποράς που εξασφάλιζαν τη δαπάνη για την ανέγερση διδακτηρίων (Τσανάκλειος Σχολή στην Κομοτηνή, Λεονταρίδειος Σχολή στην Αλεξανδρούπολη, Μαράσλειος και Ιωαννίδειος σχολή στη Θεσσαλονίκη, Νίκειος Σχολή στη Φλώρινα κ.λπ.). Τα ταραγμένα χρόνια μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας και της Θράκης, το 1912, διαδέχτηκε μια περίοδος ανάκαμψης και προόδου, ενώ περί το 1930 στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης σχεδιάζονται και κατασκευάζονται νέα σχολικά κτίρια.
Θεσσαλία. O τουρκικός ζυγός δεν εμπόδισε την ανάπτυξη των γραμμάτων στην υπόδουλη Θεσσαλία. Σχολεία στην περιοχή λειτουργούσαν ήδη από τον 17ο και τον 18ο αιώνα στο Πήλιο, την Αγιά, τα Αμπελάκια, στον Τύρναβο, τα Αγραφα, ενώ γνωστό είναι το σχολείο της Ζαγοράς, το οποίο στεγάστηκε το 1777 στο «Ελληνομουσείο», καθώς και η Σχολή των Μηλεών που ιδρύθηκε το 1814. Τα σχολικά κτίρια στην περιοχή άρχισαν να πληθαίνουν από το 1856 και έπειτα, μετά τις ελευθερίες που παραχώρησαν οι Οθωμανοί στις θρησκευτικές κοινότητες της αυτοκρατορίας. «Τοπικές κοινότητες και προύχοντες ενισχύουν τη σχολική στέγη, ενώ εύποροι Αιγυπτιώτες κατασκευάζουν μεγάλα διδακτήρια στην περιοχή του Πηλίου», σημειώνει στη μελέτη του ο Δημήτρης Παλιούρας της 5ης Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων. Χαρακτηριστικά δείγματα αυτής της περιόδου είναι η Αχιλλοπούλειος Εμπορική Σχολή και το Καρτάλειο Δημοτικό Σχολείο της Τσαγκαράδας, η Μανιάριειος σχολή των Αμπελακίων, το 4ο Δημοτικό Σχολείο Τρικάλων, η Δωροθέα Σχολή Τρικάλων, το σχολείο του Αγίου Βλασίου στο Πήλιο κ.ά.
Η εκπαίδευση στη Θεσσαλία οργανώθηκε σε νέες βάσεις μετά την απευλευθέρωσή της το 1881, ενώ από το 1911 ώς το 1930 κτίστηκαν πολυάριθμα διδακτήρια κυρίως από το κληροδότημα Συγγρού με χαρακτηριστικά τη συμμετρική οργάνωση στις όψεις και στις κατόψεις. Αντιπροσωπευτικά δείγματα αυτής της περιόδου είναι το Δημοτικό Σχολείο Αμπελώνος Λάρισας, καθώς και τα σχολεία Σούρπης Μαγνησίας, Ρεντίνας και Καναλίων Καρδίτσας.
Ηπειρος. H επιθυμία και η ανάγκη των Ηπειρωτών για τη λευτεριά εκφράστηκε κυρίως στην ανάπτυξη της εκπαίδευσης με την ίδρυση πολλών και λαμπρών σχολείων. Τα Ιωάννινα, έδρα του εκάστοτε πασά, υπήρξαν το μοναδικό αστικό κέντρο της τουρκοκρατούμενης Ελλάδος στο οποίο ιδρύθηκε τόσο μεγάλος αριθμός σχολών. Οι ευεργέτες με τα κληροδοτήματά τους και οι διδάσκαλοι του Γένους με το πνεύμα τους έβαλαν τα θεμέλια της παιδείας στην Ηπειρο, ενώ εύποροι Ηπειρώτες στήριξαν την εκπαίδευση και στην πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους (Αρσάκειο, Τοσίτσειο, Ακαδημία Αθηνών, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Μετσόβειο Πολυτεχνείο, Βαρβάκειος Σχολή, Σχολή Ευελπίδων, Ριζάρειος σχολή κ.ά.). Τα σχολεία της Ηπείρου και ιδιαίτερα των Ιωαννίνων διαφέρουν ριζικά από τα σχολεία άλλων περιοχών, παρατηρεί στην έρευνά του ο Σπύρος Πανταζής της 6ης Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων. Πρόκειται για λαμπρά κτίρια με ξεχωριστή αρχιτεκτονική στις πόλεις και ταπεινά στους οικισμούς.
Η ίδρυση και η λειτουργία των σχολείων στην Ηπειρο ξεκίνησε τον 13ο αιώνα, πριν από την τουρκική κατάκτηση, και συνεχίστηκε καθ' όλη τη διάρκεια της οθωμανικής παρουσίας. Χαρακτηριστικά δείγματα μεταξύ του 13ου και 18ου αιώνα είναι οι Σχολές Φιλανθρωπιών στο νησί των Ιωαννίνων, Στρατηγοπούλου, Δεσποτών, Αβακούμειος, Επιφανίου, Γκιούμα (μετέπειτα Μπαλαναία), Μαρουτσαία με επιστέγασμα την περίφημη Ζωσιμαία σχολή, από τα κορυφαία εκπαιδευτικά ιδρύματα του ελληνικού χώρου.
Λέσβος - Χίος. H οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη στη Λέσβο (1856) είχε ως συνέπεια μια μεγάλη στροφή στα γράμματα και την αύξηση του μαθητικού δυναμικού. Εντυπωσιακά εκπαιδευτήρια σε σχέδια σημαντικών αρχιτεκτόνων ιδρύθηκαν στο νησί με την οικονομική συμβολή εύπορων Μυτιληνιών. Σύμφωνα με τη μελέτη της κ. Μαρίας Ταπανλή-Δανιά της 8ης Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων, την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα ξανακτίστηκαν το 1ο Γυμνάσιο και το Παρθεναγωγείο Μυτιλήνης, ενώ την ίδια περίοδο οι Τούρκοι του νησιού σε μια προσπάθεια γοήτρου και επιβολής κτίζουν το τουρκικό Γυμνάσιο Αρρένων, το Ινταντιέ (σημερινό δικαστικό Μέγαρο Μυτιλήνης) και το τουρκικό Σχολαρχείο, το Ρουσδιέ (σημερινό πειραματικό γυμνάσιο).
Κρήτη. Μολονότι ο αγώνας για την ελευθερία στην Κρήτη δεν θα ευοδωθεί πριν από το 1898 η εικόνα της εκπαίδευσης αλλάζει το 1856 μετά τα προνόμια που παραχώρησε στους υπόδουλους η έκδοση του «Χάττι-Χουμαγιούν» από τον σουλτάνο. Οι χριστιανικές δημογεροντίες ιδρύουν σχολεία που λειτουργούν με την οικονομική ενίσχυση της εκκλησίας. Ηδη από το 1862 αναφέρονται η Επιμενίδειος Ελληνική Σχολή, η Αλληλοδιδακτική Σχολή και ένα Παρθεναγωγείο. Κατά τη δεκαετία 1870-1880, οπότε καθιερώθηκε και στην Κρήτη ως επίσημη γλώσσα η ελληνική, η διδασκαλία της οποίας επιβλήθηκε και στα τουρκικά εκπαιδευτήρια, στο νησί λειτουργούσαν αρκετά σχολεία, όπως αναφέρει η Χρυσούλα Τζομπανάκη της 7ης Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων.
«Το 1881 όταν η Κρητική Βουλή ψήφισε ειδικό νόμο για την παιδεία με τον οποίο η βασική εκπαίδευση έγινε υποχρεωτική τόσο για τους χριστιανούς όσο και για τους μουσουλμάνους, λειτουργεί το πρώτο γυμνάσιο στο Ηράκλειο, ενώ ιδρύονται ελληνικά σχολεία στις πρωτεύουσες των διοικήσεων, καθώς και στις περισσότερες κωμοπόλεις. Οταν η Κρήτη απέκτησε καθεστώς αυτονομίας, η αύξηση του αριθμού των σχολείων ήταν εντυπωσιακή». Περί τα 130 Δημοτικά Σχολεία κτίστηκαν κατά τη δεκαετία 1890-1900, αυξάνοντας τον αριθμό σε 656 από τα 523 που λειτουργούσαν σ' όλη την Κρήτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου