Τα πρώτα σπίτια που χτίστηκαν στη Νέα Ιωνία ήταν τα «τετράγωνα». Ένα δωμάτιο με ένα μικρό ελεύθερο χώρο, το ένα κολλητό με το διπλανό του και πίσω με κοινό τοίχο μια ίδια σειρά όμοιων σπιτιών. Έτσι σχηματιζόταν το τετράγωνο. Τα σοκάκια που χωρίζανε τα τετράγωνα ήταν πλάτους ενάμιση μέτρου, λες και δεν υπήρχε τότε άλλος ελε...ύθερος χώρος. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ήταν ότι το ένα τετράγωνο γύρω από τα τέσσερα ήταν ομαδικοί καμπινέδες.
Στην αρχή η βιασύνη να βάλουν όπως-όπως οι άστεγοι πρόσφυγες τα κεφάλια τους κάτω από ένα κεραμίδι δεν ανέδειξε την τραγικότητα της κατάστασης και μερικά πράγματα κάτω από τις συνθήκες τις εποχής φάνηκαν φυσιολογικά. Όμως με το πέρασμα του χρόνου κάθε οικογένεια μεγάλωσε, ήρθαν παιδιά και μάλιστα άφθονα. Οι προσφυγικές οικογένειες βοήθησαν, ως γνωστόν, αποφασιστικά να μειωθεί το δημογραφικό πρόβλημα που δημιούργησαν οι σημαντικές απώλειες ζωών, κυρίως νέων ανθρώπων, εξαιτίας των διαδοχικών πολέμων που προηγήθηκαν και των ασθενειών που τότε θέριζαν ζωές.
Η κατάσταση αυτή διατηρήθηκε μέχρι περίπου το 1950, αλλά εκ των πραγμάτων φράκαρε, ιδιαίτερα το πρωί όταν όλοι βιαστικοί ήθελαν να προλάβουν να φτάσουν έγκαιρα στη δουλειά τους. Έτσι στη μικρή αυλή κάθε σπιτιού φτιάχτηκαν οικογενειακοί καμπινέδες με πρωτοβουλία κι έξοδα της κάθε οικογένειας, αφού προηγουμένως ανοίχτηκε για τον καθένα ειδική χαβούζα. Θυμάμαι ακόμα και σήμερα τον άνθρωπο που άνοιγε τους λάκκους. Το κάτω μέρος του λάκκου το περιτριγύριζε με πέτρες και ήταν ο μοναδικός που αργότερα αναλάμβανε και τον περιοδικό καθαρισμό τους. Οι απάνθρωπες συνθήκες εργασίας τον είχαν οδηγήσει στην αυτοαπομόνωση και το είχε ρίξει στο πιοτό. Σερνόταν στους δρόμους και τα άπονα νιάτα τον κορόιδευαν συνεχώς, επαναλαμβάνοντας το απαραίτητο παρατσούκλι, ο «Καραμούζας». Η κεντρική αποχέτευση στη συνοικία ήταν ακόμα ένα μακρινό όνειρο.
Ένα πρωινό, πάνω στο συνωστισμό και τη βιασύνη, με το σφίξιμο να τελειώσω από πίσω μου πετάχτηκε έξω ένα τμήμα του έντερου. Τρομοκρατήθηκα αλλά από ντροπή ή φόβο δεν είπα κουβέντα σε κανέναν. Ούτε στη μάνα μου. Άλλη εποχή, άλλα ήθη. Ακόμα και σήμερα δεν γνωρίζω τι ήταν στην πραγματικότητα, αφού τώρα για πρώτη φορά το ανασύρω στην επιφάνεια και ποτέ δεν ρώτησα κανέναν. Το πρόβλημα λύθηκε μόνο του μέσα σε λίγες μέρες. Το έντερο γύρισε στη θέση του και το συμβάν το πήρε ο άνεμος. Η τελευταία αναδρομή στα παιδικά μου συμβάντα το επανέφερε στη μνήμη μου.
Μέχρι το 1949 στο σπίτι ζούσαν ο Πατέρας, η Μάνα και τα πέντε αδέλφια. Λίγο πριν, μπροστά στο παράθυρο του μοναδικού δωματίου είχε βιαστικά χτιστεί ένα δεύτερο μικρό δωμάτιο. Μέσα σ’ αυτό κοιμόνταν κυρίως η μεγάλη μας αδελφή και η γιαγιά, όταν ζούσε μαζί μας, γιατί περιοδικά μοίραζε το χρόνο της ανάμεσα στις δυο της κόρες. Όταν η γιαγιά ήταν στη θεία Παρασκευούλα, στο δωμάτιο αυτό κοιμόταν κι η Μάνα.
Τα αγόρια κοιμόνταν στρωματσάδα στο ξύλινο πάτωμα, πάνω σε δυο συνεχόμενα στρώματα και σκεπάζονταν με ένα πάπλωμα και κάποιες συμπληρωματικές κουβέρτες. Μια από τις πρώτες παιδικές μου αναμνήσεις, όπως ήδη έχω αναφέρει, είναι το κρύο που συνεχώς ένιωθα στη διάρκεια της νύχτας, κυρίως στη μέση μου που με κρατούσε αρκετές φορές ξάγρυπνο. Φαίνεται τα σκεπάσματα δεν ήταν αρκετά ή εγώ είχα κάποια ιδιαίτερη ευαισθησία. Το γεγονός όμως υπάρχει έντονα αποτυπωμένο στη μνήμη μου.
Στην αρχή η βιασύνη να βάλουν όπως-όπως οι άστεγοι πρόσφυγες τα κεφάλια τους κάτω από ένα κεραμίδι δεν ανέδειξε την τραγικότητα της κατάστασης και μερικά πράγματα κάτω από τις συνθήκες τις εποχής φάνηκαν φυσιολογικά. Όμως με το πέρασμα του χρόνου κάθε οικογένεια μεγάλωσε, ήρθαν παιδιά και μάλιστα άφθονα. Οι προσφυγικές οικογένειες βοήθησαν, ως γνωστόν, αποφασιστικά να μειωθεί το δημογραφικό πρόβλημα που δημιούργησαν οι σημαντικές απώλειες ζωών, κυρίως νέων ανθρώπων, εξαιτίας των διαδοχικών πολέμων που προηγήθηκαν και των ασθενειών που τότε θέριζαν ζωές.
Η κατάσταση αυτή διατηρήθηκε μέχρι περίπου το 1950, αλλά εκ των πραγμάτων φράκαρε, ιδιαίτερα το πρωί όταν όλοι βιαστικοί ήθελαν να προλάβουν να φτάσουν έγκαιρα στη δουλειά τους. Έτσι στη μικρή αυλή κάθε σπιτιού φτιάχτηκαν οικογενειακοί καμπινέδες με πρωτοβουλία κι έξοδα της κάθε οικογένειας, αφού προηγουμένως ανοίχτηκε για τον καθένα ειδική χαβούζα. Θυμάμαι ακόμα και σήμερα τον άνθρωπο που άνοιγε τους λάκκους. Το κάτω μέρος του λάκκου το περιτριγύριζε με πέτρες και ήταν ο μοναδικός που αργότερα αναλάμβανε και τον περιοδικό καθαρισμό τους. Οι απάνθρωπες συνθήκες εργασίας τον είχαν οδηγήσει στην αυτοαπομόνωση και το είχε ρίξει στο πιοτό. Σερνόταν στους δρόμους και τα άπονα νιάτα τον κορόιδευαν συνεχώς, επαναλαμβάνοντας το απαραίτητο παρατσούκλι, ο «Καραμούζας». Η κεντρική αποχέτευση στη συνοικία ήταν ακόμα ένα μακρινό όνειρο.
Ένα πρωινό, πάνω στο συνωστισμό και τη βιασύνη, με το σφίξιμο να τελειώσω από πίσω μου πετάχτηκε έξω ένα τμήμα του έντερου. Τρομοκρατήθηκα αλλά από ντροπή ή φόβο δεν είπα κουβέντα σε κανέναν. Ούτε στη μάνα μου. Άλλη εποχή, άλλα ήθη. Ακόμα και σήμερα δεν γνωρίζω τι ήταν στην πραγματικότητα, αφού τώρα για πρώτη φορά το ανασύρω στην επιφάνεια και ποτέ δεν ρώτησα κανέναν. Το πρόβλημα λύθηκε μόνο του μέσα σε λίγες μέρες. Το έντερο γύρισε στη θέση του και το συμβάν το πήρε ο άνεμος. Η τελευταία αναδρομή στα παιδικά μου συμβάντα το επανέφερε στη μνήμη μου.
Μέχρι το 1949 στο σπίτι ζούσαν ο Πατέρας, η Μάνα και τα πέντε αδέλφια. Λίγο πριν, μπροστά στο παράθυρο του μοναδικού δωματίου είχε βιαστικά χτιστεί ένα δεύτερο μικρό δωμάτιο. Μέσα σ’ αυτό κοιμόνταν κυρίως η μεγάλη μας αδελφή και η γιαγιά, όταν ζούσε μαζί μας, γιατί περιοδικά μοίραζε το χρόνο της ανάμεσα στις δυο της κόρες. Όταν η γιαγιά ήταν στη θεία Παρασκευούλα, στο δωμάτιο αυτό κοιμόταν κι η Μάνα.
Τα αγόρια κοιμόνταν στρωματσάδα στο ξύλινο πάτωμα, πάνω σε δυο συνεχόμενα στρώματα και σκεπάζονταν με ένα πάπλωμα και κάποιες συμπληρωματικές κουβέρτες. Μια από τις πρώτες παιδικές μου αναμνήσεις, όπως ήδη έχω αναφέρει, είναι το κρύο που συνεχώς ένιωθα στη διάρκεια της νύχτας, κυρίως στη μέση μου που με κρατούσε αρκετές φορές ξάγρυπνο. Φαίνεται τα σκεπάσματα δεν ήταν αρκετά ή εγώ είχα κάποια ιδιαίτερη ευαισθησία. Το γεγονός όμως υπάρχει έντονα αποτυπωμένο στη μνήμη μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου