( Η Νέα Ιωνία στις δεκαετίες 1940-50 )
Το περίπτερο της κυρίας Καλλιόπης, γεροντοκόρης από τη Μικρά Ασία, με αναμνήσεις από μια ζωή άλλου επιπέδου από αυτό που τώρα ζούσε στην Ελλάδα, με απομεινάρια των καλών ημερών μέσα στο σπίτι -περίπτερό της, πουλούσε καραμέλες, τσιγάρα και διάφορα ψιλικά, χρήσιμα στη νοικοκυρά. Δεν είχε εφημερίδες. Αυτές... τις έβρισκες μόνο στο κεντρικό περίπτερο στο Φαρδύ. Δεν υπήρχαν άλλωστε πολλοί που θα διέθεταν χρήματα για την αγορά μιας εφημερίδας. Μόνο το καφενείο είχε εφημερίδα και μάλιστα μια από τις ημερήσιες τοπικές. «Ταχυδρόμος» ή «Θεσσαλία» και από τις βδομαδιάτικες το «Θάρρος» του Αλέκου Τράκκα.
Στις μεγάλες δυσκολίες, που υπήρξαν στη συνέχεια της ζωής της, εκποιούσε πολύτιμα ενθύμια, που μπόρεσε να σώσει από τη βίαιη μετακίνησή της από την αρχική της πατρίδα. Μέσα στα άλλα πουλούσε και την προσωπική συλλογή του πατέρα της με γραμματόσημα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που σαν σύνολο είχε οπωσδήποτε μια αξία, αλλά σε μεμονωμένα κομμάτια, που εμείς αγοράζαμε, αφού μας έπειθε με τις ωραίες ιστορίες που τα έντυνε για να μας τα πλασάρει, ήταν μάλλον άδηλη η αξία τους. Κάπου, αλλά δεν θυμάμαι πού, πρέπει να έχω μερικά κομμάτια από αυτή τη συλλογή.
Η κυρά Καλλιόπη, που είχε πια τα χρονάκια της, περνούσε δύσκολες μέρες και με την υγεία της, αλλά ποτέ δεν έχασε το ύφος και τις συνήθειες της χαμένης παλαιάς ένδοξης ζωής της, αρκεί αυτές να μην είχαν ιδιαίτερες οικονομικές απαιτήσεις.
Άξιο αναφοράς είναι το επεισόδιο με τον υπάλληλο του μανάβη μας, που ήταν ο Σταθαράς. Εκτός από τα είδη της μαναβικής πουλούσε στη γειτονιά και τα ξύλα για το χειμώνα. Στην πίσω αποθήκη διέθετε επαγγελματικό πριόνι- πλάνη-και εκεί έκοβε σε κατάλληλο μέγεθος τα ξύλα που του φέρνανε από τα γύρω χωριά οι φτωχοί χωρικοί έναντι μικρής αμοιβής, κυρίως από τα Μελισσιάτικα. Αμέσως μετά την απελευθέρωση, τη δουλειά αυτή την έκανε κι η Μάνα μου με τη βοήθεια των δυο μεγάλων αγοριών της. Ανέβαιναν στην Κάπουρνα και ζαλικωμένοι με ένα φόρτωμα ξύλα ο καθένας, κατέβαιναν με τα πόδια και τα πούλαγαν στον ίδιο. Αυτά μετά το κόψιμο αγοράζονταν στις κρύες μέρες από κατοίκους της γειτονιάς, αυτούς που διέθεταν σόμπες. Αρκετοί αρκούνταν στο μαγκάλι, που ήταν όμως επικίνδυνο λόγω των αναθυμιάσεων. Δεν ήταν σπάνιες οι ειδήσεις, που τότε κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα, τέτοιων τραγωδιών με δηλητηριάσεις από το μονοξείδιο του άνθρακα. Μάλιστα μια φορά έγινε ένα τέτοιο επεισόδιο πολύ κοντά μας.
Κάποια στιγμή που δεν υπήρχε πελάτης, ο υπάλληλος του μαγαζιού - παιδί κι αυτός αλλά μεγαλύτερος από εμένα- κόλλησε στην παρέα στο δρόμο με τα παιχνίδια. Με κρατούσε από τα πόδια και το σώμα κρεμασμένο προς τα κάτω. Εγώ, αφημένος πλήρως, χασκογελούσα ευτυχισμένος. Εκείνη τη στιγμή η αγριοφωνάρα του αφεντικού τον κάλεσε κοντά του και από το ξάφνιασμα και το φόβο του με παράτησε ελεύθερο. Δεν πρόλαβα να προστατευτώ βάζοντας, ως ασπίδα τα χέρια μου και κάνοντας ελεύθερη πτώση, έπεσα στο έδαφος με τα μούτρα πάνω στις σκληρές πέτρες. Καλά τα μούτρα μου που μάτωσαν, τα χείλη που σκίστηκαν. Αυτά ήταν περαστικά φαινόμενα και μια έκφραση της εποχής ήταν:
«μέχρι το γάμο σου θα γιάνουν» .
Η δυστυχία ήταν το μπροστινό δόντι που έσπασε στη μέση και η ζημιά ήταν οριστική. Ο άσχετος οδοντίατρος της γειτονιάς, που με πήγαν, αντί να αφήσει το υπόλοιπο πήρε την τανάλια κι αποτελείωσε το κακό. Από τότε είμαι κουτσοδόντης στη βιτρίνα του στόματός μου και σέρνω αυτό το χαρακτηριστικό ελάττωμα όλα τα χρόνια με πρόσθετο δόντι και τις συνεχείς ζημιές κι επιδιορθώσεις που κάθε τόσο χρειάζεται να κάνω. Κάποια χρόνια δύσκολα, που τα λεφτά ήταν κάτι περισσότερο από περιορισμένα μου χάλαγε τη βιτρίνα και δεν χαμογελούσα με τον αβίαστο τρόπο που θα ήθελα. Όσο κι αν ακούγεται υπερβολικό, ένα ποσοστό του διστακτικού μου χαρακτήρα, ίσως να οφείλεται και σ’ αυτό το γεγονός.
Το περίπτερο της κυρίας Καλλιόπης, γεροντοκόρης από τη Μικρά Ασία, με αναμνήσεις από μια ζωή άλλου επιπέδου από αυτό που τώρα ζούσε στην Ελλάδα, με απομεινάρια των καλών ημερών μέσα στο σπίτι -περίπτερό της, πουλούσε καραμέλες, τσιγάρα και διάφορα ψιλικά, χρήσιμα στη νοικοκυρά. Δεν είχε εφημερίδες. Αυτές... τις έβρισκες μόνο στο κεντρικό περίπτερο στο Φαρδύ. Δεν υπήρχαν άλλωστε πολλοί που θα διέθεταν χρήματα για την αγορά μιας εφημερίδας. Μόνο το καφενείο είχε εφημερίδα και μάλιστα μια από τις ημερήσιες τοπικές. «Ταχυδρόμος» ή «Θεσσαλία» και από τις βδομαδιάτικες το «Θάρρος» του Αλέκου Τράκκα.
Στις μεγάλες δυσκολίες, που υπήρξαν στη συνέχεια της ζωής της, εκποιούσε πολύτιμα ενθύμια, που μπόρεσε να σώσει από τη βίαιη μετακίνησή της από την αρχική της πατρίδα. Μέσα στα άλλα πουλούσε και την προσωπική συλλογή του πατέρα της με γραμματόσημα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που σαν σύνολο είχε οπωσδήποτε μια αξία, αλλά σε μεμονωμένα κομμάτια, που εμείς αγοράζαμε, αφού μας έπειθε με τις ωραίες ιστορίες που τα έντυνε για να μας τα πλασάρει, ήταν μάλλον άδηλη η αξία τους. Κάπου, αλλά δεν θυμάμαι πού, πρέπει να έχω μερικά κομμάτια από αυτή τη συλλογή.
Η κυρά Καλλιόπη, που είχε πια τα χρονάκια της, περνούσε δύσκολες μέρες και με την υγεία της, αλλά ποτέ δεν έχασε το ύφος και τις συνήθειες της χαμένης παλαιάς ένδοξης ζωής της, αρκεί αυτές να μην είχαν ιδιαίτερες οικονομικές απαιτήσεις.
Άξιο αναφοράς είναι το επεισόδιο με τον υπάλληλο του μανάβη μας, που ήταν ο Σταθαράς. Εκτός από τα είδη της μαναβικής πουλούσε στη γειτονιά και τα ξύλα για το χειμώνα. Στην πίσω αποθήκη διέθετε επαγγελματικό πριόνι- πλάνη-και εκεί έκοβε σε κατάλληλο μέγεθος τα ξύλα που του φέρνανε από τα γύρω χωριά οι φτωχοί χωρικοί έναντι μικρής αμοιβής, κυρίως από τα Μελισσιάτικα. Αμέσως μετά την απελευθέρωση, τη δουλειά αυτή την έκανε κι η Μάνα μου με τη βοήθεια των δυο μεγάλων αγοριών της. Ανέβαιναν στην Κάπουρνα και ζαλικωμένοι με ένα φόρτωμα ξύλα ο καθένας, κατέβαιναν με τα πόδια και τα πούλαγαν στον ίδιο. Αυτά μετά το κόψιμο αγοράζονταν στις κρύες μέρες από κατοίκους της γειτονιάς, αυτούς που διέθεταν σόμπες. Αρκετοί αρκούνταν στο μαγκάλι, που ήταν όμως επικίνδυνο λόγω των αναθυμιάσεων. Δεν ήταν σπάνιες οι ειδήσεις, που τότε κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα, τέτοιων τραγωδιών με δηλητηριάσεις από το μονοξείδιο του άνθρακα. Μάλιστα μια φορά έγινε ένα τέτοιο επεισόδιο πολύ κοντά μας.
Κάποια στιγμή που δεν υπήρχε πελάτης, ο υπάλληλος του μαγαζιού - παιδί κι αυτός αλλά μεγαλύτερος από εμένα- κόλλησε στην παρέα στο δρόμο με τα παιχνίδια. Με κρατούσε από τα πόδια και το σώμα κρεμασμένο προς τα κάτω. Εγώ, αφημένος πλήρως, χασκογελούσα ευτυχισμένος. Εκείνη τη στιγμή η αγριοφωνάρα του αφεντικού τον κάλεσε κοντά του και από το ξάφνιασμα και το φόβο του με παράτησε ελεύθερο. Δεν πρόλαβα να προστατευτώ βάζοντας, ως ασπίδα τα χέρια μου και κάνοντας ελεύθερη πτώση, έπεσα στο έδαφος με τα μούτρα πάνω στις σκληρές πέτρες. Καλά τα μούτρα μου που μάτωσαν, τα χείλη που σκίστηκαν. Αυτά ήταν περαστικά φαινόμενα και μια έκφραση της εποχής ήταν:
«μέχρι το γάμο σου θα γιάνουν» .
Η δυστυχία ήταν το μπροστινό δόντι που έσπασε στη μέση και η ζημιά ήταν οριστική. Ο άσχετος οδοντίατρος της γειτονιάς, που με πήγαν, αντί να αφήσει το υπόλοιπο πήρε την τανάλια κι αποτελείωσε το κακό. Από τότε είμαι κουτσοδόντης στη βιτρίνα του στόματός μου και σέρνω αυτό το χαρακτηριστικό ελάττωμα όλα τα χρόνια με πρόσθετο δόντι και τις συνεχείς ζημιές κι επιδιορθώσεις που κάθε τόσο χρειάζεται να κάνω. Κάποια χρόνια δύσκολα, που τα λεφτά ήταν κάτι περισσότερο από περιορισμένα μου χάλαγε τη βιτρίνα και δεν χαμογελούσα με τον αβίαστο τρόπο που θα ήθελα. Όσο κι αν ακούγεται υπερβολικό, ένα ποσοστό του διστακτικού μου χαρακτήρα, ίσως να οφείλεται και σ’ αυτό το γεγονός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου