Κάθε πρωί, χωρίς ξυπνητήρι, αλλά με βάση το εσωτερικό της ρολόι, η Μάνα ήταν από νωρίς στο πόδι κάνοντας τις απαραίτητες προετοιμασίες και όταν έφτανε η κατάλληλη ώρα χτυπούσε γενικό προσκλητήριο για ξύπνημα. Δεν γινόταν να υπάρχει εξαίρεση, αφού έπρεπε να μαζευτούν τα στρώματα, να γίνει πάλι ο γιούκος πάνω από το μπαούλο,... να απλωθεί το πτυσσόμενο τραπέζι και να σερβιριστεί το πρωινό που κυρίως ήταν τσάι, ψωμί, ελιές και μερικές φορές τυρί φέτα. Μόνο ο Πατέρας έκανε τον απαραίτητο τούρκικο πρωινό καφέ του. Προσωπικά καφέ δοκίμασα σε μεγάλη σχετική ηλικία.
Την ίδια ώρα η Μάνα ετοίμαζε το μεσημεριανό για τους περισσότερους, που δεν θα επέστρεφαν το μεσημέρι. Μέσα στις καστανιές, δηλαδή τα τσίγκινα στρογγυλά δοχεία, έβαζε στον καθένα το αναλογούν μερίδιο από το φαγητό που είχε ετοιμάσει από το προηγούμενο βράδυ. Αυτή η αναγκαστική πρωινή έγερση, μου έγινε σαν συνήθεια και είναι μόνιμο χαρακτηριστικό της καθημερινότητάς μου σε όλη την υπόλοιπη ζωή μου. Εξαίρεση στον κανόνα ήταν το πρωινό της Κυριακής, όταν τα εργοστάσια και τα μαγαζιά ήταν κλειστά. Τότε τα περισσότερα από τα αδέλφια μου χουχούλιαζαν κάτω από το πάπλωμα να βγάλουν τα σπασμένα των άλλων ημερών. Εγώ είχα διαφορετική συμπεριφορά. Ήθελα να πάω στην εκκλησία ν’ ακούσω τη θεία λειτουργία. Δεν ήταν αποκλειστικά το καθαρό θρησκευτικό καθήκον. Για μένα ήταν και μια ευκαιρία «κοινωνικής εκδήλωσης». Να δω άλλους ανθρώπους, να στριμωχτώ κοντά στον ψάλτη, να σιγοψιθυρίζω κι εγώ τους γλυκούς ύμνους της θείας λειτουργίας, που μου άρεσαν και μου αρέσουν ακόμα τόσο. Μετά τη λειτουργία να στρώσουμε στο μεγάλο προαύλιο το διπλό ματς ανάμεσα σε παίκτες ανάμεικτους που ήταν διαθέσιμοι.
Στη γειτονιά τα παρατσούκλια ήταν στην ημερήσια διάταξη. Περιπαικτικά, αρκετές φορές σχολίαζαν κάτι από τη σωματική σου διάπλαση, ένα ιδίωμα του χαρακτήρα σου, κάτι από ένα συμβάν που ήσουν παρών και εξαιτίας της πιο απίθανης άλλης αφορμής που έγινε κάπου και κάποτε και σχολιάστηκε επίκαιρα και φωναχτά. Ένα από τα δικά μου τα προσωνύμια, που μπορεί στην πορεία να άλλαζε και να μου κολλήσει κάτι άλλο, ήταν ο κεφάλας. Γιατί; Δεν ξέρω σίγουρα την απάντηση. Εικάζω ότι εκείνη την εποχή το κεφάλι μου ήταν δυσανάλογα μεγάλο με το υπόλοιπο σώμα μου, γιατί ήμουν λιπόσαρκος και μικρούλης. Αργότερα το πεινασμένο μάτι μου, η ύπαρξη φαγητού και η έμφυτη λαιμαργία μου εξαφάνισαν αυτή τη «δυσαρμονία». Τώρα τα γεροντόπαχα μου πλεονεκτούν του μεγέθους της κεφαλής κι αν συνέχιζε η παιδική παράδοση θα έπρεπε να με συνοδεύει το ψευδώνυμο ο προκοίλας!
Μέσα στην οικογένεια κυκλοφορούσαν πολλά κοροϊδευτικά παρατσούκλια, μερικά από τα οποία ήταν ο τσίρος, ο νταλάκας, ο φελλός, ο σπατσίρος, η γουστέρα κτλ. Δεν τολμάω να κάνω την αντιστοίχηση με τα πραγματικά ονόματα γιατί μπορεί να ξεσηκώσω τη μήνι ορισμένων. Όμως θέλω επίσης ανωνύμως να αναφέρω δυο τρεις ακόμα περιπτώσεις της στενής γειτονιάς μας. Η Αμερικάνα λεγόταν έτσι γιατί κάθε τόσο έπαιρνε από κάποιον συγγενή της γράμμα από την Αμερική, με τη δυσκόλως υποκρυπτόμενη ζήλεια όλων των υπολοίπων γιατί μετά το γράμμα πήγαινε στον μπακάλη και χάλαγε τα λίγα δολάρια που αυτό περιείχε. Ήταν η Χέσαινα, γιατί τα μικρά παιδιά της κυκλοφορούσαν ώρες με την προίκα στα βρακάκια τους κι αυτό με τίποτα δεν έπαιρνε συγχωροχάρτι. Ήταν η Τρελή, μια χήρα που είχε παράξενη, αλλά εξηγήσιμη, συμπεριφορά μετά τα αλλεπάλληλα χτυπήματα απωλειών που της επεφύλαξε η μοίρα.
Την ίδια ώρα η Μάνα ετοίμαζε το μεσημεριανό για τους περισσότερους, που δεν θα επέστρεφαν το μεσημέρι. Μέσα στις καστανιές, δηλαδή τα τσίγκινα στρογγυλά δοχεία, έβαζε στον καθένα το αναλογούν μερίδιο από το φαγητό που είχε ετοιμάσει από το προηγούμενο βράδυ. Αυτή η αναγκαστική πρωινή έγερση, μου έγινε σαν συνήθεια και είναι μόνιμο χαρακτηριστικό της καθημερινότητάς μου σε όλη την υπόλοιπη ζωή μου. Εξαίρεση στον κανόνα ήταν το πρωινό της Κυριακής, όταν τα εργοστάσια και τα μαγαζιά ήταν κλειστά. Τότε τα περισσότερα από τα αδέλφια μου χουχούλιαζαν κάτω από το πάπλωμα να βγάλουν τα σπασμένα των άλλων ημερών. Εγώ είχα διαφορετική συμπεριφορά. Ήθελα να πάω στην εκκλησία ν’ ακούσω τη θεία λειτουργία. Δεν ήταν αποκλειστικά το καθαρό θρησκευτικό καθήκον. Για μένα ήταν και μια ευκαιρία «κοινωνικής εκδήλωσης». Να δω άλλους ανθρώπους, να στριμωχτώ κοντά στον ψάλτη, να σιγοψιθυρίζω κι εγώ τους γλυκούς ύμνους της θείας λειτουργίας, που μου άρεσαν και μου αρέσουν ακόμα τόσο. Μετά τη λειτουργία να στρώσουμε στο μεγάλο προαύλιο το διπλό ματς ανάμεσα σε παίκτες ανάμεικτους που ήταν διαθέσιμοι.
Στη γειτονιά τα παρατσούκλια ήταν στην ημερήσια διάταξη. Περιπαικτικά, αρκετές φορές σχολίαζαν κάτι από τη σωματική σου διάπλαση, ένα ιδίωμα του χαρακτήρα σου, κάτι από ένα συμβάν που ήσουν παρών και εξαιτίας της πιο απίθανης άλλης αφορμής που έγινε κάπου και κάποτε και σχολιάστηκε επίκαιρα και φωναχτά. Ένα από τα δικά μου τα προσωνύμια, που μπορεί στην πορεία να άλλαζε και να μου κολλήσει κάτι άλλο, ήταν ο κεφάλας. Γιατί; Δεν ξέρω σίγουρα την απάντηση. Εικάζω ότι εκείνη την εποχή το κεφάλι μου ήταν δυσανάλογα μεγάλο με το υπόλοιπο σώμα μου, γιατί ήμουν λιπόσαρκος και μικρούλης. Αργότερα το πεινασμένο μάτι μου, η ύπαρξη φαγητού και η έμφυτη λαιμαργία μου εξαφάνισαν αυτή τη «δυσαρμονία». Τώρα τα γεροντόπαχα μου πλεονεκτούν του μεγέθους της κεφαλής κι αν συνέχιζε η παιδική παράδοση θα έπρεπε να με συνοδεύει το ψευδώνυμο ο προκοίλας!
Μέσα στην οικογένεια κυκλοφορούσαν πολλά κοροϊδευτικά παρατσούκλια, μερικά από τα οποία ήταν ο τσίρος, ο νταλάκας, ο φελλός, ο σπατσίρος, η γουστέρα κτλ. Δεν τολμάω να κάνω την αντιστοίχηση με τα πραγματικά ονόματα γιατί μπορεί να ξεσηκώσω τη μήνι ορισμένων. Όμως θέλω επίσης ανωνύμως να αναφέρω δυο τρεις ακόμα περιπτώσεις της στενής γειτονιάς μας. Η Αμερικάνα λεγόταν έτσι γιατί κάθε τόσο έπαιρνε από κάποιον συγγενή της γράμμα από την Αμερική, με τη δυσκόλως υποκρυπτόμενη ζήλεια όλων των υπολοίπων γιατί μετά το γράμμα πήγαινε στον μπακάλη και χάλαγε τα λίγα δολάρια που αυτό περιείχε. Ήταν η Χέσαινα, γιατί τα μικρά παιδιά της κυκλοφορούσαν ώρες με την προίκα στα βρακάκια τους κι αυτό με τίποτα δεν έπαιρνε συγχωροχάρτι. Ήταν η Τρελή, μια χήρα που είχε παράξενη, αλλά εξηγήσιμη, συμπεριφορά μετά τα αλλεπάλληλα χτυπήματα απωλειών που της επεφύλαξε η μοίρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου