( Η Νέα Ιωνία στις δεκαετίες 1940-50 )
Αργότερα άρχισε η συνήθης ζωή της γειτονιάς. Άγρια παιχνίδια, πόλεμος με συμμορίες από τις διπλανές γειτονιές, πετροπόλεμοι με τους αναπόφευκτους συχνούς τραυματισμούς, κυρίως στα κεφάλια. Αν κάποια στιγμή ξυρίσω το κεφάλι μου θα βρούμε σίγουρα απομεινάρια τέτοιων εμπειριών πάνω στο ταλαιπωρημένο πια κρ...ανίο μου. Επικίνδυνοι ελιγμοί και παιχνίδια με τα τρένα που περνούσαν κοντά μας και τότε όλη η περιοχή στις γραμμές ήταν ελεύθερη κι αφύλακτη. Μια συχνή απασχόληση με τα τρένα ήταν να στερεώνουμε κατάλληλα με πέτρες μεγάλα καρφιά, ώστε πατώντας τα το τρένο να τα μετατρέψει σε χρήσιμα κοπίδια. Απόπειρες να ανεβούμε στο πίσω μέρος τους τις περισσότερες φορές αποτυχημένες. Αυτό γινόταν μπορετό μόνο όταν το τρένο έμπαινε προς το σταθμό και έκοβε λίγο από την ταχύτητά του κι όχι όταν έφευγε για τη Λάρισα ή την Καλαμπάκα.
Περιοδικές απασχολήσεις για να βγαίνει το χαρτζιλίκι, αλλά μικρή επίγνωση και ακόμα μικρότερη συμμετοχή στα τραγικά γεγονότα που διαδραματίζονταν αυτήν τη περίοδο στη χώρα. Αυτό δεν σημαίνει ότι κοντά μας δεν υπήρχαν άλλοι πιο ενημερωμένοι και μέσα στα πράγματα, που οι οικογένειές τους είχαν μικρή ή μεγάλη συμμετοχή στις εξελίξεις με όλες τις αναπόφευκτες τραγικές συνέπειες. Απλώς, οι δικοί μου και οι περισσότεροι της γειτονιάς δεν είχαν τολμήσει την άμεση κι ενεργό συμμετοχή. Ήμασταν και παιδιά της πόλης. Οι εντάσεις και τα αιματηρά συμβάντα διαδραματίζονταν κυρίως στην ύπαιθρο. Αυτόπτης μάρτυρας των τραγικών γεγονότων ήμουν σε δυο τρεις τραγικές περιπτώσεις και μάλιστα μόνο εξαιτίας της έμφυτης και έντονης προσωπικής μου περιέργειας.
Σαν άλλο χαρακτηριστικό των συνθηκών της εποχής, αναφέρω το γεγονός ότι στην οικογένειά μας δεν υπάρχουν παιδικές φωτογραφίες όλων μας. Οι πρώτες φωτογραφίες που απεικονίζουν τα αδέλφια μου βγήκαν όταν είχαμε διαβεί πια την πρώτη τουλάχιστον δεκαετία της ζωής μας. Εδώ πρέπει να ομολογηθεί μια αλήθεια. Η απουσία δεν οφείλεται μόνο στην οικονομική ανέχεια. Οφείλεται και στο έλλειμμα της αντίστοιχης κουλτούρας. Αυτή η καθυστέρηση δεν αφορούσε μόνο την δική μου οικογένεια αλλά και ολόκληρη τη γύρω γειτονιά. Αν υπήρχε κοντά μας ένας επαγγελματίας φωτογράφος, που να έδινε το αρχικό έναυσμα, τουλάχιστον λόγω μιμητισμού ή περιέργειας, αυτή η έλλειψη ίσως να μην υπήρχε.
Επαναλαμβάνοντας λέω πως ήμουν παιδί της πόλης.
Έτσι δεν είχα τις εμπειρίες της αγροτικής ζωής, τη στενή συμβίωση με τα χρήσιμα οικόσιτα ζώα, που διαθέτει και χρησιμοποιεί για τις δουλειές της μια αγροτική οικογένεια ή μεγαλώνει για εκτροφή κι εκμετάλλευση. Εξαίρεση για μένα ήταν η αγάπη που είχα από πολύ μικρή ηλικία για τις γάτες. Πάντα είχα μια υιοθετημένη από αυτές που κυκλοφορούσαν στη γειτονιά, αλλά στο στενό χώρο του σπιτιού ήταν δύσκολο, για να μην πω αδύνατο, να την μπάσω και μέσα. Δυο απόπειρες που έκανα κατέληξαν σε αποτυχία από δικαιολογημένη διαφωνία, λόγω της στενότητας του χώρου, άλλων μελών της οικογένειας.
Δεν διέθετα, λοιπόν, τις εικόνες των ανοιχτών οριζόντων, της ελεύθερης και παρθένας φύσης που η αγροτική ζωή σου επιφυλάσσει. Αλλά ούτε τη σκληρότητα και τη μοναξιά που αυτή η ζωή συνεπάγεται. Όμως, στα παιδικά μου χρόνια η συνοικία μας, όπως και οι περισσότερες περιφερειακές συνοικίες της πόλης , είχαν άφθονες ελεύθερες αλάνες. Οι ελεύθεροι χώροι υπήρχαν κατά μια έννοια και στο κέντρο της πόλης. Σε μικρή σχετικά απόσταση προς τα βόρεια, από τη γειτονιά μας, ήταν και τα όρια της πόλης και εύκολα έφτανε κανείς στις ελεύθερες περιοχές. Η άναρχη ανοικοδόμηση των πόλεων, η «αξιοποίηση» των οικοπέδων, με την ανάπτυξη και την αστυφιλία άρχισε αργότερα.
Οι συνήθεις χώροι των παιχνιδιών μας ήταν κυρίως το προαύλιο του δημοτικού σχολείου, με τη μεγάλη ελεύθερη αυλή, ο χώρος γύρω από την μικρή τότε εκκλησία. Αργότερα ο νέος μεγάλος ναός έκοψε εγκάρσια τον ελεύθερο χώρο. Ήταν ακόμα της «Γριάς το αμπέλι» και ο ελεύθερος χώρος δίπλα στη βιομηχανία του «Οινοπνεύματος». Εκεί βρίσκονταν και τα όμορφα πέτρινα σπίτια που είχαν χτίσει για τα στελέχη τους οι ιδιοκτήτες της μεγάλης τότε κλωστοϋφαντουργίας, αδελφοί Παπαγεωργίου. Τον ελεύθερο χώρο κοντά στο ποτάμι, δίπλα στις γραμμές του τρένου, τον λέγαμε με το όνομα του διπλανού περιβολάρη: του «Ζαχαρία». Οι τελευταίοι δυο χώροι είναι σήμερα οικοδομημένοι ακόμα και με πολυκατοικίες.
Αργότερα άρχισε η συνήθης ζωή της γειτονιάς. Άγρια παιχνίδια, πόλεμος με συμμορίες από τις διπλανές γειτονιές, πετροπόλεμοι με τους αναπόφευκτους συχνούς τραυματισμούς, κυρίως στα κεφάλια. Αν κάποια στιγμή ξυρίσω το κεφάλι μου θα βρούμε σίγουρα απομεινάρια τέτοιων εμπειριών πάνω στο ταλαιπωρημένο πια κρ...ανίο μου. Επικίνδυνοι ελιγμοί και παιχνίδια με τα τρένα που περνούσαν κοντά μας και τότε όλη η περιοχή στις γραμμές ήταν ελεύθερη κι αφύλακτη. Μια συχνή απασχόληση με τα τρένα ήταν να στερεώνουμε κατάλληλα με πέτρες μεγάλα καρφιά, ώστε πατώντας τα το τρένο να τα μετατρέψει σε χρήσιμα κοπίδια. Απόπειρες να ανεβούμε στο πίσω μέρος τους τις περισσότερες φορές αποτυχημένες. Αυτό γινόταν μπορετό μόνο όταν το τρένο έμπαινε προς το σταθμό και έκοβε λίγο από την ταχύτητά του κι όχι όταν έφευγε για τη Λάρισα ή την Καλαμπάκα.
Περιοδικές απασχολήσεις για να βγαίνει το χαρτζιλίκι, αλλά μικρή επίγνωση και ακόμα μικρότερη συμμετοχή στα τραγικά γεγονότα που διαδραματίζονταν αυτήν τη περίοδο στη χώρα. Αυτό δεν σημαίνει ότι κοντά μας δεν υπήρχαν άλλοι πιο ενημερωμένοι και μέσα στα πράγματα, που οι οικογένειές τους είχαν μικρή ή μεγάλη συμμετοχή στις εξελίξεις με όλες τις αναπόφευκτες τραγικές συνέπειες. Απλώς, οι δικοί μου και οι περισσότεροι της γειτονιάς δεν είχαν τολμήσει την άμεση κι ενεργό συμμετοχή. Ήμασταν και παιδιά της πόλης. Οι εντάσεις και τα αιματηρά συμβάντα διαδραματίζονταν κυρίως στην ύπαιθρο. Αυτόπτης μάρτυρας των τραγικών γεγονότων ήμουν σε δυο τρεις τραγικές περιπτώσεις και μάλιστα μόνο εξαιτίας της έμφυτης και έντονης προσωπικής μου περιέργειας.
Σαν άλλο χαρακτηριστικό των συνθηκών της εποχής, αναφέρω το γεγονός ότι στην οικογένειά μας δεν υπάρχουν παιδικές φωτογραφίες όλων μας. Οι πρώτες φωτογραφίες που απεικονίζουν τα αδέλφια μου βγήκαν όταν είχαμε διαβεί πια την πρώτη τουλάχιστον δεκαετία της ζωής μας. Εδώ πρέπει να ομολογηθεί μια αλήθεια. Η απουσία δεν οφείλεται μόνο στην οικονομική ανέχεια. Οφείλεται και στο έλλειμμα της αντίστοιχης κουλτούρας. Αυτή η καθυστέρηση δεν αφορούσε μόνο την δική μου οικογένεια αλλά και ολόκληρη τη γύρω γειτονιά. Αν υπήρχε κοντά μας ένας επαγγελματίας φωτογράφος, που να έδινε το αρχικό έναυσμα, τουλάχιστον λόγω μιμητισμού ή περιέργειας, αυτή η έλλειψη ίσως να μην υπήρχε.
Επαναλαμβάνοντας λέω πως ήμουν παιδί της πόλης.
Έτσι δεν είχα τις εμπειρίες της αγροτικής ζωής, τη στενή συμβίωση με τα χρήσιμα οικόσιτα ζώα, που διαθέτει και χρησιμοποιεί για τις δουλειές της μια αγροτική οικογένεια ή μεγαλώνει για εκτροφή κι εκμετάλλευση. Εξαίρεση για μένα ήταν η αγάπη που είχα από πολύ μικρή ηλικία για τις γάτες. Πάντα είχα μια υιοθετημένη από αυτές που κυκλοφορούσαν στη γειτονιά, αλλά στο στενό χώρο του σπιτιού ήταν δύσκολο, για να μην πω αδύνατο, να την μπάσω και μέσα. Δυο απόπειρες που έκανα κατέληξαν σε αποτυχία από δικαιολογημένη διαφωνία, λόγω της στενότητας του χώρου, άλλων μελών της οικογένειας.
Δεν διέθετα, λοιπόν, τις εικόνες των ανοιχτών οριζόντων, της ελεύθερης και παρθένας φύσης που η αγροτική ζωή σου επιφυλάσσει. Αλλά ούτε τη σκληρότητα και τη μοναξιά που αυτή η ζωή συνεπάγεται. Όμως, στα παιδικά μου χρόνια η συνοικία μας, όπως και οι περισσότερες περιφερειακές συνοικίες της πόλης , είχαν άφθονες ελεύθερες αλάνες. Οι ελεύθεροι χώροι υπήρχαν κατά μια έννοια και στο κέντρο της πόλης. Σε μικρή σχετικά απόσταση προς τα βόρεια, από τη γειτονιά μας, ήταν και τα όρια της πόλης και εύκολα έφτανε κανείς στις ελεύθερες περιοχές. Η άναρχη ανοικοδόμηση των πόλεων, η «αξιοποίηση» των οικοπέδων, με την ανάπτυξη και την αστυφιλία άρχισε αργότερα.
Οι συνήθεις χώροι των παιχνιδιών μας ήταν κυρίως το προαύλιο του δημοτικού σχολείου, με τη μεγάλη ελεύθερη αυλή, ο χώρος γύρω από την μικρή τότε εκκλησία. Αργότερα ο νέος μεγάλος ναός έκοψε εγκάρσια τον ελεύθερο χώρο. Ήταν ακόμα της «Γριάς το αμπέλι» και ο ελεύθερος χώρος δίπλα στη βιομηχανία του «Οινοπνεύματος». Εκεί βρίσκονταν και τα όμορφα πέτρινα σπίτια που είχαν χτίσει για τα στελέχη τους οι ιδιοκτήτες της μεγάλης τότε κλωστοϋφαντουργίας, αδελφοί Παπαγεωργίου. Τον ελεύθερο χώρο κοντά στο ποτάμι, δίπλα στις γραμμές του τρένου, τον λέγαμε με το όνομα του διπλανού περιβολάρη: του «Ζαχαρία». Οι τελευταίοι δυο χώροι είναι σήμερα οικοδομημένοι ακόμα και με πολυκατοικίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου